Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Αλλαγές

Άγιος

1 byte αφαιρέθηκε, 11:58, 30 Μαρτίου 2010
μ
Η ρίζα της λέξης "άγιος"
== Η ρίζα της λέξης "άγιος" ==
Στην ''Ελληνική γλώσσα'' η ρίζα της λέξεως ''άγιος'' είναι το αγ-, από το οποίο παράγονται μια σειρά από όρους, όπως το αγνός, το άγος κ.λπ. Τη βαθύτερη σημασία της ρίζας αυτής την κρατάει το ρήμα άζεσθαι, που σημαίνει το δέος σε μια απόκρυφη και φοβερή δύναμη<ref>Αισχύλου, Ευμ. 384 κ. έ.</ref>, το σέβας προς τον φορέα της Δύναμης <ref>Ομήρου, Οδύσ. 9,200 κ. έ.</ref>. Έτσι στον αρχαίο ελληνισμό η αγιότητα συνδέεται με τη δύναμη, με αυτό που ο Otto αποκαλεί ''mysterium fascinosum et tremendum'' - αυτό που προκαλεί ταυτόχρονα έλξη και φόβο. ''Στην Εβραϊκή γλώσσα'' στην [[Παλαιά Διαθήκη]] η σημιτική λέξη, που μεταφράζεται από τη [[Μετάφραση των Εβδομήκοντα]] με το «''άγιος''» είναι το ''godes'', που συγγενεύει με την ασσυριακή ''kuddushu'', και που δηλώνει ''κόβω'', ''χωρίζω'', ''διακρίνω ριζικά'', ''καθαιρώ'' (εξ ου και η σύνδεση με την καθαρότητα και αγνότητα). Τα άγια πράγματα είναι αυτά που τα ξεχωρίζει κανείς από τα υπόλοιπα - κυρίως στη λατρεία - και τα αφιερώνει στον Θεό.
==Καινή Διαθήκη==
12.398
επεξεργασίες