Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Θεοπνευστία

8.542 bytes προστέθηκαν, 19:08, 1 Μαρτίου 2010
μ
καμία σύνοψη επεξεργασίας
'''Θεοπνευστία''' ονομάζεται αποκαλείται ''"η ιδιότητα κάποιου λόγου διαρκής πνευματοκίνητη δύναμη της κοινότητας διαμέσου χαρισματικών φορέων"''<ref>Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α, σελίδα 189</ref> η οποία αποτυπώνει ιστορικά γεγονότα και τη ζωή μίας κοινότητας σε μνημεία πολιτισμού. Η θεοπνευστία στην ορθόδοξη παράδοση συνδέεται άρρηκτα με την πνευματοκίνητη δύναμη που χαρίζει σε ορισμένους φορείς τη δυνατότητα να δουν το Θεό μέσα από μία εμπειρία γεγονότων. Ουσιαστικά θεοπνευστία είναι η θεοπτία<ref>ο.π., σελίδα 188</ref>. Έτσι όταν μιλάμε για θεοπνευστία εννοούμε τα γεγονότα που διενεργούνται και καταγράφονται στην ιστορία και εν συνεχεία την κλήση της κοινότητας, όπου τα μέλη της αποκτούν μέσω της χάριτος τη δυνατότητα να τα δουν, να τα καταγράψουν και να τα επιβεβαιώσουν. Αυτή η ενέργεια, δωρεά του Θεού, δεν εννοείται σαν κάτι αφηρημένο ή κειμένουμία έκτακτη ενέργεια, αλλά ως διαρκής παρουσία του ίδιου του Θεού, που αποτελεί βασικό πυρήνα για τη λειτουργία της κοινότητας<ref>ο.π.</ref>. Στη θεοπνευστία λοιπόν από τη μία πλευρά ικανώνονται φορείς που ανακοινώνουν, να περιέχει Θεία Αποκάλυψηκαταγράφουν και ερμηνεύσουν τα συντελεσμένα γεγονότα τα οποία έχουν βιώσει και ζήσει στο πλαίσιο της κοινότητας και από την άλλη μεριά προφυλάσσονται από την πλάνη<ref>ο.π.</ref>.
== Η έννοια της θεοπνευστίας στην κοινότητα και στην Αγία Γραφή ==
===Η έννοια της θεοπνευστίας===
''"Τα ιερά κείμενα της κοινότητας, γίνονται καρπός μιας εμπειρίας, την οποία γεύεται ολόκληρη η κοινότητα και αποτελούν υπομνηματισμό των γεγονότων και της σημασίας τους"''<ref>N. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α΄, σελίδα 188</ref>. Τα γεγονότα πάντα έχουν δύο όψεις. Αφενός την ιστορική τους διάσταση, αφετέρου τη σημασία τους. Αυτή η σημασία όμως των γεγονότων μπορεί να δοθεί μόνο μέσα από τη ζωντανή κοινότητα, διαμέσου των χαρισματικών φορέων<ref>ο.π.</ref>. Άλλωστε αυτό το νόημα έχει στη βιβλική ιστορία η κλήση ενός λαού και εν συνεχεία η κλήση χαρισματικών φορέων. Αν υπάρξει οποιαδήποτε διάσπαση μεταξύ κοινότητας και φορέων του σώματος, τότε δε μπορεί να γίνει λόγος για εμπειρία, θεολογία, θεοπτία, θεοπνευστία<ref>ο.π.</ref>. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η θεοπνευστία δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο, εν αντιθέσει με την δυτική θεώρηση καθολικών και προστεσταντών, να νοηθεί ως μία έκτακτη χορήγηση ενέργειας ή δωρεάς, ως υπαγόρευση ή ως προνόμιο ορισμένων φορέων απομονωμένων από το λειτουργικό σώμα μιας ιστορικής κοινότητας<ref>ο.π.</ref>. Μία τέτοια αντίληψη θα αποτελούσε μία μηχανική ή "μαγική" κίνηση στο πλαίσιο της κοινότητας. Αντιθέτως στην πατερική σκέψη η θεοπνευστία ''"είναι η εμπειρία της θείας παρουσίας από την πλευρά της κοινότητας ως έργο ενός αγώνα, μιας άσκησης και ενός επίμονου οδοιπορικού προς την τελείωση"''<ref>ο.π. 189</ref>. Γι αυτό και η ορθόδοξη θεολογία δε γίνεται να αντιληφθεί κανένα άλλο δρόμο και καμία απόκλιση αυτής της θεώρησης, ειδάλλως ενέχει ο κίνδυνος της διάβρωσης και της ενότητας της Αγίας Γραφής, αφού τα κριτήρια δε θα είναι η εμπειρία και η ιστορία της [[Θεία Οικονομία|θείας οικονομίας]], αλλά κάποια κτιστά αντικείμενα, αναβιώνοντας σχολαστικές μεθοδολογίες<ref>ο.π.</ref>.
== Αρχαιότατες διακρίσεις στη =Θεοπνευστία της Αγίας Γραφής στην Αγία Γραφή=== Η διάκριση των βιβλίων της [[Αγία Γραφή|Αγίας Γραφής ]] σε Θεόπνευστα και μη Θεόπνευστα έχει , είχε ξεκινήσει πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Ήδη κατά τη ραββινική Ιουδαϊκή αντίληψη, επιχειρήθηκε να περιορισθούν τα Θεόπνευστα βιβλία της Αγίας Γραφής, μόνο στο χρονικό διάστημα μεταξύ του [[Μωυσής|Μωυσέως ]] και του βασιλιά των Περσών ''Αρταξέρξη του Α΄ του Μακρόχειρα '' (465 - 424 π.Χ.). (<ref>Πρβλ. Φλαβίου Ιωσήπου, "Περί αρχαιότητος Ιουδαίων, Κατά Απίωνος, Λόγ. Α΄, 8, στο: "Τα ευρισκόμενα" (έκδοση από G. Dindorfius), τόμ. Β΄, Parisiis 1929, σελ. 340-341. Πρβλ. και Μητροπ. Μύρων Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου - Εμμ. Φωτιάδου, "''Έκθεσις περί των πηγών της θείας Αποκαλύψεως κατά την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν"'', Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 9 και εξής).</ref>. Μια τέτοια διάκριση όμως, έθετε φραγμό στη Θεοπνευστία προ και μετά από την εποχή εκείνη, και δεν έγινε σύμφωνα με αποτέλεσμα να μη γίνει δεκτή από όλους (<ref>Πρβλ. Αθ. Χαστούπη, Εισαγωγή, σελ. 547)</ref>. Μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού έγινε από την Ορθόδοξη Εκκλησία σαφής διάκριση των βιβλίων της [[Αγία Γραφή|Αγίας Γραφής, ]] σε διάφορες κατηγορίες, όπως προκύπτει από τους 6 κατοχυρωμένους κανόνες από την [[Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος|Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο]]. Οι διατυπώσεις των κανόνων αυτών είναι τόσο λεπτές και ακριβείς, που μας δίνουν τη δυνατότητα, όχι μόνο Στόχος της Εκκλησίας ήταν ''"να εξιχνιάσουμε τις διάφορες "ποιότητες" περιφρουρήσει τον αριθμό των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, αλλά επίσης μας φανερώνουν την ακρίβεια με την οποία αντιμετώπιζαν ανέκαθεν οι Χριστιανοί τα διάφορα είδη βιβλίων μόνο για λόγους άμυνας κατά των αντιπάλων της, παρά το ότι δεν είχε διατυπωθεί ακόμα σαφώς αυτή και όχι γιατί η διάκριση. Για παράδειγμα, ο Οικουμενικά επικυρωμένος κδ΄/λβ΄ κανόνας θεολογία της εν Καρθαγένη Συνόδου ορίζει: στηριζόταν σε συγκεκριμένα βιβλία"Ομοίως ήρεσεν, ίνα εκτός των κανονικών Γραφών, μηδέν εν τη Εκκλησία αναγινώσκηται επ' ονόματι θείων Γραφών"'<ref>Ν. Με βάση αυτά τα λόγιαΜατσούκας, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε αυτή τη διάκριση βιβλίων της Αγίας Γραφής, ώστε να συμμορφωθούμε με τον κανόνα. Η έγκριση των 6 αυτών κανόνων από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο έγινε με εκτενή έρευνα Ορθοδοξία και μελέτη των υπαρχόντων κανόνωνΑίρεση, όπως φαίνεται όχι μόνο από τις λεπτομερείς διατυπώσεις της Συνόδου για το θέμα του ΚανόνοςΠουρναράς, αλλά επίσης από το ότι επικύρωσε τον Κανόνα Αμφιλοχίου Ικονίου, αλλά όχι τον κανόνα του Κυρίλλου ΙεροσολύμωνΘεσσαλονίκη 1992, σελίδα 41</ref> τη στιγμή που ήταν άνδρας μεγαλύτερου κύρους στην Εκκλησία. Και ακόμαη [[Ιερά Παράδοση|παραδόση]], διέταξε την αποβολή από τον Κανόνα είναι ''"το μοναδικό στοιχείο της Αγίας Γραφής, του βιβλίου των Αποστολικών Διαταγώνκοινότητας, το οποίο περιέχεται ως βιβλίο φανερώνει την αλήθεια της Αγίας Γραφής στον πε΄ Αποστολικό Κανόνα, επειδή αυτό νοθεύθηκε από αιρετικούςζωής"''<ref>ο.π. (Ράλλη - Ποτλή, τόμ245</ref>. Β΄Έτσι γίνεται εύκολα αντιληπτό, σελ. 308). Δεν έγινε πως η έρευνα αυτή [[Αγία Γραφή]] είναι το μνημείο εκείνου του υπομνηματισμού της Συνόδουκοινότητας, μόνο στα πλαίσια το οποίο καταγράφεται από τα χαρισματικά-θεοπτικά μέλη της Συνόδου. Αλλά διατύπωσε , αφού τελικά προκύπτει και αποκρυστάλλωσε με γεννιέται από τη Θεία επιστασία, την προ αυτής διάχυτη θέση ζωή της Εκκλησίας για τα ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκεκοινότητας<ref>οΟ πε΄ Αποστολικός Κανόνας, ως αρχαιότερος που είναι, δεν μιλάει για "Θεία" ή για "Θεόπνευστα" βιβλία της Αγίας Γραφής, παρά μόνο για "σεβάσμια" και "άγια"π. Γιατί ακόμα τότε δεν είχαν επικρατήσει οι όροι αυτοί περί των βιβλίων της Αγίας Γραφής246</ref>.
Η προβληματική όμως που αναπτύχθηκε για τη θεοπνευστία της Αγίας Γραφής προέρχεται από το δυτικό και συγκεκριμένα από τον Αυγουστίνειο τρόπο σκέψης. Οι θεολόγοι της δυτικής εκκλησίας ταύτισαν την [[αποκάλυψη]], ως μία αποκάλυψη νοημάτων και ρημάτων από μέρους του Θεού προς τον άνθρωπο, με αποτέλεσμα να έχουμε μία κατά γράμμα θεοπνευστία της Γραφής στην οποία ο Θεός είναι ο υπαγορεύων τα ιερά βιβλία στους συγγραφείς. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν η επιστημονική πρόοδος να ανατρέψει πολλές παραδοχές της, προκαλώντας σύγχυση, αφού έκανε το Θεό να μοιάζει "ψεύτης"<ref>Ιωάννη Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, σελίδα 115-116</ref>. Η ορθόδοξη πατερική θεολογία βεβαίως αποδέχεται την θεοπνευστία της Αγίας Γραφής, αλλά φυσικά αυτή δε μπορεί να νοηθεί με τον τρόπο που οι δυτικοί ερμηνεύουν, δηλαδή ως μία καθοδήγηση, ως μία έννοια του [[Αλάθητο|αλαθήτου του πάπα]]<ref>Ιωάννη Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, σελίδα 118</ref>, μίας υποχρεωτικής αλάθητης αλήθειας που αποφασίζεται και διακηρύσσεται. Γι αυτό το λόγο όταν μιλάμε για θεοπνευστία στην πατερική παράδοση μιλάμε για επιστασία του [[Άγιο Πνεύμα|Αγίου Πνεύματος]] δηλαδή την ικανότητα του θεωμένου και δοξασμένου μέλους<ref>ο.π.</ref>, μέσω της αποκαλύψεως του Θεού να ερμηνεύσει σωστά και να αποφύγει κάθε πλάνη στην περιγραφή των ιστορικών γεγονότων και των θεοφανειών, και όχι κάποιου είδους έκτακτη ενέργεια<ref>Ν. Ματσούκα, Συμβολική και Δογματική Θεολογία Α΄, σείδα 187</ref> ή υπαγόρευση<ref>Ιωάννη Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, σελίδα 115</ref>. Εξ αυτού του λόγου παρατηρούνται στις θεόπνευστες γραφές ακόμα και λάθη. Όπως υπομνηματίζει όμως ο καθηγητής [[Ιωάννης Ρωμανίδης|Ι. Ρωμανίδης]]: ''"Το να φυλάττεταί τις όμως από πνευματικήν ή θεολογικήν πλάνην και να είναι κεχαριτωμένος και θεόπνευστος, δεν σημαίνει ότι αποκτά απλανή γνώσιν περί της κτιστής αληθείας εν ταις επιστημονικαίς λεπτομερείαις αυτής, αλλά μόνον περί της σχέσεώς της και εξαρτήσεώς της εκ της ακτίστου αληθείας, ήτις είναι η δόξα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού εν ή συγκατοικούν και συμβασιλεύουν οι άγιοι...Εντός των τοιούτων πλαισίων οφείλομεν να αντιληφθοώμεν την θεοπνευστίαν των προφητών, αποστόλων και αγίων, ως και της Αγίας Γραφής και των Συνόδων και το απλανές αυτών"''<ref>Ιωάννου Ρωμανίδου, ''"Κριτική θεώρησις των εφαρμογών της θεολογίας"'', σελίδα 434</ref>.
== Η Θεολογική διατύπωση της διάκρισης Θείου και Θεοπνεύστου ==
Η όλη διάκριση μεταξύ Θεόπνευστων και Θείων βιβλίων, ή μεταξύ ''Θεοπνευστίας '' και ''Θείας Επιστασίας'', δεν είχε αναπτυχθεί και περιγραφεί θεωρητικά από τους Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας. Άλλωστε, γενικότερα οι Πατέρες "«''δεν αναπτύσσουν κάποια θεωρία για τη σχέση του θείου και του ανθρώπινου στις Γραφές" (''»<ref>Σάβ. Αγουρίδη: "Η έννοια της Θεοπνευστίας, εν "Βιβλικά Μελετήματα", τεύχ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 7).</ref>. Η διάκριση μεταξύ Θεοπνευστίας και [[Θεία Επιστασία|Θείας Επιστασίας]], διατυπώθηκε σαφώς κατά τους τελευταίους αιώνες από έγκριτους εκκλησιαστικούς άνδρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας (παράβαλλε <ref>Πρβλ. Ευ. Αντωνιάδη: "Επί του προβλήματος της Θεοπνευστίας", σελ. 102).</ref>, αλλά και από ξένους θεολόγους (παράβαλλε <ref>Πρβλ. Παν. Τρεμπέλα, "''Η Θεοπνευστία της Αγίας Γραφής"'', σελ. 39,40)</ref>. Παρά όμως το γεγονός ότι ακόμα δεν είχε διατυπωθεί και αναπτυχθεί κάτι τέτοιο θεωρητικά, οι Πατέρες και οι Σύνοδοι (τοπικές και Οικουμενικές) της Εκκλησίας, χρησιμοποιούσαν στην πράξη τη διάκριση των δύο αυτών εννοιών. Αυτό καθίσταται σαφές σε όσους ασχολούνται με τη σύνδεση των 6 κανόνων που εγκρίθηκαν από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά φαίνεται και από το σύνολο των ιερών και θείων κανόνων, οι οποίοι παρεμπιπτόντως (αλλά επανειλημμένα) , μιλούν ή αναφέρονται στα "''θεία''" και "''θεόπνευστα''" βιβλία της Αγίας Γραφής. (<ref>Τις πληροφορίες αυτές έχει συγκεντρώσει σε ιδιαίτερο τόμο ο Παν. Ι. Μπούμης δρ Θεολογίας Αναπληρωτής καθητητής του Πανεπιστημίου Αθηνών). Η διάκριση μεταξύ "Θείων" και "Θεοπνεύστων" βιβλίων, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς σε πιο πρόσφατους αιώνες, φαίνεται από τις παρακάτω παρατηρήσεις του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτη (1749-1809). Αυτός κάνοντας διάκριση μεταξύ Αγ. Γραφής και ιερών κανόνων, λέει ότι οι τελευταίοι έχουν γραφτεί "κατ' επιστασίαν Θεού, ου κατ' έμπνευσιν". "Δι' ό ουδέ θεόπνευστοι Γραφαί αυτοί ονομάζονται". Ονομάζονται όμως "Θείοι". Και πιο κάτω λέει: "διακρίνουσι οι Θεολόγοι" μεταξύ Αποκαλύψεως, Εμπνεύσεως και φωτισμού, δηλαδή ελλάμψεως και επιστασίας, δια της οποίας διαφυλάττεται ο γράφων "από κάθε απάτην ή σφάλμα". Προσθέτει μάλιστα, ότι και παλαιότεροι εκκλησιαστικοί άνδρες "λέγουσιν ότι τα μεν μυστηριώδη και κυριώτερα των Γραφών και εξ εμπνεύσεως του Πνεύματος εχαράχθησαν, τα δε ιστορικά με επιστασίαν αυτού μόνην". ("Πηδάλιον", σελ. 112, 113 υποσημείωση). Ο Άγιος Νικόδημος λέει για τη διαφορά αυτή στο ίδιο μέρος: "η διαφορά οπού είναι ανάμεσα εις τας δύω δόξας αυτάς, ολίγη είναι και παραμικρά. και αι δύω γαρ δόξαι τας κυριότερα της Γραφής φρονούσιν, ότι υπό Πνεύματος ενεπνεύσθησαν και υπηγορεύθησαν, και ότι παρόν εις τους ιερούς συγγραφείς το Πνεύμα, δεν αφήκεν αυτούς εις κανένα να πλανηθούν. Ώστε πάντα τα εν ταις Θείαις Γραφαίς εν τε δόγμασι, και ιστορίαις, και χρονολογίαις, ρήματα Θεού είναι". Η διαφορά αυτή όμως, όσο μικρή κι αν είναι, πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν, όταν ασχολούμαστε με τους κανόνες της Αγίας Γραφής και τις ακριβέστατες διατυπώσεις τους, ώστε να επιτυγχάνεται η ορθή ερμηνεία (ανάλυση) και η εναρμόνισή (αρμονική σύνθεσή) τους. Γιατί "ου μικρόν εν βίω το παρά μικρόν" (Καν. α΄ Διονυσίου Αλεξανδρείας. Ράλλη - Ποτλή, τόμ. Δ΄, σελ. 4). Επί του ζητήματος αυτού, ο Ευ. Αντωνιάδης λέει: "Υφίσταται προδήλως μεταξύ των εννοιών τούτων και διαφορά τις ουσίας, επειδή η πρώτη φέρνει θετικώτερον τινα χαρακτήρα, ως συμπεριλαμβάνουσα εν εαυτή και την έννοιαν της παροχής νέων αληθειών και πρωτοτύπων, η δε του αγίου Πνεύματος επιστασία παριστά απλώς αρνητικόν τινα χαρακτήρα, καθ' ον τούτο προφυλάττει απλώς τους ιερούς της Εκκλησίας άνδρας μακράν πάσης πλάνης". ("Επί του προβλήματος της Θεοπνευστίας" σελ. 151)</ref>.
Τις διακρίσεις αυτές Θεοπνευστίας Η διάκριση μεταξύ "''Θείων''" και Θειότητας (Θείας Επιστασίας)"''Θεοπνεύστων''" βιβλίων, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς σε πιο πρόσφατους αιώνες, φαίνεται από τις παρακάτω παρατηρήσεις του [[Άγιος Νικόδημος ο άγιος Νικόδημος πιθανότατα Αγιορείτης|Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη]]. Κάνοντας διάκριση μεταξύ Αγίας Γραφής και ιερών κανόνων, αναφέρει ότι οι τελευταίοι έχουν γραφτεί ''"κατ' επιστασίαν Θεού, ου κατ' έμπνευσιν"''. Δι' ό ουδέ θεόπνευστοι Γραφαί αυτοί ονομάζονται"''. Ονομάζονται όμως "''Θείοι''": ''"διακρίνουσι οι Θεολόγοι μεταξύ Αποκαλύψεως, Εμπνεύσεως και φωτισμού, δηλαδή ελλάμψεως και αυτός παρέλαβε επιστασίας, δια της οποίας διαφυλάττεται ο γράφων από τον Ευγένιο Βούλγαρη (1716-1806)κάθε απάτην ή σφάλμα"''. (Παράβαλλε Ευγενίου Προσθέτει μάλιστα, ότι και παλαιότεροι εκκλησιαστικοί άνδρες ''"λέγουσιν ότι τα μεν μυστηριώδη και κυριώτερα των Γραφών και εξ εμπνεύσεως του ΒουλγάρεωςΠνεύματος εχαράχθησαν, τα δε ιστορικά με επιστασίαν αυτού μόνην"Θεολογικόν''<ref>''Πηδάλιον'', σελ. 112, 113 υποσημείωση.</ref>. Ο [[Άγιος Νικόδημος]] αναφέρει για τη διαφορά αυτή ότι ''" (η διαφορά οπού είναι ανάμεσα εις τας δύω δόξας αυτάς, ολίγη είναι και παραμικρά. Και αι δύω γαρ δόξαι τας κυριότερα της Γραφής φρονούσιν, ότι υπό Αρχιμανδρίτη ΑγΠνεύματος ενεπνεύσθησαν και υπηγορεύθησαν, και ότι παρόν εις τους ιερούς συγγραφείς το Πνεύμα, δεν αφήκεν αυτούς εις κανένα να πλανηθούν. Λοντόπουλου)Ώστε πάντα τα εν ταις Θείαις Γραφαίς εν τε δόγμασι, και ιστορίαις, Βενετία 1872και χρονολογίαις, σελρήματα Θεού είναι"''. 23 Η διαφορά αυτή όμως, όσο μικρή κι αν είναι, πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν, όταν ασχολούμαστε με τους κανόνες της Αγίας Γραφής και εξής. Παράβαλλε τις ακριβέστατες διατυπώσεις τους, ώστε να επιτυγχάνεται η ορθή ερμηνεία (ανάλυση) και Ευη εναρμόνισή (αρμονική σύνθεσή) τους. Αντωνιάδη Γιατί ''"Επί του προβλήματος της θεοπνευστίας της Αγου μικρόν εν βίω το παρά μικρόν"''»<ref>''Καν. Γραφής"α΄ Διονυσίου Αλεξανδρείας'', στο ΕΕΘΣΠΑΡάλλη - Ποτλή, τόμ. Δ΄ 1937-1938, σελ. 102)4.</ref>.
Επί του ζητήματος αυτού, ο Ευ. Αντωνιάδης λέει ''"Υφίσταται προδήλως μεταξύ των εννοιών τούτων και διαφορά τις ουσίας, επειδή η πρώτη φέρνει θετικώτερον τινα χαρακτήρα, ως συμπεριλαμβάνουσα εν εαυτή και την έννοιαν της παροχής νέων αληθειών και πρωτοτύπων, η δε του αγίου Πνεύματος επιστασία παριστά απλώς αρνητικόν τινα χαρακτήρα, καθ' ον τούτο προφυλάττει απλώς τους ιερούς της Εκκλησίας άνδρας μακράν πάσης πλάνης"''<ref>''Επί του προβλήματος της Θεοπνευστίας'', σελ. 151</ref>. Τις διακρίσεις αυτές Θεοπνευστίας και Θειότητας (Θείας Επιστασίας), ο ''Άγιος Νικόδημος'' πιθανότατα και αυτός παρέλαβε από τον [[Ευγένιος Βούλγαρης|Ευγένιο Βούλγαρη]] (1716-1806)<ref>Πρβλ. Ευγενίου του Βουλγάρεως, ''Θεολογικόν'' (υπό Αρχιμανδρίτη Αγ. Λοντόπουλου), Βενετία 1872, σελ. 23 και εξής. Βλ. επίσης και Ευ. Αντωνιάδη Επί του προβλήματος της θεοπνευστίας της Αγ. Γραφής, στο ΕΕΘΣΠΑ, τόμ. Δ΄ 1937-1938, σελ. 102</ref>. Αυτή τη διάκριση, υιοθετούν και νεώτεροι Ορθόδοξοι Θεολόγοι, όπως οι Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων (<ref>Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, "''Περί των Ο' Ερμηνευτών της Παλαιάς θείας Γραφής"'', τόμ. Δ΄, Αθήνες 1849, σελ. 59-60).</ref>, Κων. Κοντογόνης (πρβλ<ref>Πρβλ. Κων. Κοντογόνου, "''Εισαγωγή εις την Αγίαν Γραφήν και στοιχεία ερμηνευτικής της Αγίας Γραφής"'', Αθήνα 1859, σελ. 8-9)</ref>, Αλέξανδρος Λυκούργος (στο "<ref>Στο ''Ιερομνήμων", '' έτους 1859-61, υπό το άρθρο "Βιβλιοκρισία", σελ. 302 και εξής).</ref>, Ζήκος Ρώσης (<ref>Ζήκου Ρώση, "''Σύστημα Δογματικής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας"'', Αθήνα 1903, σελ. 470).</ref>, Χρ. Ανδρούτσος (<ref>Χρ. Ανδρούτσου, "''Συμβολική εξ επόψεως Ορθοδόξου"'', Έκδ. Β΄, Αθήνα 1930, σελ. 136. Παράβαλλε Πρβλ. του ιδίου "''Δογματική"'', σελ. 4).</ref>, Δημ. Μπαλάνος (<ref>Δημ. Σ. Μπαλάνου, "''Η νεωτέρα Ορθόδοξος Θεολογία εν σχέσει προς την πατερικήν θεολογίαν και προς τας νεωτέρας αντιλήψεις και μεθόδους"'', στο ΕΕΘΣΠΑ, τόμ. Γ΄, 1936-1937, σελ. 125)</ref>, Παν. Τρεμπέλας (<ref>Παν. Τρεμπέλα, "''Δογματική"'', τόμ. Α΄, σελ. 99,113,114), κλπκ.λπ. (Πρβλ. και Ευ. Αντωνιάδου, "''Αι της Κ.Δ. Ορθόδοξοι ερμηνευτικαί αρχαί"'', σελ. 179, υποσ. 4)</ref>.
Από τους ανωτέρω, ο ''Κων . Κοντογόνης'', περισσότερο συγκεκριμένα λέει: αναφέρει πως ''"Συνήθως η θεοπνευστία διττώς πως θεωρείται. Και πρώτη μεν και κυρία λέγεται η αποκάλυψις, η αγνοουμένης αληθείας φανέρωσις, δι' ης το άγιον του Θεού Πνεύμα δηλοποιεί εις τον συγγραφέα τα γραπτέα. Ετέρα δε, η του θείου Πνεύματος φώτισις και επιστασία, υφ' ης ο συγγραφεύς, γράφων πράγματα γνωστά αυτώ άλλοθέν ποθεν, καθοδηγείται, και από πάσης απάτης διατηρείται ελεύθερος. Η κυρίως λεγομένη θεοπνευστία ενυπάρχει εις τας προφητείας και τα μυστήρια. Η δε του αγίου Πνεύματος επιστασία, εις τα ιστορικά και διδακτικά, άτινα εις τους ιερούς συγγραφείς και άλλοθεν ήσαν γνωστά" (''<ref>Κων. Κοντογόνου, "''Εισαγωγή εις την Αγίαν Γραφήν και στοιχεία ερμηνευτικής της Αγίας Γραφής"'', Αθήνα 1859, σελ. 8-9</ref>. Και ο ''Ζ. Ρώσης'' αναφέρει παραπλήσια τα εξής: ''"Θεοπνευστία της αγίας Γραφής καλείται η κατά την συγγραφήν αυτής εις τους ιερούς συγγραφείς μετάδοσις θείων αληθειών και επιστασία του αγίου Πνεύματος προς ορθήν παράστασιν αυτών. Όθεν το αυτό θείον Πνεύμα, όπερ μετέδωκεν εις τους ιερούς συγγραφείς τας θείας αληθείας, μετέδωκεν εις αυτούς δια της επιστασίας αυτού και την δύναμιν να παραστήσωσιν αυτάς ορθώς δια συγγραφών"''. Συνεχίζοντας μάλιστα αναφέρει: ''"Κυρίως θεοπνευστία υπάρχει εν τοις μέρεσι της Αγ. Γραφής, εν οις περιέχονται αλήθειαι υπερβαίνουσαι τα όρια του πεπερασμένου πνεύματος του ανθρώπου και πηγάζουσαι μόνον εκ του θείου Πνεύματος ή εκ θείας αποκαλύψεως. Εν δε τοις μέρεσιν, εν οις περιέχονται αλήθειαι και γνώσεις δυνάμεναι να γνωσθώσι και υπό του ανθρωπίνου πνεύματος, οίον εν ιστορικοίς μέρεσι της Αγίας Γραφής κλπ, υπάρχει μόνον επιστασία του θείου Πνεύματος"''<ref>Ζήκου Ρώση, ''Σύστημα Δογματικής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας'', Αθήνα 1903, σελ. 469, 470.</ref>. Και ο ''Παν. Τρεμπέλας'' ομοίως, δέχεται την ίδια διάκριση, γράφοντας στο περιοδικό ''Εκκλησία'', ένα άρθρο υπό τον τίτλο: ''"Επιστασία μόνον ή και θεοπνευστία"'', και λέγοντας επί λέξει: ''"Το διδάσκειν του Ιωάννη 14/ιδ: 26, δεν αποτελεί απλήν επιστασίαν, αλλ' είναι μετάδοσις αγνώστου τινός, τούτο δε δια τον αγνοούντα αποτελεί αποκάλυψιν, ενώ η επιστασία αφορά εις την ακριβή συγκράτησιν και απόδοσιν του ήδη γνωστού"''<ref>Βλ. "Εκκλησία", τόμ. ΙΣΤ΄ (1938), σελ. 260. Πρβλ. και σελ. 244, 247, 262 και 262-263.</ref>.
Και ο Ζ. Ρώσης λέει παραπλήσια τα εξής==Παραπομπές - Σημειώσεις==<div style="font-size:85%; -moz-column-count: "Θεοπνευστία της αγίας Γραφής καλείται η κατά την συγγραφήν αυτής εις τους ιερούς συγγραφείς μετάδοσις θείων αληθειών και επιστασία του αγίου Πνεύματος προς ορθήν παράστασιν αυτών. Όθεν το αυτό θείον Πνεύμα, όπερ μετέδωκεν εις τους ιερούς συγγραφείς τας θείας αληθείας, μετέδωκεν εις αυτούς δια της επιστασίας αυτού και την δύναμιν να παραστήσωσιν αυτάς ορθώς δια συγγραφών". Και λίγο πιο κάτω, μιλάει ειδικότερα ως εξής2; column-count: 2;"Κυρίως θεοπνευστία υπάρχει εν τοις μέρεσι της Αγ. Γραφής, εν οις περιέχονται αλήθειαι υπερβαίνουσαι τα όρια του πεπερασμένου πνεύματος του ανθρώπου και πηγάζουσαι μόνον εκ του θείου Πνεύματος ή εκ θείας αποκαλύψεως. Εν δε τοις μέρεσιν, εν οις περιέχονται αλήθειαι και γνώσεις δυνάμεναι να γνωσθώσι και υπό του ανθρωπίνου πνεύματος, οίον εν ιστορικοίς μέρεσι της Αγίας Γραφής κλπ, υπάρχει μόνον επιστασία του θείου Πνεύματος" (Ζήκου Ρώση, "Σύστημα Δογματικής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας", Αθήνα 1903, σελ. 469,470).><references /></div>
Και ο Παν. Τρεμπέλας ομοίως, δέχεται την ίδια διάκριση, γράφοντας στο περιοδικό "Εκκλησία", ένα άρθρο υπό τον τίτλο: "Επιστασία μόνον ή και θεοπνευστία", και λέγοντας επί λέξει: "Το ΄΄διδάσκειν΄΄ του Ιωάννη 14/ιδ: 26, δεν αποτελεί απλήν επιστασίαν, αλλ' είναι μετάδοσις αγνώστου τινός, τούτο δε δια τον αγνοούντα αποτελεί αποκάλυψιν, ενώ η επιστασία αφορά εις την ακριβή συγκράτησιν και απόδοσιν του ήδη γνωστού" ("Εκκλησία", τόμ. ΙΣΤ΄ (1938), σελ. 260. Παράβαλλε και σελ. 244, 247, 262 και 262-263).== Βιβλιογραφία ==
* Νικόλαος Ματσούκας, «''Συμβολική και Δογματική Θεολογία Α΄ (Εισαγωγή στη θεολογική Γνωσιολογία)''», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
* Νικόλαος Ματσούκας, «''Ορθοδοξία και Αίρεση (Στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των Δ΄, Ε΄, και Στ΄ αιώνα)''», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992.
* Ιωάννης Ρωμανίδης, «''Πατερική Θεολογία''», Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004.
== Εξωτερικοί δεσμοί ==[http[Κατηγορία://www.oodegr.com/oode/grafi/pat.diak.bibl1.htmΔογματική]][http[Κατηγορία://www.oodegr.com/oode/grafi/theopn1.htmΖωτικά Άρθρα|Θ][http://www.oodegr.com/oode/grafi/grafi5.htm]
12.398
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης