Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Αρειανισμός

5.251 bytes προστέθηκαν, 16:17, 26 Μαρτίου 2011
μ
interwiki mk
 
Ο όρος '''αρειανισμός''' αναφέρεται στις [[Θεολογία|θεολογικές]] θέσεις που έγιναν ευρέως γνωστές από το θεολόγο και πρωτοπρεσβύτερο [[Άρειος|Άρειο]] (π. [[250]]-[[336]]), ο οποίος έζησε και δίδαξε στην [[Αλεξάνδρεια (Αιγύπτου)|Αλεξάνδρεια]] της [[Αίγυπτος|Αιγύπτου]] στις αρχές του [[4ος αιώνας|4ου αιώνα]]. Η πιο αμφιλεγόμενη πτυχή των διδασκαλιών του Άρειου αφορούσε τη σχέση μεταξύ του [[Θεός Πατέρας|Θεού Πατέρα]] και του προσώπου του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]] με σημαντικές [[Τριάδα|τριαδικές]] προεκτάσεις.
Σύμφωνα με τον [[Ορθοδοξία|ορθόδοξο]] [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμό]], ο αρειανισμός θεωρείται μια από τις τρεις πιο σημαντικές [[Αίρεση|αιρέσεις]], μαζί με τον [[Νεστοριανισμός|Νεστοριανισμό]] και τον [[Μονοφυσιτισμός|Μονοφυσιτισμό]]. Οι θέσεις που προάσπισε ο Άρειος τόνιζαν οτι ο Ιησούς ήταν δημιούργημα και όχι υπόσταση του [[Θεός|Θεού]].
Οι θέσεις αυτές βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση μεταξύ των υπηκόων της [[Βυζαντινή αυτοκρατορία|Βυζαντινής αυτοκρατορίας]] αλλά και σε όλα τα [[Γερμανική ιστορία|γερμανικά]] φύλα, με εξαίρεση τους [[Φράγκοι|Φράγκους]]. Οι θέσεις αυτές καταδικάστηκαν τελικά στο πρόσωπο του Αρείου από την [[Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας|Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας]] το [[325]] αλλά Α΄ και από την [[Πρώτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης|Πρώτη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης]] το [[381]]Β΄ Οικουμενική σύνοδο.
== Προέλευση ==
Ο Άρειος ήταν ένας ιδιαίτερα μορφωμένος πρωτοπρεσβύτερος της Αλεξανδρινής εκκλησίας με μεγάλη επιρροή στην τοπική εκκλησία. Σύντομα όμως περιήλθε σε ρήξη με τοπικούς κληρικούς λόγω διαφοροποιήσεων σε βασικές θεολογούμενες έννοιες οι οποίες κυρίως αφορούσαν την σχέση Πατέρα-Λόγου. Ο Άρειος κατά κύριο λόγο υποστήριξε την μοναρχία του Πατέρα και την κατωτερότητα του Λόγου, ο οποίος ήταν ένα απλό κτίσμα, ανώτερος μεν από τους ανθρώπους, μη μετέχοντας όμως και μη γνωρίζοντας, της ''Θείας Ουσίας''. Ο ίδιος σαφώς επηρεασμένος από [[Αριστοτέλης|αριστοτελική]] φιλοσοφία και τη θεολογική προσέγγιση του [[Λουκιανός Αντιοχείας|Λουκιανού του Αποσυναγώγου]] και συμμεριζόμενος απόψεις που εξέφρασε ο [[Ωριγένης]] περί της υποστάσεως του Λόγου, χρησιμοποίησε μια σύνθεση των δύο προτάσεων για τη σχέση Πατρός-Υιού, δημιουργώντας ένα νέο ρεύμα και μια νέα πρόταση περί της θειότητας του Λόγου. Οι αντιλήψεις αυτές δεν απηχούσαν στο πλήθος της τοπικής εκκλησίας, ούτε στην πλειοψηφία του ιερού εκκλησιαστικού σώματος, ούτε ακόμα και τις απόψεις του Λουκιανού, παρότι βρήκε ευρεία απήχηση ανάμεσα σε κληρικούς που ήσαν επηρεασμένοι από τις απόψεις του, αλλά και αργότερα σε πλήθος λαού στη [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]], αν και η μεγαλύτερη απήχηση προήλθε από τα γερμανικά φύλλα των [[Γότθοι|Γότθων]].
