Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Α΄ Οικουμενική Σύνοδος

133 bytes προστέθηκαν, 21:40, 30 Απριλίου 2008
μ
Η διαμόρφωσή του και η ομοουσιότητα
====Η διαμόρφωσή του και η ''ομοουσιότητα''====
Το ''Σύμβολο της Νίκαιας'' ή «''Έκθεσις της καθολικής πίστεως, εκτεθείσης υπό της εν Νικαία Συνόδου, επί του θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου, εν υπατία Παυλίνου και Ιουλιανού των λαμπρών, έτους χλστ΄, εν μηνί Δεσίω τη προ 13 Καλάνδρων Ιουλίου, εν Νικαία μητροπόλει της Βιθυνίας''»<ref>Γελασίου Κυζίκου, MPG 85, 1252 σελ.</ref>, αποτέλεσε τη την επιτομή των ενεργειών αντιμετώπισης του αρειανισμού, στην προσπάθεια σύνταξης της αυθεντικά βιούμενης πίστης και της διαχρονικής συνειδήσεως για την περιφρούρηση της αποστολικής παραδόσεως της εκκλησίας, αλλά και το ουσιαστικά απετέλεσε «''το πρώτον κυριωδέστατον έργον της Α΄ οικουμενικής Συνόδου''»<ref>ωΙω. Καρμίρης, «Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου καθολικής Εκκλησίας», Τόμος Α΄, σελίς 118-119</ref>. Το σύμβολο της Νίκαιας κατά βάση ήταν ένα σύντομο κείμενο βαπτιστήριου συμβόλου, το οποίο προσαρμόστηκε στα δεδομένα της αντιμετώπισης της Αρειανικής διδασκαλίας. Η συνείδηση αυτή σε κάθε εκκλησία αντικατοπτριζόταν από το εκάστοτε τοπικό βαπτιστήριο σύμβολο. Έτσι και έτσι το Σύμβολο της Νίκαιας στόχο είχε να εκφράσει το φρόνημα όλων των ανά την οικουμένη τοπικών εκκλησιών, με κύρια όμως βάση την οριοθέτηση της αποστολικής ορθοδοξίας έναντι των κακοδοξιών της αρειανικής διδασκαλίας. Το βαπτιστήριο σύμβολο όμως που επιλέχθηκε αποτέλεσε θέμα έρευνας και αντικρουόμενων απόψεων. Έτσι οι ''F.Hort'', ''A.E.Burn'' και ''Α.von Harnack'' υποστήριξαν, με ισχυρά επιχειρήματα, πως βάση του συμβόλου ήταν το βαπτιστήριο σύμβολο της Καισαρείας, το οποίο ο [[Ευσέβιος Καισαρείας|Ευσέβιος Παμφίλου]] έθεσε ενώπιον των επισκόπων για να δείξει τη μεταμέλειά του. Η δεύτερη που προβλήθηκε από τον ''H.Lietzmann'', αλλά και τον ''Β.Στεφανίδη'' ήταν πως βάση αποτέλεσε το χαμένο βαπτιστήριο σύμβολο της εκκλησίας των [[Ιεροσόλυμα|Ιεροσολύμων]] που την ακριβή μορφή του δε γνωρίζουμε, αλλά είχε παρεμφερή με της παράθεση του [[Κύριλλος Ιεροσολύμων|Κυρίλλου Ιεροσολύμων]]. Επίσης μερίδα θεολόγων υποστήριξε πως είναι μια σύνθεση βαπτιστηρίων συμβόλων, όπως ο ''Ιω.Καρμίρης''.
