Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Θεολογία"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Βιβλιογραφία)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
 +
{{επιμέλεια}}
 
Θεολογία, είναι "ο περί Θεού λόγος", τον οποίο αρθρώνουν ή καταγράφουν '''εξ εμπειρίας''', οι άγιοι.
 
Θεολογία, είναι "ο περί Θεού λόγος", τον οποίο αρθρώνουν ή καταγράφουν '''εξ εμπειρίας''', οι άγιοι.
  

Αναθεώρηση της 13:53, 28 Φεβρουαρίου 2008

Το παρόν λήμμα ή τμήμα του χρήζει Επιμέλειας (δηλ., μορφοποίηση). Μπορείτε να βοηθήσετε το OrthodoxWiki αναλαμβάνοντας την επιμέλειά του.

Θεολογία, είναι "ο περί Θεού λόγος", τον οποίο αρθρώνουν ή καταγράφουν εξ εμπειρίας, οι άγιοι.

Στη Δύση, αλλά και σε επηρεασμένους από τη Δύση Ορθοδόξους Χριστιανούς, συχνά αναφέρεται ως "θεολογία", οποιαδήποτε ανάλυση περί Θεού, έστω και αν είναι φιλοσοφική. Στη Χριστιανική Εκκλησία όμως, αληθής Θεολογία ονομάζεται μόνο αυτή που εκφράζεται από αληθινούς Θεολόγους, αυτούς δηλαδή που εξ εμπειρίας και Θείας Αποκαλύψεως, μπορούν να μιλήσουν για κάτι του οποίου έχουν εμπειρία, εν προκειμένω περί Θεού. Γι' αυτό και στην Ορθόδοξη Θεολογία, δεν παίζει ρόλο το αν κάποιος είναι υψηλά στην ιεραρχία, ή αν είναι μορφωμένος, ή αν είναι καλός φιλόσοφος. Αλλά μόνο η αγιότητα και η εξ εμπειρίας γνώση του Θεού, είναι ασφαλές κριτήριο για να θεολογήσει κάποιος. Οι δε λοιποί, που δεν έχουν αυτή την εμπειρία γνώσης του Θεού, απλώς επαναλαμβάνουν αυτά που δίδαξαν οι όντως Θεόπτες, ως μαθητές τους, και όχι ως θεολόγοι.


Ορθόδοξη Θεολογία

Οι Πατέρες, όταν ομιλούν περί Θεού, αρχίζουν από την Αγία Γραφή καθώς και από το τι είπαν οι προηγούμενοι από αυτούς Πατέρες της Εκκλησίας. Μετά, μέχρις ότου αποκτήσουν την εμπειρία του φωτισμού, δεν θεολογούν οι ίδιοι. Διότι, πριν φθάσουν στον φωτισμό, είναι απλώς μαθηταί. Μαθητεύουν δηλαδή κοντά σε πνευματικούς πατέρες, οι οποίοι τους προετοιμάζουν για τον φωτισμό. Τους δίνουν δηλαδή να διαβάσουν Παλαιά και Καινή Διαθήκη, κάθονται μαζί τους και κάνουν ερμηνεία της Αγίας Γραφής για να κατατοπισθούν ιστορικά επάνω στην Ορθόδοξη Πατερική Παράδοσι, τους δίνουν να ασχοληθούν με την νοερά προσευχή, κάνουν νηστεία κλπ. Και γενικά τους ασκούν, ώστε να συντελεσθή η κάθαρσις του νου. Έτσι, έχοντες καθαρό νου, να μπορέσουν οι μαθηταί αυτοί να δεχθούν την επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος.

Όταν έλθη το Άγιον Πνεύμα και αρχίση να προσεύχεται μέσα τους, μόνον τότε αρχίζουν να θεολογούν. Μέσα από μια τέτοια πορεία και διαδικασία συντελείται η θεραπεία του ανθρώπου. Στην πράξη, αυτή επιτυγχάνεται με συνεχή, έντονο, μακροχρόνιο αγώνα. Κατ' αυτόν τον αγώνα η Χάρις έρχεται και φεύγει επανειλημμένα, μέχρις ότου καθαρίση τον αγωνιστή από τα πάθη του και τον καταστήση δόκιμο κατά των παθών.

Σε όλο αυτόν τον αγώνα δεν βοηθάει καθόλου, μα καθόλου η φιλοσοφία. Διότι αυτό που τελικά καθαρίζεται και φωτίζεται δεν είναι μόνο η λογική, η διάνοια του ανθρώπου, αλλά ο νους του ανθρώπου. Η διάνοια του ανθρώπου καθαρίζεται γρήγορα, στο αρχικό στάδιο του αγώνα. Ο νους, η καρδιά του ανθρώπου χρειάζεται πολύ περισσότερο καιρό για να καθαρισθή, εφ' όσον, εννοείται, τηρούνται οι ασκητικές προϋποθέσεις.