Ο Άρειος ανέπτυξε μια τριαδολογική θέση σε συνέχεια της προβληματικής που είχε αναπτυχθεί κατά τον [[2ος αιώνας|2ο]] και [[3ος αιώνας|3ο αιώνα]] περί της σχέσης Πατέρα και Λόγου. Στην πραγματικότητα όμως η έριδα στην τοπική εκκλησία της Αιγύπτου, ήταν και ο κύριος λόγος, όπως σήμερα ερμηνεύεται, της απόσχισής του από την τοπική εκκλησία, καθώς οι απόψεις του δεν φαίνονταν σταθερές από την αρχή της διαμάχης, δεχόμενες σημαντικές προσαυξήσεις μέχρι κι την καταδίκη από την [[Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας|Οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας]].
Η Αρειανή διαμάχη υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες και σφοδρότερες εκκλησιαστικές διενέξεις, με πολιτικές προεκτάσεις, η οποία αποτέλεσε ουσιαστικά το έναυσμα για το σαφή εννοιολογικό προσδιορισμό της σχέσης μεταξύ των τριών προσώπων Πατέρα-Υιού-Αγίου Πνεύματος, όπως αυτή μέσα από τα βαπτιστήρια σύμβολα και την απόκρουση δοξασιών της εποχής ([[Μοντανισμός]], [[Γνωστικισμός]], [[Μοναρχιανισμός]], [[Μανιχαϊσμός]]), είχε αρχίσει ήδη να διαμορφώνεται. Η διάρκεια της διαμάχης κράτησε περισσότερο από 3 αιώνες.
==Η διδασκαλία του==
Η διδασκαλία του Αρείου διαφοροποιούνταν από την διαμορφούμενη τότε ορθόδοξη εκκλησιαστική διδασκαλία, τόσο περί [[Αγία Τριάδα|τριαδικότητος]] του Θεού, όσο και την θειότητα του Υιού ως Λόγου, αφού θεολογούσε περί δύο Λόγων, ενός του ενδιαθέτου και προφορικού «''ως κτίσμα εκ του μη όντος, προ του χρόνου και των αιώνων, δημιουργηθείς τη βουλήσει του Θεού και ουχί της ουσίας Του''»<ref>Ιωάννου Ρωμανίδου, «Συμβολική και Δογματική Θεολογία», Τόμος Α΄, σελίς 210</ref> και ενός δευτέρου που «''ο Θεός εγέννησεν προ των αιώνων...εκ του μηδενός''»<ref>Ιωάννου Ρωμανίδου, «Συμβολική και Δογματική Θεολογία», Τόμος Α΄, σελίς 234</ref>. Επίσης, ο Άρειος αμφισβητούσε την υπόσταση του Υιού θεωρώντας την ως «άψυχο» πως ο Ιησούς Χριστός δεν είχε λογική ψυχή, αφού ο Λόγος ήταν αυτός που κατέλαβε τη θέση αυτής, ήταν δηλαδή «''άψυχο''» σώμα. Στην πραγματικότητα, οι αποκλίσεις του Αρείου δέχθηκαν μια συστηματική αύξηση μέχρι την [[Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας|Α΄Οικουμενική σύνοδο]], η οποία δεν εμφανιζόταν πριν τις έριδες. Οι σαφείς θέσεις του Αρείου αναφέρονται στην προς Νικομηδείας Ευσέβιο επιστολή του<ref>Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστ. 1,4</ref>, και είναι:
#Η θεμελιώδης ιδέα είναι ότι ο Θεός είναι «ένας «''ένας και μοναδικός»μοναδικός''» ([[Μοναρχιανισμός]]), σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αρίου Αρείου ο μόνος Θεός και Πατέρας είναι «μόνος»«''μόνος''», «μονάς» «''μονάς''» και μάλιστα «{{Πολυτονικό|ἄναρχος μονώτατος}}»<ref>Jaroslav Pelikan, ''The Christian Tradition: A History of the Development of Doctrine'', 1989, University of Chicago Press, σελ. 194. Σχετική πηγή αποτελεί ο [[Δίδυμος Αλεξανδρείας]], ο οποίος αναφέρει: «{{Πολυτονικό|Εἰ ἐκφεύγειν τὸ ἔγκλημα τῆς κτισματολατρείας τοὺς πιστεύοντας τῷ Υἱῷ παρεγγυᾷ Παῦλος͵ ἔτι δὲ καὶ ἀθέους ἀποκαλεῖ τοὺς πρὸ τούτου ἐκτὸς τοῦ Υἱοῦ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα '''μόνον''' ἐγνωκότας· οὐ κτίσμα ὁ Θεὸς Λόγος}}». (Δίδυμος Αλεξανδρείας, ''Περί της Αγίας Τριάδος'', 3:16 [39:865])</ref>.
# Ο Υιός δεν είναι «κατά φύση» και «κατ'ουσίαν» αληθινός Θεός, αφού είναι «εν χρόνω» δημιούργημα του Θεού. Αν και ο Υιός θεωρούνταν κτίσμα, εντούτοις τού αποδιδόταν ειδική Θειότητα<ref>Jaroslav Pelikan, ''The Christian Tradition: A History of the Development of Doctrine'', 1989, University of Chicago Press, σελ. 199.</ref>.
#Ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι «συνάναρχος» και «συναΐδιος» προς τον Πατέρα, γι'αυτό και Πατήρ δεν ήταν πατέρας πριν δημιουργήσει τον Υιό. Μάλιστα ο ίδιος δεχόταν μόνο ένα Θεό, «αγέννητο», «άναρχο» και η γέννηση του Υιού δε μείωνε την απόλυτη μοναρχία του Πατρός.
#Όσον αφορά το [[άγιο Πνεύμα]], ο Άρειος πίστευε ότι ήταν πρόσωπο αλλά κατώτερο και από τον Πατέρα και από τον Γιο<ref>«Ο Άρειος αναγνώριζε ότι ήταν αναγκαία η αποδοχή της Ωριγενιστικής αντίληψης της ''υπόστασης''. Έφτασε μάλιστα έως του σημείου, και καταφανώς όπως ο Ωριγένης, να αναφέρεται σε τρεις υποστάσεις, δηλ. τρία πρόσωπα —τον Πατέρα, τον Γιο και το Άγιο Πνεύμα. Συνεπώς ο Άρειος αποδεχόταν επίσης μια ανώτερη Τριάδα [...] σύμφωνα με την γενικότερη τροπή που είχε πάρει το δόγμα περί Θεού από τον δεύτερο αιώνα και έπειτα». (Bernhard Lohse, ''A Short History of Christian Doctrine'', Fortress Press, 1985, σελ. 49)</ref>.
#Ο Άρειος πίστευε στη θεϊκή τριάδα, η οποία όμως δεν ήταν αιώνια αλλά σχηματίστηκε σταδιακά: ο Θεός ήταν αρχικά η αιώνια «μονάδα», η «δυάδα» ήρθε σε ύπαρξη όταν γεννήθηκε ο Γιος και η «τριάδα» υπήρξε όταν παράχθηκε το Πνεύμα, δηλαδή η σοφία του Θεού.