Το κρίσιμο σημείο όμως , που εστιάζεται στο σύμβολο, αναμφισβήτητα είναι ο όρος ''ομοούσιος''. Ο Ευσέβιος αποδίδει μάλιστα τον όρο αυτό στον [[Μέγας Κωνσταντίνος|Κωνσταντίνο]], που συνάγεται οτι η πρόταση αυτή προήλθε από τον σύμβουλό του [[Όσιος Κορδούης|Όσιο Κορδούης]]. Αναμφιβολα ο Κορδούης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταδίκη του αρειανισμού, αλλά σήμερα κρίνεται αδύνατο να θεωρηθεί ως ο εισηγητής του όρου. Ο Φιλοστόργιος, υποδεικνύει το τον [[Αλέξανδρος Αλεξάνδρειας|Αλέξανδρο Αλεξανδρείας]]<ref>Εκκλ.Ιστ.1,7</ref>, μια περιγραφή που αποδίδει βεβαίως τα προσυνοδικά δεδομένα. Παρά όμως τις σημαντικές πρωτοβουλίες του Αλεξάνδρου, δύσκολα θα μπορούσε να επιβάλει στο σύνολο του σώματος των επισκόπων όσα οι αρειανόφρονες του απέδωσαν, χωρίς όμως ο ίδιος να απέχει από την καθοριστική συμβολή στον ορισμό του ''ομοουσίου''. Η πραγματικότητα όμως φαίνεται να βρίσκεται στη γραμματεία του Ευσεβίου. Οτι η απόφαση προφανώς αποτέλεσε καρπό μακράς θεολογικής συζητήσεως , όχι μόνο κατά τη διάρκεια της συνόδου , με την επίκληση παλαιοτέρων πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, όπως του Ωριγένη, αλλά και παλαιότερης προβληματικής της θεολογικής έρευνας. Σε αυτήν την προσπάθεια όμως ο μόνος πραγματικά ικανός για την πρόταση και την ορθή θεμελίωση αυτή, λόγω της διάθεσης του σχετικού υλικού , φαίνεται πως ήταν ο [[Αλέξανδρος Αλεξανδρείας]].
Οι Αρειανόφρονες, θεολογικώς διαφωνούσαν προς τον όρο ''ομοούσιος'' ο οποίος ταυτιζόταν με καταδικασθήσα διδασκαλία του ''Σαβελίου''. Οι πατέρες της Συνόδου όμως, απέρριψαν τις αιτιάσεις αυτές διότι ο Σαβέλιος δε διαχώριζε, την [[ουσία]] από τις [[υπόσταση|υποστάσεις]], αλλά ταυτοποιούσε τις έννοιες, με αποτέλεσμα να θεωρεί «''εν ον και εν πρόσωπον''». Ταυτόχρονα διαμαρτύρονταν, διότι ο όρος ήταν ''άγραφος'', δηλαδή μη βιβλικός. Ο [[Μέγας Αθανάσιος]] αντιμετωπίζοντας την κριτική αυτή ανέφερε «''ο γογγυσμός αυτών, οτι άγραφοι εισίν αι λέξεις, ελέγχεται παρ' αυτών μάταιος, αξ αγράφων γαρ ασεβήσαντες (άγραφα δε τα «''εξ ούκ όντων''» και «''ην ποτέ ουκ ήν'') αιτιώντα, διότι εξ αγράφων μετ'ευσεβείας νοουμένων λέξεων κατεκρίθησαν''», ενώ συνεχίζει λεγοντας «''Οι επίσκοποι, ουχ εαυτοίς ευρόντες τας λέξεις, αλλ'εκ των πατέρων έχοντες μαρτυρίαν, ούτως έγραψαν''»<ref>Ιω.Καρμίρης, «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Τόμος Α΄, σελίς 52-53</ref>, διότι «''σημαιούμεναι αγιογραφικαί λέξεις και φράσεις οι αρειανίζοντες παρερμήνευσαν εν πνεύματι αρειανικώ''»<ref>ενθ.αν. Μέγας Αθανάσιος παρά Εκκλ. Ιστορ. Θεοδώρητος</ref>. Ο ιστορικός Θεοδώρητος βεβαιώνει δε οτι, «''ου καινή της ομοουσίου πρόσρησις, ουδέ υπό των τότε συναθροισθέντων Πατέρων εξευρεθείσα, αλλ'ανωθεν εκ προγώνων εις εγγονούς καταγομένη''»<ref>ενθ.αν.</ref>.
12.398
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης