Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Απολιναρισμός

37 bytes αφαιρέθηκαν, 19:38, 22 Αυγούστου 2011
καμία σύνοψη επεξεργασίας
Ο Απολιναρισμός εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο κατά τον 4ο αιώνα, υπό τη διδασκαλία του επισκόπου Λαοδικείας της Συρίας, Απολινάριου. Ο Απολινάριος, υπέρμαχος της [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος|πρώτης Οικουμενικής Συνόδου]], αποτελεί ουσιαστικά το πρώτο άτομο το οποίο θα θίξει το χριστολογικό ζήτημα και δη τον τρόπο ενώσεως των δύο φύσεων του Χριστού<ref>Ν. Ματσούκας, ο.π., σελ. 245</ref>, καθώς οι προεκτάσεις του αρειανισμού αναμφιβόλως ακουμπούσαν και το ζήτημα αυτό. Η διδασκαλία του Απολιναρίου έχει αρχίσει να εμφανίζεται ήδη από το 352, αλλά αναπτύσσεται ιδιαίτερα από το 360 και τις έριδες που είχε με τους Ευνομοιανούς<ref>Βλ. Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία Α΄, σελ. 583</ref>. Οι Ευνομοιανοί ή Ανόμοιοι δίδασκαν πως ο Λόγος κατέλαβε τη θέση της ψυχής μέσα στο ανθρώπινο σώμα του Χριστού. Ο Απολινάριος λοιπόν αρυομένος από τη διδασκαλία τους ξεκινά δραστήριο αγώνα για την αντιμετώπισή τους, καθώς δεχόταν τη διδασκαλία της εκκλησίας, η οποία ανέφερε πως συνέβη πράγματι ένωση θείου και ανθρώπινου, δίνοντας τη δυνατότητα αποκαταλλαγής στην ανθρώπινης φύσης από την αμαρτωλή θνητότητα. Η προσπάθεια του Απολινάριου είναι επίσης βέβαιο πως προσπάθησε να μείνει πιστή στη διδασκαλία της εκκλησίας, αλλά οι φιλοσοφικές ενασχολήσεις του σχετικά με το ζήτημα άρχισαν να αλλοιώνουν τη διδασκαλία των φίλων του και πατέρων της εκκλησίας, όπως του Μ. Αθανασίου και των Καππαδοκών<ref>Β. Φειδάς, ο.π., σελ. 583</ref>.
Η προβληματική του Απολιναρίου άρχεται από το πως της ενώσεως των δύο φύσεων και τις συνέπειες της παραδοχής τους. Έτσι αναζητεί τη λύση από τους νεοπλατωνικούς, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχουν δύο παραδοχές οι οποίες δε μπορούν να ξεπεραστούν. Η πρώτη είναι ότι δύο τέλειες φύσεις είναι αδύνατο να συνυπάρχουν και η δεύτερη είναι ότι η ίδια αποδοχή της ενώσεως των δύο τελείων φύσεων σημαίνει δύο πρόσωπα, κάτι που αλλοιώνει την πίστη της εκκλησίας για πραγματική ένωση<ref>Βλ. Φειδάς, ο.π., σελ. 584</ref>. Το πρόβλημα εδώ πιθανώς ενσκύπτει και από τη αδυναμία ορολογίας, αφού φαίνεται πως ο Απολινάριος Απολλινάριος ταύτιζε φύση και πρόσωπο<ref>Β. Στεφανίδης, ο.π., σελ. 210</ref>. Έτσι με βάση το πλατωνικό τριμερές της ψυχής, που χωρίζεται στο λογικό μέρος και το άλογο, που με τη σειρά του διαχωρίζεται σε θυμικό και θυμοειδές, ισχυρίζεται πλέον πως ο Λόγος εγκατοίκησε στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, στη θέση του λογικού μέρους της ψυχής, που αποκαλείτε και νους<ref>Ομολογία Πίστες προς Ιοβιανό</ref>. Ο Απολινάριος Απολλινάριος όμως αναπτύσσοντας τη διδασκαλία του περισσότερο αναφέρει πως τελικά δεν ενώθηκαν δύο διαφορετικές ουσίες<ref>ο.π., 369-294</ref>, αλλά μία και πως ακόμα και η ανθρωπότητα του Χριστού ήταν άξια προσκυνήσεως<ref>Βλ. Φειδάς, ο.π., σελ. 586</ref>. Ταυτόχρονα η θεία φύση έπαθε, πέθανε κλπ, δεχόμενος στην ουσία [[Μονοφυσιτισμός|μονοφυσιτική]] ένωση<ref>Β. Στεφανίδης, ο.π., σελ. 211</ref>.
Η διδασκαλία του Απολιναρισμού όμως δε μένει στον ίδιο, αλλά διαδίδεται ευρύτερα από τους μαθητές του, τον [[Πολέμων]] και το [[Βιτάλιος Αντιοχείας|Βιτάλιο Αντιοχείας]], αν και ο δεύτερος είναι σαφώς μετριοπαθέστερος, καθώς δεχόταν μία υπόσταση σύνθετο και ένα πρόσωπο αδιαίρετο. Με την έκθεση της διδασκαλίας του Απολιναρίου όμως και των μαθητών του, το ζήτημα για το εσωτερικό της εκκλησίας γίνεται σοβαρότερο, ξεκινώντας έτσι η έριδα. Ο Απολινάριος όμως ανάμεσα στους επισκόπους της εποχής ήταν ιδιαίτερα σεβαστός, με αποτέλεσμα να αντιμετωπιστεί με επιείκεια ως άτομο, όχι όμως και η διδασκαλία του<ref>Β. Στεφανίδης, Εκκλ. Ιστορία, σελ. 210</ref>. Είναι χαρακτηριστικό πως ο [[Γρηγόριος ο θεολόγος]] αποκαλεί την έριδα αυτή ''"ζυχομαχία αδελφική"'', ενώ και οι καταδίκες του Απολιναρισμού, δε αφορούσαν ποτέ το πρόσωπό του. Εν τούτοις ο [[Μέγας Βασίλειος]], αντιλαμβανόμενος το βάθος και τις συνέπειες της διδασκαλίας του ζητά συνοδική καταδίκη, τη στιγμή που ο Γρηγόριος θεολόγος αποδοκιμάζει έντονα τις παραδοχές του. Ο Απολινάριος Απολλινάριος όμως δεν αποφεύγει σταδιακά και τα πυρά των αντιοχειανών, οι οποίοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη σύγχυση των φύσεων που πρότεινε ο ΑπολινάριοςΑπολλινάριος, με προεξάρχοντα τον Διόδωρο Ταρσού.
Έτσι κατά τη Σύνοδο της Αλεξάνδρειας, το 362, μετά την αναίρεση της διδασκαλίας του εμμέσως από τον [[Γρηγόριος Νύσσης|Γρηγόριο Νύσσης]], ο οποίος συνοψίζοντας την προγενέστερη διδασκαλία της εκκλησίας, αναφέρει πως ο Λόγος προσέλαβε ακέραια την ανθρώπινη φύση, η οποία κατά τη ανάκραση με την θεϊκή μετεστοιχειώθηκε, δίχως σύγχυση ή τροπή, καταδικάζεται<ref>Β. Φειδάς, ο.π., σελ. 587</ref>. Πράγματι η διδασκαλία του Νύσσης, εξ αφορμής και των αρειανιστών, βρήκε υποστηρικτή το Γρηγόριο, ο οποίος με τη σειρά του αντιμετωπίζει και τους αντιοχειανούς, οι οποίοι θεολογούν πως δεν υπήρξε ουσιαστική ένωση. Ο [[Αμφιλόχιος Ικονίου]] επίσης θα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για την αντιμετώπιση του Απολιναρισμού, φτάνοντας μάλιστα σε ορολογία [[Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος|τετάρτης οικουμενικής συνόδου]]<ref>PG 39, 113</ref>. Τελικά ο Απολιναρισμός καταδικάζεται από τη Δύση το 377 και δη στη Ρώμη, ενώ στην Ανατολή μετά την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια το 379 την καταδικάζει και η [[Β΄ Οικουμενική Σύνοδος|Β΄ Οικουμενική Σύνοδος]] το 381<ref>Θεοδώρητος, Εκκλ.Ιστορία, 5, 9, 19</ref>.
Εν τω μεταξύ οι Απολιναριστές συγκροτούν στην Αντιόχεια σύνοδο, το 379. Η καταδίκη όμως του Απολιναρισμού δεν αποφεύγεται και έτσι ολοκληρώνεται η πρώτη φάση αντιμετώπισης των χριστολογικών ερίδων, οι οποίες πλέον εκκινούν στην εκκλησία και για αρκετούς αιώνες. Η παρουσία των οπαδών του Απολιναρισμού παρατηρείται και κατά την [[Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος|Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο]], ενώ προγενέστερα έχουν αντιμετωπιστεί από τον [[Κύριλλος Αλεξανδρείας|Κύριλλο Αλεξανδρείας]]. Περί το 400 μάλιστα παραδίδουν ομολογία πίστεως στον Ιοβιανό ώστε να αποφύγουν τη δυσχερή θέση την οποία έχουν περιέλθει, νοθεύοντας και κείμενα του Μ. Αθανασίου, του Γρηγορίου του θαυματουργού και του Ιουλίου Ρώμης. Τελικά μετά τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο απορροφώνται από τους Μονοφυσίτες<ref>ΘΗΕ, 4ο.π., σελ. 1119</ref> ή επανεισάγονται στην εκκλησία<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων Β΄, σελ. 332</ref>.
Η φύση της θεολογίας του Απολιναρισμού είναι χριστολογική. Οι Απολιναριστές σε ότι αφορά το [[Αγία Τριάδα|τριαδικό δόγμα]] ήταν ορθόδοξοι, καθώς αποδέχονταν το [[Σύμβολο της Νίκαιας]]. Στο ζήτημα όμως της χριστολογίας, η πολεμική που προσπάθησε να αναπτύξει σε βάρος των αρειανιστών, τους οδήγησε σε αιρετικές παρεκκλίσεις, οι οποίες θα χαρακτηρίζονταν εντυπωσιακά παράλληλες και ανάλογες προς αυτή των αρειανών<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων Β΄, σελ. 335</ref>. Το πρόβλημα που καλείται να απαντήσει ο Απολινάριος είναι πως είναι δυνατόν στο ένα πρόσωπο του [[Χριστός|Χριστού]], να ενυπάρχουν δύο φύσεις, τόσο η θεία όσο και η ανθρώπινη. Έτσι στην προσπάθεια να αποφύγει τις ακραίες θέσεις του αρειανισμού, αλλά και του Υιοθετισμού, συνάμα δε με την Αντιοχειανή αναλυτική σκέψη, οδηγήθηκε στο διατυπώσει μία θεολογία η οποία υποβίβαζε την ανθρωπότητα του Χριστού, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος της υποτιμήσεως της θεότητας<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 335</ref>.
Ο Απολινάριος έτσι προσπαθώντας να αποφύγει την υποτίμηση της θεότητας και παράλληλα ποροσπαθώντας προσπαθώντας να αποκόψει κάθε είδος ηθικής σχέσης Χριστού και κόσμου, κήρυττε πως όπου τέλεια φύση εκεί και αμαρτία<ref>Απόδειξη περί της θείας σαρκώσεως της καθ ομοίωσιν ανθρώπου 25</ref> και πως το να συναφθεί σχέση ανθρώπου με Θεό ως δύο τέλειες φύσεις είναι αδύνατο<ref> Αθανασίου, Κατά Απολιναρίου 1, 2</ref>, καθώς θα μιλούσαμε για δυο διαφορετικά πρόσωπα<ref>Απόδειξη... 81</ref>. Ο Θεός Λόγος αποφαίνεται πως δε διαιρείται από τη σάρκα του, είναι ένα πρόσωπο, μία υπόσταση, μία φύση, μία ενέργεια, όλος θεός, όλος άνθρωπος ο Αυτός<ref>Λόγος Περί Πίστεως, Περί σαρκώσεως του Θεού Λόγου, 3, 6 </ref>. Ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού είναι μία τέλεια φύση. Αλλά για να διασώσει την θεϊκή φύση ο Απολινάριος αναπτύσσει περισσότερο τις θέσεις του. Η ανθρώπινη φύση λοιπόν είναι αμαρτητική και σαν τέτοια δε γίνεται να ενωθεί με το θείο, διότι αυτή θα μείωνε τη θεία υπόσταση. Η ανθρώπινη σάρκα όμως του Χριστού είναι εκτός κάθε αμαρτίας, διότι είναι διαφορετική από τις άλλες. Η διαφορότητά της έγκειται ότι δεν είναι πλήρης<ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 336</ref>. Η σάρκα του Χριστού είναι στην προπτωτική κατάσταση και η αρχή της δε βρίσκεται στην [[Θεοτόκος|παρθένο Μαρία]], αλλά προ της πτώσης<ref>Απόδειξη...34</ref>. Η ανθρωπότητα είναι εξ ουρανού και έτσι είναι ένας κατ'οικονομία άνθρωπος.
Για τον Απολινάριο είναι εμφανές πως ο Χριστός έχει μία τέλεια και πλήρη φύση και αυτή είναι η θεία, δίχως να συμβεί ουσιαστική ένωση. Έτσι δηλώνει πως ''"ομολογούμεν υιόν του Θεού...είναι τον αυτόν Υιόν του θεού και θεόν κατά Πνεύμα, υιόν δε ανθρώπου κατά σάρκα, ου δύο φύσεις τον ένα Υιόν μία προσκυνητήν και μίαν απροσκύνητον, αλλά μίαν φύση του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη και προσκυνουμενην μετά της σαρκός αυτού μία προσκύνησει"''<ref>Προς Ιοβιανό 7</ref>. Η ανθρώπινη δηλαδή φύση εξαφανίζεται, με αποτέλεσμα να έχουμε πρόδρομο του μονοφυσιτισμού. Η θεμελίωση για τη χριστολογία του προερχόταν από τις πλατωνικές και νεοπλατωνικές παραδοχές περί του τριμερούς της ψυχής. Έτσι εφόσον η ψυχή έχει ως λογικό μέρος το νου και ως άλογο το θυμικό και το θυμοειδές, ο Θεός Λόγος κατέλαβε τη θέση του νοέως της ανθρώπινης φύσεως. Η διδασκαλία αυτή ήταν η οποία πράγματι εξερέθισε τους πατέρες της εκκλησίας, καθώς ακρωτηριάζοντας την ανθρώπινη φύση, δε δέχονταν τη σωτηρία του όλου ανθρώπου από την ένωσή του με το Θεό<ref>Γρηγορίου Νύσσης, Επιστολή 101, προς Καληδόνιον Πρεσβύτερον</ref>. Έτσι ο Λόγος έλαβε σάρκα, δίχως νου, διότι ο νους του ανθρώπου είναι ρυπαρός ενώ ο του Θεού άτρεπτος και θείος. Αποτέλεσμα ήταν κατά τον Απολινάριο ''"ουκ άρα σώζεται το ανθρώπινο γένος δι αναλήψεως νου και όλου ανθρώπου, αλλά δια προσλήψεως σαρκός"''<ref>Γρηγορίου Νύσσης, Προς τα Απολιναρίου αντιρρητικός PG 45, 1212A</ref>.
36
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης