Αλλαγές

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Δόγμα

17 bytes προστέθηκαν, 17:46, 16 Αυγούστου 2009
μ
Ετυμολογία και ιστορική χρήση
Η λέξη δόγμα προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Η ρίζα της βρίσκεται στη λέξη δοκείν που σημαίνει νομίζω, αλλά το δόγμα κυριολεκτικά σημαίνει ότι φαίνεται σε κάποιον καλό, το σωστό, το φρόνημα, η αρχή, η γνώμη, η πίστη<ref>[http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/doc2.htm#pd Ιω. Ζηζιούλα "Δογματική]</ref>. Η έννοια αυτή μετατέθηκε στη [[φιλοσοφία]]. Έτσι από τον Πλούταρχο μαθαίνουμε φερ ειπείν για ''"τα περί ψυχών δόγματα"''<ref>Πλουτάρχου, Ηθ. 14 Β</ref>, ενώ στη φιλοσοφία και ειδικά στην Ακαδημία λαμβάνει τη μορφή του νομοθετείν<ref>Νίκος Ματσούκας, Ιστορία της φιλοσοφίας, σελ. 186: Διογένης Λαέρτιος 3, 51: ''"Αυτό τοίνυν το δογματίζειν εστί δόγματα τιθέναι ως το νομοθετείν νόμους τιθέναι"''</ref>. Αυτή όμως η απόφανση περί των δογμάτων δεν εννοείται ως κάτι αφηρημένο, αφού προηγείται έρευνα και απόφανση μόνο για όσα έχουν καταληφθεί και έλεγχος για τα ψευδή και στάση εφεκτική απέναντι στα άδηλα<ref>Νίκος Ματσούκας, Ιστορία της φιλοσοφίας, σελ. 186</ref>. Ο όρος δόγμα επίσης χρησιμοποιείται για τη νομοθεσία της πόλης κράτους<ref>Πλάτωνος Νομ. 644D: «δόγμα πόλεως»</ref>, δείχνοντας ένα υποχρεωτικό χαρακτήρα στη χρησιμοποίησή του. Γενικώς η έννοια του δόγματος στην Αρχαία Ελλάδα έχει την έννοια της αυθεντικής καθιέρωσης, είτε αφορά την πολιτική εξουσία και δη τη νομοθεσία, είτε αφορά επιστημονικού κύρους αλήθειες<ref>Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 17</ref>. Τελικά αποβαίνει η αυθεντική αρχή των φιλοσοφικών σχολών ή τις κατά καιρούς αποκλίσεις από τον κεντρικό κορμό<ref>ο.π.</ref>.
Σα θρησκευτικό όρο αρχικώς τον βρίσκουμε στην [[Παλαιά Διαθήκη]] με μια έννοια νομικού-υποχρεωτικού χαρακτήρα<ref>[http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/doc2.htm#pd Ιω. Ζηζιούλα "Δογματική]</ref>. Στην [[Καινή Διαθήκη]] με την έννοια της κρατικής νομοθεσίας (''Λουκάς 2, 1''), αλλά και στον [[Απόστολος Παύλος|Παύλο]], περισσότερο όμως με μία αρνητική σημασία (''Κολοσσαείς 2, 14. Εφεσίους 2, 15'') αλλά και πάλι με την έννοια του υποχρεωτικού νόμου. Την πρώτη φορά που θα βρούμε την έννοια δόγμα σχεδόν με το περιεχόμενο το οποίο αποδόθηκε σταθερά στην εκκλησιαστική πράξη είναι στις [[Πράξεις των Αποστόλων]] όπου αναφέρεται ''"φυλάσσειν τα δόγματα τα κεκυρωμένα υπό των αποστόλων και των πρεσβυτέρων"'' (''Πράξεις 15, 28''). Παρά τη συνήθη χρήση του όρου στη σημερινή πράξη οι [[Πατρολογία|πατέρες]] δε τον χρησιμοποιούν ιδιαίτερα<ref>[http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/doc2.htm#pd Ιω. Ζηζιούλα "Δογματική]</ref>, ενώ στον [[Ευσέβιος Καισαρείας|Ευσέβιο]] παρατηρούμε ότι όρος έχει ήδη πάρει την έννοια της καθολικότητας της αλήθειας<ref>Εκκλησιαστική ιστορία 3, 25-26. PG 20, 272A-C</ref>. Στους [[Αποστολικοί Πατέρες|Αποστολικούς Πατέρες]] πάντως λαμβάνει την έννοια της πράξης, ενώ αργότερα κατά το [[Βασίλειος Καισαρείας|Μέγα Βασίλειο]] χαρακτηρίζει το αδιάβλητο της παραδοχής των αναλλοίωτων αληθειών τόσο της εκκλησίας όσο και των [[Αίρεση|αιρετικών]], καθώς και τη βιωθείσα εμπειρία της λατρευτικής κοινότητας, η οποία όμως διαφέρει από τη την εξαγγελία αυτής<ref>[http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/doc2.htm#pd Ιω. Ζηζιούλα "Δογματική]</ref>. Θα μπορούσαμε τελικά να πούμε πως η έννοια δόγμα στην πατερική θεολογία διατήρησε την έννοια της αυθεντίας, όπως αυτή εκδηλώθηκε στην αρχαία ελληνική γραμματεία<ref>Π. Τρεμπέλας, Δογματική Α΄, σελ. 5</ref>.
==Θεολογία και η έννοια του δογματισμού==
12.398
επεξεργασίες

Μενού πλοήγησης