Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
καμία σύνοψη επεξεργασίας
{{επιμέλεια}}Το φαινόμενο που ορισμένοι το αποκαλούν γενικευτικά ως (προνομιακή) θέση της Εκκλησίας Οι '''εκκλησιαστικές κοινότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι μία ασύγγνωστη παραβίαση ''', αποτέλεσαν το θεμέλιο λίθο ανάπτυξης των θρησκευτικών ιδεών της αλήθειαςορθοδόξου πίστεως. Το ιερονομικό δίκαιο των μουσουλμάνων (Σαρία) δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη «νομικών προσώπων» (οργανισμών ή θεσμών) Οι κοινότητες, όπως η Εκκλησίαμε επικεφαλής τον κλήρο, ή ο Κλήρος κτλ. Μπορούμεδιατήρησε τους συνεκτικούς της δεσμούς της, αναππτύσσοντας ταυτόχρονα διοικητικούς, απλώςνομικούς, να μιλούμε για τη θέση των εκκλησιαστικών προσώπων στην οθωμανική επικράτεια εκπαιδευτικούς και, προκειμένου για τους ορθόδοξους, για τη θέση των επισκόπων ως θρησκευτικών ηγετώνπαραδοσιακούς θεσμούς.
Είναι γνωστό, πως το ιερονομικό δίκαιο των μουσουλμάνων (Σαρία) δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη «νομικών προσώπων» (οργανισμών ή θεσμών), όπως η Εκκλησία, ή ο Κλήρος και έτσι μπορούμε, απλώς, να μιλούμε για τη θέση των εκκλησιαστικών προσώπων στην οθωμανική επικράτεια και εν προκειμένω για τους ορθόδοξους, για τη θέση των επισκόπων ως θρησκευτικών ηγετών. Κάθε κληρικός που εκλεγόταν [[επίσκοπος ]] παραλάμβανε ένα '''βεράτιο''' διορισμού, όπου καταγράφονταν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του. Το βεράτιο αυτό ήταν προσωπικό, ονομαστικό και δεν αποτελούσε, σε νομικό επίπεδο, δεσμευτικό κείμενο για τους επόμενους από αυτόν, ούτε στοιχούσε υποχρεωτικά προς τα βεράτια των προκατόχων του.
Στην πραγματικότητα, ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής δεν χορήγησε «προνόμια» στην Εκκλησία αόριστα, αλλά προσωπικά στον Σχολάριο ως Πατριάρχη (για τους λόγους που εκθέσαμε), και μάλιστα όχι επειδή αναγνώριζε την ισχύ του αρχιερατικού του αξιώματος, αλλά επειδή ήταν «μιλέτ μπασίς» «''μιλέτ μπασίς''» (Εθνάρχης/Γενάρχης), δηλαδή θρησκευτικός (και άρα βάσει της Σαρία) και πολιτικός αρχηγός μιας αδιαφοροποίητης εθνολογικά κοινότητας.Κάθε μέλος της κοινότητας «απολάμβανε αυτά τα προνόμια» δια του εθνάρχη του και όχι αυτοτελώς, γιατί πολίτες-χριστιανούς δεν αναγνώριζε το Κοράνι εντός μουσουλμανικού κράτους. Η αλληλεξάρτηση, λοιπόν, Εκκλησίας και χριστιανικής πίστης υπηκόων της αυτοκρατορίας ήταν σχεδόν απόλυτη. Λέγεται το «σχεδόν», γιατί σταδιακά δημιουργήθηκε μια κάστα χριστιανών αξιωματούχων του οθωμανικού χαλιφάτου με σχετική ανεξαρτησία: οι Φαναριώτες. Τα «προνόμια» αυτά, μάλιστα, δεν ήταν νομικές προβλέψεις που απέρρεαν από την «πολιτική σύνεση» ή την «αγαθοποιό» προαίρεση των εκάστοτε σουλτάνων. Σε θεσμικό επίπεδο, ήταν φραγμοί απαξιωτικού χαρακτήρα. Στη μουσουλμανική ηθική, περιχαράκωναν μια ομάδα πληθυσμού και την εγκατέλειπαν στην «οικτρή μοίρα του άπιστου» αναγνωρίζοντας το δικαίωμά της στη ζωή ως παράδειγμα προς αποφυγή!
Κάθε μέλος της κοινότητας «απολάμβανε αυτά τα προνόμια» δια του εθνάρχη του και όχι αυτοτελώς, γιατί πολίτες-χριστιανούς δεν αναγνώριζε το Κοράνι εντός μουσουλμανικού κράτους. Η αλληλεξάρτηση, λοιπόν, Εκκλησίας και χριστιανικής πίστης υπηκόων της αυτοκρατορίας ήταν σχεδόν απόλυτη. Λέγεται το «σχεδόν», γιατί σταδιακά δημιουργήθηκε μια κάστα χριστιανών αξιωματούχων του οθωμανικού χαλιφάτου με σχετική ανεξαρτησία: οι Φαναριώτες. Τα «προνόμια» αυτά, μάλιστα, δεν ήταν νομικές προβλέψεις που απέρρεαν από την «πολιτική σύνεση» ή την «αγαθοποιό» προαίρεση των εκάστοτε σουλτάνων. Σε θεσμικό επίπεδο, ήταν φραγμοί απαξιωτικού χαρακτήρα. Στη μουσουλμανική ηθική, περιχαράκωναν μια ομάδα πληθυσμού και την εγκατέλειπαν στην «οικτρή μοίρα του άπιστου» αναγνωρίζοντας το δικαίωμά της στη ζωή ως παράδειγμα προς αποφυγή! Με το πέρασμα του χρόνου και τη σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι φραγμοί αυτοί άρχισαν να γίνονται συλληπτοί ως "''προνόμια" '' κυριολεκτικώς, αφού εξασφάλιζαν στους χριστιανικούς πληθυσμούς μια ιστορική ταχύτητα διαφορετική από τη διαρκώς πτωτική των μουσουλμάνων. Οι νομικές προβλέψεις αυτές βεβαία, δεν αφορούσαν μόνο τους χριστιανούς, αλλά όλους τους djimi (τζιμί), τους λαούς, δηλαδή, της Βίβλου, όπως οι Εβραίοι. Οι προβλέψεις αυτές δεν πρέπει διόλου να συγχέονται με τις διευκολύνσεις ή απολαβές του δυτικού κλήρου στη φεουδαρχική Ευρώπη. Εκεί, ο κλήρος συνιστούσε μια προνομιούχο κάστα που κατείχε υπεροχική θέση από τη βούληση του μονάρχη ή φεουδάρχη, ερήμην του λαού. Στην Οθωμανική Ανατολή, το προβάδισμα του κλήρου προερχόταν από την ιδιοσυστασία της μουσουλμανικής θεοκρατίας και είχε νόημα εξαιτίας του λαού. Ένας, λοιπόν, αποδοκιμαζόμενος από τον λαό κληρικός στη Δύση γινόταν πιθανόν πολιτικός και κοινωνικός τυραννίσκος, ενώ στην Ανατολή κατέληγε άσημος ρασοφόρος σε μοναστήρι.
Αυτή η στενή αλληλεξάρτηση προέκυψε αναγκαστική, αφού ο κλήρος μισθοδοτείτο από τον λαό και ο λαός αποκτούσε δικαίωμα εθνικής και κοινωνικής διαφοροποίησης από τους μουσουλμάνους, επειδή ακριβώς ανήκε στο εκκλησιαστικό σύστημα.
Ασφαλώς, η Η Εκκλησία ούτε μπορούσε ούτε διανοήθηκε ποτέ δεν είχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει ελληνική εθνική προπαγάνδα. Όχι , καθώς όχι μόνο γιατί ο φυλετισμός αντίκειται αντίκειτο στους Κανόνες της, αλλά γιατί κυρίως το κοινωνικό στερεότυπο ήταν διαφορετικό και η εθνική ιδεολογία αγνοείτο στην Ανατολή, ως αστικό σύστημα σκέψης. Οι λαοί εκεί διαβιούσαν ακόμη σε προαστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Ούτε, λοιπόν, υπέρ ούτε κατά των Ελλήνων (ή άλλου έθνους) μπορούσε να ταχθεί το Πατριαρχείο, γιατί δεν είχε συλλάβει φυλετικά, έως σχεδόν και τον 18ο αιώνα, το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «έθνος».
== Εκκλησία και ελληνική παιδεία ==
Η φορμαλιστική προσέγγιση, βεβαίως, δεν σημαίνει όχι οι λόγιοι της Τουρκοκρατίας δεν φιλοσοφούσαν. Αντιθέτως, ήταν δεινοί σχολαστικοί, μονομερώς αφοσιωμένοι στον Αριστοτέλη τον οποίο γι' αυτόν τον λόγο αναπαρήγαγαν χωρίς κριτικό νου.
 
== Εκκλησία και οθωμανική πολιτεία ==
Ο θεοκρατικός χαρακτήρας του οθωμανικού κράτους καθιστούσε τους μη μουσουλμάνους υπηκόους του εξαρτημένα κοινωνικά μέλη, τα οποία παρίσταντο ενώπιον του σουλτάνου ως θρησκευτική ομάδα. Ωστόσο, επειδή διακρίνονταν με κριτήρια θρησκευτικά, η πολιτική τους εκπροσώπηση γινόταν μέσω των θρησκευτικών θεσμών τους. Για την ακρίβεια, μέσω των προσώπων που εξέλεγαν ως θρησκευτικούς αρχηγούς τους.
Στη δομή των θρησκευτικών κοινοτήτων το χαλιφάτο δεν είχε λόγο, όχι γιατί ήταν πλουραλιστικό, αλλά γιατί απαξίωνε υπεροπτικά την ανάμειξη με τους μη μουσουλμάνους ως «μόλυσμα ηθικοπνευματικό». Το σουλτανάτο χρησιμοποιούσε ακριβώς αυτούς τους αρχηγούς για να επιβάλουν με το δικό τους κύρος και τα μέσα αποφάσεις πολιτικές, διοικητικές ή άλλες. Ωστόσο, από τη στιγμή που το νομικό κύρος της πολιτείας προέκυπτε από το Κοράνι και ερμηνευτής του αλάνθαστος ήταν ο μονάρχης ως χαλίφης, όλα τα παραπάνω αποδεικνύονταν πρακτικώς ανενεργά. Κυριαρχούσε η προσωπική αυθαιρεσία ή η υπέρβαση, η παρεμβατικότητα των ανακτόρων στους χριστιανικούς θεσμούς. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δράσης κλήθηκε να συμμετάσχει η Εκκλησία, κυρίως μετά την Άλωση. Η Εκκλησία, λοιπόν, όφειλε να μετασχηματιστεί για να επιβιώσει.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δράσης κλήθηκε να συμμετάσχει η Εκκλησία, κυρίως μετά την Άλωση. Η Εκκλησία, λοιπόν, όφειλε να μετασχηματιστεί για να επιβιώσει. Επειδή η ίδια δεν είχε υπάρξει ποτέ κατασταλτική δομή, δεν είχε διαμορφώσει μηχανισμούς βιαίας επιβολής. Το κύριο όπλο της, ο αφορισμός, είχε πνευματικό και ηθικό χαρακτήρα και όχι πρακτικό. Σταδιακά, βέβαια πέρα από τη διευρυμένη χρήση αυτού του μέσου, που έγινε ασφαλώς αντικανονικά, απέκτησε και φυλακές και φύλακες και όργανα εισπρακτικά κ.τ.λ.
Το ερώτημα για τον ιστορικό (κριτικό) νου που κρίνει αμερόληπτα το ιστορικό γίγνεσθαι είναι: ποια θα μπορούσε να καταστεί εναλλακτική λύση; Σε ένα καθεστώς απόλυτα έκνομο -με βάση τις θεμελιώδεις ανθρωπιστικές αξίες του ελληνορωμαϊκού κόσμου- όπως ήταν το Χαλιφάτο, αν η Εκκλησία διατηρούσε τον καθαρά πνευματικό χαρακτήρα της και παρέδιδε τους πιστούς της στην κρατική αυθαιρεσία, θα είχε επιτελέσει έργο αξιέπαινο; Αν τα εγκλήματα των Χριστιανών δεν τα δίκαζαν εκκλησιαστικά δικαστήρια, αλλά ιερονομικά, θα απέδιδαν δικαιοσύνη και προστασία στους Χριστιανούς; Αν η είσπραξη των φόρων αφηνόταν στους Τούρκους φοροεισπράκτορες, θα ήταν πιο ελαστικοί και λιγότερο τυραννικοί; Ας σημειωθεί ότι στο θέμα της Μ. Ασίας όπου η είσπραξη γινόταν έτσι, πραγματικά σημειώθηκαν και οι πιο δεινοί εξισλαμισμοί.
Αναμφισβήτητα, κυρίως την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας μέσα σε ένα κλίμα γενικής αναστάτωσης, σύγχυσης, ηττοπάθειας, διαρπαγής, πιθανότατα υπήρξαν εκκλησιαστικοί μηχανισμοί που διαβρώθηκαν. Ωστόσο, η ιστοριογραφική έρευνα έχει ορθώς περιγράψει σε πολιτικό επίπεδο την προσφορά της Εκκλησίας. Ας την παρουσιάσουμε διαγραμματικά για να γίνει πιο σαφής:
'''Α)''' * Μέσα στον πολιτειακό ζόφο ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, όπως το σουλτανικό, οι κοινότητες διατήρησαν έχοντας ως πρότυπο το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας το δημοκρατικό χαρακτήρα του αρχαιοελληνικού Άστεως και της ρωμαϊκής Σνγκλήτου επιτρέποντας τη συμμετοχή στα κοινά σε όλα τα μέλη τους. Παρά τη μεγάλη ποικιλία προβλέψεων ανά περιοχές, το δικαίωμα του εκλέγειν και κυρίως του εκλέγεσθαι αποδιδόταν θεσμικά σε όλους όσοι «πιστεύουσι εις Χριστόν», ακόμη και σε αυτούς που δεν κατείχαν έγγεια ιδιοκτησία. Και αυτά προβλέπονταν σε περιόδους που καθολικό δικαίωμα ψήφου δεν υπήρχε σε κανένα ευρωπαϊκό κράτος! . Ακριβώς όπως ενώπιον του Θεού οι πιστοί είναι ίσοι, αναλόγως η Εκκλησία ορίζει και το δικαίωμα της κοινοτικής ισοπολιτείας σε όλους τους πιστούς, που για τον λόγο της θρησκευτικής τους ετερότητας από τους μουσουλμάνους συμμετέχουν στις χριστιανικές κοινότητες. Ασφαλώς, η δομή των κοινοτήτων είχε και θεοκρατικά στοιχεία, αλλά επειδή το εκκλησιαστικό πρότυπο (ορθόδοξο συνοδικό σύστημα) ήταν δημοκρατικό, τα στοιχεία αυτά δεν παρήγαγαν απολυταρχία, αλλά συμμετοχικότητα. '''Β)''' Το σημαντικότερο τμήμα των «προνομίων» που εξασφαλίστηκε μέσω της «Εκκλησίας» (ουσιαστικά, μέσω των εκάστοτε αρχιερέων) ήταν η αναγνώριση του εκκλησιαστικού δικαίου στην οργάνωση της οικογενειακής ζωής. Το δίκαιο αυτό, διατυπωμένο στην ελληνική γλώσσα, ήταν συνδυασμός του κατά τόπους εθιμικού δικαίου και της ρωμαϊκής παράδοσης του Βυζαντίου (Αρμενόπουλος). Επειδή, ωστόσο, το δίκαιο αυτό ήταν λογοκρατικό και όχι ετερονομικό, δηλαδή πήγαζε από μια ορθολογιστική ερμηνεία των ανθρωπίνων σχέσεων και όχι από την ανα­γνώριση της αυθεντίας κάποιων ιερών κειμένων (Κορανίου), διατήρησε ακμαία την τέχνη της ρητορικής ως τέχνη διεκδικητική δικαιωμάτων ενώπιον δικαστηρίων λαϊκών και όχι κληρικών. Πρόεδρος, βέβαια, σε αυτά ήταν ο κατά τόπους μητροπολίτης και ως Εφετείο λειτουργούσε η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου, αλλά οι σωζόμενες αποφάσεις αποδεικνύουν ότι οι εναγόμενοι διεκδικούσαν το δίκαιο με βάση την πειθώ, ενώ οι νόμοι βάσει των οποίων κρίνονταν συλλαμβάνονταν κοσμικά-λαϊκά παρά το γεγονός ότι εκπροσωπούνταν εκκλησιαστικά. Έτσι, παρεμποδίστηκε η διάβρωση του κοινοτικού ιστού από την παρείσφρηση του μουσουλμανικού δικαίου στην οργάνωση της ελληνικής οικογένειας και αποτράπηκε κυρίως η εμπλοκή των μουσουλμάνων στα θέματα μνηστείας και γάμου. Αυτή η εμπλοκή απειλούσε τη φυλετική υπόσταση των κοινοτήτων, καθώς η Σαρία (μουσουλμανικό δίκαιο), κυρίως με τον θεσμό του κεπηνίου, επέτρεπε τους μεικτούς γάμους και χορηγούσε επίζηλα προνόμια στους χριστιανούς που θα χρησιμοποιούσαν τη σεϊχουλισλαμική δικαστική και νομική οργάνωση. Το κεπήνιο, δηλαδή ο γάμος της χριστιανής γυναίκας με μουσουλμάνο, χωρίς προίκα και χωρίς προσωπική αλλαγή θρησκεύματος, με απαλλαγή από τον κεφαλικό φόρο -αρκεί η γυναίκα αυτή να γεννήσει αρσενικά τέκνα που θα απέδιδε στο Ισλάμ (έστω και αν είχε ήδη δημιουργήσει χριστιανική οικογένεια!)- αποτελούσε ευθεία φυλετική διείσδυση των Οθωμανών στα αυτοτελή χριστιανικά έθνη. Δημιουργούσε επίσης -όπου σπανίως εφαρμόστηκε- οικογένειες μουσουλμάνων και χριστιανών που συμβίωναν στον ίδιο οίκο και τελικά, βεβαίως, οι ισχυρότεροι κοινωνικοπολιτικά μουσουλμάνοι απορροφούσαν με την πάροδο των γενεών τους χριστιανούς. Η απειλή αυτή ανάγκασε τους εκκλησιαστικούς μηχανισμούς να λειτουργήσουν, κατ' οικονομία, κοσμικά και να εφαρμόσουν μεθόδους πειθούς και απο­νομής δικαιοσύνης που διέφεραν ριζικά από τους θεοκρατικούς μηχανισμούς των μουσουλμανικών ιεροδικαστηρίων, ώστε να πείσουν τον λαό ότι προασπίζουν αυτά που στις μετέπειτα κοινωνικές θεωρίες περιγράφονται ως «ατομικά δικαιώματα». Ανάλογη περίπτωση ορθολογιστικής εφαρμογής του δικαίου στάθηκε και η αντιμετώπιση του κρυπτοχριστιανισμού στις περιοχές του Πόντου και της Κρήτης (Τενεσούρ). Δημιουργήθηκε, έτσι, ένας ολόκληρος μυστικός εκκλησιαστικός μηχανισμός που εξυπηρετούσε τις ανάγκες μιας διπλής ζωής ολόκληρων επαρχιών. Η σταδιακή αποκάλυψη των κρυπτοχριστιανών από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το 1922 έδειξε ότι ένας πληθυσμός 300.000 ανθρώπων που υποχρεώνονταν στην τουρκοφωνία και τη μουσουλμανική διαπαιδαγώγηση γενικώς, είχαν καταφέρει με την αφανή δράση των εκκλησιαστικών προβλέψεων να διατηρήσουν ακμαία τη γνώση της ελληνικής γλώσσας και, κυρίως, ανέπαφο το κύτταρο της μονογαμικής οικογένειας συνάπτοντας γάμους με κρυπτοχριστιανούς, ώστε το όλο σχέδιο σε βάθος αιώνων να μην προδοθεί! Άλλο παρόμοιο ιστορικό παράδειγμα δεν υπάρχει και αυτό μόνο θα μπορούσε να αποδείξει πόσο φλύαρα και ανενδοίαστα κάποιοι βάλλουν κατά της Εκκλησίας κρίνοντας την προσφορά της a posteriori (εκ των υστέρων) από την ασφάλεια της αστικής τους ελευθερίας. Μελετώντας εν ψυχρώ κάποιος τα κείμενα και τις αρχειακές μαρτυρίες, αναμφισβήτητα θα αποφανθεί ότι η Εκκλησία ως πολιτικός οργανισμός κατόρθωσε να εφαρμόσει τους εκκλησιαστικούς κανόνες με τέτοια ελαστικότητα και φιλελεύθερη-κοσμική διάθεση, που λίγα επίσημα κράτη δείχνουν για τους νόμους τους.
'''Γ* Το σημαντικότερο τμήμα των «προνομίων» που εξασφαλίστηκε μέσω της «Εκκλησίας» (ουσιαστικά, μέσω των εκάστοτε αρχιερέων) ήταν η αναγνώριση του εκκλησιαστικού δικαίου στην οργάνωση της οικογενειακής ζωής. Το δίκαιο αυτό, διατυπωμένο στην ελληνική γλώσσα, ήταν συνδυασμός του κατά τόπους εθιμικού δικαίου και της ρωμαϊκής παράδοσης του Βυζαντίου (Αρμενόπουλος)''' Τέλος. Επειδή, ωστόσο, το δίκαιο αυτό ήταν λογοκρατικό και όχι ετερονομικό, όσον αφορά τις κατηγορίες που συνήθως εξακοντίζονται για δηλαδή πήγαζε από μια ορθολογιστική ερμηνεία των ανθρωπίνων σχέσεων και όχι από την ανα­γνώριση της αυθεντίας κάποιων ιερών κειμένων (Κορανίου), διατήρησε ακμαία την οικονομική διαχείριση που άσκησαν οι εκκλησιαστικοί φορείςτέχνη της ρητορικής ως τέχνη διεκδικητική δικαιωμάτων ενώπιον δικαστηρίων λαϊκών και όχι κληρικών. Πρόεδρος, βέβαια, (γιατί σε αυτά ήταν ο κατά τόπους μητροπολίτης και ως Εφετείο λειτουργούσε η ευθύνη γι' αυτήν δεν βαρύνει τον οργανισμό Ιερά Σύνοδος του εκκλησιαστικού σώματοςΠατριαρχείου, αλλά τα εκάστοτε πρόσωπα που οι σωζόμενες αποφάσεις αποδεικνύουν ότι οι εναγόμενοι διεκδικούσαν το δίκαιο με βάση την πειθώ, ενώ οι νόμοι βάσει των οποίων κρίνονταν συλλαμβάνονταν κοσμικά-λαϊκά παρά το γεγονός ότι εκπροσωπούνταν εκκλησιαστικά. Έτσι, παρεμποδίστηκε η διάβρωση του κοινοτικού ιστού από την εκκλησιαστική παρείσφρηση του μουσουλμανικού δικαίου στην οργάνωση της ελληνικής οικογένειας και αποτράπηκε κυρίως η εμπλοκή των μουσουλμάνων στα θέματα μνηστείας και γάμου. Αυτή η εμπλοκή απειλούσε τη φυλετική υπόσταση των κοινοτήτων, καθώς η Σαρία (μουσουλμανικό δίκαιο), κυρίως με τον θεσμό του κεπηνίου, επέτρεπε τους θέση νέμονταν τα δημόσια χρήματα):μεικτούς γάμους και χορηγούσε επίζηλα προνόμια στους χριστιανούς που θα χρησιμοποιούσαν τη σεϊχουλισλαμική δικαστική και νομική οργάνωση.
Επισημαίνεται η εξής παρεξήγηση: Τα χρήματα συλλέγονταν αναγκαστικά μέσω των εκκλησιαστικών οργάνωνΤο ''κεπήνιο'', αφού αυτά ήταν επιφορτισμένα από την πολιτεία δηλαδή ο γάμος της χριστιανής γυναίκας με αυτό το έργο. Ωστόσομουσουλμάνο, χωρίς προίκα και χωρίς προσωπική αλλαγή θρησκεύματος, με απαλλαγή από τον 18ο αι. κεφαλικό φόρο -αρκεί η γυναίκα αυτή να γεννήσει αρσενικά τέκνα που θα απέδιδε στο Ισλάμ (έστω και πιθανώς προηγουμένως, αλλά ελλείπουν οι μαρτυρίεςαν είχε ήδη δημιουργήσει χριστιανική οικογένεια!) η διαχείριση - αποτελούσε ευθεία φυλετική διείσδυση των χρημάτων δεν γινόταν από κληρικούςΟθωμανών στα αυτοτελή χριστιανικά έθνη. Όπως ίσως δεν είναι γνωστό, από το 1759 λειτουργούσε στο Πατριαρχείο Επιτροπή του Κοινού (Ταμείου) με πλειοψηφία λαϊκών (15Δημιουργούσε επίσης -όπου σπανίως εφαρμόστηκε-9) οικογένειες μουσουλμάνων και χριστιανών που διαχειριζόταν τα χρήματα του ορθόδοξου λαού συμβίωναν στον ίδιο οίκο και υπέβαλλε σχετικές εκθέσεις. Ανάλογες επιτροπές λειτουργούσαν σε όλες τις βαθμίδες της Εκκλησιαστικής διοίκησης (μητροπόλειςτελικά, επισκοπέςβεβαίως, ενορίες)οι ισχυρότεροι κοινωνικοπολιτικά μουσουλμάνοι απορροφούσαν με την πάροδο των γενεών τους χριστιανούς. Η συλλογή του εκκλησιαστικού χρήματοςαπειλή αυτή ανάγκασε τους εκκλησιαστικούς μηχανισμούς να λειτουργήσουν, η επιβολή φόρωνκατ' οικονομία, η είσπραξη κοσμικά και να εφαρμόσουν μεθόδους πειθούς και απο­νομής δικαιοσύνης που γινόταν διέφεραν ριζικά από τους κατά τόπους ιερείςθεοκρατικούς μηχανισμούς των μουσουλμανικών ιεροδικαστηρίων, επισκόπους, μητρο­πολίτες ήταν υπηρεσία κοινοτική και ας διενεργείτο εκκλησιαστικάώστε να πείσουν τον λαό ότι προασπίζουν αυτά που στις μετέπειτα κοινωνικές θεωρίες περιγράφονται ως «ατομικά δικαιώματα».
Η διαρπαγή, λοιπόν, σε όσες περιπτώσεις συνέβη Ανάλογη περίπτωση ορθολογιστικής εφαρμογής του δικαίου στάθηκε και η αντιμετώπιση του κρυπτοχριστιανισμού στις περιοχές του Πόντου και της Κρήτης (όπωςΤενεσούρ). Δημιουργήθηκε, δυστυχώςέτσι, πάντοτε)ένας ολόκληρος μυστικός εκκλησιαστικός μηχανισμός που εξυπηρετούσε τις ανάγκες μιας διπλής ζωής ολόκληρων επαρχιών. Η σταδιακή αποκάλυψη των κρυπτοχριστιανών από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το 1922 έδειξε ότι ένας πληθυσμός 300.000 ανθρώπων που υποχρεώνονταν στην τουρκοφωνία και τη μουσουλμανική διαπαιδαγώγηση γενικώς, η αδικία στην κατανομή ή η φορολογική πίεση δεν πρέπει είχαν καταφέρει με την αφανή δράση των εκκλησιαστικών προβλέψεων να κρίνεται επί διατηρήσουν ακμαία τη βάσει του διωνύμου κληρικός (δυνάστηςγνώση της ελληνικής γλώσσας και, κυρίως, άρπαγαςανέπαφο το κύτταρο της μονογαμικής οικογένειας συνάπτοντας γάμους με κρυπτοχριστιανούς, φορολογούσα αρχή) - λαϊκός ώστε το όλο σχέδιο σε βάθος αιώνων να μην προδοθεί. Άλλο παρόμοιο ιστορικό παράδειγμα δεν υπάρχει και αυτό μόνο θα μπορούσε να αποδείξει πόσο φλύαρα και ανενδοίαστα κάποιοι βάλλουν κατά της Εκκλησίας κρίνοντας την προσφορά της a posteriori (φορολογούμενος, αδικημένος, καταπιεσμένοςεκ των υστέρων)από την ασφάλεια της αστικής τους ελευθερίας. Μελετώντας εν ψυχρώ κάποιος τα κείμενα και τις αρχειακές μαρτυρίες, γιατί τότε δεν ερμηνεύουμε τις πηγές ή τις αγνοούμε αναμφισβήτητα θα αποφανθεί ότι η Εκκλησία ως πολιτικός οργανισμός κατόρθωσε να εφαρμόσει τους εκκλησιαστικούς κανόνες με τέτοια ελαστικότητα και προπαγανδίζουμε ή δημιουργούμε δικές μας πηγές φιλελεύθερη-κοσμική διάθεση, που λίγα επίσημα κράτη δείχνουν για να αισθανόμαστε περιχαρείς και ευφρόσυνοι στην αμάθεια μαςτους νόμους τους.
* Τέλος, όσον αφορά τις κατηγορίες που συνήθως εξακοντίζονται για την οικονομική διαχείριση που άσκησαν οι εκκλησιαστικοί φορείς, γιατί η ευθύνη γι' αυτήν δεν βαρύνει τον οργανισμό του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά τα εκάστοτε πρόσωπα που από την εκκλησιαστική τους θέση νέμονταν τα δημόσια χρήματα. Επισημαίνεται η εξής παρεξήγηση: Τα χρήματα συλλέγονταν αναγκαστικά μέσω των εκκλησιαστικών οργάνων, αφού αυτά ήταν επιφορτισμένα από την πολιτεία με αυτό το έργο. Ωστόσο, από τον 18ο αι. (και πιθανώς προηγουμένως, αλλά ελλείπουν οι μαρτυρίες) η διαχείριση των χρημάτων δεν γινόταν από κληρικούς. Όπως ίσως δεν είναι γνωστό, από το 1759 λειτουργούσε στο Πατριαρχείο Επιτροπή του Κοινού (Ταμείου) με πλειοψηφία λαϊκών (15-9) που διαχειριζόταν τα χρήματα του ορθόδοξου λαού και υπέβαλλε σχετικές εκθέσεις. Ανάλογες επιτροπές λειτουργούσαν σε όλες τις βαθμίδες της Εκκλησιαστικής διοίκησης (μητροπόλεις, επισκοπές, ενορίες). Η συλλογή του εκκλησιαστικού χρήματος, η επιβολή φόρων, η είσπραξη που γινόταν από τους κατά τόπους ιερείς, επισκόπους, μητρο­πολίτες ήταν υπηρεσία κοινοτική και ας διενεργείτο εκκλησιαστικά. Η διαρπαγή, λοιπόν, σε όσες περιπτώσεις συνέβη (όπως, δυστυχώς, πάντοτε), η αδικία στην κατανομή ή η φορολογική πίεση δεν πρέπει να κρίνεται επί τη βάσει του διωνύμου κληρικός (δυνάστης, άρπαγας, φορολογούσα αρχή) - λαϊκός (φορολογούμενος, αδικημένος, καταπιεσμένος), γιατί τότε δεν ερμηνεύουμε τις πηγές ή τις αγνοούμε και προπαγανδίζουμε ή δημιουργούμε δικές μας πηγές για να αισθανόμαστε περιχαρείς και ευφρόσυνοι στην αμάθεια μας.
== Κοινοτική ελευθερία ==
Η νεοελληνική κοινότητα αποτέλεσε διοικητικό κύτταρο που διέσωσε στο νεοελληνικό ήθος , τον πόθο της ελευθερίας. Ασφαλώς, το Το ιδεότυπο της κοινοτικής ελευθερίας δεν έχει σχέση με την έννοια του φιλελευθερισμού που προβλήθηκε στις αστικές δημοκρατίες. Σημαντικότερη διαφορά είναι η εξής: η κοινοτική ελευθερία αποτελεί ιδιότητα που κάποιος απολαμβάνει, εφόσον αποδέχεται έναν κώδικα ετερότητας-ετερονομίας που τον διαφοροποιεί οριστικά και αμετάκλητα από τον μουσουλμάνο. Επομένως, δεν πρόκειται για κοινωνική ελευθερία, αλλά για προσωπική ελευθερία που καθορίζεται επί τη βάση νόμων που διαιρούν το κοινωνικό σύνολο σε ομάδες.
Στα πλαίσια αυτής της διαφοροποίησης, ο άνθρωπος δεν συλλαμβάνεται ως άτομο αλλά ως πρόσωπο. Στην εξατομικευμένη μονάδα (άτομο), κανένας συνειδησιακός νόμος δεν έχει ισχύ. Αυτοί οι νόμοι αφορούν τα ανθρώπινα πρόσωπα που δρουν με επιταγές ηθικές. Εφόσον, λοιπόν, η διάκριση χριστιανού-μουσουλμάνου βασιζόταν στην επιλογή πίστεως (συνειδησιακή δηλαδή επιλογή) ολόκληρη η θήτευση ενός χριστιανού στην κοινοτική πραγματικότητα ήταν θητεία συνειδήσεως.
Αυτή, άλλωστε, ήταν και η πρακτική που υιοθέτησε από τα μέσα του 18ου αιώνα και εξής η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οδήγησε ουσιαστικά στη διάλυση της οργάνωσης του ελληνικού ομογενειακού πληθυσμού, πολύ πριν το 1922, όταν ο Κεμάλ Ατατούρκ τον κατέστρεψε πολεμικά.
 
== Κοινότητες και νεοελληνικό κράτος ==
12.398
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης