12.398
επεξεργασίες
Αλλαγές
μ
→Χριστολογία
Η υπόσταση του Λόγου είναι σύνθετη και διπλή και το όνομα ''Χριστός'' είναι το μοναδικό και ένα όνομα αυτής, που προσδιορίζει την ένωση (φυσικά δε μιλάει εδώ για ονοματοκρατία). Η ανθρώπινη φύση βρίσκεται ενυποστατικώς στην υπόσταση του Λόγου και οι δύο φύσεις δεν είναι χωριστές αλλά και ούτε αναμεμιγμένες, είναι ''ασύχητες'' και ''αναλλοίωτες'', ''αμοιβαία μεταδιδόμενες'' και ''αμοιβαία περιχωρούμενες''. Έτσι η ανθρώπινη φύση θεώνεται και σε καμία περίπτωση δε μεταβάλλεται, δε μεταμορφώνεται, μεταλλάσσεται ή αναμιγνύεται, λόγω της ένωσής της με τη θεία. Η περιχώρηση αυτών των φύσεων στον ''Ιωάννη το Δαμασκηνό'' και κατά τους πατέρες νοήται μονοπλεύρως από την ανθρώπινη προς τη θεϊκή φύση, αφού η σάρκα δεν μπορεί λόγω κτιστότητας να διεισδύσει στη θεϊκή. Αντίστοιχα και με τη θέληση, δε μπορεί να νοηθεί ως αναμεμιγμένη, αλλά προς μία εναρμόνιση με τη θεία. Η ''θέληση'' και η ''ενέργεια'' ανήκουν άλλωστε στη φύση και όχι στην υπόσταση. Είναι λοιπόν διαφορετικό πράγμα το αιρετό-γνωμικό θέλημα, από το φυσικό. Γι αυτό και η ιδιότητα του ''"θέλειν"'' ανήκει στην ανθρώπινη φύση, σε αυτή δε προκηρύσσεται η εικών του θεού, διότι ελευθερία και η θέληση είναι θεϊκά χαρακτηριστικά. Η οριστικοποίηση όμως της θελήσεως δεν ανήκει στη φύση και έτσι η ανθρωπότητα δεν έχει γνώμη στην υπόσταση του Λόγου, διότι ο Θεός είναι όν παντογνωστικό. Εφόσον η ψυχή του Κυρίου γνώριζε τα πάντα, η ανθρώπινη επιθυμία δε χωριζόταν από τη θεία θέληση, συνέπιπτε δε με αυτή ελεύθερα και φυσικά χωρίς να καταναγκάζεται, αφού η σάρκα εκινείτο ελευθέρως και όχι όπως στην περίπτωση των προφητών. Έτσι οι θελήσεις μπορεί να διαχωρίζονται μόνο κατά φύση και όχι κατά τη διάθεση, αφού αυτή ήταν πάντα αγαθή και ταυτισμένη.
Ο [[Ιησούς Χριστός]] δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά ενισχυμένος με τη θεότητα, όπως και δεν τελούσε όλα τα έργα της θεότητας διότι μετριαζόταν από την ανθρώπινη φύση. Πέρα αυτών τονίζει ιδιαιτέρως πως ο Ιησούς είχε δύο νόες και μέσω του ανθρωπίνου νου ενώθηκε ο θεϊκός Λόγος με τη σάρκα, όχι με ενοίκηση, αλλά με εγκατοίκηση. Αποδεχόμενος οικειοθελώς δε αυτό ο Ιησούς πάντοτε σκεπτόταν ως άνθρωπος, μετέχοντας όμως της κυρίαρχης δραστηριότητας του Λόγου, διαθέτοντας τα πάντα όχι ως φυσικός ανθρώπινος νους, αλλά ως νους υποστατικά ενωμένος με το Θεό. Χαρακτηριστικό σημείο της υποστάσεως του Ιησού είναι ο υπομνηματισμός πάνω στο ευαγγελικό χωρίο της προσευχής Του στη Γεθσημανή, τονίζοντας πως ο Ιησούς δεν είχε ανάγκη την προσευχή, έπραξε όμως κάτι τέτοιο, διότι είχε προσλάβει την ανθρώπινη φύση και έτσι μιμήθηκε για εμάς, ότι ήταν πρέπων για εμάς, πληρώνοντας έτσι κάθε συνήθεια για εμάς. Γι αυτό άλλωστε δέχθηκε τα πάντα από την ανθρώπινη φύση ακόμα και αυτά τα ''αδιάβλητα πάθη'', τα οποία ήταν κατά φύση και υπέρ φύση εκουσίως ηθελημένα, επηρεάζοντάς τον όμως εξωτερικά και όχι εσωτερικά, δηλαδή μόνο την ανθρώπινη φύση και ποτέ τη θεϊκή. Με την εκούσια πρόσληψη αυτών των παθών, ο Κύριος καταργεί τη δουλικότητα της ανθρωπίνης φύσεως προς την αμαρτία, λαμβάνοντας ο ίδιος μορφή δούλου για να ελευθερώσει από τη δουλεία. Τελικώς θανατώνεται εκουσίως διότι ο θάνατος είναι ο μισθός της αμαρτίας και γι αυτό αποκαλείται ο θάνατος αυτός θυσία, η οποία δε συμβαίνει για να ικανοποιήσει το Πατέρα, αλλά τελικά για να καταργήσει αυτό που προήλθε κατά την πτώση και την αμαρτία.
Ο ''Ιωάννης ο Δαμασκηνός'' εν τέλει καταλήγει πως στη Γεσθημανή δεν εγκαταλείφθηκε ο Χριστός, αλλά ο άνθρωπος, και ουσιαστικά αγνοήθηκε μέσω αυτού του γεγονότος η ανθρωπότητα. Μετά το θάνατο η υπόσταση του Χριστού δε διαιρέθηκε, αφού καμία εκ των δύο φύσεων δεν ήταν στην υπόσταση του Χριστού αυθύπαρκτη, αλλά παρέμειναν άρρηκτα συνδεδεμένες, τη στιγμή που η θεωμένη [[ψυχή]] κατέρχεται στον [[Άδης|Άδη]], ελευθερώνοντας τους αιχμαλώτους του θανάτου. Ανασταίνεται εκ νεκρών θεοποιείται και τελειοποιείται διατηρώντας την ανθρώπινη φύση και σωματικώς με το νέο και ανακαινισμένο σώμα τοποθετείται στα δεξιά του Πατρός, όπως και εν δόξη θα εμφανισθεί κατά τη [[Δευτέρα Παρουσία]].