Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Με τον όρο Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο ή Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (αυτονομασία) αναφερόμαστε κατ' αρχάς, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής[1] ως κληρονόμο κράτος του γεωγραφικού χώρου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με χρονικά όρια που ξεκινούν από τα επίσημα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 330 (ή από τη θεμελίωση της στις 8 Νοεμβρίου του 324) και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την άλωση δηλαδή από τους Οθωμανούς Τούρκους, στις 29 Μαΐου του 1453 [2].

Στην πραγματικότητα βέβαια, μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, άλλαξαν συχνά τα σύνορα και οι εχθροί του κράτους, και οι παράγοντες αυτοί βοήθησαν στην αλλαγή της πολιτικής και εθνικής φυσιογνωμίας της αυτοκρατορίας.

Έτσι, από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, γεννήθηκε το "Εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής" με κύριο μέλημα την ανασύσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επί της δυναστείας του Ηρακλείου μεταμορφώθηκε στην "Εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής" και τέλος, κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, γεννήθηκε η "Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία"[3]. Σ' αυτήν την τελευταία περίοδο, αναβίωσε έντονα η μνήμη του ελληνικού παρελθόντος, ενώ η Άλωση της Πόλης και η Λατινοκρατία, συντέλεσαν στη γένεση του νεοελληνικού πατριωτισμού και των ιδεών που τελικά οδήγησαν στην αποκατάσταση της νέας Ελλάδας κατά τον δέκατο ένατο αιώνα[4].

Η μελέτη της Βυζαντινής ιστορίας δείχνει ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας που διαμορφώνεται κάτω από την επιρροή:

Οι διαφορές δημιουργούνται μόνο με βάση το μερίδιο που διατηρούσαν οι τρεις αυτοί παράγοντες στη συσπείρωση της αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια της ακατάπαυστης και αγωνιώδους προσπάθειας επιβίωσής της[6].

Η Κωνσταντινούπολη, ή "Βασιλεύουσα", ή "Πόλη", ή "Επτάλοφος της Ανατολής", ή "δεύτερη Ρώμη", ταυτίζει την ιστορία της με την ιστορία της αυτοκρατορίας η οποία και την ανέδειξε, και ταυτόχρονα, ο κτίστης της πόλεως Μέγας Κωνσταντίνος, θεωρείται και ο ιδρυτής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο ίδιος που επέτρεψε χάρη στο "Έδικτο των Μεδιολάνων" (313) την ελεύθερη άσκηση της χριστιανικής λατρείας.

Το Βυζάντιο αποτελεί ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: ο Κωνσταντίνος αναγνωρίσθηκε ως ο πρώτος Βυζαντινός αυτοκράτορας χωρίς όμως να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ενώ το Βυζάντιο είναι η μόνη αυτοκρατορία, που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης ως προϊόν στρατιωτικών επιτυχιών, αλλά ήταν αποτέλεσμα των εξελίξεων στον ρωμαϊκό κόσμο.

Ονομασία

Όσο κι αν μελετήσει κάποιος τις πηγές κατά τη διάρκεια των 11 και πλέον αιώνων ζωής της "Βυζαντινής" αυτοκρατορίας, πουθενά δεν θα βρει τους όρους "Βυζαντινή Ιστορία" και "Βυζαντινός" να προσδιορίζουν την ιστορία και τους κατοίκους του κράτους που είχε για πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Οι κάτοικοι της ονόμαζαν τους εαυτούς τους μόνο Ρωμαίους, ενώ η αυτοκρατορία τους ήταν Ρωμαϊκή και πρωτεύουσα τους ήταν η Νέα Ρώμη. Το Βυζάντιο έφερε πάντοτε το όνομα "Ρωμαίων κράτος" ή "Ρωμαίων πολιτεία" και ονόματα όπως "Ρώμη" και "Ρωμανία" υιοθετήθηκαν από τον βυζαντινό λαό και ως ανάμνηση τους μένουν σήμερα οι όροι "Ρωμιός" και "Ρωμιοσύνη".