# Ο Άρειος δίδασκε πως Ουσία σημαίνει κατ'ανάγκη, ενώ ενέργεια κατά βούληση, κάτι που ορθόδοξη θεολογία απορρίπτει.
Η διδασκαλία του Αρείου αποτελούσε μέρος της ευρύτερης προβληματικής σχετικά με την θειότητα του Υιού και τη σχέση με το Πατέρα που απασχολούσε τις χριστιανικές εκκλησίες κατά τον [[2ος αιώνας|2ο]] και [[3ος αιώνας|3ο αιώνα]]. Ο Άρειος όμως ουσιαστικά συνέδεσε τα ακραία στοιχεία της [[Αντιοχειανή Θεολογική Σχολή|αντιοχειανής θεολογίας]], με βάση την Αλεξανδρινή-Ωριγενιστική ερμηνευτική θεολογία. Δηλαδή τη διάκριση Υιού από το Λόγο του Θεού, με τάσεις αποδοχής ως «απρόσωπη» και «ανυπόστατη» δύναμη του Θεού (Αντιοχειανή) και την υποταγή του Υιού προς το Λόγο, που ταύτιζε η Αλεξανδρινή. Και πράγματι, ενώ η αλεξανδρινή θεολογία απέφευγε τον χωρισμό του Λόγου από τον Υιό, η αντειοχιανή θεολογία επέμενε σε μια διαίρεση του Λόγου προς τον Υιό. Τελικά η νέα αυτή δογματική αντίληψη, αλλοίωσε και τις δύο θεολογικές προσεγγίσεις προβάλλοντας αυτή τη διάκριση στην αρχή του χρόνου. Έτσι, ο Αρειανισμός αποτέλεσε μια σύνθεση της αντειοχειανής και αλεξανδρινής θεολογικής ερμηνευτικής θεολογίας, με έμφαση στην ερμηνευτική του [[Λουκιανός ο Αποσυνάγωγος|Λουκιανού του Αποσυναγώγου]], παρότι ο ίδιος ουδέποτε υπήρξε υπέρμαχος αυτών των απόψεων, αφού το προτεινόμενο σύμβολό του, δεν περιείχε παρόμοιες ακραίες θέσεις. Ο συνθετικός δε χαρακτήρας της θεολογικής προσέγγισης ήταν και ο λόγος πιθανότατα, της ευρείας απήχησης που βρήκε, περιλαμβανομένων και χριστιανών που αποδέχονταν τις θέσεις του Λουκιανού και του [[Ωριγένης|Ωριγένη]].
 
Τo σημείo στo οποίo επικεντρώθηκε η απολογητική τακτική των πατέρων και βάση η οποία προσπάθησαν να καταρρίψουν την Αρειανική θεολογία, ήταν πέρα από την αγιογραφική θεμελίωση των εμφανίσεων του Λόγου στην [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιά]] και τη [[Καινή Διαθήκη]], τα σημεία στα οποία περιέπεσαν σε αντιφάσεις. Εν αρχή «''Ενώ οι Αρειανοί ετόνιζον τόσον πολύ το κατά πάντα άγνωστον της ουσίας του Θεού, ώστε να μη την γνωρίζη ούτε ο προ των αιώνων γεννηθείς Λόγος, παρά ταύτα ισχυριζόμενοι ότι το κατ' ουσίαν σημαίνει κατ' ανάγκην, κατήντουν αυτοί αντί του Λόγου να γνωρίζουν την θείαν ουσίαν''»<ref>Ιωάννου Ρωμανίδου, «Συμβολική και Δογματική Θεολογία», Τόμος Α΄, σελίς 237</ref>. Οι πατέρες μάλιστα προσπάθησαν να αποδείξουν οτι το φύσει γεννάν, δεν είναι αναγκαίως, όπως οι αρειανοί θεολογούσαν. Οι αρειανόφορνες άλλωστε, με αυτή τη διαπίστωσή τους, ουσιαστικα εισήγαγαν είδος Αριστοτελικής φιλοσοφίας<ref>Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά Α, 5,1015a 20-1015b 15</ref>, θέτοντας περιορισμό στη Θεία φύση, εφ'όσον αυτή, «''αναγκαζόταν από κάτι''» και δεν ήταν υπερβατική κατά πάσα αρχή ενέργεια. είτε φυσικώς, είτε ενεργητικώς. Για αυτό το λόγο, ο [[Μέγας Αθανάσιος]] ερωτά χαρακτηριστικά, «''«Και τις ο την ανάγκην επιβαλών αυτώ, πονηρότατοι;''»<ref>Βλ. Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών 3, 62, PG 26, 453ΑΒ</ref> και συνεχίζει με ένα ακόμα ερώτημα, ώστε να αποδείξει την ορθότητα των επιχειρημάτων της εκκλησίας. Το να είναι ο Θεός αγαθός και οικτίρμων, είναι ιδιότητα που την έχει ο Θεός με τη θέλησή του ή χωρίς τη θέλησή του; Αν δεχτούμε ότι την ιδιότητα αυτή την έχει με τη θέλησή του, αυτό σημαίνει ότι άρχισε κάποτε να είναι αγαθός και ότι θα μπορούσε, εφόσον το ήθελε, να είναι και κακός. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν ενδεχόμενο μόνον εφόσον θα σκεφτόταν και θα αποφάσιζε για την αγαθότητα του, πράγμα τελείως άτοπο και απαράδεκτο για τον Θεό. Αν δεχτούμε επίσης ότι είναι αγαθός και οικτίρμων χωρίς τη θέλησή του, τότε σύμφωνα με το σκεπτικό των Αρειανών έχει την αγαθότητά του κατ' ανάγκην και χωρίς να το θέλει. Ποιος όμως του επέβαλε αυτή την ανάγκη; Όπως λοιπόν ο Θεός είναι πάντοτε «''φύσει''» αγαθός, χωρίς να έχει την αγαθότητά του δεδομένη κατ' ανάγκην, έτσι και κατά μείζονα λόγο είναι ως Πατήρ «''αεί γεννητικός τη φύσει''», δηλαδή «''φύσει''» Πατήρ του Υιού του και όχι «εκ βουλήσεως''»<ref>PG 26, 453C-456A</ref>.
==Αρειανή διαμάχη==
=== Η αρχική αντιμετώπιση στην τοπική εκκλησία ===
Κατά τη δημιουργία του Αρειανισμού, η εκκλησιαστική αντιμετώπιση είχε καθαρά τοπικό χαρακτήρα. Ο Αλέξανδρος, πληροφορούμαστε από τον Σοζωμενό<ref>Εκκλ.Ιστορ. 1,15</ref>, θέλησε να βρει μια τομή ώστε να παύσει η έριδα μεταξύ Κόλλουθου και Άρειου, χωρίς να ενδιαφερθεί για την ουσία της διαφωνίας, κυρίως λόγο και της θεολογικής αμφιταλάντευσης του ιδίου, εφαρμόζοντας μια πιο διαλλακτική στάση. Το συνέδριο όμως που συνεκλήθει είχε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς ενέτεινε τη διαφορά. Το ίδιο διάστημα φαίνεται πως οι ακόλουθοι του Κόλλουθου (υποστήριζαν ότι Υιός του Θεού αειγεννής, συναγέννητος, αγεννητογενής), υπερτερούσαν, με αποτέλεσμα να αποδοκιμάζουν τον Αλέξανδρο για την διαλλακτική πολιτική που εφήρμοσε. Εν τέλη και οι δύο απειθάρχησαν προς τις αποφάσεις της συνόδου και αποσχίσθηκαν από την εκκλησία, ο μεν Κόλλουθος ακολουθώντας το σχίσμα του Μελιτίου, ο δε Άρειος δημιουργώντας τις αρχικές δομές του Αρειανισμού. Ο Άρειος όμως περιφερόμενος διακήρυττε «την «''την εκείνου (Αλεξάνδρου) χριστεμπορία θεωρούντες, ουκ έτι της εκκλησίας υποχείριοι μένειν εκαρτέρησαν»εκαρτέρησαν''»<ref>Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστορ. 1,3</ref>. Αυτή η πολεμική αλλά και η όξυνση της χριστολογικής διαφοράς, υποχρέωσαν και σύγκληση νέας συνόδου, η οποία αποφάσισε την καθαίρεση του Αρείου και την καταδίκη της διδασκαλίας του. Στο συνέδριο μάλιστα ο Άρειος κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για όλες τις πράξεις του και τις διδασκαλίες του, αλλά ο ίδιος έκρινε σκόπιμο να μην παραστεί. Παρόλα αυτά περιφέρετο στην Αλεξάνδρεια και υποστήριζε πως «ακρίτως» «''ακρίτως''» και «ηδικημένος» «''ηδικημένος''» κατεδικάστη, τη στιγμή που οι οπαδοί του, λόγω της καταδίκης, προέβαιναν σε δυναμικές αντιδράσεις<ref>Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστ. 1,3</ref>.
Ο Άρειος στην [[Αλεξάνδρεια]] βρήκε πενιχρή απήχηση, με αποτέλεσμα να αποστείλει επιστολές σε επισκόπους που αποδέχονταν θέσεις του Λουκιανού και του Ωριγένη με σκοπό να βρει περισσότερα ερείσματα. Οι επιστολές του Αρείου φαίνεται τελικά πως βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση σε αυτούς, αλλά αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη ευαισθησία από το σύνολο της ανατολικής εκκλησιαστικής κοινότητας. Μάλιστα ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η μομφή του Άρειου, ότι ο Αλέξανδρος είχε περιπέσει στο [[Μοναρχιανισμός|Σαβελλιανισμό]].
Την ίδια περίοδο ο Άρειος συνέταξε τη ''[[Θάλεια]]'', ένα κείμενο που περιείχε διάφορα είδη οδοιπορικών, ναυτικών και επιμυλίων ασμάτων με θεολογικό περιεχόμενο. Η συγκρότηση της ''Θάλειας'' ως κείμενο δηλωτικό των Αρειανικών θέσεων, είχε σαν αποτέλεσμα τη σύγκληση νέας υπερτοπικής αυτή τη φορά συνόδου, το [[320]] η οποία καταδίκασε παμψηφεί και ομοφώνως την αιρετική διδασκαλία του Αρείου, αναθεματίζοντας και τους οπαδούς του. Η αδράνεια όμως στην προκλητική συμπεριφορά των οπαδών τού Αρείου είχε προκαλέσει μεγάλη δυσφορία σε μέρος της εκκλησιαστικής κοινότητας, τη στιγμή που ο Κόλλουθος αποτελούσε ιδιαίτερο στόχο του Αρείου, αφού του πρόσαπτε την καταδίκη του. Ο Κόλλουθος εντέλει θεληματικώς απεσχίσθη, συνεχίζοντας όμως το σκληρό αγώνα κατά του Αρείου.
Ο Αλέξανδρος βλέποντας πως η αδράνειά του προκάλεσε διχασμό, όχι μόνο πλέον στην τοπική εκκλησία, αλλά και στο σύνολο της εκκλησίας, ανέλαβε πρωτοβουλίες συγγράφοντας πλήθος επιστολών προς τις κεφαλές των εκκλησιών και τους κυριότερους επισκόπους της εποχής. Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή όταν ο [[Λικίνιος]] επηρεασμένος από τον Αρειανόφρονα [[Ευσέβιος Νικομήδειας|Ευσέβιο Νικομήδειας]]<ref>Είχαν συγγενική σχέση</ref>, λόγω συγγενικής σχέσης, απαγόρευσε τη σύγκληση συνόδων ή επικοινωνίας μεταξύ επισκόπων το [[322]]. Οι επιστολές που διασώζονται είναι 2 και έχουν σαφή καταγγελτικό λόγο κατά των Αρειανοφρόνων επισκόπων και κληρικών, ιδίως δε προς τον Ευσέβιο Νικομήδειας, καθώς και μια σύντομη αναίρεση των δογμάτων του Αρείου με βάση την [[Αγία Γραφή]]. Επίσης δημιουργήθηκε μια συλλογή που ονομάσθηκε ''Τόμος'', η οποία περιείχε το κείμενο της καθαιρέσεως και τις επιστολές του Αλεξάνδρου με την αναίρεση των Αρειανικών θέσεων. Ο Αλέξανδρος έτσι πέτυχε συντριπτικό πλήγμα στην Αρειανή διδασκαλία, αφού το κείμενό υπογράφηκε από την πλειοψηφία των επισκόπων, ενώ ταυτόχρονα πέτυχε να αναδείξει τις θεολογικές αρχές τις αλεξανδρινής θεολογίας, προσανατολισμένες στη βάση της αντιμετώπισης των Αρειανικών δοξασιών.
===Α΄ Οικουμενική σύνοδος===
Οι εξελίξεις την περίοδο αυτή και μέχρι το θάνατο του Κωνστάντιου είχαν τη σφραγίδα του αυτοκράτορα. Ο ίδιος υποστήριξε με θέρμη τους «''ομοίους''», οι οποίοι ενώ αρχικά, όπως είδαμε συμφώνησαν προς μια πιο μετριοπαθή πολιτική που τους έφερε σε σύγκληση με τους «''ομοιουσιανούς''», υπαναχώρησαν σε προγενέστερες απόψεις διενεργώντας σύνοδο το [[351]] στο [[Σίρμιο]] και συντάσσοντας σύμβολο, το οποίο δήλωνε τον Υιό «''υποταγμένον τω Πατρί''». To σύμβολο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως θεολογική βάση για την επιβολή του Αρειανισμού σε Ανατολή και Δύση, με παράλληλη υποχρέωση όλων των επισκόπων να το αναγνωρίσουν όπως μαρτυρεί ο επίσκοπος Ρώμης [[Λιβέριος Ρώμης|Λιβέριος]] στην επιστολή προς «Ανατολικούς επισκόπους»<ref>PG 67,489-494</ref>. Όσοι αρνήθηκαν εξορίστηκαν μεταξύ αυτών και οι Κορδούης Όσιος, Όσιος Μεδιολάνων Διονύσιος, Βαρκέλλων Ευσέβιος, Καλάρεως Λούκιφερ, Πικταβίου Ιλάριος κ.α., προωθώντας στις θέσεις τους επισκόπους της παρατάξεως των «''Ομοίων''». Οι «''όμοιοι''» μάλιστα σε μια επίδειξη δύναμης σε νέα σύνοδο το [[359]] στη [[Σελεύκεια]] καταδίκασαν και τον όρο «''ανόμοιος''»<ref>Επιφανείου, κατά Αιρέσεων, 73,15</ref>, όπως και τους όρους «''ομοούσιος''» ή «''όμοιος''». Οι «''ομοιουσιανοί''», σε σύνοδο στην Άγκυρα το [[358]] υπό την προεδρία του Βασιλείου Αγκύρας, εξέδωσαν 18 αναθεματισμούς σε συγκεκριμένες θεολογικές θέσεις των «''ανομοίων''», καθώς και ένα 19ο αναθεματισμό, κατά του «''ομοουσίου''» που τον χαρακτήριζαν ως [[Μοναρχιανισμός|Σαβελλιανιστινό]]<ref>Επιφανείου, κατά Αιρέσεων73, 2-11,12-22 και Σοζωμενός, Εκκλ.Ιστ.5,12</ref>. Η κοινοποίηση των αποφάσεων αυτών βρήκε σύμφωνο τον Κωνστάντιο ο οποίος συγκάλεσε νέα σύνοδο στο Σίρμιο, η οποία συνέταξε νέο σύμβολο το [[359]], με σύμπραξη «''ομοίων''» και «''ομοιουσιανών''», η οποία χαρακτήριζε τον Υιό «''όμοιον δε λέγομεν τον Υιόν τω Πατρί κατά πάντα, ως και αι αγίαι γραφαί λέγουσιν''»<ref>Επιφανείου, κατά Αιρέσεων, 73</ref>.
Οι έριδες όμως δεν έπαψαν και ενώ οι νικαϊστές επίσκοποι έδειχναν να μένουν εκτός οργάνων λήψεων των αποφάσεων, βρήκαν ευκαιρία να δηλώσουν την παρουσία τους λόγω των εσωτερικών αρειανικών ερίδων. Ο Κωνστάντιος αξίωσε για τη γεφύρωση του χάσματος ''δίδυμη οικουμενική σύνοδο'', κάτι που όλες οι αρειανίζουσες ομάδες επεδίωξαν. Έτσι συγκλήθηκε σύνοδος συγκλήθηκαν δύο παράλληλες σύνοδοι το [[359]] στη στο [[Αριμίνο]] του [[Ρίμινι]] και τη Σελεύκεια, με παρουσία 400 περίπου επισκόπων.. Η βάση της συνόδου ήταν το σύμβολο του Σιρμίου ή 4ου συμβόλου του Σιρμίου του [[359]]. Η απόφαση όμως των επισκόπων ήταν καταδίκη των αρειανικών απόψεων και επιβεβαίωση του Συμβόλου της Νίκαιας του [[325]], με παράλληλη απόφαση καθαίρεσης των αρειανοφρόνων. Η απόφαση αυτή πάρθηκε στις 21 Ιουλίου του [[359]]. Όμως η σύνοδος έπρεπε να κυρωθεί από τον Αυτοκράτορα και κατά σύνοδο της κυρώσεως στη Νίκη της Θράκης, αντιπρόσωποι των «''ομοίων''» και σύμβουλοι του αυτοκράτορα μετά από πιέσεις και απειλές υποχρέωσαν σε άρνηση της αποφάσεως και επικύρωση του συμβόλου του Σιρμίου, απαλείφοντας και την «''κατά πάντα''» ομοιότητα, που έθεταν οι «''ομοιουσιανοί''». Ο έπαρχος Ταύρος μάλιστα πίεσε τους επισκόπους που έλαβαν μέρος στη σύνοδο να δεχθούν το σύμβολο του Σιρμίου, και σε νέα σύνοδο 160 επισκόπων στη Σελεύκεια το [[359]], αρχικά απέρριψαν και πάλι το σύμβολο, τελικά όμως μετά την παρέμβαση του αυτοκράτορα η σύνοδος υποχρεώθηκε σε υπογραφή του Συμβόλου του Σιρμίου, καθαιρώντας τον Αέτιο, ηγέτη των «''ανομοίων''», και τους κυριότερους επισκόπους των «''ομοιουσιανών''»<ref>Μέγας Αθανάσιος, Περί των Γενομένων εν Αριμίνω και Σελευκεία συνόδων και Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστ. 2, 28</ref>.
Η έριδα ανάμεσα σε «''ομοίους''» και «''ομοιουσιανούς''» κλιμακώθηκε, αλλά στο τέλος αυτής της περιόδου ήρθαν στη επιφάνεια δυο μεγάλα θεολογικά ζητήματα. Αφ'ενός η θεμελίωση του όρου «''όμοιος''», αφετέρου ο σαφής προσδιορισμός των όρων «''υπόσταση''», «''πρόσωπο''», «''ουσία''», που αποτέλεσε το δρόμο προς την [[Β΄ Οικουμενική Σύνοδος|Β΄ οικουμενική σύνοδο]].
[[Κατηγορία:Αιρέσεις]]
[[Κατηγορία:Ζωτικά Άρθρα|Α]]
 
[[ar:آريوسية]]
[[en:Arianism]]
[[mk:Аријанство]]
[[ro:Arianism]]
6.119
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης