Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Λαύρα"
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | Με τον ελληνικό όρο '''Λαύρα''' που σημαίνει ''διάδρομος'' ή ''δρομίσκος''<ref>Σταματάκου Ι. Δρ. 1990, ''Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης'', Αθήνα, λήμμα: ''Λαύρα'', 570.</ref>, ακριβέστερον στο ''Λεξικόν Σουΐδα'' στενή κατοικία των μοναχών<ref>Λεξικό Σουΐδα, Θύραθεν, Αθήνα, λήμμα: ''Λαύρα'', 697.</ref>, εννοείτο στην πρώιμη χριστιανική εκκλησία εκείνη η συγκέντρωση [[μοναχισμός|αναχωρητών]], που ζούσαν σε ξεχωριστές κατοικίες ή κελλιά και συναθροίζονταν μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές. Οι πρώτες Λαύρες δημιουργήθηκαν στην Παλαιστίνη περί τον 4ον αιώνα<ref>"lavra", ''The Concise Oxford Dictionary of the Christian Church''. Ed. E. A. Livingstone. Oxford University Press, 2006.</ref>. Υπό τον ίδιο αργότερα απαντάται το όνομα μειζόνων και σημαντικών κοινοβιακών μονών. Ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελούν οι Λαύρες της [[Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία|Ρωσικής Εκκλησίας]] και ο ρόλος τους στη συνοχή και την εκπαίδευση της μεσαιωνικής ρωσικής κοινωνίας, όπως επίσης και η Μεγάλη Λαύρα ή Λαύρα του όρους Άθως που ιδρύθηκε από τον [[άγιος|άγιο]] Αθανάσιο τον Αθωνίτη το [[962]]<ref>"Lavra", ''The Concise Oxford Dictionary of World Religions''. Ed. John Bowker. Oxford University Press, 2000.</ref>. | + | Με τον ελληνικό όρο '''Λαύρα''' που σημαίνει ''διάδρομος'' ή ''δρομίσκος''<ref>Σταματάκου Ι. Δρ. 1990, ''Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης'', Αθήνα, λήμμα: ''Λαύρα'', 570.</ref>, ακριβέστερον στο ''Λεξικόν Σουΐδα'' στενή κατοικία των μοναχών<ref>''Λεξικό Σουΐδα'', Θύραθεν, Αθήνα, λήμμα: ''Λαύρα'', 697.</ref>, εννοείτο στην πρώιμη χριστιανική εκκλησία εκείνη η συγκέντρωση [[μοναχισμός|αναχωρητών]], που ζούσαν σε ξεχωριστές κατοικίες ή κελλιά και συναθροίζονταν μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές. Οι πρώτες Λαύρες δημιουργήθηκαν στην Παλαιστίνη περί τον 4ον αιώνα<ref>"lavra", ''The Concise Oxford Dictionary of the Christian Church''. Ed. E. A. Livingstone. Oxford University Press, 2006.</ref>. Υπό τον ίδιο όρο αργότερα απαντάται το όνομα μειζόνων και σημαντικών κοινοβιακών μονών. Ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελούν οι Λαύρες της [[Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία|Ρωσικής Εκκλησίας]] και ο ρόλος τους στη συνοχή και την εκπαίδευση της μεσαιωνικής ρωσικής κοινωνίας, όπως επίσης και η Μεγάλη Λαύρα ή Λαύρα του όρους Άθως που ιδρύθηκε από τον [[άγιος|άγιο]] Αθανάσιο τον Αθωνίτη το [[962]]<ref>"Lavra", ''The Concise Oxford Dictionary of World Religions''. Ed. John Bowker. Oxford University Press, 2000.</ref>. |
==Σημειώσεις - παραπομπές== | ==Σημειώσεις - παραπομπές== |
Αναθεώρηση της 12:49, 28 Νοεμβρίου 2008
Με τον ελληνικό όρο Λαύρα που σημαίνει διάδρομος ή δρομίσκος[1], ακριβέστερον στο Λεξικόν Σουΐδα στενή κατοικία των μοναχών[2], εννοείτο στην πρώιμη χριστιανική εκκλησία εκείνη η συγκέντρωση αναχωρητών, που ζούσαν σε ξεχωριστές κατοικίες ή κελλιά και συναθροίζονταν μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές. Οι πρώτες Λαύρες δημιουργήθηκαν στην Παλαιστίνη περί τον 4ον αιώνα[3]. Υπό τον ίδιο όρο αργότερα απαντάται το όνομα μειζόνων και σημαντικών κοινοβιακών μονών. Ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελούν οι Λαύρες της Ρωσικής Εκκλησίας και ο ρόλος τους στη συνοχή και την εκπαίδευση της μεσαιωνικής ρωσικής κοινωνίας, όπως επίσης και η Μεγάλη Λαύρα ή Λαύρα του όρους Άθως που ιδρύθηκε από τον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη το 962[4].
Σημειώσεις - παραπομπές
- ↑ Σταματάκου Ι. Δρ. 1990, Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα, λήμμα: Λαύρα, 570.
- ↑ Λεξικό Σουΐδα, Θύραθεν, Αθήνα, λήμμα: Λαύρα, 697.
- ↑ "lavra", The Concise Oxford Dictionary of the Christian Church. Ed. E. A. Livingstone. Oxford University Press, 2006.
- ↑ "Lavra", The Concise Oxford Dictionary of World Religions. Ed. John Bowker. Oxford University Press, 2000.