Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας
Θεολογική σχολή της Αντιόχειας αποκαλείται η θεολογική και εν συνεχεία μοναστική ερμηνευτική σχολή που ιδρύθηκε από τον Λουκιανό Αντιοχείας στην Αντιόχεια της Συρίας κατά τις αρχές του 3ο αιώνα. Ακριβή ημερομηνία περί της δημιουργίας της δεν έχουμε, αλλά ούτε και περί του περιγράμματος αυτής[1]. Ο όρος αντιοχειανή σχολή, χρησιμοποιείται από τους θεολόγους και τους ερευνητές και προ της ίδρυσης της σχολής, περισσότερο ως συμβατική έννοια κατ' αντιστοιχία με την Αλεξανδρινή θεολογική σχολή, για να προσδώσει τις ερμηνευτικές και θεολογικές τάσεις της περιοχής. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα πως διάφοροι ερευνητές βλέπουν πως η ίδρυση της σχολής στόχο είχε να ανταγωνιστεί της θεολογική σχολή της Αλεξάνδρειας[2]. Γεγονός σήμερα θεωρείται, με βάση την ποικιλία θεολογικών προσεγγίσεων που ανέπτυξαν αντιοχείς θεολόγοι, πως η σχολή αυτή δεν είχε σαφή θεολογική κατεύθυνση, αλλά ελεύθερη και ανοιχτή. Έτσι όταν μιλάμε για αντιοχειανή θεολογία, επί της ουσίας μιλάμε για δύο πράγματα συνδεόμενα, αλλά μη ταυτιζόμενα. Την ερμηνευτική τακτική και τη θέση στο χριστολογικό θέμα.
Η θεολογική μέθοδος που ακολουθούσε ήταν επηρεασμένη από τον λεγόμενο "Δυναμικό μοναρχιανισμό" και έθετε ως βάση της μελέτης των Γραφών τη λεγόμενη "κριτική ιστορικογραμματική μέθοδο". Επίσης θεμελίωνε την ανάπτυξη της θεολογίας στην εναρμόνιση της γραμματικής έννοιας για την Αποστολική παράδοση και την Αγία Γραφή. Κατά πολλούς η θεολογική σχολή της Αντιόχειας είχε υιοθετήσει μια αριστοτελική ερμηνευτική προσέγγιση στην ερμηνεία των Γραφών, αποφεύγοντας την αλληγορική μέθοδο που ακολουθούσε η έτερη σπουδαία θεολογική σχολή της Ανατολής που ήταν η Αλεξανδρινή, με στόχο την ορθολογικότερη θεολογία των Γραφών. Θα λέγαμε πως "ουσιαστικά διατήρησε και ανέπτυξε τις αρχές της, ήτοι την ελεύθερη επιστημονική έρευνα και την γραμματική και ιστορική ερμηνεία της Αγίας Γραφής"[3].
Οι σημαντικότερες προσωπικότητες της σχολής ήταν οι Διόδωρος Ταρσού, Θεόδωρος Μοψουεστίας, Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Θεοδώρητος Κύρου. Φοίτησαν επίσης οι σπουδαίοι θεολόγοι όπως οι Ευσέβιος Νικομήδειας, Θεογνίς Νικαίας, Αθανάσιος Αναζαρβού. Πάνω στη βάση της θεολογίας της σήμερα πιστεύεται πως στήριξε ο Άρειος το οικοδόμημα του αρειανισμού, αλλά και ο Νεστόριος του Νεστοριανισμού (για το Νεστοριανισμό, ειδικώς η θεολογία των Θεοδώρου Μοψουεστιας και Διοδώρου Ταρσού[4]). Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος καίτοι μαθήτευσε σε αυτή χαρακτηρίζεται ως ο άνθρωπος ο οποίος υπερέβη τόσο με τη χριστολογία του όσο και την ερμηνευτική τακτική του τη μέση αντοχειανή θεολογία, προσδίδοντας νέα πνοή στη σχολή κατά τον 4ο αιώνα και χρησιμοποιώντας στοιχεία αλληγορικής μεθόδου. Πίστευε όμως σταθερά πως η ιστορικογραμματική μέθοδος αρκεί ώστε να επιτευχθεί ο στόχος, που είναι το σωτήριο μήνυμα των Γραφών. Η υπέρβαση στο χριστολογικό δόγμα του Χρυσοστόμου ήταν η απόδοση προς το πρόσωπο του Λόγου των εννοιών "συνοχή" και "συνάφεια". Σε ότι αφορά την αρχή της ερμηνευτικής αλλαγής είχε ξεκινήσει από τον Διόδωρο Ταρσού, ο οποίος μετέτρεψε αρχικά τη σχολή σε μια ημιμοναστική κοινότητα, έστω και αν και η θεολογία του παρέμεινε αρκετά διαφοροποιημένη, από αυτή του Χρυσοστόμου.
Η αντιοχειανή θεολογική σχολή χαρακτηρίζεται από 3 κύριες περιόδους
- Πρώιμη Περίοδος (270 έως αρχές 4ου αιώνα)
- Μέση περίοδος (αρχές 4ου αιώνα εως 433)
- Ύστερη περίοδος (433 και ύστερα)
Υποσημειώσεις
Βιβλιογραφία
- Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Α' και Β', 3η έκδ., Αθήνα 2002
- Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Αποστολική Διακονία, 2η έκδ., Αθήνα 2006
- Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Πατρολογία, τόμ. Β', έκδ. 2η, Αθήνα 1999
- Φούγιας Μεθόδιος, "Το Ελληνικό υπόβαθρο του χριστιανισμού", Αποστολική Διακονία, Αθήνα.
- Δεληκωστόπουλος Αθανάσιος, "Ελληνικός στοχασμός και χριστιανική διανόηση-Η φιλοσοφία των πατέρων", Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1993.