12.398
επεξεργασίες
Αλλαγές
→Χριστολογία
===Χριστολογία===
====Η έννοια του Λόγου στη Ιωάννεια θεολογία====
Η βασική αρχή που διέπει τη χριστολογία του Ιωάννη είναι πως ο Χριστός μόνος φανερώνει το Θεό και εξηγεί τα περί Θεού (''Ιω. 1, 18''), με απώτερο σκοπό των "σημείων" Του να πιστέψει ο κόσμος ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού (''Ιω. 20, 31''). Ο Χριστός μπορεί και αποκαλύπτει το Θεό, διότι είναι ο Λόγος του. Η έννοια του Λόγου εδώ λαμβάνεται τόσο από την ελληνική φιλοσοφία, όσο και από τη ιουδαϊκή παράδοση αφού ήδη την είχε χρησιμοποιήσει ο Φίλων ο Ιουδαίος. Η έννοια όμως εδώ λαμβάνει μία τελείως διαφορετική διάσταση καθώς στην περίπτωσή του είναι απλώς μία ανυπόστατη δύναμη του Θεού, όπου χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η συστατική και θεραπευτική των όντων θεία δύναμη<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 104</ref>. Διαφορετικότητα μάλιστα υπάρχει και από την έννοια της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αφού εκεί κατανοείται ως συνεκτική δύναμη του κόσμου και του ανθρώπου με το θεό<ref>Ηράκλειτος, Περί φύσεως, H. Diels, Die Fragmente der Vorsokratiker, Zurich-Berlin, 1964, page 150</ref>. Σε αυτή λοιπόν την περίπτωση ο λόγος δεν είναι ούτε πρόσωπο, ούτε δημιουργός. Την έννοια του λόγου τη βλέπουμε επίσης στον Πλάτωνα, που την θεωρεί ως θεμελιακό στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, στον Αριστοτέλη, που υπογραμμίζεται πως είναι μόνο ανθρώπινο ίδιον η κατάκτηση του λόγου και θεμέλιο της αρετής και της ευδαιμονίας και στη Στοά που είχε ανθρωπολογικό και κοσμολογικό περιεχόμενο<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 104-105</ref>. Έτσι λοιπόν η θεολογία της έννοιας του Λογου λαμβάνει μία πραγματικά νέα διάσταση, που παρά την εξωτερική σύγκλειση και δανεισμό, έχει ένα νέο σαφές θεολογικό περιεχόμενο. Ο Λόγος είναι ο Ιησούς Χριστός, ο δημιουργός του σύμπαντος, το φως και η ζωή της ανθρωπότητας, ο οποίος ενανθρωπήστηκε για τη σωτηρία του κόσμου.
Ο τίτλος Λόγος βέβαια έχει περιορισμένη χρήση στη γραμματεία του Ιωάννη αφού περιορίζεται στον πρόλογο του ευαγγελίου του, μία φορά στην πρώτη επιστολή του (''1,1'') και μία φορά στην Αποκάλυψη (''19, 13''). Ειναι χαρακτηριστική όμως και όλύ σημαντική η χρήση της έννοια στην Ιωάννεια θεολογία και πολύ εμφατική η ομολογία της χρήσης του προσώπου του Λόγου στον πρόλογο του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου:
:''"Α´\ΕΝ ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.᾿Εγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι' αὐτοῦ. οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ' ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. ῏Ην τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. ᾿Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο. 18 Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο."'' (1, 1-18).
Ο Ιωάννης σε αυτό το ομολογιακό κατ ουσίαν κείμενο αναφέρει πως ο Λόγος είναι προαιώνιος και θείος, ότι είναι ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Ο Ιησούς Χριστός είναι η ζωή και το φως και είναι σαφώς Θεός. Ο κόσμος λοιπόν ήλθε σε ύπαρξη δια μέσω του Λόγου. Ο κόσμος όμως αν και ήλθε σε ύπαρξη δια του Λόγου δεν είχε συνείδηση της του γεγονότος αυτού και της δυνάμεως αυτού (ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω) και μάλιστα ο ίδιος ο λαός του τον αρνήθηκε (ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον). Ο Λόγος αυτός της Παλαιάς Διαθήκης ενσαρκώθηκε, σε μία συγκλονιστική ενοίκηση, απτή και ορατή (εθεασάμθα τη δόξα αυτού). Σαφής στόχος εδώ η απόκρουση κάθε δοκητισμού<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 106</ref>. Η έλευση μάλιστα του Ιησού συνιστά πλήρωση του αποκαλυπτικού έργου του Θεού όπως δόθηκε στο Μωϋσή. Τελειώνει μάλιστα με εκπληκτική δήλωση η οποία δείχνει τη σαφή διασύνδεση και το ρόλο του Λόγου στην Παλαιά Διαθήκη. Το Θεό κανείς δεν είδε ποτέ αναφέρει ο Ιωάννης. Είναι ακατάληπτος και αόρατος, αλλά γίνεται γνωστός με τη θεία ενανθρώπηση του Λόγου. Ο Λόγος ως μονογενής υιός, που είναι θεός και υπάρχει στους κόλπους του Πατρός, είναι ο μόνος ικανός να φανερώσει και να τον εξηγήσει.
Εδώ λοιπόν φανερώνεται η θεια υπόσταση του Λογου προκειμένου να αναφερθεί η υπόσταση του προαιώνιο Υιού του Θεού<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 107</ref>. Στόχος λοιόν του Ιωάννη, στη χρήση αυτού του όρου είναι να κατασταθεί σαφές οτι ο εναθρωπήσας Λογος και ο προαιώνιος Λόγος, ο οποιος ενήργησε ποικιλοτροπως κατά την Παλαιά Διαθήκη για το σχέδιο της θείας οικονομίας, είναι ο ίδιος<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 107</ref>. Ο Λογος αυτός λοιπόν ο οποιος έχει άναρχη ύπαρξη προς τον Πατέρα, είναι ο Μεσσίας, τον οποίον ειδαν αυτοπτώς οι μαθητές του και είναι αυτός που θα έρθει εν δόξη για να δώσει τέλος στην ανθρώπινη τραγωδία (''Αποκ. 19, 11-16'').
Ο Ιησούς είναι θεός (''Ιω. 1, 1'') και αυτή η θεότητα σφραγίζεται από την ιδιάζουσα σχέση με τον πατέρα του (''Ιω. 5, 19-23''). Μάλιστα το γεγονός ότι ο υιός έχει επιφορτιστεί με τη ευθύνη να επιτελέσει το έργο του Πατρός είναι δείγμα της ισότητάς του με τον Πατέρα<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 107</ref>, ενώ επιβεβαιώνεται και από το ότι όποιος πιστέψει σε αυτόν θα βρει ζωή αιώνιο, ενώ όποιος απειθεί ''"ουκ όψεται ζωήν"'' (Ιω. 3, 35). Ο Υιός μάλιστα είναι ανενδεής και παντογνώστης (Ιω. 16, 30), στον οποίο ο Πατέρας του έδωσε κάθε δύναμη (''3, 35''). Ο ίδιος λοιπόν είναι παντοδύναμος καθώς δεν είναι απλώς δημιουργός του παντός, αλλά γνωρίζει τα παρελθόντα (''4, 17''), την εσωτερική κατάσταση ων ανθρώπων (''2, 24-25'') να διακρίνει καταστάσεις από μακριά (''1, 42. 47-50''). Στη θεολογία του Ιωάννη όμως βλέπουμε και μία υψηλή διδασκαλία που δε μένει σε απλά ηθικά κριτήρια, αλλά σε μία υψηλή χαρισματική, οντολογική πραγματικότητα. Ο Ιησούς δεν κάνει απλό κατηχητικό έργο, αλλά ανοίγει το δρόμο για την ένωση και την κοινωνία με το Θεό<ref>Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 109</ref>. Η διδασκαλία του άλλωστε για τον άρτο της ζωής αξιολογείται προς την κατεύθυνση της διάνοιξης αυτής της σχέσης. Αυτή λοιπόν η σχέση πραγματώνεται με τα μυστήρια, όπως ακριβώς μυστηριακή ήταν και η θεία ενσάρκωση. Το βάπτισμα λοιπόν έχει θεμέλιο την ενσάρκωση (''3, 1-15'') που ανοίγει τη θύρα της βασιλείας του ουρανού (''3, 5''), ενώ η θεία ευχαριστία είναι το νέο μάννα που θρέφει το νέο Ισραήλ. Ο άρτος αυτός είναι ο ίδιος ο Ιησούς, άρτο τον οποίο αν δε φάγουν δε θα βρει ο κόσμος αιώνια ζωή (''6, 30-58''), ενώ όποιος δε φάει από τη σάρκα Του δε θα έχει μέσα του τον Κύριο (''6, 56'') και άρα δεν θα επιτελείται αυτή η μυστική ένωση. Καταλαβαίνουμε δηλαδή εδώ, πως ο ευαγγελιστής μιλά για τα μυστήρια ως μία κατάσταση που πραγματώνει τη σχέση ανθρώπου και Θεού<ref>Νίκος Ματσούκας, Ορθοδοξία και αίρεση, σελ. 54</ref>.
===Εκκλησία-άνθρωπος-αιώνια ζωή===