Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Θεόφιλος Αντιοχείας

8.302 bytes προστέθηκαν, 13:45, 21 Ιανουαρίου 2011
μ
Γενικά
Ο '''Θεόφιλος Αντιοχείας''' (;- 183/188)είναι ένας εκ των σημαντικότερων [[απολογητές|απολογητών]] του 2ου αιώνος. Διετέλεσε [[επίσκοπος]] της Αντιόχειας και ήταν ο απολογητής που απασχόλησε, με βάση τη διασωθείσα γραμματεία, περισσότερο τους αρχαίους ιστορικούς μετά το τον [[Ιουστίνος ο Μάρτυς|Ιουστίνο]]<ref>Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίδα 586</ref>. Ο ίδιος συνέγραψε πλειάδα συγγραμμάτων αλλά σήμερα διασώζονται μόλις τρία, με την κοινή ονομασία ''"Προς Αυτόλυκον"''. Περί αυτού διασώζονται γενικά βιογραφικά στοιχεία, αλλά όχι σε μεγάλη έκταση , με αποτέλεσμα να μην έχουμε σαφή χρονολογικά δεδομένα και στοιχεία περί της δράσεώς του.
==Ο βίος του==
Για το βίο προ της επισκοπής του γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα και αυτά μέσω υπαινιγμών και στοιχείων που εξάγονται από τα συγγράμματά του. Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε από το σύγγραμα ''"Προς Αυτόλυκον"''<ref>2, 24</ref>, περί Συριακής καταγωγής και περί των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως πιθανώς καταγόταν από τις ανατολικές επαρχίες της Συρίας. Η καταγωγή πρέπει να ήταν ελληνική, όχι μόνο διότι τα ελληνικά του ήταν άψογα, αλλά διότι φαίνεται πως δε γνώριζε ικανοποιητικά τη σημιτική γλώσσα<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν.</ref>. Η καλή επίσης γνώση της ελληνικής γραμματείας δεικνύει πως ήταν γνώστης της ελληνικής παιδείας και είχε διεξάγει συστηματικές σπουδές. Προήλθε από το ειδωλολατρικό περιβάλλον μεταστρεφόμενος στο χριστιανισμό, μέσω της μελέτης των χριστιανικών γραφών<ref>Προς Αυτόλυκον 1, 14</ref>. Χειροτονήθηκε επίσκοπος Αντιοχείας, έκτος κατά σειρά με βάση τους Ευσέβιο<ref>Εκκλ. Ιστορία 4, 20</ref> και Ιερώνυμο<ref>De viris illustribus 25</ref>, δρώντας ως έφη το πλείστον μετά το 169<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελίδα 280</ref>, που χειροτονήθηκε επίσκοπος. Διάδοχός του υπήρξε ο Μάξιμος, αλλά μετά δυσκολίας προσδιορίζουμε τη χρονική εποχή που τον διαδέχτηκε. Με βεβαιότητος γνωρίζουμε πως υπήρξε επίσκοπος επί ''Μάρκου Αυρηλίου'' και ''Κομμόδου''<ref>Προς Αυτόλυκον 3, 28</ref>. Ο ακριβής χρόνος , με τον ακριβή χρόνο διαδοχής δε του να μη μπορεί να προσδιοριστεί, αν και εικάζεται από μερικούς θεολόγους ότι συνέβη περί το 185<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., 587</ref>.
==Συγγράμματα==
===Γενικά===
Ο Θεόφιλος υπήρξε πολύγραφος θεολόγος της εποχής του. Παρότι ο ίδιος, στα βήματα τού [[Απόστολος Παύλος|Αποστόλου Παύλου]] , αυτοχαρακτηρίζεται ως ιδιώτης (απαίδευτος), μέσα από τα κείμενά του διακρίνουμε ακριβώς το αντίθετο. Τα κείμενά του ήταν γραμμένα με σαφήνεια, ζωντάνια, ετοιμότητα, με ύφος κομψό, νηφάλιο και εύρυθμο, ενίοτε όμως μονότονο λόγω της ευρείας εκτάσεως τους. Με λίγα λόγια υπήρξε δόκιμος συγγραφέας με ισχυρή προβολή και επιρροή<ref>Παν. Χρήστου, ενθ.αν., 587</ref>, διαθέτοντας ''"ανεπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο, καθαρή και απλή σκέψη, και γνωμική ή αποφθεγματική διάθεση στο λόγο του"''<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ. αν., 281</ref>. Tαυτόχρονα φαίνεται αρκετά επηρεασμένος από την ασιανική ρητορική, όπως τη συναντάμε και στο [[Μελίτων Σάρδεων|Μελίτωνα Σάρδεων]]<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ. αν., 281</ref>. Παρότι τελικά τοποθετείται στους [[απολογητές]], μάλλον ο χαρακτήρας του έργου του είναι προτρεπτικός, με απολογητικά στοιχεία<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ. αν., 281</ref>.
===Απολεσθέντα===
Μέσω της γραμματείας των τριών βιβλίων επίσης παρατηρείται πως ο Θεόφιλος χρησιμοποιεί κατά βάση προϋπάρχον κατηχητικό υλικό<ref>Στ. Παπαδόπουλος, ενθ. αν., 283</ref>, κάνοντας σύνθεση αυτής και όχι απλή παράθεση.
Στο πρώτο βιβλίο, διακρίνεται η διαλεκτική αντιπαράθεση ενός εθνικού με το Θεόφιλο. Ο πρώτος εξαίροντας την υπερβατικότητα του θεού και με μία αγνωστικιστική (ως προς την προσιτότητα και όχι την ύπαρξη) διάθεση προβαίνει σε μία προσπάθεια να παρουσιάσει τις αδυναμίες της χριστιανικής διδασκαλίας, αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό. Ο Θεόφιλος απαντά ότι αυτό μπορεί να συμβεί μέσω της καθαρότητας της καρδιάς και προχωρεί σε σύγκριση των κτιστών θεών, με το άκτιστο της δόξης του χριστιανικού Θεού. Ουσιαστικά θέτει την ετερότητα [[Κτιστό|κτιστού]] και ακτίστου, τονίζοντάς τη συνάμα και με την προβολή της προέλευσης του ανθρώπου ''"εξ ουκ όντως"''<ref>Νικόλαος Τζιράκης, Απολογητές, σελίδα 165</ref>. Χαρακτηριστικά λέγει ότι ο βασιλιάς δεν πρέπει να προσκυνάτε, αλλά απλώς να απλώς τιμάται. Έτσι κέντρο του βιβλίου καταστάται η θεογνωσία<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., 591</ref>. Ο συνομιλητής κατά τη διάρκεια του έργου χλευάζει τους χριστιανούς και την αποκρουστική πίστη τους. Καταλήγει δε χλευάζοντας και τη θεωρία της ανάστασης, ζητώντας να δει ένα αναστημένο. Ο Θεόφιλος απαντά με τη γνωστή κοσμολογική ένδειξη περί εναλλαγής ημέρας και νύχτας, αναστάσεως και δύσεως της σελήνης για να καταλήξει ''"επειδή προσεθηκας ώ εταίρε, δείξον μοι τον Θεό σου, ούτος μου Θεός, και συμβουλεύω σοι φοβείσθαι αυτόν και πιστεύειν αυτώ"''<ref>Προς Αυτόλυκον 14</ref>.
Τα επόμενα δύο βιβλία αποτελούν μία ενότητα. Ο συγγραφέας φαίνεται πως συνέταξε μία πραγματεία, την οποία λόγω εκτάσεως τη χώρισε σε δύο μέρη<ref>Π. Χρήστου, ενθ. αν. 592</ref>. Το γενικό περιεχόμενο του έργου είναι μία σύγκριση χριστιανικής και εθνικής γραμματείας και το απευθύνει προς κάποιο Αυτόλυκο, με τον οποίο πιθανόν κάποτε είχε διεξάγει σχετικές συζητήσεις<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., 592</ref>. Στο δεύτερο λοιπόν βιβλίο ο Θεόφιλος αντιδιαστέλλει την άποψη του Αυτολύκου, ότι ο χριστιανισμός είναι μωρία. Αναφέρει πως μωρία είναι η εθνική πίστη, και παραθέτει τις χριστιανικές γραφές έναντι των φιλοσόφων σε σημεία όπως η δημιουργία, η ηθική, η ανθρωπολογία, την διδασκαλία των προφητών. Τελικώς τον προτρέπει να αναζητήσει την αλήθεια μέσω του Θεού του ζώντος. Στο τρίτο βιβλίο παρατηρούμε ανακεφαλαιωτική τάση<ref>Ν. Τζιράκη, Απολογητές, σελίδα 188</ref> από την πλευρά του συγγραφέα καθώς και αρραγή συνέχεια ως προς τη θεματολογία και τον τρόπο παράθεσης. Κατά τον ''Vermander'' μάλιστα, το βιβλίο αυτό πιθανώς είναι έμμεση απάντηση κατά του Κέλσου. Ο Θεόφιλος εδώ επισημαίνει και πάλι την υπεροχή των χριστιανικών γραφών έναντι των εθνικών συγγραμμάτων στην περί της αληθείας πραγματικότητα. Εδώ όμως θα προβάλλει και την παλαιότητα της πίστεως του χριστιανισμού και των γραφών αυτού, καθότι ο συνομιλητής θα προσάψει στο χριστιανισμό νεοφανή διδασκαλία και σύνταξη συγγραμμάτων. Ο Θεόφιλος επισημαίνει ότι η ανθρώπινη σοφία δεν μπορεί να συγκριθεί με τη θεϊκή, που ενέχεται στα χριστιανικά συγγράμματαλόγω θεοπνευστίας, ενώ σκοπός αυτών είναι η ηθική επιμόρφωση, περί φιλανθρωπίας, ευσεβείας, δικαιοσύνης, σεμνότητος, εγκράτειας. Τέλος προσδιορίζει ως [[Έτος Κόσμου|έτος κόσμου]] το 5515 προ του Χριστού.
==Θεολογία==
 
===Οι προϋποθέσεις της θεολογίας του Θεόφιλου===
 
Ο Θεόφιλος είναι, ως [[Εκκλησιαστική γραμματολογία|εκκλησιαστικός συγγραφέας]] της εποχής του, ο εγγύτερος προς την διδασκαλία της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]], παρότι προερχόταν από το εθνικό περιβάλλον<ref>Παν. Χρήστου, Ελληνικής Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίδα 594</ref>. Θα λέγαμε ότι αντιμετωπίζει την έξω σοφία ως Ιουδαίος<ref>ο.π.</ref> χρησιμοποιώντας όμως συχνά και τα [[Ευαγγέλιο|ευαγγέλια]] και τις επιστολές της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]], τα οποία όμως πάντα τοποθετεί επί της βάσεως της Παλαιάς<ref>ο.π.</ref>. Μέσα από το σύγγραμμά του παρατηρείται με σαφήνεια η έννοια της [[Θεοπνευστία|θεοπνευστίας]] των [[Αγία Γραφή|Γραφών]]<ref>Προς Αυτόλυκον 3, 12</ref>, χρησιμοποιώντας κατά βάση μία κατά γράμμα ερμηνεία, πλην όμως των περιπτώσεων που διαβλέπει συμβολισμούς προς εκπλήρωση. Διαβλέπουμε δηλαδή στην περίπτωσή του, μία απαρχή της ερμηνευτικής, της [[Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας|θεολογικής σχολής της Αντιόχειας]].
 
Κάνοντας μία γενική θεώρηση του διασωθέντος έργου του παρατηρούμε πως εκπροσωπεί ''"απόλυτα ιουδαιοχριστιανική θεολογία και νοοτροπία"''<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελίδα 280</ref>. Φαίνεται να γνωρίζει το έργο άλλων απολογητών, λαμβάνοντας γραμμές όπως από τον [[Ιουστίνος ο Μάρτυς|Ιουστίνο]] την προσήλωση στην προφητεία (διδασκαλία και χάρη) και το δανεισμό θεολογικών στοιχείων από προφήτες και τον [[Τατιανός ο Σύρος|Τατιανό]] την περιφρόνηση της κοσμικής σοφίας. Θα λέγαμε επίσης πως η θεολογία του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ηθική<ref>ο.π. 281</ref>, ενώ μέσο της αλήθειας είναι η νήψη και καθαρότητα της ψυχής. Πέραν τούτου η θεολογία είναι σπουδαιότατη για τη σημερινή επιστημονική θεολογία, καθώς είναι ο πρώτος που διασώζεται να αναφέρει τον όρο Τριάς.
 
===Περί Θεού===
 
Ο [[Αγία Τριάδα|Θεός]] για τον Θεόφιλο είναι ''αχώρητος, ακατάληπτος, απερινόητος, ανεκδιήγητος'' και ''απρόσιτος'' δια των γνωστικών ικανοτήτων των ανθρώπων<ref>Παν. Χρήστου, ενθ.αν., 596</ref>. Επιπρόσθετα δε μπορεί να ονομαστεί, διότι αν ονομαστεί θα του δοθεί μία κτιστή ονομασία η οποία δεν μπορεί να είναι Αυτός ως τελείως διάφορος από ότι υπάρχει στην κτίση<ref>Προς Αυτόλυκον 2, 3</ref>, γι αυτό και θα λέγαμε κάλλιστα ότι χρησιμοποιεί αυστηρώς αποφατικούς όρους για το Θεό<ref>Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Α΄, σελίδα 243</ref>. Ο ίδιος χρησιμοποιεί εν αφθονία το κοσμολογικό στοιχείο στη γραμματεία του. Έτσι ο Θεός είναι ο δημιουργός της κτίσης εκ του μηδενός<ref>Προς Αυτόλυκον 2, 4</ref>, δημιουργώντας ότι επιθυμεί κατά τη βούλησή Του. Ο Θεός αυτός είναι Τριαδικός<ref>Προς Αυτόλυκον 2, 15</ref>, με τον [[Θεός Πατήρ|Πατέρα]] αιτία του Λόγου, ο οποίος διαχωρίζεται σε ενδιάθετο και προφορικό<ref>Προς Αυτόλυκον 2, 22</ref>, δηλαδή αποκτώντας υπόσταση κατά τη δημιουργία, ενώ προϋπήρχε ως ανυπόστατος προαιωνίως. Την τριάδα συνιστούν ο Πατήρ, ο Λόγος και η Σοφία<ref>Προς Αυτόλυκον 2, 15</ref>. Αναμφισβήτητα στόχος του Θεοφίλου είναι να εξαρθεί η υπερβατικότητα του Θεού και παράλληλα να δοθεί απάντηση στη σχέση Θεού και κτίσης<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., 244</ref>.
 
===Περί Λόγου===
 
Όπως προαναφέρθηκε στόχος του Θεοφίλου είναι να δοθεί η απάντηση στο ζήτημα Θεού και κόσμου. Κλειδί αυτής της απάντησης είναι η θεολογία περί Λόγου. Έτσι ο Θεός δημιούργησε μέσω του Λόγου τον κόσμο, θέτοντάς τον στην ουσία γέφυρα της δημιουργίας και ειδικότερα με τον άνθρωπο<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., 244</ref>. Τονίζει δε με σαφήνεια πως ο Υιός του Θεού, δεν έχει καμία ομοιότητα με την υιότητα που προσδίδεται από τη [[φιλοσοφία]]. Ο Υιός είναι πραγματικός Θεός, ο οποίος υπάρχει ανέκαθεν ενδιάθετος στην καρδιά του Πατρός<ref>Προς Αυτόλυκον 2, 22</ref>. Ο Λόγος και Υιός προ της δημιουργίας έχει ρόλο συμβούλου, ήταν νους και φρόνηση και όταν ο Θεός βουλήθηκε τη δημιουργία, γέννησε τον Υιό Του, ''"ου κενωθείς Αυτός του Λόγου, αλλά Λόγω γεννήσας"''<ref>ο.π.</ref>. Γενικώς ο Θεόφιλος με τη στωική διάκριση περί ενδιαθέτου και προφορικού Λόγου, στόχο έχει να καταδείξει την αϊδιότητα του Υιού και Λόγου καθώς και την ιδιάζουσα ύπαρξή Του<ref>Κων. Σκουτέρης, ενθ.αν., 245</ref>. Η προσωπική όμως ύπαρξη του Λόγου είναι αδιαμφισβήτητη καθώς Αυτός είναι ο οποίος ενδημεί στους προφήτες<ref>Προς Αυτόλυκον 2, 10</ref>.
 
Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως στο σύγγραμμά του απουσιάζει πλήρως θεματολογία για την ένσαρκη παρουσία του Υιού και Λόγου, τον [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστό]]. Αυτό πιθανώς συνέβη λόγω ότι το σύγγραμμα απευθυνόταν και στους εκτός χριστιανισμού μελετητές και ακροατές. Εικάζεται όμως πως τα απολεσθέντα έργα του, ιδίως τα εποικοδομητικά θα έδιναν την πρέπουσα θέση στο γεγονός αυτό<ref>Παν. Χρήστου, ενθ.αν., 598</ref>.
==Υποσημειώσεις==
[[κατηγορία:Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς|θ]]
[[κατηγορία:επίσκοποι|θ]]
[[Κατηγορία:2ος αιώνας|Θ]]
12.398
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης