Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Αλλαγές

Ειρηναίος Λουγδούνου

11.042 bytes προστέθηκαν, 18:04, 12 Μαΐου 2011
καμία σύνοψη επεξεργασίας
Την εποχή του Ειρηναίου ο αγώνας της εκκλησίας για την επαναδιατύπωση της αλήθειας έγινε ενώπιον του φαινομένου του [[Γνωστικισμός|Γνωστικισμού]]. Η αίρεση αυτή απειλούσε την ορθοδοξία, τη συνοχή και το φρόνημα του εκκλησιαστικού σώματος και επομένως η όλη τοποθέτηση της εκκλησιαστικής θεολογίας γίνεται με έμφαση προς αυτή την κατεύθυνση. Ο αγώνας αυτός δεν ήταν μία φιλοσοφική διαμάχη, αλλά κατά βάση μία θεωρητική κατοχύρωση των χριστιανικών δογμάτων<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 353</ref>. Έτσι κεντρικό σημείο της γραμματείας αποβαίνει ο αντιγνωστικός χαρακτήρας της θεολογίας και η διασφάλιση του θεολογικού λόγου ο οποίος προερχόταν από τα σπλάχνα της εκκλησίας και της [[Ιερά Παράδοση|παραδόσεώς]] της, η οποία και εξασφάλιζετο από την ορθή μετάβασή της από γενιά σε γενιά. Η έλευση λοιπόν της διδασκαλίας και του δόγματος αποτελούσε μία ευθεία γραμμή παραδόσεως από την εποχή του Χριστού και των Αποστόλων, μέσω της ιστορικής διαδοχής των [[Επίσκοπος|επισκόπων]] και της κοινωνίας του σώματος της εκκλησίας, που βιώνει την αλήθεια ως ζωντανή κοινωνία. Η εκκλησία με τη μέθοδο αυτή θέλησε να διασφαλίσει την αλήθεια από την [[αίρεση]] μέσω της θεσμικής της βάσης, προτάσσοντας την αρραγή συνέχεια της εκκλησιαστικής αλήθειας δια της διαδοχής των επισκόπων, διαφυλάσσοντας τελικά και την εκκλησιαστικότητα της θεολογίας, η οποία ήταν μία ανοιχτή παράδοση, σε σχέση με το μυστικό πνεύμα των γνωστικών. Η παράδοση δηλαδή δεν ανήκε μόνο σε μερικά μέλη της εκκλησίας, αλλά σε όλους ανεξαιρέτως ως μέλη της ορθής κοινότητας. Τελικά η εκκλησία οδηγήθηκε στο να περιφρουρήσει και τα ιερά της και θεόπνευστα βιβλία της, τα οποία διαρκώς παραχαράσσονταν από τους γνωστικούς.
Έτσι ο Ειρηναίος στην ουσία αποτελεί συνέχεια και επέκταση του [[Ιγνάτιος Αντιοχείας|Ιγνατίου Αντιοχείας]]<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 294</ref>. Η θεολογία του ασκείται με τις θεολογικές προϋποθέσεις της Ανατολής και της εμπειρία της Δύσεως, φέρνοντας την μικρασιατική παράδοση στη Δύση. Ο ίδιος πλέον δημιουργεί ένα νέο κλίμα επανασυνδέοντας δυναμικά τη θεολογική σκέψη με την αποστολική και ιγνατιανή παράδοση, καθώς και τις γνήσιες προεκτάσεις της, έτσι ώστε να καταστεί επαρκής προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων της εποχής. Επίσης υπερβαίνει τους απολογητές καθώς η τακτική τους πλέον φαίνεται παρωχημένη για την επίλυση των νέων προβλημάτων που έχουν ενσκήψει, από τη "εκκλησιαστική" κρίση που προκάλεσε ο γνωστικισμός και λιγότερο ο μοντανισμός. Σε αυτή τη βάση ο Ειρηναίος θέτει το πρόβλημα στις σε ιστορικές και ερμηνευτικές ρίζες, καθώς οι γνωστικοί αφενός παρερμήνευαν τις γραφές, αφετέρου δεν μπορούσαν να ισχυριστούν την αρραγή ιστορική συνέχεια των κοινοτήτων τους από την αποστολική εποχή. Ο Ειρηναίος λοιπόν πλέον θέτει τις βάσεις αφενός για τη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως, που τόνιζε τονίζοντας την ενότητα του κόσμου και την σχέση με το Θεό , που ερχόταν σε πλήρη αντιδιαστολή με το γνωστικό σύστημα και την τη θεολογία της παραδόσεως , η οποία αποκάλυψε το λαθεμένο χριστιανικό μήνυμα του γνωστικισμού<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 295</ref>. Καταπολεμεί τελικά το γνωστικισμό και δεν απολογείται, εισάγοντας την πολεμική θεολογία<ref>ο.π., σελ. 294</ref>.
====Γενικά====
Η συμβολή του Ειρηναίου στη θεολογία της εκκλησίας υπήρξε καθοριστική, με το έργο του να προσδιορίζεται από δύο στοιχεία. Τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα, δηλαδή την άντληση της θεολογίας από την εκκλησιαστική παράδοση, αλλά και την υπέρβαση του απολογητικού χαρακτήρα, η οποία τον οδήγησε σε μία πιο συστηματική καταγραφή της πίστης της εκκλησίας<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 358</ref>. Η σκέψη του όπως διαφαίνεται μέσα από τη γραμματεία του είναι επηρεασμένη από τους απολογητές, εξού και αποβαίνει άριστος αντιρρητικός και αντιγνωστικός συγγραφέας, που βιώνει όμως την αποστολική παράδοση , με αποτέλεσμα να καταθέτει θετικά και δημιουργικά την πίστη της εκκλησίας και να αποφαίνεται με το κύρος του, για πολλά ζητήματά της.
Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού τελικώς ήταν ο ίδιος να πρωτοτυπήσει βαδίζοντας ένα νέο δρόμο, παρότι είναι φανερή η εξάρτησή του από παλιότερους συγγραφείς<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 702</ref>. Έτσι έδειξε και άνοιξε το δρόμο τον οποίο η εκκλησία οργάνωσε τους θεσμούς και τις διατυπώσεις της πίστης, βάση του κανόνος της αλήθειας. Δεν κατέστρωσε βέβαια ένα πλήρες σύστημα διδασκαλίας, αφού ο σκοπός του δεν ήταν αυτός εξ αρχής, αλλά εξ αιτίας της συνθετικής του σκέψης και της ενότητας των θεολογικών του απόψεων αποτέλεσε τον πρώτο συστηματικό θεολόγο της εκκλησίας<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 703</ref>, οποίος με την πιστότητα στην παράδοση και το ανανεωτικό του θεολογικό λόγο πέτυχε καίριο πλήγμα ενάντια στο γνωστικισμό.
:''"Να ο κανόνας της πίστεως μας, το θεμέλιο της οικοδομής και αυτό που δίνει σταθερότητα στη συμπεριφορά μας. Ο Θεός Πατήρ είναι άκτιστος, αχώρητος, αόρατος, ένας Θεός, ο δημιουργός του σύμπαντος. Αυτό είναι το πρώτο άρθρο της πίστεως μας. Το δεύτερο άρθρο είναι: ο Λόγος του Θεού, ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος φανερώθηκε στους προφήτες...δια του οποίου όλα δημιουργήθηκαν...έγινε άνθρωπος μεταξύ ανθρώπων...και σαν τρίτο άρθρο είναι το εξής: Το Άγιο Πνεύμα δια του οποίου οι προφήτες προφήτευσαν και οι πατέρες έμαθαν τα του Θεού...ξεχύθηκε με καινούριο τρόπο στην ανθρωπότητα μας για να ανακαινίσει ενώπιον του Θεού τον άνθρωπο σ όλη τη γη"''<ref>Επίδειξις 6</ref>.
Η τριαδολογία που χρησιμοποιεί εδώ ο Ειρηναίος δεν πρέπει να κατανοηθεί ότι προκύπτει από μία αφηρημένη στοχαστική φιλοσοφία. Αντιθέτως, ο Ειρηναίος κινείται και εμπνέεται από την παράδοση της εκκλησίας, αλλά και την τη διαρκή χρήση των Γραφών. Η τριαδολογική του αναφορά λοιπόν έχει πολλές αναφορές στις Γραφές και ειδικά στα προφητικά βιβλία της ΠΔ, στα οποία επαγγέλλεται η πίστη στον τριαδικό Θεό<ref>J. Lebreton, Histoire du dogme de la Trinite. Des origines au concile de Nicee, Paris 1928, σ. 542-543</ref> (χρησιμοποιεί επίσης επιχειρήματα όπως το επιχείρημα από τη Γέννεση 1, 26 ''"ποιήσομεν άνθρωπον"''). Έτσι μπορούμε να ισχυριστούμε πως η τριαδολογική ορολογία του είναι γνωστή και ήδη καθιερωμένη την εποχή του, διακρίνεται όμως συχνά από μία δωρικότητα στην έκφραση<ref>Έλεγχος 4, 6, 7. 5, 18, 2</ref>.
Ο Θεός κατά τον Ειρηναίο επίσης στο έργο του Ειρηναίου τονίζεται διαρκώς πως είναι υπερβατικός. Ο Ειρηναίος Αυτό συμβαίνει καθώς διαβλέπει πως στη θεολογία των γνωστικών βλέπει συχνά υπάρχουν αντιφάσεις σε αυτό το σημείο και έτσι αποφασίζει τελικά να το τονίσει εμφατικώς. Τίποτα σύμφωνα με τον Ειρηναίο ανώτερο από το Θεό δεν υπάρχει, όπως και τίποτε κατώτερο του δε χρησιμοποίησε για να φέρει στο Είναι τον κόσμο<ref>Έλεγχος 2, 1, 1</ref>, αφού ελευθέρως δημιούργησε τον κόσμο χωρίς όργανα κτιστά ή άκτιστα, εφόσον ο Υιός του Θεού και το Πνεύμα δεν αποτελούν αυτοτελή όντα<ref>Αναφέρει εμφατικώς ο Άγιος: ''"Περί τον Θεόν δύναμις ομού και σοφία και αγαθότης δείκνυται, δύναμις μεν και αγαθότης εν τω τα μηδέπω όντα εκουσίως κτίζειν τε και ποιείν, σοφία δε εν τω εύρυθμα και εμμελή και εγκατάσκευα τα γεγονότα πεποιηκέναι"'' (Έλεγχος 4, 38, 3)</ref><ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 709</ref>. Ο Θεός όμως δεν είναι απόλυτα αποξενωμένος από τον κόσμο όπως οι γνωστικοί τονίζουν. Μπορεί το Είναι του Θεού να μη μπορεί να παραβληθεί με το είναι των κτισμάτων, αλλά είναι ο ίδιος που κρατά τον κόσμο στο Είναι και τον συνέχει. Έτσι ενώ στον [[Ιουστίνος ο Μάρτυς|Ιουστίνο]] είχαμε την διάκριση της οντολογικής διαφοράς κτίσης και Θεού, εδώ παρότι εξαίρεται η υπερβατικότητα Του, συνάμα τονίζεται η σχέση του με τον άνθρωπο, η κοινωνία Θεού-κόσμου, μία επικοινωνία που επιβεβαιώνει την παντοδυναμία του. Η υπερβατική Του ύπαρξη όχι απλώς δε σημαίνει απουσία από την κτίση, αλλά παντοδυναμία που του επιτρέπει να κινείται ελεύθερα σε όποια διάσταση επιθυμεί, δημιουργώντας ελεύθερα γέφυρες επικοινωνίας με τον κόσμο<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 365</ref>.
Ο Θεός ακόμα είναι πνεύμα, λόγος, νους, έννοια, κατηγορήματα τα οποία δεν απορρέουν εκ της ουσίας του Πατρός, αλλά λέξεις που εκφράζουν τις άκτιστες ενέργειες του Θεού<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 709</ref>. Ο Θεός είναι αμέριστος και αναλλοίωτος με αποτέλεσμα να μη δύναται να του αποδοθούν παθήματα και ψυχικές καταστάσεις των ανθρώπων. Είναι επίσης προνοητής του κόσμου<ref>Έλεγχος 3, 25, 2</ref>. Είναι τέλειος, αγένητος, αχώρητος, αόρατος, ακατάληπτος, ανέκφραστος. Η γνώση των ιδιοτήτων αυτών όμως δε μπορούν να προέλθουν από τη γνωστική ικανότητα του ανθρώπου, αλλά εκ της [[Θεία Αποκάλυψη|αποκαλύψεως]] που παρέχει ο Θεός στον άνθρωπο<ref>Έλεγχος 6, 4</ref>. Ο άνθρωπος δηλαδή δε δύναται να ανακαλύψει το Θεό μέσω μίας θεωρητικής αναγωγής, αλλά μέσω της υπακοής και της αφοσίωσης σε Αυτόν και τελικά δια της σχέσεως που αποκτά το κτίσμα με τον άπειρο Θεό, αφού η γνώση του προκύπτει από την πνευματική εμπειρία η οποία συνιστά την εν [[πίστη]] μετοχή του ανθρώπου στο φως του Θεού<ref>Α. Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, σελ. 156</ref>. Έτσι και απλοϊκοί άνθρωποι, παρατηρεί, δίχως να γνωρίζουν ακόμα και τους χαρακτήρες του αλφάβητου, απολαμβάνουν των προνομίων της [[Θεογνωσία|θεογνωσίας]] μαζί με τους πεπαιδευμένους<ref>Έλεγχος 3, 4, 2</ref>.
Η έννοια της παραδόσεως στο σύστημα του Ειρηναίου αποτελεί το κλειδί της θεολογίας του, καθώς γύρω από αυτή περιπλέκεται όλη η επιχειρηματολογία του, αλλά και η τακτική του σχετικά με τους αιρετικούς και τους γνωστικούς. Μπορούμε να ισχυριστούμε πως πραγματικά αποτελεί το θεμέλιο και την κορωνίδα της συγγραφής του, πάνω στην οποία πλέον θεμελιώνεται και η εκκλησιαστική θεολογία, καθώς η θεολογία του στον τομέα αυτό, αποτέλεσε το δείκτη για τους μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
Για τον Ειρηναίο είναι εμφανές ότι η πίστη δεν αποτελεί μία απλή εξωτερική παραδοχή σε ένα Θεό που είναι απρόσιτος. Η πίστη για τον Ειρηναίο είναι θεμέλιο για την βίωση της κοινής παραδόσεως, αφού η Εκκλησία ακόμα και αν είναι διασπαρμένη σε όλο τον κόσμο, διαφυλάσσει την παράδοση δια της πίστεως, σα να ζει σε ένα σπίτι<ref>Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 130</ref>. Γι' αυτό και η παράδοση είναι μία και ίδια σε όλη την Εκκλησία, όπως και η [[πίστη]], ενώ αυτός που μπορεί να μιλήσει γι αυτή, ούτε μπορεί να προσθέσει κάτι σε αυτή, όπως και αυτός που μιλά λίγο, δεν αφαιρεί κάτι από αυτή, καθώς η αποτελεί ζωντανό οργανισμό μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η κοινωνία με τη ζωή (το θεό), που παρέχει την αλήθεια<ref>Π. Χρήστου, ο.π., σελ. 704-705</ref>. Έτσι και η Εκκλησία έχει παντού στο στον κόσμο τη μία πίστη<ref>Κατά Αιρέσεων 1, 10</ref>, η οποία προήλθε από το κήρυγμα και το Ευαγγέλιο των Αποστόλων, το οποίο εν συνεχεία συντάχθηκε σε βιβλία. Αντίθετα με την Εκκλησία όμως, κατά τον Ειρηναίο, οι Γνωστικοί και αιρετικοί επιτίθενται κατά τον βιβλίων και τα κρίνουν ανακριβή και μη αυθεντικά, μη συμφωνώντας είτε με τη [[Αγία Γραφή|Γραφή]], είτε με την Παράδοση<ref>κατά Αιρέσεων 3, 2</ref>. Σε αυτό το σημείο ο Ειρηναίος προτάσσει τον ιστορικό παράγοντα<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 300</ref>, αναφέροντας: ''"εμείς μπορούμε να απαριθμήσουμε εκείνους που εγκαταστάθηκαν από τους αποστόλους ως επίσκοποι στις εκκλησίες και εκείνους που τους διαδέχτηκαν ως τα χρόνια μας, από τους οποίους κανένας δε δίδαξε ή σκέφτηκε κάτι που να μοιάζει με τις τρελές ιδέες τους"''<ref>Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 131</ref>.
Η Αποστολική συνέχεια της ίδρυσης των εκκλησιών της Ρώμης, της Σμύρνης και τη Εφέσου και η κοινή γνώμη και παράδοση είναι άλλωστε χαρακτηριστικά παραδείγματα για την πίστη της εκκλησίας, σύμφωνα με τον Ειρηναίο. Αλλά δεν είναι μόνο τα βιβλία ή ιστορική συνέχεια των εκκλησιών. Η παράδοση είναι κάτι ακόμα ευρύτερο. Ο Ειρηναίος μας λέει καθώς αναρωτιέται:
:''"ακόμα και αν οι [[Απόστολοι]] δεν είχαν αφήσει σε μας τα βιβλία τους, δε θα έπρεπε να ακολουθήσουμε τον κανόνα της παραδόσεως που παρέδωσαν σε κείνους τους οποίους παρέδωσαν τις εκκλησίες...οι οποίοι ακολουθούν το πνεύμα της παραδόσεως που έχει γραφεί στις καρδιές τους από το Άγιο Πνεύμα χωρίς χαρτί και μελάνι;"''<ref>Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 132</ref>.
Η παράδοση δηλαδή για τον Ειρηναίο, δεν είναι απλώς βιβλία ή μία αφελής πίστη, ούτε απλώς αποτελεί ιστορική συνέχεια αδιάκοπων χειροτονιών, αλλά έχει θεμέλιο το ίδιο το [[Άγιο Πνεύμα]], το οποίο μιλά στους θεοφόρους πατέρες της εκκλησίας. Πάνω σε αυτό το στοιχείο πλέον στηρίζει τη δογματική διδασκαλία της εκκλησίας, όπως άλλωστε και τη γραφήη Γραφή. Η Γραφή δηλαδή για τον Ειρηναίο, όπως και το δόγμα δεν είναι κάτι το διαφορετικό από την Παράδοση<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 300</ref>. Έτσι λοιπόν και το [[δόγμα]] είναι η παράδοση της εκκλησίας, παράδοση η οποία βιώθηκε μέσα στο σώμα της εκκλησίας. Το δόγμα είναι περιγραφή πραγμάτων σύμφωνα με τον Ειρηναίο, είναι λεκτική επεξεργασία βιωμένων καταστάσεων καθώς ο Θεός έκανε κάποια πράγματα να υπόκεινται στο χρόνο και μερικά άλλα να είναι αιώνια. Η κατανόηση δε που παρέχει ο Θεός, εμφανίστηκε στους προφήτες, όχι με μια μορφή, αλλά διαφορετικά στο στον καθένα. Έτσι λοιπόν η παράδοση είναι φαινόμενο εσωτερικής πνευματικής ζωής, δυναμικός δυναμικό γεγονός το οποίο βιώνεται κατά την πνευματική πρόοδο και αύξηση του ανθρώπου<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 301</ref>.
====Ανακεφαλαίωση====
Ανακεφαλαίωση κατά τον Ειρηναίο είναι το σχέδιο της θείας οικονομίας και η δια Χριστόν σωτηρία του<ref>Σ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 296</ref>. Είναι ουσιαστικά η συμμετοχή του ανθρώπου στο λυτρωτικό έργο του Χριστού ως προοδευτική τελείωση η οποία προκύπτει από την ενσάρκωση του Θεού Λόγου, που αγιάζει την ανθρώπινη φύση και κάθε πτυχή της<ref>Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 135-136</ref>. Η αγιότητα λοιπόν για τον Ειρηναίο, δε μοιάζει με μία παθητική κατάσταση ή μία παθητική δικαιοσύνη, αλλά είναι μία δυναμική πρόοδος που κινείται προς το τέλος της εν Χριστώ αναγεννήσεως, την αφθαρσία και την αιωνιότητα. Είναι η απάντηση για την πτώση του ανθρώπου, η Θέα του Θεού που οδηγεί στην αθανασία. Η θεά του θεού είναι άλλωστε κατά τον Ειρηναίο το θεμέλιο και η ύπαρξη της ζωής καθώς δίχως αυτή είναι αδύνατο ο άνθρωπος να ζήσει<ref>Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 136</ref>. Απαρχή αυτής της θέας όμως είναι ένας θάνατος για την κληρονομία μίας νέας γεννήσεως<ref>Π. Χρήστου, ο.π., σελ. 712</ref>, για τη θανάτωση της αμαρτίας, τη στέρηση του θανάτου και τη ζωοποίηση του ανθρώπου<ref>ο.π.</ref>.
Αναμφόβολα Αναμφίβολα η θεολογία της ανακεφαλαιώσεως είναι δικό του δημιούργημα το οποίο το επεξεργάστηκε μέσω της Αγίας Γραφής και δια σωτηριολογικών προεκτάσεων<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 379</ref>. Γι αυτό και εμφανίζει δύο παραμέτρους. Η μία είναι η αποκατάσταση στην κοινωνία ανθρώπου-Θεού και η δεύτερη είναι η σύνοψη των αποκαλύψεων του Θεού<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 380</ref>. Στο σύστημα του Ειρηναίου μάλιστα υπάρχει μια ιδιαίτερη τάση προς τις θεοφάνειες της ΠΔ, οι οποίες καταδεικνύουν την ενότητα Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Ο Χριστός λοιπόν είναι αυτός που δημιουργεί τον κόσμο, ο οποίος περιέρχεται σε πτώση εξ αιτίας των πρωτοπλάστων. Είναι Αυτός που ενδημεί στους προφήτες της ΠΔ και που ενσαρκώθηκε για να λυτρώσει και να ανακαινίσει τον κόσμο, προσφέροντας τον εαυτό του, για να οδηγήσει τον άνθρωπο εκ νέου, στον τελικό σκοπό τουςτου. Εδώ παρατηρείται πως ο Ειρηναίος χρησιμοποιεί ένα έντονο βιβλικό και ιγνατιανό ρεαλισμό, τον οποίο αντιδιαστέλλει από τους γνωστικούς<ref>Σ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 297</ref>. Αναγνωρίζει την πραγματικότητα του προσώπου του Ιησού, συνειδητοποιώντας την τραγωδία της ανθρωπότητας, την οποία οδηγεί και πάλι στην υπέρβαση.
Ο Ειρηναίος βλέπει μια ενιαία αρραγή ιστορική πορεία, ταυτίζοντας το θεό της Καινής Διαθήκης με το Θεό της Παλαιάς, καθώς και το Λόγο με το σαρκωθέντα Χριστό. Η ανακεφαλαίωση τελικά τον οδηγεί στο να δώσει μία βαθειά ερμηνευτική διάσταση της ιστορίας για πρώτη φορά μέσα στη θεολογία, δίχως απατηλά σχήματα και αγκαλιάζοντας κάθε πτυχή της ανθρωπότητας, υλικής και πνευματικής. Επίσης τονίζει τη εν Χριστώ δημιουργία και ανάπλαση, την κοσμολογία των Γραφών, οι οποίες αντιδιαστέλλονται πλήρως από τη [[Γνωστικισμός|γνωστική]] κοσμολογία. Κεφαλή του κόσμου είναι ο Χριστός, ο οποίος στο ανακεφαλαιωτικό σύστημα του Ειρηναίου είναι ο οδηγός για την ολοκλήρωση της ανθρωπότητας και την απαρχή μίας νέας, μέσω της συμφιλίωσης του ανθρώπου με το Θεό. ====Εκκλησία-[[Ιερά Μυστήρια]]==== Τα αγαθά της ανακεφαλαιώσεως σύμφωνα με τον Ειρηναίο προσφέρονται αδιάκριτα σε κάθε πιστό, ο οποίος αναγνωρίζει τις δωρεές του Θεού. Αυτό διότι η εκκλησία είναι ο χώρος όπου δωρεά αυτή καθίσταται προσωπική ιστορία, εξού και τελικά στο σύστημά του η [[Εκκλησία]] αποβαίνει η ζωή η ίδια<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 383</ref>. Η απιστία στην ουσία είναι απόρριψη της χάριτος και αυτό διότι η πίστη αποτελεί την παράδοση που συνδέει τις κατά τόπους Εκκλησίες με την κοινή πίστη των Αποστόλων. Η πίστη αυτή είναι συνυφασμένη με το σχέδιο της θείας οικονομίας και σε αυτή τη βάση δεν έχουν θέση οι αλλότριες γνώμες των αιρετικών. Αυτό διότι η Αλήθεια και η ενότητά της είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, το οποίο είναι ζωντανός λόγος και λειτουργεί ως ανανεωτική δύναμη<ref>Κατά Αιρέσεων 3, 24, 1</ref>. Ταυτόχρονα όμως η Αλήθεια κοινωνείτε με το επισκοπικό αξίωμα δια της διαδοχής<ref>Κατά Αιρέσεων 4, 26, 2</ref>. Η εκκλησία λοιπόν είναι ο χώρος που πραγματοποιείτε το σωτήριο έργο του Χριστού, ο οποίος είναι κεφαλή και αδιάκοπα παρόν μέσα σε αυτό το χώρο. Είναι ο χώρος που παρέχεται η δυνατότητα να θεαθεί ο Θεός και να έλθει ο άνθρωπος σε κοινωνία με το Θεό, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Δίχως το Άγιο Πνεύμα η σωτηρία αποφαίνεται πως είναι φενάκη<ref>Κατά Αιρέσεων 5, 9, 3</ref>, ενώ η σύμπνοια και η ενότητα είναι αποτέλεσμα της παρουσίας Του. Τα μυστήρια μέσα στην εκκλησία καρποφορούν το σώμα της εκκλησίας. Ο Ειρηναίος δίχως να συνθέτει μία διεξοδική μυστηριολογία καταγράφει εμφανώς ότι η εκκλησία πρωτίστως είναι λειτουργική και μυστηριακή ζωή<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 388</ref>. Το [[Βάπτισμα]] λοιπόν αποτελεί αναγέννηση στο όνομα της Αγίας Τριάδας και αυτό μπορεί να συμβεί ανεξαρτήτως ηλικίας, ακόμα και στα νήπια<ref>Κατά Αιρέσεων 2, 22, 4</ref>. Καθαρίζει ψυχή και σώμα των ανθρώπων<ref>Επίδοσις Αποστ. 41</ref> και αποτελεί σφραγίδα ζωής αιωνίου. Η [[Θεία Ευχαριστία]] για τον Ειρηναίο έχει διπλή σημασία. Από τη μία αντιγνωστικό χαρακτήρα, αφού αναφέρει πως οι γνωστικοί δε μπορούν να ισχυριστούν πως έχει λυτρωτικό χαρακτήρα ως πραγματικό σώμα και αίμα Θεού, καθώς χαρακτηρίζουν το Δημιουργό Λόγο κατώτερο Θεό, ενώ από την άλλη πλευρά την αναγνωρίζει ως μέσο αφθαρσίας, ως το καθολικό μυστήριο της ενότητας, καθώς είναι αληθινό σώμα και αίμα Κυρίου και θυσία αναίμακτη ως ανάμνηση του πάθους. Το μυστήριο αυτό όμως, όπως και η λειτουργία των υπολοίπων ενεργεί δια της μετανοίας. Η [[μετάνοια]] είναι αλλαγή νοοτροπίας, ελευθερώνει τον άνθρωπο από την αμαρτία αρκεί να είναι ειλικρινής. Αποτελεί αναγκαίο βήμα για τη σωτηρία του, ενώ ο Ειρηναίος λαμβάνει θέση και για το ζήτημα της μετανοίας, υιοθετώντας την επιεική γραμμή, αναφέροντας πως αμαρτίες ασυγχώρητες δεν υπάρχουν<ref>Α. Θεοδώρου, ο.π., σελ. 192</ref>.
===Μέλλοντας αιώνας===
 
Ο Μέλλοντας Αιώνας, στη θεολογία του Ειρηναίου είναι το επιστέγασμα της Ανακεφαλαίωσης του κόσμου. Στο τέλος της ιστορίας η ήδη δεδομένη εν Χριστώ ανακεφαλαίωση θα φτάσει στην ολοκλήρωσή της<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 392</ref>, όπου και θα πραγματοποιηθεί η Ανάσταση των σωμάτων και θα δοθεί τέλος στο βασίλειο της φθοράς. Όσοι εν τω μεταξύ αποθνήσκουν βρίσκονται σε μία κατάσταση αναμονής, μέχρι τη στιγμή της μεγάλης κρίσεως. Σε αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτό ότι ο Ειρηναίος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην Ανάσταση των σωμάτων. Η θεωρία αυτή πράγματι γίνεται κέντρο της διδασκαλίας του, καθώς έτσι αντιμετωπίζει του [[Γνωστικισμός|γνωστικούς]], οι οποίοι θεωρούν το σώμα κακό και φυλακή της [[ψυχή|ψυχής]]. Προ του τέλους όμως θα προηγηθεί στην ανθρώπινη ιστορία η έξαρση του κακού και η εμφάνιση του Αντιχρίστου, ο οποίος θα εξαπατήσει την ανθρωπότητα και ο οποίος τελικά θα κατατροπωθεί από το Θεό<ref>Κατά Αιρέσεων 5, 29, 2</ref>.
 
Στο τέλος της ιστορικής διαδρομής, αναφέρει ο Ειρηναίος, ολόκληρη η κτίση θα μεταμορφωθεί και θα ανακλάται σε αυτή το μεγαλείο και η δόξα του Θεού. Τίποτε δε πρόκειται να χαθεί, ούτε ο υλικός κόσμος θα παρέλθει, αλλά θα μεταμορφωθεί, θα εξαγνιστεί και θα εξαφανιστούν οι συνέπειες τις [[Αμαρτία|αμαρτίας]]<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 393</ref>. Στην καθολική αυτή ανακεφαλαίωση ουδείς εξαιρείται<ref>Κατά Αιρέσεων 2, 33, 5</ref>. Στη βασιλεία του Θεού πλέον θα δεσπόζει η θέα του θεού και οι άνθρωποι θα βιώνουν αυτή την παροχή της αγαθότητας με βάση την προετοιμασία του εγκόσμιου βίου τους, σε μία δυναμική και ατελεύτητα τελειωτική πορεία<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 394</ref>. Ο άνθρωπος όμως δεν παύει να είναι άνθρωπος σε αυτή την κατάσταση, καθώς η πραγματικότητα της διαφορότητας [[Κτιστό|κτιστού]] και ακτίστου παραμένει, αλλά γεφυρώνεται μέσω της μετοχής στη θέα του θεού, γινόμενος Θεός κατά μετοχή και χάρη<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 395</ref>.
 
Το προβληματικό για την ορθόδοξη θεολογία στην εσχατολογία του Ειρηναίου είναι ο χιλιασμός που υιοθετεί. Σύμφωνα με τον Ειρηναίο, θα υπάρξουν δύο Αναστάσεις. Η πρώτη Ανάσταση είναι Ανάσταση δικαίων, οι οποίοι θα συμβασιλεύσουν με το Χριστό για 1000 χρόνια και η δεύτερη όπου θα Αναστηθούν και οι αμαρτωλοί για να γίνει η τελική κρίση. Το χιλιόχρονο μεσοδιάστημα χαρακτηρίζεται ως βασιλεία του Υιού, που στο τέλος της θα παραχωρήσει τη βασιλεία στον [[Θεός Πατήρ|Πατέρα]] (κατά τη δεύτερη Ανάσταση)<ref>Κατά Αιρέσεων 5, 29, 2</ref>. Ο Ειρηναίος στο συμπέρασμα αυτό οδηγείται από τον [[Αποκάλυψις Ιωάννου|Αποκάλυψη του Ιωάννη]] (20, 1-21,1) και την [[Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή]] του [[Απόστολος Παύλος|Αποστόλου Παύλου]] (15, 24-28). Σύμφωνα με τον Ειρηναιο η πρώτη φάση της Ανάστασης αποτελεί το τελευταίο στάδιο της αποκατάστρασης της φύσης του ανθρώπου, εξ αιτίας των συνεπειών της πτώσης. Η βασιλεία μάλιστα του Υιού θα είναι μία ορατή εν γη βασιλεία<ref>Α> θεοδώρου, ο.π., σελ. 197</ref>.
 
Σε ότι αφορά την κόλαση ο Ειρηναίος σημειώνει πως η τιμωρία αυτών είναι ζήτημα το οποίο ο άνθρωπος δε το γνωρίζει παρά μόνο η βουλή του Θεού. Η αμαρτία θα νοείται πλέον ως μία παθητική κατάσταση και όχι ως ενεργητική, με αποτέλεσμα να αφανίζεται το κέντρο της. Οι άνθρωποι δε, αυτοκολάζονται αφού εκουσίως απέκοψαν τους εαυτούς τους από τη ζωή, με αποτέλεσμα εξ αιτίας της δικής τους ελεύθερης βούλησης παραμένουν στην απιστία και τον κολασμό<ref>Κατά Αιρέσεων 4, 11, 2</ref><ref>Α. Θεοδώρου, ο.π., σελ. 200</ref>
==Εξωτερικοί σύνδεσμοι==
*Α. Θεοδώρου, ''"Ιστορία των Δογμάτων"'', τ. Α΄-μέρος β΄, Γρηγόρης, Αθήνα 1977.
*Κ. Σκουτέρης, ''"Ιστορία των Δογμάτων"'', τ. Α΄, Έκδοση Ιδιωτική Αθήνα 1998.
*Γ. Φλορόφσκι, ''"Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα"'', Πουρναράς, θεσσαλονίκη Θεσσαλονίκη 2007.*Δ. Τσάμης, ''"Εκκλ. Γραμματολογία και κείμενα Πατερικής Γραμματείας"'', Πουρναράς , Θεσσαλονίκη 2008.
[[en:Irenaeus of Lyons]]
[[ro:Irineu de Lyon]]
 
{{Αξιόλογο Άρθρο}}
1
επεξεργασία