Στην πραγματικότητα, ο όρος "βυζαντινός" είναι ένας νεολογισμός τον οποίο χρησιμοποίησε στα 1562 για πρώτη φορά ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), τότε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα (Augsburg). Ο Βολφ που επέδειξε μεγάλο ζήλο τόσο για τους βυζαντινούς όσο και για τους κλασικούς συγγραφείς, είδε τη βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της γενικής ιστορίας και συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Historiae Byzantinae (Σώμα βυζαντινής ιστορίας) που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μέγα, μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Κατόπιν, τον όρο "βυζαντινός" τον καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός γάλλος λόγιος και εκδότης, ο Ιησουίτης Φίλιππος Λαμπέ (Philippe Labbe, 1607-1667), ο οποίος προλογίζει το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις: "De Byzantinae historiae scriptoribus...". Όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος αυτής της συλλογής, δημοσίευσε μια έκκληση προς όλους τους λάτρεις της Βυζαντινής Ιστορίας, με την οποία τόνιζε τη σημασία της ιστορίας της Ανατολικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας "της τόσο εκπληκτικής σε γεγονότα, τόσο δελεαστικής σε ποικιλία και τόσο αξιόλογης για την μακροχρόνια της διάρκεια".

Στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός, φιλόλογος, αρχαιολόγος, νομισματολόγος και εκδότης Κάρολος Δουκάγγιος (Charles DuCange, 1610-1688), χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο Historia Byzantina, που πραγματεύεται την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης.

Ασφαλώς, για τους μελετητές της εποχής, το όνομα "Βυζάντιο" υπενθύμιζε ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κτίσθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, της αρχαίας πόλης της νοτιοανατολικής Θράκης στον Βόσπορο που ιδρύθηκε το 659 π.Χ. από ομάδα Μεγαρέων αποικιστών με αρχηγό τον Βύζαντα στον οποίο οφείλει και την ονομασία της. Άλλωστε, οι αρχαΐζοντες βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονομάζουν Βυζάντιο την Κωνσταντινούπολη, όνομα που τελικά κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Η επέκταση αυτή της σημασίας του όρου "Βυζάντιο", δείχνει και τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης.

δείτε επίσης: Ονομασίες των Ελλήνων

Οι Βυζαντινές σπουδές

Ύστερα από κάποιες αξιόλογες, αλλά περιορισμένες προσπάθειες (Βολφ, Λαμπέ), οι βυζαντινές σπουδές γνώρισαν την πρώτη τους άνθηση στη Γαλλία από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής. Στον επόμενο αιώνα όμως, κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού, οι βυζαντινές σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη. Η εποχή του Διαφωτισμού, έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας.

Βεβαίως, ο όρος "Μεσαίωνας" είναι παραπλανητικός καθώς δεν εκφράζει την αυτοσυνειδησία της εποχής του, αλλά αντανακλά απλώς αξιολογικές κρίσεις των ουμανιστών ιστοριογράφων για τους Μέσους Χρόνους και για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο άνθρωπος των Μέσων Χρόνων σε Ανατολή και Δύση δεν ζούσε με την αντίληψη ότι η εποχή του ήταν "μεσαίωνας", δηλαδή κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ιστορικών εποχών ή κάτι το "σκοτεινό" και παροδικό[7].

Πάντως, η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τον Διαφωτισμό δεν ήταν παρά ένα "άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών" (Βολταίρος) ή ένα "πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων" (Μοντεσκιέ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι εμφανίζεται και στα φημισμένα έργα των Τσαρλς Λεμπό (Charles Lebeau, 1701-1778), "Ιστορία της Νεωτέρας Αυτοκρατορίας" και Εδουάρδου Γίββωνος (Edward Gibbon, 1737—1794) "Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας".

Αν και οι θεωρίες αυτών των, πράγματι, μεγάλων ιστορικών, έχουν πλέον ξεπεραστεί[8] και αναγνωρίζονται ως μονόπλευρες[9], εχθρικές[10] και ιστορικά αστήρικτες[11], εντούτοις στην εποχή τους και επί έναν σχεδόν αιώνα, επηρέασαν αρνητικά τις βυζαντινές σπουδές. Όπως έγραψε η καθ. Βυζαντινής ιστορίας Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου :

"Ή πνευματική ηγεσία της Ευρώπης του ΙΗ' αιώνος περιφρονεί το Βυζάντιον...Διά την διαμόρφωσιν και διάδοσιν αυτών των αντιλήψεων σημαντική υπήρξεν η ευθύνη και του άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος...Το πόνημα του γλαφυρού ιστορικού, παρά τον τίτλον του, περιλαμβάνει την ιστορίαν της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ανεξαρτήτως της αντιρρήσεως, πώς είναι δυνατόν παρακμή να διαρκή ένδεκα αιώνας, όσοι μεσολαβούν από της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως (324) μέχρι της πτώσεως της βασιλευούσης (1453), είναι φανερόν ότι ο συγγραφεύς δεν επεχείρησε να κατανοήση το Βυζάντιον εντός των ιστορικών του πλαισίων, ούτε αντελήφθη την συμβολήν του..."[12]

Τελικά, το έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία που εκδηλώθηκε κατά το 19ο αιώνα και ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του, ευνόησε τις βυζαντινές σπουδές και αναβίωσε το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή ιστορία στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης.

Χώρος

Πρωτοβυζαντινή περίοδος

Οι πρώτοι αιώνες της βυζαντινής ιστορίας, η λεγόμενη "πρωτοβυζαντινή περίοδος" (4ος-6ος αι.), θεωρείται η τελευταία φάση της ρωμαϊκής ιστορίας και η περίοδος του σχηματισμού της νέας αυτοκρατορίας. Η βυζαντινή αυτοκρατορία ως συνέχεια της ρωμαϊκής ήταν φυσικό να κληρονομήσει τον γεωγραφικό χώρο όπου έδρασε εκείνη. Στην πραγματικότητα, η προσπάθεια για την αποκατάσταση του "ρωμαϊκού κράτους" στα παλαιά του σύνορα, παρέμεινε θεμελιώδης αξία της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ' αυτήν ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της, διαίρεσε πολλές φορές τον πολιτικό κόσμο και τον λαό του Βυζαντίου και προσανατόλισε τη βυζαντινή διπλωματία.

Από τα τέλη του 3ου αιώνα η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε διαιρεθεί σε τέσσερεις μεγάλες γεωγραφικές και διοικητικές περιφέρειες, που ονομάζονταν Υπαρχίες:

1. Υπαρχία Ανατολής, που περιλάμβανε νοτιοανατολικές περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας, τη Θράκη, ολόκληρη την Τουρκία, τη Συρία, το Ισραήλ και την Ιορδανία, τη βόρεια Αίγυπτο και το τμήμα της Λιβύης που βρίσκεται απένταντι από την Ελλάδα.
2. Υπαρχία Ιλλυρικού, που περιλάμβανε τη σημερινή Π.Γ.Δ.Μ., τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία, σχεδόν όλη την Ελλάδα και το δυτικό τμήμα της Βουλγαρίας.
3. Υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής, που περιλάμβανε δυτικά τμήματα της σημερινής Βοσνίας, Κροατίας και Ουγγαρίας, τη Σλοβενία, την Αυστρία, την Ελβετία, την Ιταλία και τις βόρειες περιοχές της Αλγερίας, της Τυνησίας και του μεγαλύτερου μέρους της Λιβύης.
4. Υπαρχία Γαλατίας, που περιλάμβανε το νότιο μισό του σημερινού Ηνωμένου Βασιλείου, τη Γαλλία και το Βέλγιο, την Ιβηρική Χερσόνησο και τμήμα του Μαρόκου που βρίσκεται νότια της Ιβηρικής Χερσονήσου.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτής περιόδου της Βυζαντινής ιστορίας σημαντικά γεγονότα συνέβησαν που επηρέασαν τη γεωγραφία του Βυζαντίου:

  • Η μετάθεση της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.
  • Ο χωρισμός του ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό από τον Θεοδόσιο.
  • Η διάλυση του Δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
  • Η ταύτιση της αυτοκρατορίας με το ανατολικό τμήμα της.

Η διαίρεση της αυτοκρατορίας από τον Θεοδόσιο Α' το 395 ήταν οριστική, με την έννοια ότι, στο έξης, το ανατολικό τμήμα που περιλάμβανε τις υπαρχίες "Ανατολής" και "Ιλλυρικού" και δόθηκε στον 17χρονο γιο του Αρκάδιο και το δυτικό κράτος που περιλάμβανε τις υπαρχίες "Ιταλίας-Αφρικής" και "Γαλατίας" και δόθηκε στον 11χρονο γιο του Ονώριο, δεν επρόκειτο ποτέ πια να ενωθούν σε ένα σύνολο, με εξαίρεση την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού.

Έτσι μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον 3ο αιώνα να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας, και το έτος 476 σημαδεύει την οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, την ίδια στιγμή που η οικονομικά ισχυρότερη Ανατολή γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής.

Μεγάλη προσπάθεια για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος κατέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565). Η εξωτερική πολιτική του ήταν σύμφωνη με τη ρωμαϊκή παράδοση και πολύ φιλόδοξη, αλλά ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους. Αν και το Βυζάντιο, μετά την ανάκτηση δυτικών περιοχών, περιελάμβανε πλέον την παλαιά υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής καθώς και ένα μικρό τμήμα στα νότια της Ιβηρικής χερσονήσου, οι πόλεμοί του σε Δύση και Ανατολή απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση του Βυζαντίου και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του.

Μεσοβυζαντινή περίοδος

Στη λεγόμενη "Μεσοβυζαντινή περίοδο", κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, οι εγκαταστάσεις των εχθρών στα βυζαντινά εδάφη αλλάζουν και πάλι τη γεωγραφική όψη της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη βόρεια Ιταλία και οι Σλάβοι στη βορειοδυτική και βόρεια βαλκανική περιοχή. Το κράτος υφίσταται πολύ βαριές εδαφικές απώλειες και το έτος 642 με την αποχώρηση του βυζαντινού στόλου από την Αλεξάνδρεια, οριστικοποιείται η απώλεια των πέρα από τη Μικρά Ασία ανατολικών επαρχιών, της ελληνιστικής Ανατολής, κάτω από την πίεση της κατακτητικής ορμής των Αράβων που αποσπούν τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές περιοχές της αυτοκρατορίας.

Οι αμφίρροποι αγώνες του 8ου και του 9ου αιώνα, έφεραν ελάχιστες μόνο αλλαγές στην εδαφική όψη του κράτους, όμως επί Μακεδονικής δυναστείας, στα χρόνια των τελευταίων Μακεδόνων, η αυτοκρατορία πέτυχε σημαντικές επεκτάσεις στην ανατολή και μικρότερες στη δύση. Οι επικές νίκες του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β’ ανέκτησαν την Κρήτη, την Κύπρο, τις πόλεις της Κιλικίας και τμήματα της Συρίας και της Παλαιστίνης. Η ανάκτηση όλων των παλαιών ρωμαϊκών εδαφών της Εγγύς Ανατολής ήταν ο απώτερος σκοπός των εκστρατειών τους. Επί Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, η Βουλγαρία υποτάχθηκε πλήρως και τα σύνορα του Βυζαντίου έφτασαν και πάλι στον Δούναβη, χωρίς βέβαια, ακόμη και τότε, να πλησιάσουν τα σύνορα που είχε το κράτος επί της ιουστινιάνειας "ανακτήσεως" (reconquista).

Υστεροβυζαντινή περίοδος

Οι σπουδαίες εδαφικές κατακτήσεις επί Μακεδονικής δυναστείας, αποτέλεσαν ένα κατόρθωμα που αποδείχτηκε βραχύβιο. Το έτος 1071, έτος της μεγάλης ήττας του βυζαντινού στρατού από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ της Αρμενίας, είχε ως αποτέλεσμα να χάσει το Βυζάντιο το μεγαλύτερο μέρος της Μικρας Ασίας, και τη Βάρη (Μπάρι) από τους Νορμανδούς, που σήμανε την απώλεια και του τελευταίου βυζαντινού ερείσματος στην Ιταλία. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η ήττα του Ματζικέρτ ήταν η "θανάσιμη στιγμή της Μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας"[13] και υπήρξε ένα ισχυρό χτύπημα για την κυριαρχία του Βυζαντίου στην Μικρά Ασία, η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας. Η Αρμενία και η Καππαδοκία, οι επαρχίες, από τις οποίες προήλθαν τόσοι περίφημοι Αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν για πάντα.

Μέσα στα νέα, πιο περιορισμένα, όριά της, η αυτοκρατορία δέχθηκε τα χτυπήματα των Σταυροφοριών με αποκορύφωμα την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους το 1204.

Η περίοδος των Παλαιολόγων (1258-1453) που ακολουθεί, χαρακτηρίζεται από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφείλεται κυρίως στις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων, πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του Αίμου. Την ίδια περίοδο, σε πολλές περιοχές συνεχίζεται η λατινοκρατία, ενώ στην Ήπειρο και στην Τραπεζούντα, διατηρούνται ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη κράτη.

Στις αρχές του 14ου αιώνα, το Βυζάντιο έχει χάσει τη Μικρά Ασία, στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίζεται στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή της Πόλης και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του Αιγαίου και στο λεγόμενο Δεσποτάτο του Μυστρά.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους του Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453, ήρθε μετά από μία μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, την οποία ακολούθησε η τελική καταστροφή. Η Πόλη γίνεται πλέον πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι γεγονός.

Χρόνος

Κάθε χρονική τομή και κάθε χρονικός περιορισμός της ιστορικής εξέλιξης, που στην πραγματικότητα είναι αδιάκοπη, αποτελούν συμβατικές οροθεσίες οι οποίες δεν βρίσκουν πάντα σύμφωνους όλους τους ερευνητές. Έτσι και τα χρονικά όρια που έχουν γίνει αποδεκτά για τη βυζαντινή ιστορία είναι συμβατικά, βοηθούν όμως στην κατανόηση της σημασίας παραγόντων και γεγονότων, στους οποίους βασίζονται οι διάφορες αντιμαχόμενες θέσεις.

Αν και όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι η Βυζαντινή ιστορία τελειώνει με την πτώση της Πόλης το 1453, συχνά θεωρήθηκε ως αφετηρία για τη βυζαντινή χρονολογία ο θρίαμβος του Χριστιανισμού το 392, όταν δηλαδή ο Θεοδόσιος Α' έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Αν όμως λάβουμε υπόψη ότι η αρχαία θρησκεία επέζησε τουλάχιστον ως την εποχή του Ιουστινιανού και κατόπιν αντικαταστάθηκε από την εθνική θρησκεία των λαών που εγκαταστάθηκαν στα βυζαντινά εδάφη, βλέπουμε ότι η χρονολογία αυτή έχει δυσκολίες ως προς την εδραίωσή της. Κείμενα του 10ου αι. αναφέρουν μη χριστιανούς σλαβικής καταγωγής εγκατεστημένους στη βυζαντινή Ελλάδα, οργανωμένους σε αυτόνομες κοινότητες, υπό τοπικούς αρχηγούς της ίδιας εθνικής προελεύσεως και σχεδόν ανεξάρτητους από την αυτοκρατορική επαρχιακή διοίκηση της περιοχής. Μάλιστα, συχνά αποτέλεσαν επικίνδυνες εστίες εξεγέρσεως κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας, κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και στην Πελοπόννησο.

Άλλοι ιστορικοί, θεωρούν αρχή της ιστορίας του Βυζαντίου την εποχή που ακολουθεί το θάνατο του Θεοδοσίου (395)· το κράτος διαιρείται σε ανατολικό και δυτικό. Κατά τον ίδιο τρόπο, αναζητείται σταθερό ορόσημο στη διάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους· καταλληλότερη το 476, χρονολογία όπου η "Χριστιανική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία" μένει μόνη της. Άλλοι τοποθετούν την αρχή της ιστορίας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στα 610, όταν ανεβαίνει στο θρόνο ο Ηράκλειος, άλλοι στα 717, όταν ανεβαίνει στην εξουσία η δυναστεία των Ισαύρων και άλλοι στα 284, όταν ο Διοκλητιανός, βάζει τις βάσεις για την οργάνωση του νέου κράτους.

O καθηγητής Άρνολντ Τόινμπι (Arnold Toynbee 1889–1975) υποστήριξε ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έσβησε κατά τα τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα και μια νέα αυτοκρατορία αναπτύχθηκε ως απάντηση της χριστιανικής Ανατολής στην απειλή των μουσουλμάνων. Από την άλλη, ο Βρετανός κλασικός φιλόλογος και ιστορικός Τζων Μπάγκνελ Μπιούρυ (John Bagnell Bury 1861–1927) αρνήθηκε ότι το Βυζάντιο γνώρισε ποτέ γενέθλια ημέρα. Υποστήριξε ότι "η Βυζαντινή αυτοκρατορία με δική της υπόσταση ουδέποτε υπήρξε, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν έληξε μέχρι το 1453 [14]"

Κάθε μία από τις παραπάνω απόψεις, παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Όσοι πάντως πιστεύουν ότι η βυζαντινή ιστορία αρχίζει απ' τη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τη θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης το 324 (ή από τα επίσημα εγκαίνια της το 330), θεωρούν ότι η χρονολογία αυτή εμπεριέχει γεγονότα-ορόσημα για το βυζαντινό κράτος:

α) μετάθεση του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή,
β) ανοχή και αργότερα αναγνώριση της ισοτιμίας του Χριστιανισμού, με τις άλλες θρησκείες,
γ) επίδραση των χριστιανικών αρχών στη νομοθεσία και γενικά στις κρατικές εκδηλώσεις,
δ) μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους σε σφαίρα επιρροής άλλης γλώσσας, της ελληνικής,
ε) πραγματοποίηση μεγάλων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών στην κρατική και κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας.

Λαός

Κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορικής πορείας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα υπερεθνικό, οικουμενικό κράτος που περιλάμβανε όλον τον πολιτισμένο, τότε, κόσμο. Στην τεράστια επικράτεια της, η οποία απλωνόταν σε τρεις ηπείρους, συμβίωναν Έλληνες και εξελληνισμένοι λαοί, Ρωμαίοι, Αρμένιοι, Σύριοι, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι, υπολείμματα παλαιών μικρασιατικών λαών (Ίσαυροι, Φρύγες, Καππαδόκες), Ιλλυριοί και Θράκες στη Χερσόνησο του Αίμου, καθώς επίσης υπολείμματα νεώτερων εποικισμών Γαλατών και Γότθων.

Ήδη από την εποχή των Ρωμαίων υπήρχαν επιγαμίες μεταξύ των λαών, άλλωστε και πολύ νωρίτερα ο Μέγας Αλέξανδρος ενθάρρυνε τις επιγαμίες στις κατακτήσεις του. Κατά τον Στήβεν Ράνσιμαν [15] ο αυτοκράτορας Αρκάδιος ήταν ισπανικής καταγωγής, ενώ αρμενικής καταγωγής ήταν ο στρατηγός του Ιουστινιανού Ναρσής και οι αυτοκράτορες Λέων ο Ε', Βασίλειος ο Α', Ιωάννης Α' Τσιμισκής, Ρωμανός ο Α'. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Α' είχε αίμα αραβικό και ο πατέρας του επικού Διγενή Ακρίτα ήταν προσήλυτος Σαρακηνός. Οι Βυζαντινοί ήταν κοσμοπολίτες και χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις. Δεν είχαν πρόβλημα να δεχθούν τον οποιονδήποτε και παιδιά μικτών γάμων μπορούσαν να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο νεοεισερχόμενος να είναι Χριστιανός και να μιλά Ελληνικά.

Βέβαια, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, η εθνολογική σύνθεση του Βυζαντίου δεν συνδέθηκε αποκλειστικά με ένα μόνο έθνος, γιατί στα σύνορα του υπήρχαν ή προσαρτήθηκαν κατά καιρούς πολλοί διαφορετικοί λαοί, όμως, κορμός της σύνθεσης αυτής ήταν ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, και οι διάφορες εθνότητες απόκτησαν τα κοινά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης και προοδευτικά της ελληνικής γλώσσας, παράγοντες που λειτούργησαν ως ενοποιητικοί. Ειδικά η ελληνική γλώσσα, η οποία ήδη από τον 4ο αιώνα είχε αρχίσει να εκτοπίζει τη λατινική, επικράτησε επί Ηρακλείου ως η κατ' εξοχήν επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου. Μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί ο προοδευτικός εξελληνισμός, όχι μόνο των δομών της αυτοκρατορίας, αλλά και των προσαρτημένων στα όρια της λαών.

Τον 7ο αιώνα λόγω της απώλειας της Αιγύπτου και της Συρίας, σημειώθηκε ριζική διαφοροποίηση στον χάρτη των εθνοτήτων και το βυζαντινό κράτος περιόρισε την εξουσία του σε περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο δέσποζε και αριθμητικά. Όμως δεν έπαψαν να εμφανίζονται νέοι λαοί. Οι σλαβικές επιδρομές που αρχίζουν τον 6ο αιώνα, προκαλούν αναστάτωση στην εθνολογική σύσταση των επαρχιών της Χερσονήσου του Αίμου, για να υποστούν, όμως, σταδιακά την αφομοιωτική δύναμη του ελληνικού στοιχείου, χωρίς όμως η έννοια της λέξης "Έλληνας" της εποχής εκείνης να ταυτίζεται με τη σημερινή έννοιά της, επηρεασμένη από την ιδεολογία του εθνικού κράτους του 18ου και 19ου αι.

Εξωτερικές Συνδέσεις

  • Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 4, μτφρ. Τούλας Δρακοπούλου (Αθήνα: Ψυχογιός, 1992), σελ. 14. Επίσης αναφέρεται ως "Χριστιανικό κράτος της ρωμαϊκής Ανατολής" στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ' (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1978), σελ. 6
  • Ιστορία του Ελληνικού έθνους ό.π., σελ. 6
  • Στο ίδιο, σελ. 5
  • Norman H. Baynes και Η.St.L.B. Moss, Βυζάντιο, Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό 8, μτφρ. Δημητρίου Ν. Σακκά (Αθήνα: Παπαδήμας, 2004), σελ. 102
  • Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους 7, τόμ. Α', μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος (Αθήνα: Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, 2002), σελ. 84
  • Γλύκατζη-Αρβελέρ ό.π., σ.σ. 39,41,73
  • Μάριος Μπέγζος, Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας (Αθήνα: Γρηγόρης, 2004), σελ. 187
  • Encyclopedie de la Pleiade, τόμ. Δ' (Αθήνα: ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (ΜΙΕΤ) 1980), στο λήμμ. "Ιστορία και μέθοδοι της", σελ. 56
  • Heinz-Gunther Nesselrath, Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία, τόμ. Α', μτφρ. Ιωάννη Αναστασίου (Αθήνα: Παπαδήμας, 1997), σελ. 450
  • UNESCO: Ιστορία της Ανθρωπότητας, τόμ. 12 (Αθήνα: Χ. Τεγόπουλου-Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ο.Ε., 1970), σελ. 4137
  • Ostrogorsky ό.π., σελ. 52. / Βλ. και Α.Α.Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, μτφρ. Δημοσθ. Σαβράμη (Αθήνα: Μπεργαδής, 1954), σελ. 22: "...παρά την ζωηρή του περιγραφή...δεν είναι ασφαλώς το ύφος του εκείνο που χρειάζεται για να διεγείρη τον σεβασμό για τα πρόσωπα ή την περίοδο, με την οποία ασχολείται ή για να οδηγήση σε μια λεπτομερέστερη μελέτη τους. Ο απαράμιλλος του σαρκασμός και η υποτίμησι, βρίσκονται διαρκώς εν δράσει [...] είναι ανίκανος να θαυμάση με ενθουσιασμό πράγματα ή πρόσωπα. Σχεδόν κάθε ιστορία, όταν την χειρίζουνται με αυτόν τον τρόπο, αφίνει την αξιοκαταφρόνητη πλευρά της να κυριαρχή στην σκέψι του αναγνώστου. Ίσως καμιά ιστορία δεν θα έμενε αστιγμάτιστη με έναν τέτοιο χειρισμό. [...] "Αυτός ο τρόπος διαχειρίσεως του θέματος", παρατηρεί ο J. Β. Bury "ανταποκρίνεται προς την περιφρονητική θέσι που παίρνει ο συγγραφεύς" [...] Η ερμηνεία που δίνει ο Γίββων στην εσωτερική ιστορία της Αυτοκρατορίας, μετά τον Ηράκλειο, δεν είναι μόνον επιπόλαιη αλλά συγχρόνως δίνει λανθασμένη εντύπωσι των γεγονότων."
  • Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, "Βάσεις του Βυζαντινού Πολιτεύματος", ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΕΠΕΤΗΡΙΔΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΕΕΦΣΠΑ) περ. Β' τόμ. ΚΒ' (1971-72) σελ. 201
  • Vasiliev ό.π., σελ. 442
  • J. Β. Bury, A History of the Later Roman Empire, τόμ. 1 {London: Macmillan, 1889), σελ. V
  • Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δέσποινας Δετζώρτζη, (Αθήνα: Γαλαξίας-Ερμείας, 1969), σελ. 202 κ.εξ.
  • Ανακτήθηκε από «https://el.orthodoxwiki.org/index.php?title=Βυζαντινή_Αυτοκρατορία&oldid=7859»