Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Θεός"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{πηγές}}
+
Με τον γενικό όρο '''Θεός''' (πληθ. θεοί) στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα εννοείται η θεότητα ή υπέρτατη οντότητα που φέρεται κυρίως στις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες ως Δημιουργός του Κόσμου. Στην αρχαιότητα στην βοιωτική διάλεκτο σύμφωνα με το λεξικό Liddell-Scott η λέξη απαντάτο ως θιός ή σιός, στην Λακωνική σιός, στη Δωρική θεύς, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα και στην Καινή Διαθήκη, ως θεός. Η έκταση της δικαιοδοσίας της έννοιας του θεού ή των Θεών στην Ελληνική Μυθολογία ήτοι στη Κοσμογονία ποικίλλει από μυθολογία σε μυθολογία. Ως θέαινα ή θεά απαντάται η θηλυκή θεότητα, παρούσα κυρίως στις πολυθεϊστικές θρησκείες
{{επιμέλεια}}
 
{{επέκταση}}
 
Ο Θεός των Χριστιανών είναι ο αληθινός Θεός. Είναι η Πρώτη Αιτία για το κάθε τι. Είναι άναρχος, μια και δεν υπόκειται στους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου, εφ' όσον ο χώρος και ο χρόνος είναι δικά Του δημιουργήματα. Επίσης, είναι πανταχού παρών, μια και ο χώρος δεν τον περιορίζει. Δεν είναι "κάπου", αλλά μάλλον τα πάντα χωρούνται απ' Αυτόν. Δεν έχει σώμα, δεν έχει ανάγκες, δεν έχει ελλείψεις και προβλήματα. Είναι πλήρης μέσα στην απειροσύνη Του. Και μια και ο χρόνος δεν τον περιορίζει, είναι και Παντογνώστης, γνωρίζοντας σαν παρόν τα πάντα, και ως άπειρος, που δεν έχει όρια, είναι και Παντοδύναμος.
 
  
Η [[Ουσία]] του Θεού είναι για τον άνθρωπο ασύλληπτη και υπέρλογη, και αμέθεκτη. Και μόνο από τις Άκτιστες Ενέργειές Του γίνεται ο Θεός αισθητός στον άνθρωπο, όταν του αποκαλύπτεται, αλλά και από την Εικόνα Του, τον Κύριο Ιησού Χριστό, στο κατά άνθρωπον. Ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Θεάνθρωπος Υιός και Λόγος του Θεού, που μετέχει εκτός από τη Θεϊκή, και στην ανθρώπινη φύση, και έτσι μας απεκάλυψε τη Θεότητα στο πρόσωπό Του.
+
== Ετυμολογία ==
  
Ο Θεός μας απεκάλυψε ότι είναι Αγάπη. Και έφτιαξε τα πάντα ελεύθερα εξ αγάπης, και όχι εξ ανάγκης, σαν να υπόκειται σε περιορισμούς της φύσης Του. Και ως αγάπη, είναι μια κοινωνία προσώπων, των προσώπων της [[Αγία Τριάδα|Αγίας Τριάδος]], που είναι ο [[Θεός Πατέρας]], ο [[Θεός Υιός]] και το [[Άγιο Πνεύμα]]. Επειδή ο Θεός δεν έχει όρια, ώστε να διαχωρίζονται τα τρία πρόσωπα της Θεότητας το ένα από το άλλο, εξ αιτίας του χώρου και του χρόνου, η [[ουσία]] τους είναι κοινή για τα τρία πρόσωπα, και μόνο τα [[Υποστατικά Ιδιώματα]] που έχει το κάθε πρόσωπο, το διαχωρίζει από τα άλλα. Ο Πατέρας είναι η [[Υποστατική Αρχή]] της Θεότητος, από τον Οποίο λαμβάνουν τήν ύπαρξή τους τα άλλα δύο [[πρόσωπο|πρόσωπα]] ή [[υπόσταση|υποστάσεις]], αν και είναι συναιώνια και συναϊδια μαζί με τον Πατέρα, και μόνο ως προς την αρχή, είναι Πατήρ μεγαλύτερος.
+
Η λέξη ''Θεός'' παράγεται από το ρήμα ''θεώμαι'', που αποδίδεται σήμερα την έννοια βλέπω τα πάντα και κατά συνέπεια Θεός ορίζεται ως αυτός που επιβλέπει τα πάντα, ο Παντεπόπτης. Κατά άλλους προέρχεται από το ρήμα τίθημι, ήγουν τοποθετώ και άρα θέλει να δηλώσει τον Δημιουργό. Άλλοι φιλόλογοι υποσηρίζουν πως η λέξη προέρχεται από το ρήμα αίθω, ήτις ο «''τα πάντ καίων''», αλλά πως και πιθανή ρίζα του να είναι ρήμα θέω ή θείω, όπερ και δεικνύει τον πανταχού παρόντα. Τέλος μια άλλη ομάδα θεωρεί πως και λέξη θοόω, δηλαδή κάνω κάτι κοπτερόν, αιχμηρόν τελικώς κρύπτεται πίσω από την ονομασία και άρα υπονοεί τον δικαιοκρίτη.
  
Ο Θεός είναι προσωπικός και όχι απρόσωπος. Ως εκ τούτου, μπορεί να γίνει γνωστός μόνο αν ο Ίδιος θελήσει να αποκαλυφθεί σε κάποιον. Αποκαλύπτεται, και δεν ανακαλύπτεται. Ο Θεός αποκαλύτεται σε όσους τον ζητούν αληθινά και τον αγαπούν.
+
Οι πλειοψηφία των γλωσσολόγων θεωρεί πως σήμερα η λέξη προέρχεται από την από την ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία της προβαβελίου και έχει σχέση προς την σανσκρικτική λέξη deva ή dyaus, προς το λατινικό deus ακόμα και το Ελληνικό Δευς ή Ζευς, οπότε κατ αυτούς η έννοια του Θεού, σχετίζεται με την έννοια του φωτός.
 +
 
 +
== Ο Θεός της Ορθοδόξου εκκλησίας ==
 +
 
 +
== Πηγές==
 +
 
 +
* Ελληνική Βικιπαίδεια
 +
* «''Ορθόδοξος Πίστη και Ζωή''», Αρχιμ. Δοσιθέου, Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παναγίας Ταρτάνης Ευρυτανίας.
  
  
 
[[Κατηγορία:Θεολογία]]
 
[[Κατηγορία:Θεολογία]]

Αναθεώρηση της 21:44, 15 Μαρτίου 2008

Με τον γενικό όρο Θεός (πληθ. θεοί) στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα εννοείται η θεότητα ή υπέρτατη οντότητα που φέρεται κυρίως στις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες ως Δημιουργός του Κόσμου. Στην αρχαιότητα στην βοιωτική διάλεκτο σύμφωνα με το λεξικό Liddell-Scott η λέξη απαντάτο ως θιός ή σιός, στην Λακωνική σιός, στη Δωρική θεύς, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα και στην Καινή Διαθήκη, ως θεός. Η έκταση της δικαιοδοσίας της έννοιας του θεού ή των Θεών στην Ελληνική Μυθολογία ήτοι στη Κοσμογονία ποικίλλει από μυθολογία σε μυθολογία. Ως θέαινα ή θεά απαντάται η θηλυκή θεότητα, παρούσα κυρίως στις πολυθεϊστικές θρησκείες

Ετυμολογία

Η λέξη Θεός παράγεται από το ρήμα θεώμαι, που αποδίδεται σήμερα την έννοια βλέπω τα πάντα και κατά συνέπεια Θεός ορίζεται ως αυτός που επιβλέπει τα πάντα, ο Παντεπόπτης. Κατά άλλους προέρχεται από το ρήμα τίθημι, ήγουν τοποθετώ και άρα θέλει να δηλώσει τον Δημιουργό. Άλλοι φιλόλογοι υποσηρίζουν πως η λέξη προέρχεται από το ρήμα αίθω, ήτις ο «τα πάντ καίων», αλλά πως και πιθανή ρίζα του να είναι ρήμα θέω ή θείω, όπερ και δεικνύει τον πανταχού παρόντα. Τέλος μια άλλη ομάδα θεωρεί πως και λέξη θοόω, δηλαδή κάνω κάτι κοπτερόν, αιχμηρόν τελικώς κρύπτεται πίσω από την ονομασία και άρα υπονοεί τον δικαιοκρίτη.

Οι πλειοψηφία των γλωσσολόγων θεωρεί πως σήμερα η λέξη προέρχεται από την από την ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία της προβαβελίου και έχει σχέση προς την σανσκρικτική λέξη deva ή dyaus, προς το λατινικό deus ακόμα και το Ελληνικό Δευς ή Ζευς, οπότε κατ αυτούς η έννοια του Θεού, σχετίζεται με την έννοια του φωτός.

Ο Θεός της Ορθοδόξου εκκλησίας

Πηγές

  • Ελληνική Βικιπαίδεια
  • «Ορθόδοξος Πίστη και Ζωή», Αρχιμ. Δοσιθέου, Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παναγίας Ταρτάνης Ευρυτανίας.