Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Αλλαγές

Ειρηναίος Λουγδούνου

38.873 bytes προστέθηκαν, 18:04, 12 Μαΐου 2011
καμία σύνοψη επεξεργασίας
Ο '''Ειρηναίος Λουγδούνου''' ή '''Ειρηναίος της Λυών''' (;- 202), αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές μορφές της [[Εκκλησία|Εκκλησίας]] του 2ου αιώνος<ref>Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 126</ref>. Ο ίδιος, εμφανίζεται στο προσκήνιο κατά τα τέλη του β΄ αιώνος με σκοπό να εκφράσει ένα νέο είδος γραμματείας, τη Γραμματεία της [[Ιερά Παράδοση|Παράδοσης]], η οποία αποτελεί υπέρβαση της [[Απολογητές|Απολογητικής]] και έναρξη μίας νέας καθολικότερης έκφρασης του εκκλησιαστικού σώματος. Προερχόταν από την περιοχή της Μικράς Ασίας, υπήρξε [[επίσκοπος]] Λουγδούνου και με βάση το συνολικό του έργο κρίνεται πως υπήρξε θεμέλιος λίθος<ref>Δ. Τσάμης, Εκκλησιαστική γραμματολογία..., σελ. 64</ref> της οριστικής συγκρότησης, Εκκλησίας και θεολογίας<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 690</ref>.
{{Άγιος
| Όνομα = Ειρηναίος Επίσκοπος Λυών
| Εικόνα = [[Image:AgiosEirinaios01.jpg|60px90px]]
| Όνομα Εικόνας = Ο άγιος Ειρηναίος
| ΗμερομηνίαΓέννησης = άγνωστο
| Τίτλος = [[Άγιος]], [[Επίσκοπος]]
}}
Ο '''Ειρηναίος Λουγδούνου''' ή '''Ειρηναίος της Λυών''' (;- 202), αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές μορφές της [[Εκκλησία|Εκκλησίας]] του 2ου αιώνος<ref>Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 126</ref>. Ο ίδιος, εμφανίζεται στο προσκήνιο κατά τα τέλη του β΄ αιώνος με σκοπό να εκφράσει ένα νέο είδος γραμματείας, τη Γραμματεία της [[Ιερά Παράδοση|Παράδοσης]], η οποία αποτελεί υπέρβαση της [[Απολογητές|Απολογητικής]] και έναρξη μίας νέας καθολικότερης έκφρασης του εκκλησιαστικού σώματος. Προερχόταν από την περιοχή της Μικράς Ασίας, υπήρξε [[επίσκοπος]] Λουγδούνου και με βάση το συνολικό του έργο κρίνεται πως υπήρξε θεμέλιος λίθος<ref>Δ. Τσάμης, Εκκλησιαστική γραμματολογία..., σελ. 64</ref> της οριστικής συγκρότησης, Εκκλησίας και θεολογίας<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 690</ref>.
 
==Βίος==
====Πλαίσιο και προϋποθέσεις====
Την εποχή του Ειρηναίου ο αγώνας της εκκλησίας για την επαναδιατύπωση της αλήθειας έγινε ενώπιον του φαινομένου του [[Γνωστικισμός|Γνωστικισμού]]. Η αίρεση αυτή απειλούσε την ορθοδοξία, τη συνοχή και το φρόνημα του εκκλησιαστικού σώματος και επομένως η όλη τοποθέτηση της εκκλησιαστικής θεολογίας γίνεται με έμφαση προς αυτή την κατεύθυνση. Ο αγώνα αγώνας αυτός δεν ήταν μία φιλοσοφική διαμάχη, αλλά κατά βάση μία θεωρητική κατοχύρωση των χριστιανικών δογμάτων<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 353</ref>. Έτσι κεντρικό σημείο της γραμματείας αποβαίνει ο αντιγνωστικός χαρακτήρας της θεολογίας και η διασφάλιση του θεολογικού λόγου ο οποίος προερχόταν από τα σπλάχνα της εκκλησίας και της [[Ιερά Παράδοση|παραδόσεώς]] της, η οποία και εξασφάλιζετο από την ορθή μετάβασή της από γενιά σε γενιά. Η έλευση λοιπόν της διδασκαλίας και του δόγματος αποτελούσε μία ευθεία γραμμή παραδόσεως από την εποχή του Χριστού και των Αποστόλων, μέσω της ιστορικής διαδοχής των [[Επίσκοπος|επισκόπων]] και της κοινωνίας του σώματος της εκκλησίας, που βιώνει την αλήθεια ως ζωντανή κοινωνία. Η εκκλησία με τη μέθοδο αυτή θέλησε να διασφαλίσει την αλήθεια από την [[αίρεση]] μέσω της θεσμικής της βάσης, προτάσσοντας την αρραγή συνέχεια της εκκλησιαστικής αλήθειας δια της διαδοχής των επισκόπων, διαφυλάσσοντας τελικά και την εκκλησιαστικότητα της θεολογίας, η οποία ήταν μία ανοιχτή παράδοση, σε σχέση με το μυστικό πνεύμα των γνωστικών. Η παράδοση δηλαδή δεν ανήκε μόνο σε μερικά μέλη της εκκλησίας, αλλά σε όλους ανεξαιρέτως ως μέλη της ορθής κοινότητας. Τελικά η εκκλησία οδηγήθηκε στο να περιφρουρήσει και τα ιερά της και θεόπνευστα βιβλία της, τα οποία διαρκώς παραχαράσσονταν από τους γνωστικούς.
Έτσι ο Ειρηναίος στην ουσία αποτελεί συνέχεια και επέκταση του [[Ιγνάτιος Αντιοχείας|Ιγνατίου Αντιοχείας]]<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 294</ref>. Η θεολογία του ασκείται με τις θεολογικές προϋποθέσεις της Ανατολής και της εμπειρία της Δύσεως, φέρνοντας την μικρασιατική παράδοση στη Δύση. Ο ίδιος πλέον δημιουργεί ένα νέο κλίμα επανασυνδέοντας δυναμικά τη θεολογική σκέψη με την αποστολική και ιγνατιανή παράδοση, καθώς και τις γνήσιες προεκτάσεις της, έτσι ώστε να καταστεί επαρκής προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων της εποχής. Επίσης Υπερβαίνει υπερβαίνει τους απολογητές καθώς η τακτική τους πλέον φαίνεται παρωχημένη για την επίλυση των νέων προβλημάτων που έχουν ενσκήψει, από τη "εκκλησιαστική" κρίση που προκάλεσε ο γνωστικισμός και λιγότερο ο μοντανισμός. Σε αυτή τη βάση ο Ειρηναίος θέτει το πρόβλημα στις σε ιστορικές και ερμηνευτικές ρίζες, καθώς οι γνωστικοί αφενός παρερμήνευαν τις γραφές, αφετέρου δεν μπορούσαν να ισχυριστούν την αρραγή ιστορική συνέχεια των κοινοτήτων τους από την αποστολική εποχή. Ο Ειρηναίος λοιπόν πλέον θέτει τις βάσεις αφενός για τη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως, που τόνιζε τονίζοντας την ενότητα του κόσμου και την σχέση με το Θεό , που ερχόταν σε πλήρη αντιδιαστολή με το γνωστικό σύστημα και την τη θεολογία της παραδόσεως , η οποία αποκάλυψε το λαθεμένο χριστιανικό μήνυμα του γνωστικισμού<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 295</ref>. Έτσι καταπολεμεί Καταπολεμεί τελικά το γνωστικισμό και δεν απολογείται, εισάγοντας την πολεμική θεολογία<ref>ο.π., σελ. 294</ref>.
====Γενικά====
Η συμβολή του Ειρηναίου στη θεολογία της εκκλησίας υπήρξε καθοριστική. Το , με το έργο του να προσδιορίζεται από δύο στοιχεία. Τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα, δηλαδή την άντληση της θεολογίας από την εκκλησιαστική παράδοση, αλλά και την υπέρβαση του απολογητικού χαρακτήρα, η οποία τον οδήγησε σε μία πιο συστηματική καταγραφή της πίστης της εκκλησίας<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 358</ref>. Η σκέψη του όπως διαφαίνεται μέσα από τη γραμματεία του είναι επηρεασμένη από τους απολογητές, εξού και αποβαίνει άριστος αντιρρητικός και αντιγνωστικός συγγραφέας, που βιώνει όμως την αποστολική παράδοση , με αποτέλεσμα να καταθέτει θετικά και δημιουργικά την πίστη της εκκλησίας και να αποφαίνεται με το κύρος του, για πολλά ζητήματά της.
Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού τελικώς ήταν ο ίδιος να πρωτοτυπήσει βαδίζοντας ένα νέο δρόμο, παρότι είναι φανερή η εξάρτησή του από παλιότερους συγγραφείς<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 702</ref>. Έτσι έδειξε και άνοιξε το δρόμο τον οποίο η εκκλησία οργάνωσε τους θεσμούς και τις διατυπώσεις της πίστης, βάση του κανόνος της αλήθειας. Δεν κατέστρωσε βέβαια ένα πλήρες σύστημα διδασκαλίας, αφού ο σκοπός του δεν ήταν αυτός εξ αρχής, αλλά εξ αιτίας της συνθετικής του σκέψης και της ενότητας των θεολογικών του απόψεων αποτέλεσε τον πρώτο συστηματικό θεολόγο της εκκλησίας<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 703</ref>, οποίος με την πιστότητα στην παράδοση και το ανανεωτικό του θεολογικό λόγο πέτυχε καίριο πλήγμα ενάντια στο γνωστικισμό.
:''"Να ο κανόνας της πίστεως μας, το θεμέλιο της οικοδομής και αυτό που δίνει σταθερότητα στη συμπεριφορά μας. Ο Θεός Πατήρ είναι άκτιστος, αχώρητος, αόρατος, ένας Θεός, ο δημιουργός του σύμπαντος. Αυτό είναι το πρώτο άρθρο της πίστεως μας. Το δεύτερο άρθρο είναι: ο Λόγος του Θεού, ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος φανερώθηκε στους προφήτες...δια του οποίου όλα δημιουργήθηκαν...έγινε άνθρωπος μεταξύ ανθρώπων...και σαν τρίτο άρθρο είναι το εξής: Το Άγιο Πνεύμα δια του οποίου οι προφήτες προφήτευσαν και οι πατέρες έμαθαν τα του Θεού...ξεχύθηκε με καινούριο τρόπο στην ανθρωπότητα μας για να ανακαινίσει ενώπιον του Θεού τον άνθρωπο σ όλη τη γη"''<ref>Επίδειξις 6</ref>.
Η τριαδολογία που χρησιμοποιεί εδώ ο Ειρηναίος δεν πρέπει να κατανοηθεί ότι προκύπτει από μία αφηρημένη στοχαστική φιλοσοφία. Αντιθέτως, ο Ειρηναίος κινείται και εμπνέεται από την παράδοση της εκκλησίας, αλλά και την τη διαρκή χρήση των Γραφών. Η τριαδολογική του αναφορά λοιπόν έχει πολλές αναφορές στις Γραφές και ειδικά στα προφητικά βιβλία της ΠΔ, στα οποία επαγγέλλεται η πίστη στον τριαδικό Θεό<ref>J. Lebreton, Histoire du dogme de la Trinite. Des origines au concile de Nicee, Paris 1928, σ. 542-543</ref> (χρησιμοποιεί επίσης επιχειρήματα όπως το επιχείρημα από τη Γέννεση 1, 26 ''"ποιήσομεν άνθρωπον"''). Έτσι μπορούμε να ισχυριστούμε πως η τριαδολογική ορολογία του είναι γνωστή και ήδη καθιερωμένη την εποχή του, διακρίνεται όμως συχνά από μία δωρικότητα στην έκφραση<ref>Έλεγχος 4, 6, 7. 5, 18, 2</ref>.
Ο Θεός κατά τον Ειρηναίο επίσης στο έργο του Ειρηναίου τονίζεται διαρκώς πως είναι υπερβατικός. Ο Ειρηναίος Αυτό συμβαίνει καθώς διαβλέπει πως στη θεολογία των γνωστικών βλέπει συχνά υπάρχουν αντιφάσεις σε αυτό το σημείο και έτσι αποφασίζει τελικά να το τονίσει εμφατικώς. Τίποτα σύμφωνα με τον Ειρηναίο ανώτερο από το Θεό δεν υπάρχει, όπως και τίποτε κατώτερο του δε χρησιμοποίησε για να φέρει στο Είναι τον κόσμο<ref>Έλεγχος 2, 1, 1</ref>, αφού ελευθέρως δημιούργησε τον κόσμο χωρίς όργανα κτιστά ή άκτιστα, εφόσον ο Υιός του Θεού και το Πνεύμα δεν αποτελούν αυτοτελή όντα<ref>Αναφέρει εμφατικώς ο Άγιος: ''"Περί τον Θεόν δύναμις ομού και σοφία και αγαθότης δείκνυται, δύναμις μεν και αγαθότης εν τω τα μηδέπω όντα εκουσίως κτίζειν τε και ποιείν, σοφία δε εν τω εύρυθμα και εμμελή και εγκατάσκευα τα γεγονότα πεποιηκέναι"'' (Έλεγχος 4, 38, 3)</ref><ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 709</ref>. Ο Θεός όμως δεν είναι απόλυτα αποξενωμένος από τον κόσμο όπως οι γνωστικοί τονίζουν. Μπορεί το Είναι του Θεού να μη μπορεί να παραβληθεί με το είναι των κτισμάτων, αλλά είναι ο ίδιος που κρατά τον κόσμο στο Είναι και τον συνέχει. Έτσι ενώ στον [[Ιουστίνος ο Μάρτυς|Ιουστίνο]] είχαμε την διάκριση της οντολογικής διαφοράς κτίσης και Θεού, εδώ παρότι εξαίρεται η υπερβατικότητα Του, συνάμα τονίζεται η σχέση του με τον άνθρωπο, η κοινωνία Θεού-κόσμου, μία επικοινωνία που επιβεβαιώνει την παντοδυναμία του. Η υπερβατική Του ύπαρξη όχι απλώς δε σημαίνει απουσία από την κτίση, αλλά παντοδυναμία που του επιτρέπει να κινείται ελεύθερα σε όποια διάσταση επιθυμεί, δημιουργώντας ελεύθερα γέφυρες επικοινωνίας με τον κόσμο<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 365</ref>.
Ο Θεός ακόμα είναι πνεύμα, λόγος, νους, έννοια, κατηγορήματα τα οποία δεν απορρέουν εκ της ουσίας του Πατρός, αλλά λέξεις που εκφράζουν τις άκτιστες ενέργειες του Θεού<ref>Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 709</ref>. Ο Θεός είναι αμέριστος και αναλλοίωτος με αποτέλεσμα να μη δύναται να του αποδοθούν παθήματα και ψυχικές καταστάσεις των ανθρώπων. Είναι επίσης προνοητής του κόσμου<ref>Έλεγχος 3, 25, 2</ref>. Είναι τέλειος, αγένητος, αχώρητος, αόρατος, ακατάληπτος, ανέκφραστος. Η γνώση των ιδιοτήτων αυτών όμως δε μπορούν να προέλθουν από τη γνωστική ικανότητα του ανθρώπου, αλλά εκ της [[Θεία Αποκάλυψη|αποκαλύψεως]] που παρέχει ο Θεός στον άνθρωπο<ref>Έλεγχος 6, 4</ref>. Ο άνθρωπος δηλαδή δε δύναται να ανακαλύψει το Θεό μέσω μίας θεωρητικής αναγωγής, αλλά μέσω της υπακοής και της αφοσίωσης σε Αυτόν και τελικά δια της σχέσεως που αποκτά το κτίσμα με τον άπειρο Θεό, αφού η γνώση του προκύπτει από την πνευματική εμπειρία η οποία συνιστά την εν [[πίστη]] μετοχή του ανθρώπου στο φως του Θεού<ref>Α. Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, σελ. 156</ref>. Έτσι και απλοϊκοί άνθρωποι, παρατηρεί, δίχως να γνωρίζουν ακόμα και τους χαρακτήρες του αλφάβητου, απολαμβάνουν των προνομίων της [[Θεογνωσία|θεογνωσίας]] μαζί με τους πεπαιδευμένους<ref>Έλεγχος 3, 4, 2</ref>.
Η περί Λόγου διδασκαλία του Ειρηναίου στην πραγματικότητα είναι περισσότερο ολοκληρωμένη σε σχέση με τους απολογητές, κάτι που βοηθήθηκε από τις ακρότητες των γνωστικών. Έτσι στον Ειρηναίο ο Λόγος είναι η ίδια η παρουσία του Θεού στον κόσμο, αφού ουσιώδης διαφορά μεταξύ Πατρός και Υιού δεν υφίσταται, συνάμα δε καμία σύγχυση δε συμβαίνει ανάμεσά τους<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 367</ref>. Ο Πατήρ λοιπόν περιχωρεί εν των Υιώ και το αντίστροφο.
 
====Χριστολογία====
 
Η χριστολογία του Ειρηναίου βρισκεται στο κέντρο της διδασκαλίας του, αφού δια μέσω αυτής βλέπει το νέο άνθρωπο. Η χριστολογία του έτσι αποτελεί βάση της εκκλησιολογίας του. Στο πρόσωπο του σαρκωθέντος Λόγου πραγματώνεται η οικονομία της αναγεννήσεως του ανθρώπου, καθώς από την πτώση, ο θάνατος εισήλθε στη ζωή του. Ο Λόγος τελικά έγινε άνθρωπος, για να γίνει και ο άνθρωπος Υιός του Θεού<ref>Έλεγχος 3, 18, 7</ref>. Ο ίδιος μάλιστα θεμελιώνει με ιδιαίτερη έμφαση τα επιχειρήματά του στην Αγία Γραφή και στρέφεται κατά βάση ενάντια στον γνωστικισμό, συνδυάζοντας Ιωάννεια και [[Απόστολος Παύλος|Παύλεια]] χριστολογία.
 
Ο Ιησούς λοιπόν είναι ο προαιώνιος Λόγος, που σαρκώθηκε με σκοπό τη σωτηρία των ανθρώπων. Έλαβε μάλιστα ανθρώπινη σάρκα και όχι ψυχικό σώμα ([[δοκητισμός]]), όμοιο με των κοινών ανθρώπων<ref>Έλεγχος 1, 9, 3</ref>. Ο προαιώνιος λόγος λοιπόν, δι ου τα πάντα εγένετο ''"εν ασχάτοις καιροίς...άνθρωπος εγένετο, ορατός και ψηλαφητός, ίνα καταργήσει τον θάνατον και δείξη ζωήν...και εργάση κοινωνίαν Θεού και ανθρώπου"''<ref>Επίδειξις 6</ref>. Η σάρκωση λοιπόν είναι πραγματική εξ ου και ο Λόγος του Θεού έλαβε πραγματικό ανθρώπινο σώμα. Αν δεν είχε λάβει, δε θα πεινούσε, δε θα διψούσε, δε θα δάκρυζε, δε θα ίδρωνε με θρόμβους αίματος. Σκοπός λοιπόν της σαρκώσεως ήταν η θεραπεία του ανθρώπου, αφού άλλος τρόπος γι αυτή δεν υπήρχε. Ο άνθρωπος τώρα εξ αιτίας του γεγονότος αυτού μπορεί να μετέχει και πάλι στη θεία πραγματικότητα. Το καθοριστικό στοιχείο όμως για την λύτρωση του ανθρωπίνου γένους είναι η ένωση των δύο φύσεων. Με τη σάρκωση λοιπόν πραγματώνεται η ένωση Θεού και ανθρώπου και έτσι επέρχεται η σωτηρία η οποία δεν αποτελεί όμως μία απλή ηθική επιτυχία του ανθρώπου, αλλά υπαρξιακή ανύψωση καθώς ο άνθρωπος φτάνει στην αφθαρσία. Η ανθρώπινη φύση τελικά ανυψώνεται στη θεία διάσταση<ref>Έλεγχος 3, 18, 7</ref> και ''"διά τούτο γαρ ο Λόγος, άνθρωπος και Υιός ανθρώπου ο υιός του Θεού, ινά άνθρωπος συγκρατηθείς τον Λόγω και την υιοθεσία λαβών γέννηται υιός Θεού"''<ref>Έλεγχος 3, 19, 1</ref>.
 
Ο Χριστός λοιπόν γεννήθηκε εκ παρθένου Μαρίας<ref>Αποσπάσματα εξ απολεσθέντων 31</ref> και εκ Πνεύματος Αγίου. Αυτό σημαίνει κατά τον Ειρηναίο ότι ο Ιησούς ήταν κατά πάντα τέλειος άνθρωπος και εκτός αμαρτίας<ref>Έλεγχος 3, 21, 4</ref>. Η ενανθρώπηση αυτή μάλιστα κηρύχτηκε από τους προφήτες ώστε να προετοιμάσει το έδαφος. Ο Χριστός θα προερχόταν από τη γενιά [[Δαβίδ]] και θα ήταν απόγονος του [[Αβραάμ]]<ref>Επίδειξις 30</ref>. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ήταν σε καμία περίπτωση "ψιλός" άνθρωπος. Ο Υιός είναι και πραγματικός και τέλειος άνθρωπος όπως αναφέρθηκε, αλλά και Θεός σύμφωνα με το σύμβολο του Ειρηναίου, που είδαμε στον τομέα Ενότητα και Τριαδικότητα<ref>Επίδειξις 6</ref>. Η θεϊκή φύση του Χριστού κατά βάση παραβάλλεται σε βάρος του [[Κήρινθος|Κήρινθου]], του [[Καρποκράτης|Καρποκράτη]] και του [[Εβιωνίτες|Εβιωναίους]]<ref>Έλεγχος 1, 5, 1</ref>. Έτσι και αποτελεί τον Κύριο και Λόγο που καθοδήγησε μέσω των θεοφανειών τον Ισραήλ και μόνος γνώστης και εικόνα του Πατρός<ref>Έλεγχος 4, 5-7</ref>.
====Άγιο Πνεύμα====
Το Άγιο Πνεύμα λοιπόν κατά τον Άγιο Ειρηναίο, σύμφωνα με το τρίτο άρθρο της ομολογίας πίστεώς του, είναι Θεός<ref>Επίδειξις 6</ref> (αν και κάτι τέτοιο δεν το αναφέρει σε κάποιο κείμενο<ref>Α. Θεοδώρου, ενθ.αν., σελ. 162</ref>) και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου. Στην ΠΔ είναι αυτό που ικάνωσε τους προφήτες να αρθρώσουν τον προφητικό τους λόγο, ενώ στην ΚΔ ικάνωσε τους Αγίους να διδαχτούν τα θεία πράγματα και να πορευτούν το δρόμο της δικαιοσύνης. Σημαντικό στοιχείο στη διδασκαλία του είναι πως στον Ειρηναίο δε βρίσκουμε ψήγμα πνευματισμού καθώς το [[Άγιο Πνεύμα]] παρουσιάζεται ως θεία υπόσταση πλήρως ενταγμένη και αδιάστατη στη θεότητα, του Πατρός Θεού και του Υιού<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 367</ref>. Γι αυτό και κατά τη βάπτιση η αναγέννηση του ανθρώπου συμβαίνει δια του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Επιπρόσθετα όμως το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που φανερώνει τον Υιό. Έτσι χωρίς το Άγιο Πνεύμα είναι αδύνατο να θεαθεί ο Κύριος, όπως και χωρίς τον Κύριο είναι αδύνατο να θεαθεί ο Θεός Πατήρ<ref>Επίδειξις 7, SC, 62, σσ. 41-42</ref>. Έτσι γίνεται εμφανές πως στη θεολογία του Ειρηναίου το Άγιο Πνεύμα είναι πρόσωπο, που δοξάζει μαζί με τον Υιό τον πατέρα.
Η αρχή της υπάρξεώς του ευρίσκεται στο Θεό Πατέρα. Όπως αιτία της υπάρξεως του Υιού είναι ο Πατέρας, έτσι και του Πνεύματος είναι εξίσου ο Πατήρ από τον οποίο εκχέεται και γι αυτό και υπάρχει ''"Παρά των Πατρί"''<ref>Έλεγχος 4, 20, 3</ref>. Σε αυτό το σημείο μάλιστα φέρει ως απόδειξη το υπό του Ησαΐα (Ησ. 57, 16) ρηθέν ''"Πνεύμα γαρ παρ' εμού εξελεύσεται"''. Επιπρόσθετα τονίζει πως η ύπαρξη του είναι αέναη<ref>Έλεγχος 5, 12, 1-2</ref> και εξ αρχής. Η Σοφία μάλιστα του Θεού, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, ήταν παρών κατά τη δημιουργία του κόσμου<ref>Έλεγχος 4, 20, 3</ref>, παρουσιάζοντας το μαζί με τον Υιό, ως τα δύο χέρια του Θεού<ref>Έλεγχος 4, 20, 1</ref>. Επίσης ήταν αυτό το συνέδραμε μαζί με την [[Θεοτόκος|παρθένο Μαρία]] στη ενανθρώπηση του Υιού<ref>Επίδειξις 40</ref> και τη στη σύσταση της Καινής Διαθήκης καθώς αυτό πλέον από την Πεντηκοστή και ύστερα επέμφθη δια την αφθαρσία των ανθρώπων και τη σωτηρία των ψυχών ημών<ref>Έλεγχος 3, 17, 3-4</ref>.
===Ο άνθρωπος===
Ο Ειρηναίος στην κοσμολογία του υιοθέτησε τη γραμμή του Ιουστίνου και του [[Θεόφιλος Αντιοχείας|Θεοφίλου Αντιοχείας]], σύμφωνα με την οποία υπάρχει ριζική διάκριση μεταξύ ακτίστου και κτιστού, δηλαδή μεταξύ του Θεού και της ύλης. Η διάκριση αυτή υιοθετείται και τοποθετείται στο κέντρο της διδασκαλίας του, καθώς θέλει να αποκρούσει τη θεωρία των γνωστικών, κατά την οποία η δημιουργία του κόσμου προερχόταν από ενδιάμεσες δυνάμεις<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 369</ref>. Τη διαλεκτική του την τοποθετεί μάλιστα στην Αγία Γραφή και την εκκλησιαστική παράδοση, αφού ο κτιστός κόσμος προέρχεται εκ του μη όντος, ως δημιούργημα του ακτίστου Θεού. Η δημιουργία δηλαδή του κόσμου δεν προέρχεται από ενδιάμεσα όντα, παρά μόνο από τα δύο του χέρια, τον Υιό και το Πνεύμα<ref>Επίδειξις 5</ref>. Η δημιουργία λοιπόν αποτελεί πράξη ελευθερίας και αγάπης, της δυνάμεως του Θεού της σοφίας του και της αγαθοποιού Ενέργειάς Του<ref>Έλεγχος 38, 3</ref>.
 
Ο Θεός κατά τον Ειρηναίο δε δημιούργησε τον κόσμο από προϋπάρχουσα ύλη. Κάτι τέτοιο θα απειλούσε την παντοδυναμία του Θεού, ενώ θα έθετε και αναπάντητα ερωτήματα για την προέλευση της ύλης. Η προΰπαρξη της ύλης ως θεωρία είναι γνωστό ότι προερχόταν από τον Πλάτωνα και ο Ειρηναίος άμεσα σπεύδει να την αποκλείσει ως ενδεχόμενο, καθώς αυτή απορρίπτεται ως κοσμολογία από τα κείμενα της Αγίας Γραφής. Η μόνη λοιπόν αιτία υπάρξεως για τον Ειρηναίο είναι η βούληση του Θεού, που ως ενέργεια δεν έχει καμία σχέση με τις ανθρώπινες παραστάσεις δημιουργίας, όπου οι άνθρωποι για να δημιουργήσουν έχουν ανάγκη από προϋπάρχων υλικό. Οι γνωστικοί σύμφωνα με τον επίσκοπο Λυώνος, οδηγούν σε διαρχία, αφού από τη μία πλευρά υπάρχει ο αιώνιος Θεός και από την άλλη, η αιώνια ύλη. Ο Θεός είναι το αγαθό και η ύλη το κακό, με αποτέλεσμα ο Θεός να παύει να έχει σχέση με την κτίση. Ο κόσμος όμως κατά τον Ειρηναίο δεν είναι άσχετος και κακός, γιατί στη δημιουργία του ενυπάρχει αποτυπωμένη η αγαθότητα του θεού<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 370</ref>.
 
Έτσι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό και μέσα στη ψυχοσωματική του ύπαρξη έχει εικονιστεί η θεία αγαθότητα<ref>Έλεγχος 4, Πρόλογος 4</ref>. Στην ουσία δηλαδή αποτελεί μία ολότητα η οποία δεν είναι μεμονωμένη ένωση δύο διαφορετικών πραγμάτων -σώματος και [[Ψυχή|ψυχής]]- διότι ένας πραγματικά τέλειος άνθρωπος διέπεται από πλήρη σύγκραση σώματος και ψυχής, δεχόμενος συνάμα το Πνεύμα<ref>Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 710</ref>. Η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι φύσει αθάνατη αλλά εξ αιτίας της χάριτος του Θεού γίνεται<ref>Έλεγχος 2, 34,2-4</ref>, δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι η ψυχή δύναται να πεθάνει πλέον καθώς της έχει δοθεί αθανασία, εν αντιθέσει με το σώμα<ref>Έλεγχος 5, 7, 1:''"Όχι, οι ψυχές είναι άυλες αν τις τοποθετήσεις σε σχέση με τα θνητά σώματα. Ο Θεός "ενέπνευσε μέσα στο πρόσωπο του άνδρα πνοή ζωής και ο άνθρωπος έγινε μία ζωντανή ψυχή". Τώρα η πνοή ζωής είναι ένα άυλο πράγμα. '''Και σίγουρα δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η πνοή της ζωής είναι θνητή. Επομένως ο Δαβίδ λέει "Η ψυχή μου επίσης θα ζήσει με Αυτόν" απλά όπως αν η δική της ουσία να ήταν αθάνατη'''. Ούτε, από την άλλη μεριά, μπορούν να πουν ότι το πνεύμα είναι θνητό σώμα. Τι επομένως έμεινε το οποίο εμείς πιθανώς θα εφαρμόσουμε στον όρο "θνητό σώμα", εκτός από το πράγμα εκείνο το οποίο σάπιζε, το οποίο είναι η σάρκα, για την οποία επισης λέχθηκε ότι ο Θεός θα την αναζωογονήσει; '''Γι αυτό το οποίο πεθαίνει και αποσυντίθεται, αλλά όχι η ψυχή ή το πνεύμα'''. Για να πεθάνει πρέπει να χάσει όλη τη ζωτική της δύναμη, και να γίνει στο εξής αδύναμη πνοή, ακίνητη και στερούμενη κίνησης και να διαχωριστεί σε αυτά από τα οποία προήλθε η έναρξη της ουσίας της. '''Αλλά το γεγονός αυτό δε συμβαίνει μήτε στη ψυχή, επειδή είναι η πνοή της ζωής, μήτε στο πνεύμα, αφού το πνεύμα είναι απλό και όχι σύνθετο, έτσι ώστε να μη μπορεί αν αποσυντεθεί, και είναι από μόνο του η ζωή που λαμβάνει'''."''</ref>. Κατά βάση ο Ειρηναίος αναφέρει τις περιγραφές της ΚΔ για να πείσει για τα λεγόμενά του. Ο άνθρωπος πλάστηκε από τα χέρια του Θεού, [[Κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν|κατ εικόνα και ομοίωση του]], ελεύθερος και αυτεξούσιος. Η εικόνα προσιδιάζει μάλιστα στη φύση του ανθρώπου και τις θείες δωρεές που δόθηκαν, ενώ η ομοίωση στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος στη ζωή του ανθρώπου. Ο Ειρηναίος όμως προχωρά και στην θεολογία της ωριμάνσεως, που στο θεολογικό του σύστημα λαμβάνει σημαντική θέση. Ο Αδάμ λοιπόν δημιουργήθηκε καλός λίαν, αλλά όχι με τελεσίδικη τελειότητα. Σκοπός ήταν η τελείωση καθώς στον πρώτο παράδεισο δεν υπήρχε στατικότητα. Σκοπός του ανθρώπου είναι να ομοιωθεί στον Υιό, ο οποίος έμελλε να γίνει άνθρωπος, καθώς ο Υιός αποτελεί και πραγματική εικόνα του Θεού<ref>Έλεγχος 5, 16, 2</ref>. Ο άνθρωπος λοιπόν καλείται να [[Θέωση|θεωθεί]] και ειδικώς από τότε που η θεϊκή φύση του Χριστού ενώθηκε με την ανθρώπινη. Η πνευματική αύξηση τελικά επιτυγχάνεται με το αυτεξούσιο, ενώ η ελευθερία αποτελεί συστατικό τόσο για την επιτυχία του στόχου του, όσο και την αποτυχία<ref>Έλεγχος 5, 28, 1</ref>.
 
Κατά την παράβαση ο άνθρωπος πλανεύτηκε από το διάβολο. Το κίνητρο του ήταν ο φθόνος<ref>Έλεγχος 5, 24, 4</ref> διότι ο [[Αδάμ]] ήταν σε θέση να λάβει αυτό που ο ίδιος δε μπορούσε πλέον και έτσι στράφηκε εναντίον του με σκοπό την απομάκρυνση από το θεό. Τελικά η πλεκτάνη πέτυχε το σκοπό της, αφού ο άνθρωπος βρισκόταν ακόμα σε νηπιακή κατάσταση. Έτσι ο άνθρωπος εκδιώχτηκε από τον παράδεισο, εισέβαλε στον άνθρωπο η [[αμαρτία]], απωλέσθηκε το Άγιο Πνεύμα και τελικά η απευθείας κοινωνία ανθρώπου και Θεού, κάτι που οδηγεί στον πνευματικό θάνατο που αποτελεί και τον οριστικό [[Θάνατος|θάνατο]]<ref>Α. Θεοδώρου, ενθ.αν., σελ. 170-1</ref>.
===Η παράδοση===
====[[Ιερά Παράδοση|Παράδοση]]====
 
Η έννοια της παραδόσεως στο σύστημα του Ειρηναίου αποτελεί το κλειδί της θεολογίας του, καθώς γύρω από αυτή περιπλέκεται όλη η επιχειρηματολογία του, αλλά και η τακτική του σχετικά με τους αιρετικούς και τους γνωστικούς. Μπορούμε να ισχυριστούμε πως πραγματικά αποτελεί το θεμέλιο και την κορωνίδα της συγγραφής του, πάνω στην οποία πλέον θεμελιώνεται και η εκκλησιαστική θεολογία, καθώς η θεολογία του στον τομέα αυτό, αποτέλεσε το δείκτη για τους μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
 
Για τον Ειρηναίο είναι εμφανές ότι η πίστη δεν αποτελεί μία απλή εξωτερική παραδοχή σε ένα Θεό που είναι απρόσιτος. Η πίστη για τον Ειρηναίο είναι θεμέλιο για την βίωση της κοινής παραδόσεως, αφού η Εκκλησία ακόμα και αν είναι διασπαρμένη σε όλο τον κόσμο, διαφυλάσσει την παράδοση δια της πίστεως, σα να ζει σε ένα σπίτι<ref>Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 130</ref>. Γι' αυτό και η παράδοση είναι μία και ίδια σε όλη την Εκκλησία, όπως και η [[πίστη]], ενώ αυτός που μπορεί να μιλήσει γι αυτή, ούτε μπορεί να προσθέσει κάτι σε αυτή, όπως και αυτός που μιλά λίγο, δεν αφαιρεί κάτι από αυτή, καθώς η αποτελεί ζωντανό οργανισμό μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η κοινωνία με τη ζωή (το θεό), που παρέχει την αλήθεια<ref>Π. Χρήστου, ο.π., σελ. 704-705</ref>. Έτσι και η Εκκλησία έχει παντού στον κόσμο τη μία πίστη<ref>Κατά Αιρέσεων 1, 10</ref>, η οποία προήλθε από το κήρυγμα και το Ευαγγέλιο των Αποστόλων, το οποίο εν συνεχεία συντάχθηκε σε βιβλία. Αντίθετα με την Εκκλησία όμως, κατά τον Ειρηναίο, οι Γνωστικοί και αιρετικοί επιτίθενται κατά τον βιβλίων και τα κρίνουν ανακριβή και μη αυθεντικά, μη συμφωνώντας είτε με τη [[Αγία Γραφή|Γραφή]], είτε με την Παράδοση<ref>κατά Αιρέσεων 3, 2</ref>. Σε αυτό το σημείο ο Ειρηναίος προτάσσει τον ιστορικό παράγοντα<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 300</ref>, αναφέροντας: ''"εμείς μπορούμε να απαριθμήσουμε εκείνους που εγκαταστάθηκαν από τους αποστόλους ως επίσκοποι στις εκκλησίες και εκείνους που τους διαδέχτηκαν ως τα χρόνια μας, από τους οποίους κανένας δε δίδαξε ή σκέφτηκε κάτι που να μοιάζει με τις τρελές ιδέες τους"''<ref>Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 131</ref>.
 
Η Αποστολική συνέχεια της ίδρυσης των εκκλησιών της Ρώμης, της Σμύρνης και τη Εφέσου και η κοινή γνώμη και παράδοση είναι άλλωστε χαρακτηριστικά παραδείγματα για την πίστη της εκκλησίας, σύμφωνα με τον Ειρηναίο. Αλλά δεν είναι μόνο τα βιβλία ή ιστορική συνέχεια των εκκλησιών. Η παράδοση είναι κάτι ακόμα ευρύτερο. Ο Ειρηναίος μας λέει καθώς αναρωτιέται:
 
:''"ακόμα και αν οι [[Απόστολοι]] δεν είχαν αφήσει σε μας τα βιβλία τους, δε θα έπρεπε να ακολουθήσουμε τον κανόνα της παραδόσεως που παρέδωσαν σε κείνους τους οποίους παρέδωσαν τις εκκλησίες...οι οποίοι ακολουθούν το πνεύμα της παραδόσεως που έχει γραφεί στις καρδιές τους από το Άγιο Πνεύμα χωρίς χαρτί και μελάνι;"''<ref>Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 132</ref>.
 
Η παράδοση δηλαδή για τον Ειρηναίο, δεν είναι απλώς βιβλία ή μία αφελής πίστη, ούτε απλώς αποτελεί ιστορική συνέχεια αδιάκοπων χειροτονιών, αλλά έχει θεμέλιο το ίδιο το [[Άγιο Πνεύμα]], το οποίο μιλά στους θεοφόρους πατέρες της εκκλησίας. Πάνω σε αυτό το στοιχείο πλέον στηρίζει τη δογματική διδασκαλία της εκκλησίας, όπως άλλωστε και η Γραφή. Η Γραφή δηλαδή για τον Ειρηναίο, όπως και το δόγμα δεν είναι κάτι το διαφορετικό από την Παράδοση<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 300</ref>. Έτσι λοιπόν και το [[δόγμα]] είναι η παράδοση της εκκλησίας, παράδοση η οποία βιώθηκε μέσα στο σώμα της εκκλησίας. Το δόγμα είναι περιγραφή πραγμάτων σύμφωνα με τον Ειρηναίο, είναι λεκτική επεξεργασία βιωμένων καταστάσεων καθώς ο Θεός έκανε κάποια πράγματα να υπόκεινται στο χρόνο και μερικά άλλα να είναι αιώνια. Η κατανόηση δε που παρέχει ο Θεός, εμφανίστηκε στους προφήτες, όχι με μια μορφή, αλλά διαφορετικά στον καθένα. Έτσι λοιπόν η παράδοση είναι φαινόμενο εσωτερικής πνευματικής ζωής, δυναμικό γεγονός το οποίο βιώνεται κατά την πνευματική πρόοδο και αύξηση του ανθρώπου<ref>Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 301</ref>.
 
====Ανακεφαλαίωση====
 
Ανακεφαλαίωση κατά τον Ειρηναίο είναι το σχέδιο της θείας οικονομίας και η δια Χριστόν σωτηρία του<ref>Σ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 296</ref>. Είναι ουσιαστικά η συμμετοχή του ανθρώπου στο λυτρωτικό έργο του Χριστού ως προοδευτική τελείωση η οποία προκύπτει από την ενσάρκωση του Θεού Λόγου, που αγιάζει την ανθρώπινη φύση και κάθε πτυχή της<ref>Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 135-136</ref>. Η αγιότητα λοιπόν για τον Ειρηναίο, δε μοιάζει με μία παθητική κατάσταση ή μία παθητική δικαιοσύνη, αλλά είναι μία δυναμική πρόοδος που κινείται προς το τέλος της εν Χριστώ αναγεννήσεως, την αφθαρσία και την αιωνιότητα. Είναι η απάντηση για την πτώση του ανθρώπου, η Θέα του Θεού που οδηγεί στην αθανασία. Η θεά του θεού είναι άλλωστε κατά τον Ειρηναίο το θεμέλιο και η ύπαρξη της ζωής καθώς δίχως αυτή είναι αδύνατο ο άνθρωπος να ζήσει<ref>Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 136</ref>. Απαρχή αυτής της θέας όμως είναι ένας θάνατος για την κληρονομία μίας νέας γεννήσεως<ref>Π. Χρήστου, ο.π., σελ. 712</ref>, για τη θανάτωση της αμαρτίας, τη στέρηση του θανάτου και τη ζωοποίηση του ανθρώπου<ref>ο.π.</ref>.
 
Αναμφίβολα η θεολογία της ανακεφαλαιώσεως είναι δικό του δημιούργημα το οποίο το επεξεργάστηκε μέσω της Αγίας Γραφής και δια σωτηριολογικών προεκτάσεων<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 379</ref>. Γι αυτό και εμφανίζει δύο παραμέτρους. Η μία είναι η αποκατάσταση στην κοινωνία ανθρώπου-Θεού και η δεύτερη είναι η σύνοψη των αποκαλύψεων του Θεού<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 380</ref>. Στο σύστημα του Ειρηναίου μάλιστα υπάρχει μια ιδιαίτερη τάση προς τις θεοφάνειες της ΠΔ, οι οποίες καταδεικνύουν την ενότητα Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Ο Χριστός λοιπόν είναι αυτός που δημιουργεί τον κόσμο, ο οποίος περιέρχεται σε πτώση εξ αιτίας των πρωτοπλάστων. Είναι Αυτός που ενδημεί στους προφήτες της ΠΔ και που ενσαρκώθηκε για να λυτρώσει και να ανακαινίσει τον κόσμο, προσφέροντας τον εαυτό του, για να οδηγήσει τον άνθρωπο εκ νέου, στον τελικό σκοπό του. Εδώ παρατηρείται πως ο Ειρηναίος χρησιμοποιεί ένα έντονο βιβλικό και ιγνατιανό ρεαλισμό, τον οποίο αντιδιαστέλλει από τους γνωστικούς<ref>Σ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 297</ref>. Αναγνωρίζει την πραγματικότητα του προσώπου του Ιησού, συνειδητοποιώντας την τραγωδία της ανθρωπότητας, την οποία οδηγεί και πάλι στην υπέρβαση.
 
Ο Ειρηναίος βλέπει μια ενιαία αρραγή ιστορική πορεία, ταυτίζοντας το θεό της Καινής Διαθήκης με το Θεό της Παλαιάς, καθώς και το Λόγο με το σαρκωθέντα Χριστό. Η ανακεφαλαίωση τελικά τον οδηγεί στο να δώσει μία βαθειά ερμηνευτική διάσταση της ιστορίας για πρώτη φορά μέσα στη θεολογία, δίχως απατηλά σχήματα και αγκαλιάζοντας κάθε πτυχή της ανθρωπότητας, υλικής και πνευματικής. Επίσης τονίζει τη εν Χριστώ δημιουργία και ανάπλαση, την κοσμολογία των Γραφών, οι οποίες αντιδιαστέλλονται πλήρως από τη [[Γνωστικισμός|γνωστική]] κοσμολογία. Κεφαλή του κόσμου είναι ο Χριστός, ο οποίος στο ανακεφαλαιωτικό σύστημα του Ειρηναίου είναι ο οδηγός για την ολοκλήρωση της ανθρωπότητας και την απαρχή μίας νέας, μέσω της συμφιλίωσης του ανθρώπου με το Θεό.
 
====Εκκλησία-[[Ιερά Μυστήρια]]====
 
Τα αγαθά της ανακεφαλαιώσεως σύμφωνα με τον Ειρηναίο προσφέρονται αδιάκριτα σε κάθε πιστό, ο οποίος αναγνωρίζει τις δωρεές του Θεού. Αυτό διότι η εκκλησία είναι ο χώρος όπου δωρεά αυτή καθίσταται προσωπική ιστορία, εξού και τελικά στο σύστημά του η [[Εκκλησία]] αποβαίνει η ζωή η ίδια<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 383</ref>. Η απιστία στην ουσία είναι απόρριψη της χάριτος και αυτό διότι η πίστη αποτελεί την παράδοση που συνδέει τις κατά τόπους Εκκλησίες με την κοινή πίστη των Αποστόλων. Η πίστη αυτή είναι συνυφασμένη με το σχέδιο της θείας οικονομίας και σε αυτή τη βάση δεν έχουν θέση οι αλλότριες γνώμες των αιρετικών. Αυτό διότι η Αλήθεια και η ενότητά της είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, το οποίο είναι ζωντανός λόγος και λειτουργεί ως ανανεωτική δύναμη<ref>Κατά Αιρέσεων 3, 24, 1</ref>. Ταυτόχρονα όμως η Αλήθεια κοινωνείτε με το επισκοπικό αξίωμα δια της διαδοχής<ref>Κατά Αιρέσεων 4, 26, 2</ref>. Η εκκλησία λοιπόν είναι ο χώρος που πραγματοποιείτε το σωτήριο έργο του Χριστού, ο οποίος είναι κεφαλή και αδιάκοπα παρόν μέσα σε αυτό το χώρο. Είναι ο χώρος που παρέχεται η δυνατότητα να θεαθεί ο Θεός και να έλθει ο άνθρωπος σε κοινωνία με το Θεό, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Δίχως το Άγιο Πνεύμα η σωτηρία αποφαίνεται πως είναι φενάκη<ref>Κατά Αιρέσεων 5, 9, 3</ref>, ενώ η σύμπνοια και η ενότητα είναι αποτέλεσμα της παρουσίας Του.
 
Τα μυστήρια μέσα στην εκκλησία καρποφορούν το σώμα της εκκλησίας. Ο Ειρηναίος δίχως να συνθέτει μία διεξοδική μυστηριολογία καταγράφει εμφανώς ότι η εκκλησία πρωτίστως είναι λειτουργική και μυστηριακή ζωή<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 388</ref>. Το [[Βάπτισμα]] λοιπόν αποτελεί αναγέννηση στο όνομα της Αγίας Τριάδας και αυτό μπορεί να συμβεί ανεξαρτήτως ηλικίας, ακόμα και στα νήπια<ref>Κατά Αιρέσεων 2, 22, 4</ref>. Καθαρίζει ψυχή και σώμα των ανθρώπων<ref>Επίδοσις Αποστ. 41</ref> και αποτελεί σφραγίδα ζωής αιωνίου. Η [[Θεία Ευχαριστία]] για τον Ειρηναίο έχει διπλή σημασία. Από τη μία αντιγνωστικό χαρακτήρα, αφού αναφέρει πως οι γνωστικοί δε μπορούν να ισχυριστούν πως έχει λυτρωτικό χαρακτήρα ως πραγματικό σώμα και αίμα Θεού, καθώς χαρακτηρίζουν το Δημιουργό Λόγο κατώτερο Θεό, ενώ από την άλλη πλευρά την αναγνωρίζει ως μέσο αφθαρσίας, ως το καθολικό μυστήριο της ενότητας, καθώς είναι αληθινό σώμα και αίμα Κυρίου και θυσία αναίμακτη ως ανάμνηση του πάθους. Το μυστήριο αυτό όμως, όπως και η λειτουργία των υπολοίπων ενεργεί δια της μετανοίας. Η [[μετάνοια]] είναι αλλαγή νοοτροπίας, ελευθερώνει τον άνθρωπο από την αμαρτία αρκεί να είναι ειλικρινής. Αποτελεί αναγκαίο βήμα για τη σωτηρία του, ενώ ο Ειρηναίος λαμβάνει θέση και για το ζήτημα της μετανοίας, υιοθετώντας την επιεική γραμμή, αναφέροντας πως αμαρτίες ασυγχώρητες δεν υπάρχουν<ref>Α. Θεοδώρου, ο.π., σελ. 192</ref>.
 
===Μέλλοντας αιώνας===
 
Ο Μέλλοντας Αιώνας, στη θεολογία του Ειρηναίου είναι το επιστέγασμα της Ανακεφαλαίωσης του κόσμου. Στο τέλος της ιστορίας η ήδη δεδομένη εν Χριστώ ανακεφαλαίωση θα φτάσει στην ολοκλήρωσή της<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 392</ref>, όπου και θα πραγματοποιηθεί η Ανάσταση των σωμάτων και θα δοθεί τέλος στο βασίλειο της φθοράς. Όσοι εν τω μεταξύ αποθνήσκουν βρίσκονται σε μία κατάσταση αναμονής, μέχρι τη στιγμή της μεγάλης κρίσεως. Σε αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτό ότι ο Ειρηναίος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην Ανάσταση των σωμάτων. Η θεωρία αυτή πράγματι γίνεται κέντρο της διδασκαλίας του, καθώς έτσι αντιμετωπίζει του [[Γνωστικισμός|γνωστικούς]], οι οποίοι θεωρούν το σώμα κακό και φυλακή της [[ψυχή|ψυχής]]. Προ του τέλους όμως θα προηγηθεί στην ανθρώπινη ιστορία η έξαρση του κακού και η εμφάνιση του Αντιχρίστου, ο οποίος θα εξαπατήσει την ανθρωπότητα και ο οποίος τελικά θα κατατροπωθεί από το Θεό<ref>Κατά Αιρέσεων 5, 29, 2</ref>.
 
Στο τέλος της ιστορικής διαδρομής, αναφέρει ο Ειρηναίος, ολόκληρη η κτίση θα μεταμορφωθεί και θα ανακλάται σε αυτή το μεγαλείο και η δόξα του Θεού. Τίποτε δε πρόκειται να χαθεί, ούτε ο υλικός κόσμος θα παρέλθει, αλλά θα μεταμορφωθεί, θα εξαγνιστεί και θα εξαφανιστούν οι συνέπειες τις [[Αμαρτία|αμαρτίας]]<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 393</ref>. Στην καθολική αυτή ανακεφαλαίωση ουδείς εξαιρείται<ref>Κατά Αιρέσεων 2, 33, 5</ref>. Στη βασιλεία του Θεού πλέον θα δεσπόζει η θέα του θεού και οι άνθρωποι θα βιώνουν αυτή την παροχή της αγαθότητας με βάση την προετοιμασία του εγκόσμιου βίου τους, σε μία δυναμική και ατελεύτητα τελειωτική πορεία<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 394</ref>. Ο άνθρωπος όμως δεν παύει να είναι άνθρωπος σε αυτή την κατάσταση, καθώς η πραγματικότητα της διαφορότητας [[Κτιστό|κτιστού]] και ακτίστου παραμένει, αλλά γεφυρώνεται μέσω της μετοχής στη θέα του θεού, γινόμενος Θεός κατά μετοχή και χάρη<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 395</ref>.
 
Το προβληματικό για την ορθόδοξη θεολογία στην εσχατολογία του Ειρηναίου είναι ο χιλιασμός που υιοθετεί. Σύμφωνα με τον Ειρηναίο, θα υπάρξουν δύο Αναστάσεις. Η πρώτη Ανάσταση είναι Ανάσταση δικαίων, οι οποίοι θα συμβασιλεύσουν με το Χριστό για 1000 χρόνια και η δεύτερη όπου θα Αναστηθούν και οι αμαρτωλοί για να γίνει η τελική κρίση. Το χιλιόχρονο μεσοδιάστημα χαρακτηρίζεται ως βασιλεία του Υιού, που στο τέλος της θα παραχωρήσει τη βασιλεία στον [[Θεός Πατήρ|Πατέρα]] (κατά τη δεύτερη Ανάσταση)<ref>Κατά Αιρέσεων 5, 29, 2</ref>. Ο Ειρηναίος στο συμπέρασμα αυτό οδηγείται από τον [[Αποκάλυψις Ιωάννου|Αποκάλυψη του Ιωάννη]] (20, 1-21,1) και την [[Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή]] του [[Απόστολος Παύλος|Αποστόλου Παύλου]] (15, 24-28). Σύμφωνα με τον Ειρηναιο η πρώτη φάση της Ανάστασης αποτελεί το τελευταίο στάδιο της αποκατάστρασης της φύσης του ανθρώπου, εξ αιτίας των συνεπειών της πτώσης. Η βασιλεία μάλιστα του Υιού θα είναι μία ορατή εν γη βασιλεία<ref>Α> θεοδώρου, ο.π., σελ. 197</ref>.
 
Σε ότι αφορά την κόλαση ο Ειρηναίος σημειώνει πως η τιμωρία αυτών είναι ζήτημα το οποίο ο άνθρωπος δε το γνωρίζει παρά μόνο η βουλή του Θεού. Η αμαρτία θα νοείται πλέον ως μία παθητική κατάσταση και όχι ως ενεργητική, με αποτέλεσμα να αφανίζεται το κέντρο της. Οι άνθρωποι δε, αυτοκολάζονται αφού εκουσίως απέκοψαν τους εαυτούς τους από τη ζωή, με αποτέλεσμα εξ αιτίας της δικής τους ελεύθερης βούλησης παραμένουν στην απιστία και τον κολασμό<ref>Κατά Αιρέσεων 4, 11, 2</ref><ref>Α. Θεοδώρου, ο.π., σελ. 200</ref>
==Εξωτερικοί σύνδεσμοι==
*Α. Θεοδώρου, ''"Ιστορία των Δογμάτων"'', τ. Α΄-μέρος β΄, Γρηγόρης, Αθήνα 1977.
*Κ. Σκουτέρης, ''"Ιστορία των Δογμάτων"'', τ. Α΄, Έκδοση Ιδιωτική Αθήνα 1998.
*Γ. Φλορόφσκι, ''"Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα"'', Πουρναράς, θεσσαλονίκη Θεσσαλονίκη 2007.*Δ. Τσάμης, ''"Εκκλ. Γραμματολογία και κείμενα Πατερικής Γραμματείας"'', Πουρναράς , Θεσσαλονίκη 2008.
[[en:Irenaeus of Lyons]]
[[ro:Irineu de Lyon]]
 
{{Αξιόλογο Άρθρο}}
1
επεξεργασία