12.398
επεξεργασίες
Αλλαγές
μ
→Η συμβολή του στην εικονομαχική έριδα
Ο Ιωάννης στήριξε της δυνατότητα προσκύνησης των εικόνων πάνω σε μια σχέση «''μεταξύ του πνευματικού και του υλικού, μεταξύ του αοράτου και του ορατού, όπως αυτό μας αποκαλύφθηκε μέσα στο φως της ενανθρωπήσεως''»<ref>Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 443</ref>. Έτσι ουσιαστικά θεωρεί πως η εικονομαχία είναι μια στάση «''δοκητισμού, μια αναισθησία του μυστηρίου του Θε-ανθρώπου, και κατά μία έννοια, ένα είδος προ χριστιανικής νοοτροπίας''»<ref>ενθ.αν.</ref>. Ο ίδιος δεν αρνείται την ακαταληψία του [[Θεός|Θεού]], ούτε το απερίγραπτό του, επισημαίνει όμως πως όλοι οι [[Προφήτης|προφήτες]] στην [[Παλαιά Διαθήκη]] είδαν κάποια εικόνα του Θεού, όχι την αληθινή του ουσία. Έτσι για παράδειγμα η φλεγόμενη βάτος είναι μία εικόνα του Θεού, μια συμβολική μορφή. Η επιχειρηματολογία του όμως δε σταματάει εκεί. Γι αυτό και συμφωνεί με το [[Μέγας Βασίλειος|Μέγα Βασίλειο]], ότι η εικόνα αποτελεί ότι και οι λέξεις για τους αγράμματους και τους αδαείς. Αλλά και ο Θεός δημιουργεί εικόνες. Δημιουργεί τον Υιό του το Μονογενή που είναι η ζωντανή και φυσική εικόνα του Πατρός, τον άνθρωπο ως κατ’εικόνα Αυτού. Ο Θεός ενεφανίσθη στους προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη ως άνθρωπος (δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο όραμα του Δανιήλ). Όλοι αυτοί είδαν μια εικόνα του Θεού. Έτσι λοιπόν η σχέση ορατού και αοράτου, μεταβάλλεται οριστικά. Ο Υιός του Θεού από αόρατος και άυλος γίνεται ορατός. Τότε δε μπορούσε να απεικονιστεί, τώρα όμως μπορεί απεικονίζοντάς τον, όχι απλώς συμβολικά ή σε ένα πρότυπο, «''αλλά με μια άμεση αίσθηση μιας άμεσης περιγραφικής αναπαραγωγής του ότι ήταν''»<ref>Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 445</ref>. Έτσι αναφέρει, δεν απεικονίζω τον αόρατο Θεό στην εικόνα, αλλά τη σάρκα που ήταν ορατή. Στο Ισραήλ δε μπορούσαν να απεικονίσουν αυτό που δεν είδαν, εμείς όμως μπορούμε διότι τον είδαμε. Άρα η απεικόνιση του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού]], βασίζεται πάντα πάνω στο μυστήριο της ενανθρώπησης, πάνω στο γεγονός του ιστορικού [[Ευαγγέλιο|ευαγγελίου]]. Γι αυτό και η εικόνα είναι ότι τα γράμματα για τους αγράμματους, είναι ένα υπόμνημα, είναι ότι η λέξη στο αυτί και εικόνα για το μάτι, μια πνευματική ένωση που φωτίζει τις αισθήσεις μας. Άλλωστε και [[Αγία Γραφή|Γραφές]] ουσιαστικά είναι ένα είδος λεκτικής απεικονίσεως. Έτσι η απαγόρευση της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]] για τη δημιουργία ομοιωμάτων, για τον ''Ιωάννη το Δαμασκηνό'', έχει χρονική σημασία και ισχύ και παιδαγωγικό χαρακτήρα με στόχο να ανακόψει την έφεση προς την ειδωλολατρία, όμως τώρα αυτή η εκπαίδευση έχει πάψει, έχει εκλεπτυνθεί, δε διατηρεί άλλωστε αυτός ο Νόμος την ίδια ισχύ μέσα στη βασιλεία της χάριτος. Αυτό καταστρατηγήθηκε από τη στιγμή που ασώματος απέκτησε σώμα, έγινε άνθρωπος. Αλλά μήπως και ο Υιός του Θεού δεν ενσαρκώθηκε και η θεότητα του δεν ενώθηκε με το κτιστό και ορατό σώμα, όπως το υλικό που ενώνεται με τη φωτιά και γίνεται φωτιά, ερωτά ο Δαμασκηνός. Έτσι και η υπόσταση του ενσαρκωμένου ανθρώπου ήταν και αυτή θεϊκή και γνήσια απεικόνιση του Θεού η οποία αποκτά έννοια λόγω του μυστηρίου της ενσαρκώσεως, όχι ως απλό σώμα, αλλά ως Θεός.
Ο ''Ιωάννης'' όμως επιχειρηματολογεί εξόχως και περί της προσκυνήσεως. Η εικών του Θεού, ο σαρκωθείς [[Λόγος]], φωτίζει τη σάρκα. Γι αυτό άλλωστε και οι προσκυνούντες τον Ιησού, δεν προσκυνούν το σώμα, δεν προσκυνούν τη σάρκα, αλλά το θεοποιημένο σώμα, τη θεοποίησή της από τον ίδιο το Θεό. Έτσι δεν προσκυνώ την ύλη όταν προσκυνώ την εικόνα, αλλά προσκυνώ τον κτίστη της ύλης, ο οποίος έγινε υλικός για τη σωτηρία μας και οποίος ηργάσθη δια της ύλης, όντας υλικός για λύτρωση τη λύτρωσή μας. Γι αυτό αναφέρει πως δε θα παύσει να προσκυνεί αυτό μέσω του οποίου επετεύχθη η σωτηρία των ανθρώπων. Το σημείο αυτό της νίκης αποτελούν και οι εικόνες, διότι η φύση μας δοξάστηκε και προχώρησε στην αφθαρσία. Έτσι η σημαντικότητα για τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό έχει βάση χριστολογική, η απόδοση αποδίδεται στον πλαστουργό και ανακαινιστή της ύλης και όχι στην καθεαυτή ύλη και η άρνηση προσκυνήσεως στην εικόνα αποτελεί μια ουσιαστική απόρριψη της αγιαστικής μετάδοσης της χάριτος του Θεού, η οποία προ της ενανθρωπήσεως, ως ανθρώπινη και συνεπώς ως κτιστή φύση ήταν υπό κατάκριση. Τώρα πια όμως, όποιος αρνείται την προσκύνηση παραμένει αρνητής της ανανέωσης και της ανακεφαλαίωσης η οποία επήλθε δια μέσω Αυτού.
==Επίδραση==