Η διάνοια του ανθρώπου είναι ένα πράγμα, και ο νους του ανθρώπου είναι άλλο πράγμα. Στις ανθρώπινες επιστήμες, εκείνο που φωτίζεται από την επιστημονική γνώσι, είναι η διάνοια του ανθρώπου. Ο πραγματικός θεολόγος όμως φωτίζεται διπλά. Σ' αυτόν πρέπει να φωτισθεί και η λογική, δια της Κατηχήσεως, κυρίως όμως ο νους, δηλαδή η καρδιά του, η πνευματική καρδιά.

Η Θεολογία στη Δύση

Στην Δυτική Θεολογία όμως, επειδή οι θεολόγοι τους ταύτισαν την φώτισι του Αγίου Πνεύματος με την εναρμόνηση της λογικής σύμφωνα με τα αρχέτυπα του Πλάτωνος, τα οποία κατ' αυτούς είναι μέσα στον Θεό, συνέβη ώστε η φώτιση - κατά τον Αυγουστίνο - να ταυτίζεται με το να γνωρίσει ο άνθρωπος τα αρχέτυπα αυτά, αν όχι απ' ευθείας, τουλάχιστον μέσω των κτισμάτων. Συγκεκριμένα μέσω της μελέτης της Αγίας Γραφής, του στοχασμού επάνω στην Αγία Γραφή και της φιλοσοφίας. Έτσι, λένε, γνωρίζοντας ο άνθρωπος τα αρχέτυπα, αυτόματα γνωρίζει τους νόμους της αληθείας, της ηθικής συμπεριφοράς.

Εξ επόψεως Δυτικής θεολογικής παραδόσεως έχει μεγάλη σημασία η οντολογία, διότι η οντολογία είναι το θεμέλιο των θεολογικών διακρίσεων που διατυπώνονται στην Δυτική Θεολογία. Και τούτο, επειδή απεκόπησαν οι Δυτικοί από την εμπειρία του φωτισμού και της θεώσεως της Πατερικής παραδόσεως. Οπότε, αντί να θεολογούν βάσει της εμπειρίας του φωτισμού και της θεώσεως, οι μεν Προτεστάντες, πιστεύουν ότι η μόνη πηγή αληθείας είναι η Αγία Γραφή, οι δε Παπικοί πιστεύουν ότι η Αγία Γραφή, τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και η προφορική Παράδοση της Εκκλησίας και αμφότεροι κάθονται απλώς και διαβάζουν τα βιβλία αυτά, πιστεύοντας ότι την ώρα που τα διαβάζουν υπάρχει το Άγιο Πνεύμα μέσα τους, το οποίο τους φωτίζει να κατανοούν ορθά εκείνα που διαβάζουν. Μάλιστα οι Προτεστάντες, επειδή πιστεύουν ότι το χάρισμα της ερμηνείας των Γραφών εδόθη σε ολόκληρη την Εκκλησία, την ανάγνωσι της Αγίας Γραφής την κάνει όλος ο σύλλογος, δηλαδή όλα τα μέλη μιας Προτεσταντικής Ομολογίας, άσχετα αν κάποιος είναι παπάς ή δεν είναι παπάς.

Στην Παπική Εκκλησία όμως πιστεύουν ότι το Άγιο Πνεύμα εδόθη κυρίως στην Ιεραρχία. Γι' αυτό και κατά τις χειροτονίες οι επίσκοποι τους λένε στον χειροτονούμενο: «Λάβε Πνεύμα Άγιον»! θέλουν να δείξουν δηλαδή οι χειροτονούντες ότι είναι διάδοχοι των Αποστόλων. Όπως είπε ο Χριστός στους Αποστόλους «Λάβετε Πνεύμα Άγιον», έτσι και αυτοί υποτίθεται ότι έχουν και δίνουν Πνεύμα Άγιον. Και δίδεται Πνεύμα Άγιον στους επισκόπους τους, για να μπορούν αυτοί μαζί με τον Πάπα της Ρώμης, που έχει και αυτός το Πνεύμα το Άγιον, να αποφαίνονται σωστά περί των θεμάτων που τους απασχολούν.


Τι γνωρίζεται στον Θεό

Στην Ορθόδοξη Παράδοση έχομε τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Αγίους, οι οποίοι δεν είναι απλώς αυθεντίες αφ' εαυτού των, αλλά είναι αυθεντίες εξ αιτίας της εμπειρίας της θεώσεως και μόνον. Οπότε και ο καθένας, ο οποίος φθάνει στην εμπειρία της θεώσεως, γίνεται και αυτός αυθεντία, επειδή μετέχει στην αυθεντία εκείνων. Αυτός δεν λέγει τίποτε διαφορετικό απ' ότι είπαν εκείνοι, διότι απέκτησε κοινή εμπειρία με εκείνους. Όσοι έχουν την ίδια εμπειρία, λένε τα ίδια πράγματα.

Στην Ορθοδοξία όταν μιλάμε για τον Θεό, λέμε ότι ο Θεός «πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχει». Αυτό όμως δεν μας αποκαλύπτει το "Είναι" του Θεού, διότι είναι κάτι το αποφατικό. Σημαίνει δηλαδή η παραπάνω έκφρασις ότι ο Θεός δεν είναι σαν αυτά τα πράγματα του κτιστού κόσμου που μεταβάλλονται και τα οποία κάποτε δημιουργήθηκαν, υπάρχουν για ένα διάστημα και μετά σταματούν να υπάρχουν. Ο Θεός πάντα υπήρχε και πριν υπάρξει αυτός ο κόσμος και θα υπάρχει και μετά το τέλος αυτού του κόσμου, αναλλοίωτος. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι αΐδιος και αθάνατος κατά φύσιν. Αυτή όμως η έκφρασις μας λέγει τι δεν είναι ο Θεός. Όχι το τι είναι.

Η μεταφυσική όμως επιστήμη είναι - σύμφωνα με τους οπαδούς της - η επιστήμη του όντος. Όχι του μη όντος. Εξετάζει δηλαδή αυτό που υπάρχει, αυτό που είναι. Όχι εκείνο που δεν είναι, που δεν υπάρχει.

Οι Πατέρες, όταν μιλούν για τον Θεό, λένε ότι ο Θεός είναι άγνωστος κατά την ουσία Του. Δεν γνωρίζουμε το «είναι» του Θεού, το τι είναι ο Θεός, το όντως ον. Λένε μάλιστα ότι ούτε μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε τον Θεόν κατά την ουσία Του. Ξέρομε μόνον ότι υπάρχει. Πώς το ξέρομε αυτό; Επειδή μας έχει αποκαλύψει την δόξα Του, την ενέργεια Του, το Φως Του. Και, όταν βλέπη κανείς το Φως του Θεού, δεν καταλαβαίνει, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να γνωρίσει το «τι είναι ο Θεός». Γι' αυτό λέμε ότι ο Θεός είναι Μυστήριο.

Στον Θεό γνωρίζονται οι άκτιστες Ενέργειές Του, και όχι η ουσία Του.


Διάκριση Θεολογίας και Οικονομίας

Το ερώτημα της σχέσεως της «Οικονομικής» Τριάδος προς τη αιώνια Τριάδα συνδέθηκε και με το θέμα του Filioque. Στο σημείο αυτό οι εξής παρατηρήσεις είναι βασικές:

Πρώτα, οι Πατέρες ετόνισαν ότι η ουσία του Θεού είναι εντελώς ασύλληπτη, αδιανόητη, ακατάληπτη –και για τους πατέρες της Ανατολής – και αμέθεκτη, δηλαδή δεν μπορείς να μετάσχεις στην ουσία του Θεού. Για τη Δύση, τους Σχολαστικούς και τον Ακινάτο, υπάρχει δυνατότητα μετοχής στην ουσία του Θεού. Επομένως, απ’ αυτήν την άποψη διακρίνουμε την «θεολογία» από την «οικονομία». Εάν η «θεολογία» επρόκειτο ν’ ασχοληθεί μόνο με την ουσία του Θεού, τότε δεν θα είχαμε πρόβλημα διότι η ουσία του Θεού είναι ακατάληπτη και επομένως δεν έχουμε θεολογία της ουσίας του Θεού.

Αλλά η θεολογία, ο λόγος περί Θεού όπως είναι αιωνίως, σε αντιδιαστολή με την οικονομία, ασχολήθηκε με την Τριάδα, με τον Τριαδικό τρόπο υπάρξεως του Θεού. Συνεπώς δεν μπορούμε εκεί να έχουμε αποφατισμό απόλυτο, και να πούμε ότι δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Για τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος μπορούμε να πούμε. Και όχι μόνο μπορούμε να πούμε, αλλά – αυτό είναι το πιο σημαντικό - , μπορούμε να μετάσχουμε στη ζωή των Τριών Προσώπων. Ακριβώς αυτό στο οποίο μας καλεί ο Θεός να μετάσχουμε με τη θέωση είναι να μετάσχουμε στη ζωή της Τριάδος, λαμβάνοντας μέρος στην υιϊκή, αγαπητική σχέση μεταξύ του Πατρός και του Υιού. Αυτό έκανε ο Χριστός, μας έφερε στον κόσμο αυτή τη σχέση Του με τον Πατέρα. Και μας είπε: τώρα θα είσθε και σεις μέρος αυτής της σχέσεως και θα σας αναγνωρίζει ο Πατήρ μου ως Υιούς. Αυτό είναι το μεγάλο δώρο της υιοθεσίας. Επομένως μπαίνουμε μέσα στην Τριαδική ζωή του Θεού. Εκεί δεν μπορεί να γίνει λόγος για αποφατισμό. Εδώ χρειάζεται προσοχή, διότι τελευταία με τον Αποφατισμό αρχίζουμε λίγο υπερβολικά να ερωτοτροπούμε, μετά τον Lossky. Υπάρχουν πάρα πολλοί κίνδυνοι σ’ αυτή την ιδέα του αποφατισμού. Ως προς την ουσία του Θεού δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι έχουμε αποφατισμό. Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για την ουσία του Θεού. Αλλά ομολογούμε πίστη εις Πατέρα Υιό και Άγιο Πνεύμα. Αυτό δεν είναι αποφατικό. Ξέρουμε ότι ο Θεός είναι Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Ως προς τα πρόσωπα έχουμε κατάφαση και όχι μόνο κατάφαση λογική και διανοητική διότι ομολογούμε ότι είναι έτσι, αλλά μετοχή, υπαρξιακή μετοχή. Και εμείς, λαμβάνουμε μέρος σ’ αυτές τις προσωπικές σχέσεις του Θεού. Περί Αγίας Τριάδος δεν χωρεί αποφατισμός, εκτός του ότι βέβαια οι αναλογίες που θα χρησιμοποιήσουμε είναι όλες ανεπαρκείς σε όποιο σημείο και αν θελήσουμε να δούμε την Αγία Τριάδα με αναλογίες ανθρώπινες. Κάπου η αναλογία σταματάει όπως η αναλογία των τριών ανθρώπων κ.λ.π.

Αφού λοιπόν μπορούμε να κάνουμε λόγο για τον Θεό καθ’ Εαυτόν ως προς την Τριαδική Του ύπαρξη και όχι ως προς την ουσία Του, τότε το ερώτημα τίθεται εάν αυτός ο λόγος που κάνουμε περί Τριάδος στην αιώνια ύπαρξη του Θεού, στηρίζεται ή μάλλον μας αποκαλύπτει τις ίδιες σχέσεις και τις ίδιες ιδιότητες που μας αποκαλύπτονται στην οικονομία. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τον Αυγουστίνο. Όταν δίνει υποστατική ιδιότητα θετική στον Λόγο και λέει ότι είναι η Γνώση του Θεού, τότε όταν μας αποκαλύπτεται ο Λόγος στην «Οικονομική» Τριάδα, στην Οικονομία, θα πρέπει να μας αποκαλύπτεται κατ’ εξοχήν με την ιδιότητά Του αυτή την υποστατική, που είναι η γνώση. Να είναι δηλαδή η αποκάλυψη ή το μέσον το γνωστικό με το οποίον φθάνουμε στον Θεό. Και πράγματι η έννοια του λόγου στον Β΄ αιώνα κυρίως και στον Γ΄ αιώνα χρησιμοποιήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το ότι ο Υιός ταυτίσθηκε στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο με τον Λόγο, έδωσε την αφορμή στον Ιουστίνο και σε μια σειρά άλλων συγγραφέων εκείνης της εποχής να δουν στο Πρόσωπο του Χριστού το γνωστικό μέσο με το οποίο φθάνουμε στον Θεό. Γι’ αυτό και έβαλε και τους φιλοσόφους όλους μέσα σ’ αυτό το λόγο τον «σπερματικό», όπως τον ονόμασε. Μετέχουν όλοι του λόγου και επομένως η ιδιότητα του Υιού είναι μια ιδιότητα αποκαλύψεως της γνώσεως του Θεού. Συγχρόνως το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται με άλλες ιδιότητες, όπως η ιδιότητα της κοινωνίας, και επομένως το Άγιο Πνεύμα μας εμφανίζει τον Θεό ως κοινωνία.

Το εάν το Άγιο Πνεύμα και ο Λόγος έχουν αυτές τις ιδιότητες στις Υποστάσεις Τους αιώνια ή εάν αυτές τις ιδιότητες τις προσλαμβάνουν προς χάριν μας στην οικονομία, είναι ένα λεπτό και πολύ σπουδαίο θέμα. Οι Έλληνες Πατέρες αποφεύγουν να δώσουν θετικές υποστατικές ιδιότητες στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, διότι εάν έκαναν αυτό που κάνει ο Αυγουστίνος δίνοντας υποστατικές ιδιότητες, τότε θα πρέπει να πούμε ότι, ό,τι ο Θεός είναι στην αιώνια ύπαρξή Του, - επί παραδείγματι ό,τι είναι ο Λόγος – αυτό μεταφέρει και στην οικονομία. Οπότε φθάνουμε σε μια αναγκαστική οικονομία. Διότι εάν ο Υιός είναι Λόγος του Θεού, η γνώση Αυτού, αυτή η γνώση πρέπει να μεταδοθεί και στην οικονομία για να γίνει γνωστός ο Θεός. Να μεταφερθεί στην Οικονομία αναγκαστικά δια του Υιού. Στο Μεσαίωνα είχε τεθεί το πρόβλημα, αν θα μπορούσε ένα άλλο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος να σαρκωθεί. Και η απάντηση που δόθηκε από άλλους ήταν ότι θα μπορούσε. Δεν υπάρχει καμιά λογική ανάγκη «γιατί μόνο ο Υιούς να σαρκωθεί». Από άλλους δόθηκε η απάντηση, και σήμερα δίνεται η απάντηση από τον Rahner κυρίως, και άλλους δυτικούς θεολόγους, ότι μόνο ο Υιός θα μπορούσε να σαρκωθεί. Διότι μόνον Αυτός είναι ο Λόγος, ο Οποίος κάνει γνωστό τον Θεό. Μέσα στον ίδιο τον Θεό αιώνια, ο Θεός γνωρίζει τον εαυτό Του δια του Υιού και Λόγου. Επομένως εάν ο Θεός θέλει να κάνει τον εαυτό Του γνωστό σε εμάς, στην οικονομία, θα πρέπει πάλι να χρησιμοποιήσει αυτό το όργανο που έχει ο Ίδιος, της γνώσεως, δηλαδή τον Λόγο. Θα ήταν επομένως αναγκαστική αυτή η επιλογή που έκανε, να σαρκωθεί ο Λόγος. Δεν θα ήταν ελεύθερη.

Εάν από την άλλη μεριά αποφύγουμε να δώσουμε θετικό περιεχόμενο στις ιδιότητες των Προσώπων και βεβαίως δεν ταυτίσουμε τον Λόγο με το γνωστικό όργανο του Θεού, τότε γιατί να σαρκωθεί μόνον ο Υιός; Δεν έχουμε λογική απάντηση, αναγκαστικό λογικό επιχείρημα που να πείθει ότι μόνο ο Υιός θα μπορούσε να σαρκωθεί, διότι μόνο Αυτός έχει την ιδιότητα αυτή. Αλλά το αφήνουμε στην ελευθερία, διότι ο Υιός είπε «Ναι» στον Πατέρα ελεύθερα και ανέλαβε αυτή την αποστολή, την οικονομία επάνω Του. Κινούμεθα σε ατμόσφαιρα ελευθερίας πλέον, και όχι σε ατμόσφαιρα λογικής ανάγκης. Διαφορετικά εάν δώσουμε θετικό περιεχόμενο στις υποστατικές ιδιότητες, κινούμεθα υποχρεωτικά σε λογική ανάγκη ως προς την οικονομία.

Ο Αυγουστίνος και ο Θωμάς ο Ακινάτος στήριξαν το Filioque στο επιχείρημα ότι αφού ο Υιός και Λόγος είναι η Γνώση του Θεού, και το Πνεύμα είναι η Αγάπη του Θεού, άρα το Πνεύμα πρέπει να εξαρτάται αιώνια επίσης στην προέλευσή Του και από τον Υιό διότι – το λέει σαφώς ο Αυγουστίνος αυτό, - η Γνώση προηγείται της Αγάπης. Δεν μπορείς να αγαπάς κάτι που δεν γνωρίζεις. Αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος. Έτσι δημιουργείται ένα λογικό επιχείρημα, μια λογική αναγκαιότητα. Εφ’ όσον δεν μπορείς να αγαπάς κάτι που δεν το γνωρίζεις, δεν μπορεί ο Θεός να αγαπά τον Εαυτό Του εάν δεν προηγηθεί η Γνώση Του μέσω του Υιού και μόνο με βάση την σχέση της μνήμης με τη γνώση που κάνει, συγκεκριμενοποιεί και πραγματοποιεί τη γνωστική ικανότητα του Νου που είναι ο Θεός. Μόνο πάνω σ’ αυτή τη βάση μπορεί να οικοδομηθεί η αγάπη, το Πνεύμα. Μ' αυτό τον τρόπο έχουμε λογικές αναγκαιότητες πλέον, όταν δώσουμε θετικό περιεχόμενο στις υποστάσεις, θετικές ιδιότητες. Κι όταν οι Έλληνες Πατέρες αποφεύγουν αυτό το θετικό περιεχόμενο, συγχρόνως εισάγουν ατμόσφαιρα ελευθερίας σ’ όλα αυτά τα μεγάλα ερωτήματα, όπως το: «γιατί να σαρκούται ο Υιός και όχι το Πνεύμα;»

Αλλά αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ταυτίσουμε την Τριάδα της οικονομίας απολύτως με την Τριάδα την αιώνια της Θεολογίας. Εδώ υπάρχει μια μεγάλη δυσκολία. Εάν δεν την ταυτίσουμε κινδυνεύουμε να πούμε ότι ο Θεός στην οικονομία δεν μας έδωσε και δεν μας έδειξε τον πραγματικό Εαυτό Του, αλλά κατά κάποιο τρόπο κάτι μας έκρυψε. Δεν μας είπε ποιος είναι πραγματικά. Συνεπώς δεν μπορούμε να πούμε ότι άλλη είναι η Θεολογική Τριάς και άλλη είναι η Οικονομική Τριάς. Πρέπει να πούμε ότι είναι μία και η αυτή Τριάς. Τότε σε τι συνίσταται η διαφορά; Η διαφορά συνίσταται στο ότι για την Θεολογική Τριάδα δεν μπορούμε να πούμε τίποτε το θετικό ως προς το περιεχόμενο των ιδιοτήτων των Προσώπων. Εδώ έχουμε ένα στοιχείο αποφατισμού. Για την «Οικονομική» Τριάδα μπορούμε να πούμε θετικά πράγματα ως προς τις ιδιότητες των Προσώπων, αλλά αυτό διότι τα Πρόσωπα αυτά ελεύθερα ανέλαβαν αυτού του είδους τις ιδιότητες μέσα στην οικονομία. Δηλαδή αν ο Υιός παρουσιάζεται ως η αποκάλυψη του Πατρός («ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα»), αυτό δεν σημαίνει ότι και στην αιώνια Τριάδα έχει ο Υιός αυτή την λειτουργία και την ιδιότητα. Εάν το Πνεύμα παρουσιάζεται ως αγάπη και ως κοινωνία, σε μας, ως Αυτό που δημιουργεί το δεσμό της αγάπης της Εκκλησίας, οικοδομεί την Εκκλησία, και όλα αυτά, αυτό δεν σημαίνει ότι και μέσα στην Αγία Τριάδα, στην Θεολογική Τριάδα, το Άγιο Πνεύμα κάνει αυτό το έργο. Διότι με την ίδια λογική θα έπρεπε να πούμε ότι και η Σταύρωση του Λόγου είναι και αυτή μέρος της αιώνιας, της Θεολογικής Τριάδος. Όπως με τη Σταύρωση ο Υιός αναλαμβάνει ένα λειτούργημα, μια ιδιότητα, μία σχέση την οποία δεν είχε προηγουμένως αιωνίως, έτσι και το Πνεύμα και οι άλλες ιδιότητες του Χριστού τις οποίες βλέπουμε στην οικονομία, δεν είναι προεκτάσεις των ιδιοτήτων των Προσώπων της Θεολογικής, της αιωνίου Τριάδος, αλλά είναι ιδιότητες τις οποίες παίρνουν τα Πρόσωπα αυτά ελεύθερα προς χάριν μας.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε επίσης μια άλλη πολύ σημαντική παρατήρηση. Ότι ακριβώς επειδή αυτές οι ιδιότητες έχουν σχέση με την οικονομία και όχι με την θεολογία, η διαφοροποίηση των ιδιοτήτων πρέπει να περιορισθεί μόνο στην οικονομία και όταν γίνεται λόγος για την θεολογία δεν επιτρέπεται να κάνουμε αυτές τις διαφοροποιήσεις. Δηλαδή να λέμε ότι ο Ένας είναι Αγάπη και ο Άλλος είναι Γνώση. Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να λεχθεί ως προς την θεολογία. Οπότε τι σημαίνει αυτό; Ότι στο επίπεδο της θεολογίας όλες οι ενέργειες, - διότι περί ενεργειών πρόκειται, - είναι ενιαίες, ταυτόσημες. Διαφοροποιούνται στο επίπεδο της οικονομίας.

Ας πάρουμε την Αγάπη του Θεού. Δεν μπορούμε να πούμε ότι η Αγάπη είναι χαρακτηριστικό Ενός μόνο Προσώπου. Πρέπει να πούμε ότι η Αγάπη είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των Προσώπων. Πηγάζει όπως και κάθε ενέργεια του Θεού από τον Πατέρα («Η αγάπη του Θεού και Πατρός») αλλά μετέχει σε αυτήν την ενέργεια, όπως μετέχει στην μία ουσία και στην μία ενέργεια και ο Υιός και το Πνεύμα. Και είναι κοινή η ενέργεια. Πάσα ενέργεια θεόθεν προερχομένη είναι κοινή των Τριών Προσώπων. Μόνο όταν φθάσουμε στο επίπεδο της οικονομίας, τότε αρχίζει αμέσως η διαφοροποίηση. Κατανομή των ιδιοτήτων και των αρμοδιοτήτων. Ενώ στη θεολογία δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό στο επίπεδο του αιωνίου Θεού.

Αυτό είναι σημαντικό και ως προς την ενότητα του Θεού από την άποψη πλέον όχι της ουσίας, για την οποία δεν μπορούμε να πούμε τίποτε αλλά από την άποψη της ενεργείας. Διότι όπως ξέρετε με την ενέργεια του Θεού επικοινωνεί ο Θεός με εμάς κι εμείς επικοινωνούμε μ’ Αυτόν. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έκανε αυτή τη διάκριση ουσίας και ενεργείας. Είναι βέβαια παλαιότερη, ανάγεται πάλι στους Καππαδόκες, αλλά τη συστηματοποίησε, την εκμεταλλεύτηκε περισσότερο, και ο σκοπός αυτής της διακρίσεως είναι να κρατηθεί η ουσία του Θεού ανεπηρέαστη από την οικονομία. Δηλαδή ο Θεός να διατηρήσει την υπερβατικότητά Του καθ’ ον χρόνον ενεργεί κατά την οικονομία.

Αλλά φυσικά δεν είναι η ενέργεια του Θεού κάτι που το αποκτά ο Θεός προκειμένου να κάνει την Οικονομία αυτή, αλλά είναι κάτι που υπάρχει ήδη. Αλλά στην θεολογία, δηλαδή προ της οικονομίας, η ενέργεια αυτή είναι ενιαία. Ενώ στην Οικονομία εκφράζεται διαφοροτρόπως χωρίς να δημιουργεί διαίρεση ή απόσταση ή χωρισμό των Τριών Προσώπων.

Τα τρία Πρόσωπα στην Οικονομία ενεργούν πάντοτε μαζί αλλά δεν κάνουν και τα τρία το ίδιο έργο. Η ενέργεια του Θεού διαφοροποιείται στο πεδίο της Οικονομίας, χωρίς να επιφέρει χωρισμό των Προσώπων. Όπου ο Πατήρ εκεί και ο Υιός, και το Άγιο Πνεύμα. Όπου ο Υιός εκεί και το Πατήρ και το Πνεύμα. Δεν μπορούν αυτά να χωρίσουν. Αλλά ό,τι κάνει ο Πατήρ, δεν είναι αυτό που κάνει ο Υιός κ.ο.κ. Αλλά όλες αυτές οι διαφορετικές λειτουργίες, αυτές οι διαφοροποιήσεις της ενεργείας του Θεού στην Οικονομία, δεν αποτελούν προεκτάσεις διαφοροποιήσεων μέσα στην «αιώνια» Τριάδα.

Η δυτική θεολογία έφθασε στο σημείο να συνδέει τις οικονομικές διαφοροποιήσεις με διαφοροποιήσεις μέσα στην «αιώνια» Τριάδα, με οντολογικές διαφοροποιήσεις δηλαδή. Και είναι αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους έχει εγκλωβισθεί και στο Filioque θεολογικά.

Η θέση των Ελλήνων Πατέρων δημιουργεί αμέσως μια ριζική διάκριση μεταξύ θεολογίας και οικονομίας, την οποία είχε ασφαλώς επισημάνει (και μάλιστα είναι αυτός που την εισήγαγε, γιατί προ αυτού δεν έχουμε παρόμοιες διατυπώσεις) ο Μέγας Βασίλειος. Και θα αναφέρουμε λίγο το ιστορικό αυτής της υποθέσεως.

Στο έργο του «Περί Αγίου Πνεύματος» ο Μέγας Βασίλειος εισάγει μια δοξολογία ή μάλλον εκεί μέσα υπερασπίζει μια δοξολογία, την οποίαν εισήγαγε στην επαρχία του στην Λειτουργία, η οποία ήταν διαφορετική από τη δοξολογία που ήταν τότε γνωστή και ήταν Αλεξανδρινής προελεύσεως. Η Αλεξανδρινή δοξολογία είχε τη μορφή:

«Δόξα τω Πατρί δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι».

Και η δοξολογία του Αγίου Βασιλείου, για την οποία προφανώς κατακρίθηκε και αναγκάσθηκε να απολογηθεί και για την οποία προηγουμένως λέει ότι είναι πολύ αρχαία, ήταν: «Δόξα τω Πατρί συν Υιώ συν Αγίω Πνεύματι», ή επίσης: «και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι». Δηλαδή αντικαθιστά το «δια» (δι’ Υιού) και το «εν» (Πνεύματι), αυτές τις προθέσεις με το «συν» ή το «και».

Έχει θεολογική σκοπιμότητα αυτή η αντικατάσταση, την οποία αναπτύσσει ο ίδιος στο περί Αγίου Πνεύματος. Η σκοπιμότητα είναι ότι με την πρώτη δοξολογία, την Αλεξανδρινή, με τις προθέσεις «δια» και «εν», γίνεται λόγος περί του Θεού με βάση την οικονομία. Διότι στην οικονομία εμφανίζεται ακριβώς ο Θεός σε μας ή εμείς Τον γνωρίζουμε μ’ αυτόν τον τρόπο, δια του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Αυτός ο τρόπος έχει και το στοιχείο της ιεραρχίας, της ιεραρχήσεως. Προηγείται ο Υιός και έπεται το Πνεύμα. Ο Μέγας Βασίλειος γράφει με αφορμή το ότι οι Πνευματομάχοι τους οποίους ήθελε να αντικρούσει, χρησιμοποιούσαν το «εν» (εν Αγίω Πνεύματι) σαν δηλωτικό χώρου για να πουν ότι εφ’ όσον στη δοξολογία μας λέμε «εν Πνεύματι» και το «εν» προϋποθέτει χώρο, επομένως το Πνεύμα είναι μεσ’ τη δημιουργία, μέσα στο χώρο και δεν είναι στη Θεότητα. Είναι αυτή μια αφορμή αλλά στην ουσία ήθελε να πει κάτι πολύ περισσότερο. Έκανε ουσιαστικά αυτή τη διάκριση αυτή, μεταξύ του τρόπου με τον οποίον αναφερόμαστε στον Θεό με βάση την Οικονομία και του τρόπου με τον οποίον αναφερόμαστε στον Θεό με βάση όχι την Οικονομία, αλλά περισσότερο με βάση την Ευχαριστιακή εμπειρία στη Λατρεία. Οπότε το σχήμα αυτό του «δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι» δεν είναι απαραίτητο για να εκφράσουμε τις σχέσεις Πατρός, Υιού και Πνεύματος. Αυτό είναι ένα σημείο πολύ λεπτό.

Μ’ αυτό τον τρόπο ο Μέγας Βασίλειος κάνει ένα είδος αποφατισμού διότι οι προθέσεις «δια» και «εν» λένε κάτι θετικό για τα Τρία Πρόσωπα ενώ το «συν» και το «και» δεν μας λένε τίποτα θετικό. Μας λένε απλώς ότι το ένα βρίσκεται δίπλα στο άλλο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο την «Θεολογία»(με την ακριβή έννοια του όρου) την απογυμνώνει ο Μέγας Βασίλειος από τις σχέσεις των τριών Προσώπων που παρατηρούμε στην Οικονομία. Και αυτό είναι σημαντικό, διότι ήδη οι Αλεξανδρινοί Πατέρες και κυρίως ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ακριβώς επειδή είχαν ως βάση τη δοξολογία αυτή, είχαν φθάσει ήδη στο σημείο να μεταφέρουν στην αιώνια ύπαρξη του Θεού το Filioque κατά κάποιον τρόπο. Δηλαδή την εξάρτηση του Πνεύματος από τον Υιό, ωσάν και αιωνίως το Πνεύμα να εκφέρεται δια του Υιού. Βεβαίως με πάρα πολλές επεξηγήσεις, που δεν σχετίζονται με το Παπικό Filioque.

Κατά την άποψη του Μεγάλου Βασιλείου, ο λόγος περί Θεού με βάση την Οικονομία, περιλαμβάνει σχέσεις των Προσώπων, οι οποίες δεν είναι κατ’ ανάγκην οι σχέσεις που υπάρχουν στο επίπεδο της Θεολογίας. Γι’ αυτό και κάνει αυτή την αλλαγή των προθέσεων στη δοξολογία. Τις αντικαθιστά με το «συν» και το «και», για να δηλώσει ότι ενώ για την Οικονομία μπορούμε να λέμε το «δια» και το «εν», υπάρχει άλλος τρόπος, αναφερόμενοι στη Θεολογία μόνο, να μη μιλούμε με το «δια» και το «εν». Επομένως κάνει μια βαθιά τομή μεταξύ της «Οικονομικής» και της «Αιωνίου» Τριάδος χωρίς να μιλάει για κάποια άλλη Τριάδα.

Το συμπέρασμα, λοιπόν απ’ αυτά, είναι ότι η Αγία Τριάς, την οποία βλέπουμε στην Οικονομία, μας επιτρέπει να δίνουμε θετικό περιεχόμενο στις υποστατικές ιδιότητες. Αλλά ένα θετικό περιεχόμενο το οποίο δεν μπορούμε να επεκτείνουμε μέσα στην «Αιώνια» Τριάδα.


Βιβλιογραφία

  • Ιωαννου Σ. Ρωμανίδου, «Πατερική Θεολογία» , Εκδόσεις Παρακαταθήκη, 2004

Εξωτερικοί Δεσμοί