Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος

168 bytes προστέθηκαν, 01:48, 13 Ιουλίου 2019
+pt
|Επόμενη=[[Ε΄ Οικουμενική Συνόδος|Ε΄ Οικουμενική Συνόδος (Β΄ Κωνσταντινούπολης)]]
|Συγκλήθηκε_από=[[Μαρκιανός]] και [[Πουλχερία]]
|Προήδρευσε=[[Ανατόλιος ΑλεξανδρείαςΚωνσταντινουπόλεως]], αντιπρόσωποι του Πάπα
|Συμμετοχή=Περίπου 630 [[Επίσκοπος|επίσκοποι]].
|Λόγοι_σύγκλησης=[[Νεστοριανισμός]],<br>[[Μονοφυσιτισμός]]<br>Υπόσταση [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]]<br>Διοκητική οργάνωση της Εκκλησίας}}
== Πριν Η πορεία προς τη σύνοδο ==
===Εισαγωγή===
Για τη σύνοδο αυτή διασώζονται ογκώδη και λεπτομερή πρακτικά, τα οποία περιέχουν έγγραφα της συνόδου, ομιλίες, συζητήσεις, ακόμα και ανταλλασσόμενες επιστολές και έγγραφα μεταξύ των επισκόπων. Μάλιστα διασώζοντα τρεις συλλογές στην ελληνική γλώσσα οι οποίες περιέχουν τα γεγονότα της συνόδου και μας δίνουν ξεκάθαρη εικόνα περί των συμβάντων και πεπραγμένων της συνόδου.
Η σύνοδος στις αρχικές συνεδρίες της λειτούργησε ως ανώτερο συνοδικό δικαστήριο. Κατηγορούμενοι ήσαν οι ''Διόσκορος Αλεξανδρείας'', αλλά και οι ''Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων'', ''Θαλάσσιος Καισαρείας'' κ.α. Ο ''Διόσκορος'' μάλιστα αρχικώς τοποθετήθηκε στη θέση του κριτή και όχι του κατηγορούμενου, κάτι το οποίο προκάλεσε τη έκρηξη του ''Πασχασίνου'', ο οποίο οποίος απείλησε με αποχώρηση από τη σύνοδο. Τελικώς ο ''Διόσκορος'' τοποθετήθηκε στη θέση του κατηγορούμενου, ενώ κύριος κατήγορός του αναδείχθηκε ο ''Ευσέβιος Δορυλαίου''. Η είσοδος όμως στο χώρο του ''Θεοδώρητου Κύρου'', προκάλεσε νέες εντάσεις από τη μεριά των Αλεξανδρινών. Θεωρούσαν το Θεοδώρητο πολέμιο του ''Κυρίλλου'' και αξίωσαν την άμεση αποχώρησή του από τη σύνοδο. Οι αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι επαναφέροντας την τάξη, προέταξαν το ζήτημα της ανάγνωσης των εγγράφων του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου, ο ''Διόσκορος'' όμως μεταβίβασε την όποια ευθύνη από το πρόσωπό του στον ''Ιουβενάλιο'' και το ''Θαλάσσιο'', με έντονη αντίδραση από τους προαναφερθέντες, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι προέβησαν στις όποιες ενέργειες εν μέσω βίας και εντόνων πιέσεων<ref>Mansi, VI, 590 κεξ</ref>. Κατά την ανάγνωση της δογματικής επιστολής του ''Κυρίλλου'' προς τον ''Ιωάννη Αντιοχείας'', πάντες στην αίθουσα διακήρυξαν τη συμφωνία τους στην πίστη του ''Κυρίλλου'' και αποδοκίμασαν τις απόψεις του ''Ευτυχή''<ref>Mansi, VI, 674 κεξ</ref>. Σε αυτό το σημείο οι κυριότεροι συνεργάτες του Διοσκόρου, ο ''Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων'' μαζί με τον ''Πέτρο Κορίνθου'' αλλά και την πλειονότητα των επισκόπων του ''Α. Ιλλυρικού'' και της ''Αιγύπτου'', απεδέχθησαν την ορθοδοξία του ''Κυρίλλου'' και του ''Φλαβιανού'', ουσιαστικά εγκαταλείποντας τον, αν και ο ίδιος παρέμενε σταθερά πεπεισμένος για την ορθή καταδίκη του Φλαβιανού<ref>Mansi, VI, 678-680 κεξ</ref>.
Η πρόταση μετά το τέλος του κατηγορητηρίου ήταν αποπομπή όλων των εμπλεκομένων επισκόπων στην καταδίκη του Φλαβιανού, στη «''Ληστρική''» σύνοδο της ''Εφέσου'', παρά την ηπιότερη προσέγγιση των ελλαδικών επισκόπων<ref>Mansi, VI, 902-936 κεξ</ref>. Η εκδικητική διάθεση όμως των παπικών αντιπροσώπων για τον αναθεματισμό του Πάπα Λέοντα και η ευνόητη εμπάθεια των Αντιοχειανών εναρμονίστηκαν με τις βεβιασμένες και ακραίες επιλογές των αυτοκρατορικών αντιπροσώπων<ref>Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 645</ref> με αποτέλεσμα την κρίση των εξαρχόντων της «''Ληστρικής''» Συνόδου και την αποχώρησή τους από τη σύνοδο. Το ζήτημα έτσι πλέον εισήλθε στο δογματικό Όρο της συνόδου. Αρχικά παρατηρήθηκε διστακτικότητα στην καταγραφή συγκεκριμένου δογματικού όρου, κάτι που επιδείκνυε διάθεση να τεθεί ως βάση ο ''Τόμος Λέοντος''<ref>Mansi, VI, 953 κεξ</ref>. Οι ελλαδικοί όμως επίσκοποι είχαν σαφείς επιφυλάξεις σε κάποιες διατυπώσεις οι οποίες άφηναν περιθώρια νεστοριανικών ερμηνειών<ref>Mansi, VI, 953 κεξ</ref>. Η προσπάθεια του Αέτιου ''Αετίου'' να καταδείξει ότι επίμαχες φράσεις συνταυτίζονται με τη διδασκαλία του Κυρίλλου, μάλλον δεν έπεισε και γι αυτό δόθηκε προθεσμία 5 ημερών μέχρι την απόφαση υπογραφής του Τόμου, προς τους συγκεκριμένους επισκόπους<ref>Mansi, VI, 974 κεξ</ref>. Στη τρίτη συνεδρία στις 13 Οκτωβρίου, κλήθηκε ο Διόσκορος σε τελική απολογία. Ο ίδιος δεν παρέστη<ref>Mansi, VI, 1038 κεξ</ref> και έτσι καταδικάστηκε και καθαιρέθηκε, μια απόφαση η οποία περιορίστηκε σε μόνο αίτιο τη μη απολογία του ενώπιον της συνόδου<ref>Mansi, VI, 1094 κεξ</ref>. Ο ίδιος ''Διόσκορος'' ποτέ δεν ταυτιζόταν με τις ακραίες απόψεις του Ευτυχή, καθώς παρέμενε πιστά προσηλωμένος με τις απόψεις του Κυρίλλου, η αποδοχή όμως των απόψεών του προφανώς προήλθε «''από τη συγκάλυψη των αιρετικών δοξασιών στην Ομολογία πίστεως, την οποία υπέβαλλε προς το Διόσκορο και τη σύνοδο της Εφέσου''»<ref>Βλασσίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 647</ref>. Οι εναπομείναντες επίσκοποι Αιγύπτου, παρότι συμφώνησαν με τη σύνοδο, ζήτησαν να μην υπογράψουν την πράξη, με πρόσχημα τον καταστατικό κανόνα της Αιγυπτιακής διοικήσεως, η οποία του υποχρέωνε να ακολουθούν μόνο τις αποφάσεις του επισκόπου τους. Έτσι ζήτησαν να τις προσυπογράψουν μετά την εκλογή νέου επισκόπου. Οι ίδιοι , καθώς ερμηνεύοντας το κλίμα που επικρατούσε στη δικαιοδοσία τους, πίστευαν πως μία τέτοια κίνηση θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή τους<ref>Mansi, VIΙ, 53-60 κεξ</ref>. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό από τους υπολοίπους, με αποτέλεσμα τις τραγικές εξελίξεις μετά το πέρας της συνόδου στην Αίγυπτο.
Βάση τελικώς του δογματικού όρου της συνόδου τέθηκαν τα σύμβολα των [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος|Α΄]] και [[Β΄ Οικουμενική Σύνοδος|Β΄ Οικουμενικών Συνόδων]], οι επιστολές του ''Κυρίλλου'' προς τον ''Ιωάννη Αντιοχείας'' και ο ''Τόμος του Πάπα Ρώμης Λέοντος''. Έτσι στην Πέμπτη συνεδρία τέθηκε το θέμα του Όρου. Μερικοί ανατολικοί επίσκοποι έθεσαν πάλι το ζήτημα της αποδοχής του Τόμου Λέοντος, οι επιφυλάξεις όμως ήταν αρκετές με αποτέλεσμα ήδη μια επιτροπή να έχει ξεκινήσει τη διαδικασία σύνταξης ενός κοινά αποδεκτού όρου<ref>Mansi, VIΙ, 99 κεξ</ref>. Για το γεγονός δυσφόρησαν έντονα οι παπικοί εκπρόσωποι που απείλησαν εκ νέου με αποχώρηση, αλλά η σθεναρή αντίσταση από τους ελλαδικούς και επισκόπους και του Ανατολίου, δεν άφηνε περιθώρια για επιβολή του Τόμου. Η διαφωνία προφανώς προήλθε από την διατύπωση περί της φύσης του Χριστού. Έτσι οι ελλαδικοί επίσκοποι πρότειναν τον όρο «''εκ δύο φύσεων''» το οποίο άφηνε περιθώρια για μία φύση μετά την ένωση, ώστε να μην περιπέσουν σε νεστοριανή ερμηνεία, οι δε παπικοί αντιπρόσωποι «''εν δύο φύσεσιν''», το οποίο απέκλειε κάθε μονοφυσιτική. Η ασάφεια τελικά φαίνεται να παρέμεινε και μετά τη σύνοδο, αφού το ελληνικό πρωτότυπο διασώζει τελικά τον πρώτο όρο, ενώ η λατινική τον μετάφραση το δεύτερο, αλλά είναι προφανές ότι κατά την συνεδρία επικράτησε σαφώς ο όρος «''εν δύο φύσεσι''»<ref>Ιωάννης Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Β΄, σελίς 255</ref>. Έτσι στην έκτη συνεδρία στις 25 Οκτωβρίου του 451, παρουσία των Αυτοκρατόρων ''Μαρκιανού'' και ''Πουλχερίας'', υπογράφηκε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα ο όρος της συνόδου από όλα τα μέλη της εκκλησίας<ref>Mansi, VIΙ, 129 κεξ</ref>, ενώ προαναγγέλθηκε το έργο κατά τις επόμενες συνεδρίες για την επίλυση κανονικών ζητημάτων<ref>Mansi, VIΙ, 170 κεξ</ref>. Οι συνεδρίες της συνόδου ήταν πιθανώς 17<ref>SAC, τ. IΙ, 1, 1 σελίς 55</ref> και κήρυξε περάτωση εργασιών στις 1 Νοεμβρίου του ιδίου έτους.
==Το Δογματικό έργο της συνόδου==
Ο «''Όρος της Χαλκηδόνας''», «''αποτέλεσε μια αναθεώρηση του Όρου των Διαλλαγών''»<ref>Γεώργιος Φλορόσφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελίς 540</ref>, κάτι άλλωστε που επιτασσόταν από τη διττή ερμηνεία του όρου, ένθεν και ένθεν. Έτσι στόχος αποβαίνει η αντίκρουση και των δύο τάσεων σε ένα όρο, εξού και αναγιγνώσκοντας τον «''Όρο της Χαλκηδόνας''», γίνεται άμεσα αντιληπτή η φόρμουλα της συνενώσεως προς τον όρο της [[Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος|Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου]]<ref>Γεώργιος Φλορόσφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελίς 541</ref>. Όμως τώρα αντί «''δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονε''», δηλώνεται «''εν δύο φύσεσι''». Η έντονη συζήτηση μάλιστα περί του όρου που περιγράφηκε ανωτέρω, ήταν και η αναγκαία προσθήκη, ώστε να αντιμετωπιστεί το νέο πρόβλημα του μονοφυσιτισμού, και οι όποιες αντιδράσεις δύσκολα θα επέβαλλαν ένα λιγότερο σαφή προσδιορισμό.
Αναμφισβήτητα στόχος της συνόδου ήταν και ο υπερτονισμός της ενότητος και της ταυτότητος του προσώπου του Χριστού. Αυτό αποκαλύπτεται μέσα από το κείμενο το οποίο προτάσσει τρεις φορές την έκφραση «''τον έναν και τον αυτόν''». Στόχος σταθερά παρέμενε η αναίρεση μιας διπλής πεπλανημένης θεωρήσεως της περί Χριστού ενώσεως, τόσο κατά του Νεστοριανισμού όσο και του Μονοφυσιτισμού. Η προσπάθεια αυτή όμως έπρεπε να είναι αρκετά προσεκτική καθότι η προβολή της απορρόφησης της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού και η πρόταση της θεότητας, οπωσδήποτε ήταν μια συμπαθής διδασκαλία, ιδίως δε στα μάτια όσων συνειδητά απέρριπταν το νεστοριανισμό. Έτσι χρησιμοποιεί φράσεις οι οποίες όχι μόνο επιλύουν το ορατό πρόβλημα που επίκειται από το μονοφυσιτισμό, αλλά και του προδρόμου αυτού, ''απολιναρισμό''. Η φράση «''τον αυτόν εκ ψυχής λογική και σώματος''», προς αυτή την κατεύθυνση άλλωστε κινείται και σε συνδυασμό με την έκφραση «''δύο φύσεσιν ασυγχήτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως''», δεν αφήνει περιθώρια για νέες ερμηνείες προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Αποτέλεσμα έτσι του όρου και βασική επιδίωξη των συναθροισθέντων πατέρων ήταν να καταδικάσει τις [[Αίρεση|αιρέσεις]], να αποσαφηνίσει το χριστολογικό δόγμα, ιδίως δε τους όρους. Έτσι ενώ η υπόσταση είναι το ιδιαίτερο, η φύση είναι το κοινό. Η φύση , δε μπορεί να νοηθεί χωρίς υπόσταση, κάθε όμως υπόσταση μπορεί να αποτελείται από περισσότερες από μία φύσεις.
Έτσι ο «''Όρος της Χαλκηδόνας''» παρέμενε σε μια στερεά [[Αγία Γραφή|αγιογραφική]] θεμελίωση διακηρύσσοντας το «''Χριστολογικό δόγμα ως και επ αυτής οργανικώς επιστηριζόμενην πραγματικήν σύνθεσιν, και ούχι απλώς εξωτερικόν συμβιβασμόν των θετικών στοιχείων εκ της προηγηθήσεις μακράς εκκλησιαστικής και θεολογικής παραδόσεως''»<ref>Ιωάννης Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Β΄, σελίς 264</ref>. Γι αυτό και η χρήση των τεσσάρων εννοιών αρνητικής μορφής, στόχο έχουν να αποκλείσουν ορισμένες συγκεκριμένες δυνατότητες και ταυτόχρονα να εγκλείσουν μια εσωτερική περιοχή, η οποία η ίδια δεν αναλύεται»<ref>Ιωάννης Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Β΄, σελίς 264, Παρμένο από σχόλιο του Δογματολόγου Alfred Adam</ref>.
====Τα κείμενα<ref>Μαρτζέλος Γεώργιος, ''Γένεση και Πηγές του Όρου της Χαλκηδόνας'', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 235-239.</ref>====
{|border="2" cellpadding="4" cellspacing="0" style="margin: 1em 1em 1em 0; background: #f9f9f9; border: 1px #aaa solid; border-collapse: collapse; font-size: 95%;"{{Prettytable}}
|-
!Πίνακας Α':<br>''Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών (433)''
===Εισαγωγή===
Η ''Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος'' εξέδωσε 30 κανόνες. Όπως γίνεται αντιληπτό το κανονικό έργο της συνόδου ήταν ευρύ και επεκτάθηκε σε διαφόρων ειδών εκκλησιαστικά ζητήματα. Κυριότερο δε ζήτημα το οποίο ρυθμίστηκε από κανονικό έργο της συνόδου ήταν οι διοικητική οργάνωση των μεγάλων μητροπολιτικών κέντρων. Έτσι το [[Οικουμενικό Πατριαρχείο|Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως]] διατήρησε τα πρώτα [[Πρεσβεία τιμής των Εκκλησιών|Πρεσβεία Τιμής]] στην ανατολή αναβαθμιζόμενο ως προς τη συνολική ιεράρχηση αφού θεσπίστηκε να διατηρεί ισαξίως τα πρεσβεία τιμής με την ''πρεσβυτέρα Ρώμη'', ο [[Πατριάρχης]] αναγνωρίστηκε ως τελεσίδικος διαιτητής μεταξύ [[επίσκοπος|επισκόπων]] και μητροπολιτών, ενώ για πρώτη φορά δόθηκε διοικητική δικαιοδοσία στην εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία προσήρτησε τις περιοχές του ''Πόντου'', της ''Θράκης'' και της ''Ασιανής''. Οι αντιπρόσωποι μάλιστα του Πάπα κατά την ψήφιση αυτού του 3ου κανόνος απήσχαν»απήσχαν<ref>Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Γ΄, σελίς 49</ref>. Ταυτόχρονα θεσπίστηκε η αυτοδιοίκηση κάθε εκκλησίας, η οποία θα διοικείται εκ της τοπικής συνόδου των επισκόπων σε κάθε τοπική εκκλησία δια προεδρίας του οικείου μητροπολίτη, ενώ υποβιβάστηκε στην Πέμπτη θέση των ''πρεσβειών τιμής'' το [[Πατριαρχείο Αλεξανδρείας]]. Επίσης ρυθμίστηκαν και ζητήματα δογματικοσυμβολικού χαρακτήρα όπως η κύρωση των κανόνων των προηγουμένων συνόδων και των δογματικών συμβόλων τους αλλά και επιμέρους ζητήματα κοινωνικού και εκκλησιαστικού χαρακτήρος όπως το ζήτημα των μικτών γάμων και περί των συνόδων.
===Συνοπτική ερμηνεία κυριοτέρων κανόνων===
''Για το πλήρες κείμενο των Ιερών Κανόνων, βλ. λήμμα [[Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (κανόνες)]]''.
'''Κανόνας Α΄''': Επικυρώνει τις Α΄, Β΄ και Γ΄ Οικουμενικές Συνόδους τους κανόνες και τους δογματικούς όρους αυτών.<br>
Η καταδίκη των [[Μονοφυσιτισμός|μονοφυσιτισμού]] και η επικύρωση της καταδίκης του [[νεστοριανισμός|Νεστοριανισμού]] ακολουθήθηκε από νομικό διάταγμα εκδίωξης αυτών από τη ''Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία''. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καταφύγουν οι μονοφυσίτες σε περιοχές τις Νοτιοανατολικής Μ. Ασίας και κυρίως στην ''Αίγυπτο'', όπου παρέμεναν πολύ ισχυρές οι μονοφυσιτικές επιρροές. Οι μονοφυσίτες τελικώς αποκόπηκαν από την εκκλησία δημιουργώντας νέες εκκλησίες όπως την ''Αρμενική'', την ''Ιακωβιτική στη Συρία'', τη ''Κοπτική στην Αίγυπτο'', αλλά και μεταγενεστέρως την ''Αιθιοπική ή Αβησσυνιακή''. Το ζήτημα της χριστολογικής διαμάχης οπωσδήποτε μετά τη σύνοδο αμβλύνθηκε στα πλαίσια της εκκλησίας και της αυτοκρατορίας, αλλά συζητήσεις επί του θέματος συνεχίστηκαν μέχρι και τον 7ο αιώνα, απασχολώντας και τις δύο επόμενες οικουμενικές συνόδους.
Η σπουδαιότητα όμως της συνόδου έγκειται στην οριστική διαμόρφωση του χριστολογικού δόγματος ή οποία έλαβε θέση δίπλα στην ''Α΄ και Β΄ Οικουμενική σύνοδο'', οι οποίες διαμόρφωσαν το τριαδολογικό δόγμα, συμπληρώνοντας κατά το παράδειγμα των ''Α΄ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων'', τη ''Γ΄ Οικουμενική''. Ταυτόχρονα «''κλείνει μια επώδυνη φάση των χριστολογικών ερίδων και των θεολογικών ζυμώσεων αφού ο όρος της συνόδου σφραγίζει έντονα της διακήρυξη της ορθόδοξης πίστης από το ένα μέρος, και καταδικάζει κατηγορηματικά τις αιρέσεις του Απολιναρίου, του Νεστορίου και του Ευτυχή''»<ref>Ν. Ματσούκας, «''Δογματική και Συμβολική Θεολογία''», Τόμος Β΄, σελίς 257</ref>. Πέραν όμως τούτου «''επικύρωσε τους θεολογικούς όρους πρόσωπο, υπόσταση, φύση και ουσία και επέδειξε την αρραγή συνέχεια της ορθόδοξης θεολογίας που έχει ως βάση τη χαρισματική διάσταση και την ιστορικότητα της παράδοσης από την εποχή του περιούσιου λαού''»<ref>ενθ.αν.</ref>, ενώ διαμόρφωσε και τη διοικητική οργάνωση της εκκλησίας, με βάση το μητροπολιτικό σύστημα.
Πέρα όμως από οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση η σύνοδος της Χαλκηδόνας διατηρεί και διασώζει το'' σωτηριολογικό δόγμα'', που είναι η βάση της εκκλησίας και αυτό διότι «''ουσιαστική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού και διατήρηση της ετερότητάς τους σημαίνουν ότι η θεότητα παρέχει τον αγιασμό και την αφθαρσία στην κτιστή ανθρώπινη φύση''»<ref>ενθ.αν. 266</ref>. Ταυτόχρονα διατηρώντας την ετερότητα και αφήνοντας άθικτη τη διαφοροποίηση των φύσεων, αποκλείει την ''ειδωλολατρία'', δηλαδή την προσκύνηση του κτίσματος ανθρώπου και οδηγεί την εκκλησία μακριά από αδιέξοδο ή την άρνηση της σωτηρίας, διότι σε αντίθετη περίπτωση κανένα εχέγγυο δε θα δινόταν από την [[ανάσταση]]<ref>Θεοδώρητος Κύρου, «Αιρετικής κακομυθίας επιτομή, 4, 13.PG 83, 437, AB »</ref>. Κάτι τέτοιο άλλωστε κρίνεται αυτονόητο «''γιατί οι προϋποθέσεις των χριστολογικών αιρέσεων δεν εξασφαλίζουν τη θεραπεία της κτιστής ανθρώπινης φύσης, ενώ το δόγμα της Χαλκηδόνας είναι ο μόνος εγγυητής''»<ref>Ν. Ματσούκας, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία», Τόμος Β΄, σελίς 267</ref>.
==Υποσημειώσεις==
* [[Γεώργιος Φλορόφσκι]], «''Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα''», Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007
* [[Νικόδημος ο Αγιορείτης|Νικοδήμου Αγιορείτου]], [[Πηδάλιον]], Εκδόσεις Αστέρος, Αθήνα, 1993
 
 
{{Αξιόλογο Άρθρο}}
[[Κατηγορία:Σύνοδοι]]
[[Κατηγορία:Εκκλησιαστική Ιστορία]]
[[Κατηγορία:Ζωτικά Άρθρα|Ο]]
[[ar:المجمع المسكوني الرابع]]
[[en:Fourth Ecumenical Council]]
[[mk:Четврти вселенски собор]]
[[pt:Quarto Concílio Ecumênico]]
[[ro:Sinodul IV Ecumenic]]
11.779
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης