Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το παρόν λήμμα ή τμήμα του χρήζει Επιμέλειας (δηλ., μορφοποίηση). Μπορείτε να βοηθήσετε το OrthodoxWiki αναλαμβάνοντας την επιμέλειά του.

Όνομα και έννοια του "Βυζαντίου"

Κατά την τρέχουσα ορολογία η φράση "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" αναφέρεται σε μια πολιτική πραγματικότητα που κάποτε κυριάρχησε στον κόσμο της Μεσογείου. Η πόλη που ονομάζεται Κωνσταντινούπολη ή (στους σημερινούς χάρτες) Ισταμπούλ ήταν η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Η "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" γεννήθηκε με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης τον 4ο αιώνα στη θέση του Βυζαντίου, της αρχαίας Ελληνικής αποικίας. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος (πεθ. 337) ονόμασε τη πόλη Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος στην καινούργια πόλη μετέφερε την πρωτεύουσα του και αργότερα της έδωσε και το όνομα του. Οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου του 1ου έζησαν στην Κωνσταντινούπολη χωρίς διακοπή μέχρι το 1204. Το 1204, οι Σταυροφόροι από τη Δυτική Ευρώπη, παρέκκλιναν από την πορεία τους προς τα Ιεροσόλυμα, κυρίευσαν και λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη. Κράτησαν την πόλη μέχρι το 1261. Οι "Βυζαντινοί" επανίδρυσαν τη "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" στην Κωνσταντινούπολη το 1261 μετά την εκδίωξη των " Φράγκων". Το 1453, οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Η "Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει.

Ο ρόλος της "Βυζαντινής Αυτοκρατορίας" στην Ευρωπαϊκή ιστορία δεν έχει γίνει επαρκώς κατανοητός από τη σύγχρονη ακαδημαϊκή κοινότητα. Η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε στην οικονομική, πολιτική και πολιτιστική καρδιά της Ευρώπης από την ίδρυση της μέχρι την αδικαιολόγητη λεηλασία της από τους Σταυροφόρους. Η Νέα Ρώμη άντεξε στις επιθέσεις πολλών επιδρομέων, προστατεύοντας όλη την Ευρώπη από έναν χείμαρρο εισβολέων. Η "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" ήκμασε την εποχή που η Δυτική Ευρώπη ήταν απομονωμένη λόγω της ανέχειας και της βίας. Δεν μπορεί επίσης κανείς να παραθεωρεί το επιπρόσθετο γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη παραμένει ακόμη το κέντρο των Ορθοδόξων Χριστιανών, της κυρίαρχης πίστης στη Ρωσία και σε άλλες χώρες, που έχει τις ρίζες της στη Βυζαντινή εμπειρία. Στην εποχή μας, με τις τελευταίες αλλαγές στη Ρωσία, οι βυζαντινές της ρίζες είναι περισσότερο σημαντικές παρά ποτέ. Σε αντίθεση με την πλούσια κληρονομιά και τον πολυσήμαντο ρόλο τους, τα επιτεύγματα του Βυζαντινού πολιτισμού πολύ συχνά αποσιωπώνται και υποβαθμίζονται, αυτό καθ’ αυτό το όνομα "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" είναι στην πραγματικότητα, προσβλητικό.

Ο όρος "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" επινοήθηκε και διαδόθηκε από Γάλλους ανθρωπιστές σαν τον Montesquieu, μία σημαντική μορφή της διανόησης του 18ου αιώνα. Αυτός ήταν ο συγγραφέας του γόνιμου έργου "Το Πνεύμα των Νόμων" που τόσο πολύ ενέπνευσε τους Ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών στη σύνταξη του Αμερικανικού Συντάγματος. Όπως και άλλοι στοχαστές εκείνης της εποχής, ο Montesquieu εκτιμούσε τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους με υπερβολικό ενθουσιασμό ως μύστες της πολιτικής και του πολιτισμού άξιους προς μίμηση. Ακολουθώντας την Δυτικοευρωπαϊκή παράδοση που έχει τις ρίζες της στον πρώιμο Μεσαίωνα, ο Montesquieu θεωρούσε την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης διεφθαρμένη και παρηκμασμένη. Αν και έγραψε μακροσκελή ιστορία της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, ο Montesquieu σε καμιά περίπτωση δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αναφερθεί στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιώντας τα ένδοξα ονόματα "Ελληνική" ή "Ρωμαϊκή". Από το αρχαίο όνομα "Βυζάντιον", ο Montesquieu χρησιμοποίησε τη λέξη "Βυζαντινή". Η λέξη "Βυζαντινή" προσδιόριζε την Αυτοκρατορία και υπονοούσε τα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά της: δολιότητα, υποκρισία και παρακμή. Ο Άγγλος διαφωτιστής Edward Gibbon στο έργο του "Παρακμή και Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας" παρουσιάζει την Αυτοκρατορία μετά τον 6ο αιώνα ως ένα έπος μονότονης αθλιότητας και διαφθοράς.

Οι άνθρωποι που ζούσαν στη "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" ποτέ δεν ήξεραν ούτε και χρησιμοποίησαν τη λέξη "Βυζαντινός". Αυτοί ήξεραν για τον εαυτό τους ότι είναι Ρωμαίοι, τίποτα παραπάνω και απολύτως τίποτα λιγότερο. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη του Τίβερη στη Νέα Ρώμη του Βοσπόρου, τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος μετέφερε την πραγματική ταυτότητα της Ρώμης σε καινούργια τοποθεσία. Πολύ πριν τον Κωνσταντίνο τον 1ο, η ιδέα της "Ρώμης" είχε αρχίσει να διαχωρίζεται από την Αιώνια Πόλη του Τίβερη. Έτσι που το Ρωμαίος σήμαινε τον Ρωμαίο πολίτη, όπου κι αν ζούσε. Πριν την Αυτοκρατορική περίοδο (89 π.Χ.), το Ρωμαϊκό Δίκαιο χορήγησε δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Ιταλίας. Κατόπιν, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη προσφερόταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων παντού στην Αυτοκρατορία. Το 212, ο αυτοκράτορας Καρακάλας διακήρυξε ότι όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες, δίνοντας τους τη δυνατότητα να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, και όχι απλά υποτελείς των Ρωμαίων. Σε μερικές δεκαετίες οι άνθρωποι αναφερόμενοι στην Αυτοκρατορία άρχισαν να χρησιμοποιούν σπανιότερα (το Λατινικό) "Imperium Romanorum" (Κράτος των Ρωμαίων) και συχνότερα το "Ρωμανία" (Χώρα των Ρωμαίων).

Στις επαρχίες κοντά στην Κωνσταντινούπολη, όπου επικρατούσε η Ελληνική γλώσσα επί της Λατινικής της Πρεσβυτέρας Ρώμης, η ιδέα του Ρωμαίου πολίτη και της Ρωμαϊκής ταυτότητας ασκούσε μεγάλη έλξη σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οι ελληνόφωνοι πολίτες ήσαν υπερήφανοι να είναι Ρωμαίοι, στα Λατινικά "Romani". Η λέξη "Ρωμαίοι" έγινε περιγραφική των ελληνόφωνων πληθυσμών της Αυτοκρατορίας. Το παλιό εθνικό όνομα Έλληνες, παρέμεινε σε αχρηστία. Στα αρχαία χρόνια και βέβαια το "Έλληνας" είχε εθνική σημασία. Το Έλληνας, ως εθνικό όνομα των Ελλήνων χρησιμοποιήθηκε από τον έβδομο π.Χ. αιώνα και μετά, αν όχι και νωρίτερα. Αν και ο Όμηρος ονόμαζε τους Έλληνες με διάφορα ονόματα, ο Ηρόδοτος, ο Περικλής, ο Πλάτων και ο Αλέξανδρος όλοι ήταν "Έλληνες", όπως ήταν και οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον πρώτο και τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. Τον τέταρτο αιώνα μ.Χ., όσο η Αυτοκρατορία εκχριστιανιζόταν, ο όρος "Έλληνας" άρχισε να επαναπροσδιορίζεται και κατέληξε να σημαίνει τους ανθρώπους που ακόμη λάτρευαν τους αρχαίους θεούς και σπούδαζαν τη φιλοσοφία με την ελπίδα να μπορέσουν να αντισταθούν στη νέα Χριστιανική πίστη. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο 2ος (361-363), ένας αυτοκράτορας που προσπάθησε να σταματήσει τη Χριστιανική παλίρροια, ονόμαζε τον εαυτό του "Έλληνα". Με το "Έλληνας", ο Ιουλιανός υποδήλωνε τη σχέση του με τη Νέο-Πλατωνική φιλοσοφία και τη λατρεία των θεών του Ολύμπου.

Στα τελευταία χρόνια του τέταρτου μ.Χ. αιώνα, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο 1ος (379-39 5) έκανε τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους μετά την καταστολή της εξέγερσης ενός "Έλληνα" σφετεριστή του θρόνου, κάποιου δυτικού που ονομαζόταν Ευγένιος. Μετά την κρίσιμη απόφαση του Θεοδόσιου, όλο και λιγότεροι άνθρωποι επιθυμούσαν να αποκαλούν τον εαυτούς τους "Έλληνα". Για πολλούς αιώνες, η λέξη "Έλληνας" ήταν κακόφημη, ταυτισμένη με παράνομες θρησκευτικές ιδέες και απιστία προς το κράτος. Οι ελληνόφωνοι προτίμησαν τη ταυτότητα του "Ρωμαίου" αντί του "Έλληνα" ως σίγουρο καταφύγιο στους καιρούς που άλλαζαν. Ελληνόφωνοι "Ρωμαίοι" κατοικούσαν την Αυτοκρατορία μέχρι την πτώση της τον δέκατο πέμπτο αιώνα.

Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να ονομαστεί "Βυζαντινή Αυτοκρατορία". Αν χρειαζόταν ιδιαίτερο όνομα, καλύτερα θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης "Αυτοκρατορία Ρωμαίων" από το ελληνικό "Βασιλεία Ρωμαίων".


Το υπερφυλετικό έθνος των Χριστιανών Ρωμαίων

Το «Βυζάντιο», παρ' όλες τις ανθρώπινες ατέλειες και αμαρτίες, νοείται ως μία «Μεγάλη Εκκλησία», μέσα στην οποία προσκομίζεται συνεχώς η ανθρώπινη αμαρτία - αποτυχία, για να μεταμορφωθεί, με τη μετάνοια και την άκτιστη χάρη, σε ζωή εν Χριστώ. Βυζαντινολόγοι, όπως ο Στ. Ράνσιμαν (Βυζαντινή θεοκρατία, Αθήνα 1982) μπόρεσαν να δουν έτσι το «Βυζάντιο», ερμηνεύοντας το «εκ των ένδον» και όχι με τα φραγκολατινικά κριτήρια της αλλοτριωμένης χριστιανικότητας και ελληνικότητας.

Στο Χριστιανικό Κράτος της Ρωμανίας συνεχίζεται πληθυσμιακά η δομή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: ένας μεγάλος αριθμός λαοτήτων συνθέτει την αυτοκρατορία, ή, αν θέλουμε, κοινοπολιτεία, συνιστώντας εκ των πραγμάτων μία τρισύνθετη ενότητα: πολιτιστική (παρά τις τοπικές ιδιαιτερότητες), κρατική και πνευματική. Ο ελληνιστικός πολιτισμός, ο ρωμαϊκός κρατικός φορέας και η νέα συνείδηση, η Ορθοδοξία, συνθέτουν το «Γένος των Ρωμαίων», δηλαδή των Ορθοδόξων πολιτών της Νέας Ρώμης. Κατά κάποιο τρόπο, η Ρωμαίικη Αυτοκρατορία γίνεται το «πανδοχείο» της ιστορίας (βλ. Λουκ. 10, 24), ενσαρκώνοντας τον αναμενόμενο νέο κόσμο, στα όρια της θεανθρωπότητας. Αυτό είναι βέβαια αισθητό, όπου σώζεται το ορθόδοξο - πατερικό φρόνημα.

Όλες οι λαότητες της αυτοκρατορίας συνδέθηκαν με την κοινή πίστη (ως φρόνημα), σε μια νέα συγγένεια, την εν Χριστώ παγ-γένεια των Ρωμαίων, με σημείο αναφοράς όχι την Παλαιά, αλλά τη Νέα Ρώμη - Κωνσταντινούπολη. Τα «εθνικά» ονόματα δεν διέκριναν τις λαότητες διαιρετικά, αλλά υποδήλωναν τις επαρχίες (αυτό σημαίνει ο όρος «έθνος» στον 34ο αποστολικό κανόνα) και τις γλωσσικές ομάδες. (Η Ρωμανία ποτέ δεν επεδίωξε γλωσσική ομοιομορφία). Η Ορθοδοξία ήταν ο πανενωτικός σύνδεσμος των Ρωμαίων. Και αυτό βιωνόταν εντονότερα, όπου η σχέση με την «πατερικότητα» ήταν ισχυρότερη. Γι' αυτό και το «εθνικό» όνομα «ρωμαίος» ταυτίσθηκε με το περιεχόμενο της νέας «εθνικής» συνειδήσεως, δηλαδή την πίστη. Ρωμαίος (δηλαδή Νεο-Ρωμαίος ή Ρωμηός) σημαίνει ορθόδοξος. Η μακραίωνη διαπάλη μεταξύ Φραγκο-γερμανικού κόσμου και Ρωμαίικης Ανατολής επικεντρώθηκε γι' αυτό στη διεκδίκηση από τους Δυτικούς του ονόματος «ρωμαίος», ταυτόσημου με το «ορθόδοξος», ενώ στη Χριστιανική Ανατολή προσέδωσαν τα ονόματα «Γραικία» και «Γραικός», δηλωτικά όχι του «ελληνισμού» και της «ελληνικότητας», όπως αφελώς θέλουν κάποιοι να πιστεύουν. "Απλά σημαίνουν:

«χώρα των μη (γνησίων) Ρωμαίων και αποσχισθέντων αιρετικών». (όπως μας ξεκαθάρισε με την πρωτοπορειακή επιστημονική ερευνά του ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης).

Οι λαοί της Ρωμανίας / Βυζαντίου, ανάλογα με το βαθμό ορθοδοξοποιήσεώς τους, υπερβαίνοντας το κριτήριο της καταγωγής, εντάσσονταν σε μια άλλη ενότητα, στο εκκλησιαστικό σώμα. Η εκκλησιαστική δε ενότητα επιβίωσε αδιατάρακτα στις σχέσεις των Ορθοδόξων ως το 19ο αιώνα και την έξαρση των εθνι(κι)σμών.


Η επιστήμη στη Χριστιανική Ρώμη

Ήταν το "Βυζαντινό" κράτος Θεοκρατικό;

Για να αποφύγουμε τη σύγχυση την οποία προκαλεί η έλλειψη ορισμού της θεοκρατίας στους περισσότερους συγγραφείς, προτείνουμε τέσσερα κριτήρια με τα όποια μπορεί να ελεγχθεί η ύπαρξη καί ο βαθμός θεοκρατίας σε ένα κράτος:

1) Ταύτιση πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας στο ίδιο πρόσωπο. 2) Επιβολή θρησκευτικών κανόνων στο σύνολο της νομοθεσίας. 3) Άσκηση της δημόσιας διοίκησης από θρησκευτικούς λειτουργούς. 4) Έλεγχος της εκπαίδευσης από τη θρησκευτική ιεραρχία.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το «Βυζάντιο» δεν ικανοποιεί ούτε ένα απ' αυτά τα τέσσερα κριτήρια ενός θεοκρατικού κράτους. Ας τα δούμε με τη σειρά.

1) Το ότι ο «Πάπας» καί ο «Καίσαρας» ήταν διαφορετικά πρόσωπα είναι φυσικά γνωστό. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχε απόλυτη εξουσία πάνω σε όλες τίς λειτουργίες της δημόσιας ζωής. Με άλλα λόγια, κανένας Χομεϊνί δεν κυβέρνησε ποτέ από τον Πατριαρχικό θρόνο πάνω σε όλο το κράτος. Επιπλέον κανένας επίσκοπος δεν ηγήθηκε ποτέ οποιουδήποτε στρατιωτικού τάγματος σε πολεμικές συγκρούσεις, όπως ήταν ο κανόνας στη Δύση.

2) Στo χώρο του Δικαίου, το «Βυζάντιο» συνέχισε τη μεγάλη Ρωμαϊκή παράδοση. Βασικός άξονας της νομοθεσίας σε όλη τη μακραίωνη ιστορία του παρέμεινε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, όπως το είχε κωδικοποιήσει ο Ιουστιανός. Σ' αυτό προστέθηκαν κατά καιρούς τροποποιήσεις τις όποιες επέβαλαν οι νέες κοινωνικές συνθήκες και η επίδραση του Χριστιανισμού. Έτσι η τελική σύνθεση ήταν μία πολύ πιο ανθρωπιστική εκδοχή του αρχαίου Ρωμαϊκού Δικαίου. Όλα αυτά πάντως άνηκαν στην κοσμική (μη εκκλησιαστική) σφαίρα του κράτους. Οι νομικές σχολές και τα δικαστήρια δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία, καί οπωσδήποτε οι δικαστές δεν ήταν επίσκοποι, όπως συνέβαινε την ίδια εποχή στη Δύση. (Οι επίσκοποι μπορούσαν να είναι δικαστές σε ορισμένες περιπτώσεις, αν το ζητούσε ο κατηγορούμενος, αλλά αυτό αποτελούσε μια ανθρωπιστική παραχώρηση που δεν αλλάζει την ουσία της κατά βάση κοσμικής δικαιοσύνης).

3) Η αδιατάρακτη πολιτιστική συνέχεια του «Βυζαντίου» είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει πάντοτε μια μορφωμένη γραφειοκρατία που χειριζόταν τις κρατικές υποθέσεις. Αντίθετα, στη Δύση, από τον 6ο αιώνα εμφανίζεται ένα τεράστιο κενό στην Παιδεία.

Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα της παρακμής των γραμμάτων στη Δύση είναι ότι δεν υπάρχουν πια μορφωμένοι μη εκκλησιαστικοί άνδρες για να επανδρώσουν τις στοιχειώδεις διοικητικές ανάγκες των νέων βαρβαρικών κρατών. Έτσι, από τον 7ο αιώνα, η Δυτική Ευρώπη βασίζεται αποκλειστικά πλέον σε κληρικούς για τις διπλωματικές, διοικητικές και εκπαιδευτικές λειτουργίες της. Ήδη στην αυλή του Καρλομάγνου (τέλη 8ου αιώνα) όλοι σχεδόν οι γνωστοί λόγιοι, με εξαίρεση τον Einhard, είναι κληρικοί (Άλκουίνος, Παύλος Διάκονος, Πέτρος Διάκονος, Paulinus, κ.λπ.). Πρόκειται για μια εξέλιξη με κολοσσιαίες συνέπειες στη δυτική Ιστορία. Όχι μόνον επειδή διατηρήθηκε επί 1.000 χρόνια καί σφράγισε το χαρακτήρα της Δύσης, αλλά καί επειδή προκάλεσε τελικά ένα άγριο άντικληρικαλιστικό πνεύμα το όποιο ξέσπασε στα χρόνια του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.

Αυτή ή αντίδραση έχει διαμορφώσει τη σημερινή στάση του δυτικοευρωπαίου απέναντι στο Χριστιανισμό. Ο δυτικοευρωπαίος θα ήταν πολύ διαφορετικός άνθρωπος, αν δεν κουβαλούσε μέσα του αιώνες καταπίεσης από τη μονοπωλιακή θέση της Λατινικής Εκκλησίας στη δημόσια ζωή. Όλα αυτά είναι, βέβαια, εντελώς άγνωστα στους Ρωμηούς, αφού ο κοσμικός χαρακτήρας της ρωμαϊκής διοίκησης αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό του «Βυζαντίου» σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του. Γι' αυτό, άλλωστε, και άντικληρικαλιστικά μηνύματα δεν είχαν ποτέ επιτυχία στο χώρο μας [1].

4) Σε ό,τι άφορα την εκπαίδευση μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τύπους σχολείων στο «Βυζάντιο»: τα δημόσια, τα ιδιωτικά και τα μοναστηριακά. Στα τελευταία επιτρεπόταν να φοιτούν μόνον παιδιά που είχαν αφιερωθεί στο μοναχισμό. Μάλιστα, η Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας (το 451) απαγόρευσε ρητά τη φοίτηση λαϊκών σ' αυτά τα σχολεία, και, απ' ό,τι φαίνεται, αυτός ο κανόνας εφαρμοζόταν χωρίς εξαίρεση [2]. Η πλειοψηφία λοιπόν των προγόνων μας της Ρωμανίας μορφωνόταν σε κοσμικά σχολεία σε αντίθεση με το τι συνέβαινε στη Δύση την ίδια εποχή. Όπως είναι γνωστό, στη Δύση, για πολλούς αιώνες, η πλήρης κατάρρευση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού είχε ως συνέπεια την ανάδειξη της Εκκλησίας σε αποκλειστικό φορέα της Εκπαίδευσης. Η μόνη μόρφωση που μπορούσε να πάρει κανείς ήταν αυτή την οποία παρείχαν τα μοναστήρια.

Αντίθετα, στο «Βυζάντιο» η εκπαίδευση ήταν κυρίως προσκολλημένη στην κλασική παράδοση. Υποχρεωτικό ανάγνωσμα, μαζί με την Αγία Γραφή, ήταν ο Όμηρος, τον όποιον όλοι οι μαθητές μάθαιναν απέξω και τον εξηγούσαν λέξη προς λέξη [3]. Ο Ψελλός καυχιέται ότι από πολύ μικρός ήξερε ολόκληρη την Ιλιάδα απέξω [4]. Η 'Άννα Κομνηνή αναφέρει εξηνταέξι φορές στίχους του Ομήρου στην «Αλεξιάδα» της, συχνά μάλιστα χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει τη διευκρίνηση «το όμηρικόν εκείνο...» [5].

Για να αντιληφθούμε το πολιτιστικό χάσμα που χώριζε Ρωμαίους και Δυτικούς, αρκεί να θυμίσουμε ότι η Δύση πρωτογνώρισε τον Όμηρο μόλις τον 14ο αιώνα, όταν ύστερα από παραγγελία του Πετράρχη και του Βοκκάκιου, ένας Ρωμηός της Ν. Ιταλίας, ο Πιλάτος, μετέφρασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στα λατινικά [6].

Ο κοσμικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης καθ' όλη τη χιλιόχρονη ιστορία της αυτοκρατορίας τονίζεται και από το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ήταν ένα κρατικό ίδρυμα που δε βρισκόταν ποτέ υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την ιδρυτική πράξη του (επί Θεοδοσίου Β', το 425), οι καθηγητές πληρώνονταν από το κράτος και μάλιστα απαλλάσσονταν από τους φόρους [7]. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρόγραμμα του Πανεπιστημίου δεν υπήρχε καν το μάθημα της Θεολογίας (!), αφού σκοπός της κρατικής εκπαίδευσης ήταν η μόρφωση κρατικών στελεχών και αξιωματούχων [8]

Όπως αναφέραμε και στην αρχή αυτής της ενότητας, το ζήτημα της θεοκρατίας στο «Βυζάντιο» είναι τεράστιο και δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ. Από τα λίγα που εκτέθηκαν παραπάνω, ωστόσο, πρέπει να έγινε φανερό ότι η μορφή της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν αρκετά διαφορετική από αυτήν την οποία μας παρουσιάζουν διάφορες λαϊκιστικές απλοϊκές απόψεις.

Με κίνδυνο να γίνουμε κουραστικοί θα ξαναπούμε ότι, δυστυχώς, πέφτουμε συχνά στο λάθος να ταυτίζουμε το σκοταδιστικό θεοκρατικό δυτικό μεσαίωνα με την αντίστοιχη εποχή του «Βυζαντίου». Όπως είδαμε, όμως, οι διαφορές ήταν τεράστιες και πολύ ουσιαστικές. Η αμορφωσιά, η ανελευθερία, η θρησκευτική καταπίεση που έφτασε ως την Ιερή Εξέταση, οι στρατοκράτες επίσκοποι που οδηγούσαν τάγματα μοναχών σε μάχες, όλα αυτά είναι άγνωστα στον τόπο μας και στον πολιτισμό μας. Έτσι εξηγείται, κατά ένα μέρος, και η πεισματική αντίσταση των Ρωμηών στις προσπάθειες εκδυτικισμού τους την οποία παρατηρούμε από το 1204 μέχρι σήμερα.

Υπάρχουν και άλλες όψεις του πολιτιστικού χάσματος ανάμεσα σε Ρωμηούς και Δυτικούς προς εξέταση κατά το μεσαίωνα, εποχή η οποία συχνά αποκαλείται «σκοτεινή» για όλη την Ευρώπη. Όπως θα διαπιστώσουμε, αν με τον όρο «Ευρώπη» εννοούμε μόνο τη δυτική, τότε ο χαρακτηρισμός «σκοτεινή» είναι απόλυτα σωστός. Αν όμως περιλαμβάνουμε και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το «Βυζάντιο», τότε πέφτουμε οι ίδιοι θύματα του σκοταδιστικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού της Δύσης.

Υποσημειώσεις

1 Είναι αξιοπρόσεκτο ότι τα δύο μοναδικά αντικληρικαλιστικά ρεύματα που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα είναι απλές «μεταφράσεις» δυτικών ρευμάτων, χωρίς καμιά επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Το ένα είναι ο φιλελεύθερος διαφωτισμός όπως εκφράστηκε, για παράδειγμα, από τον ανώνυμο συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» και το άλλο ο μαρξισμός. Ο πρώτος είναι τόσο ξεκομμένος από την ελληνική πραγματικότητα ώστε να μιλάει για «τάγματα» ιερέων και αρχιμανδριτών, θεσμό άγνωστο στον τόπο μας (αλλά πολύ διαδεδομένο στη Δύση...). Ο κορυφαίος ερευνητής (και ενθουσιώδης υπέρμαχος) του νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο Κ. Θ. Δημαράς, δέχεται ότι «πρέπει να μην αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να πρόκειται για συγγραφέα στερημένο από ελληνική σχολική εκπαίδευση» (βλ. Κ. Θ. Δημαράς, 1977,σ. 48). Από την άλλη, ο μαρξισμός, με τα δύσκαμπτα ιδεολογικά σχήματα που βασίζονταν αποκλειστικά στη δυτική εμπειρία, προσπάθησε να ξεπεράσει τις συνεχείς «δυσκολίες» που συναντούσε στην ερμηνεία της ελληνικής κοινωνίας καταφεύγοντας στην «ιδεολογική σύγχυση της ελληνικής άρχουσας τάξης» ή στην «εσφαλμένη συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης». Θα χρειαζόταν ασφαλώς μια πληρέστερη μελέτη σχετικά με την παντελή άγνοια της ελληνικής ιδιαιτερότητας από αυτά τα δυο ρεύματα.

2 Βλ. Buckler,σ. 309.

3 οπ. παρ., σ. 295.

4 Βλ.Ράνσιμαν (1979),σ. 250.

5 οπ. παρ., σ. 250.

6 Βλ. Γιαννακόπουλος (1966),σ. 54.

7 Βλ. Buckler (1986),σ. 310.

8 Βλ. Lemerle (1983), σ. 89-90.

Παραδείγματα επιστημονικότητας στο "Βυζάντιο"

Για τους ανωτέρω ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ λόγους που αναφέραμε, οι Δυτικοί ιστοριογράφοι έχουν διαδώσει ότι η Χριστιανική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, (την οποία δολίως απεκάλεσαν "Βυζάντιο", ήταν δήθεν μία θεοκρατική αυτοκρατορία, που δεν είχε σχέση με την επιστήμη, αλλά μόνο με τη θρησκεία. Φυσικά αυτό αποδεικνύεται εντελώς ψευδές, από τα ιστορικά δεδομένα.

Όπως φαίνεται, οι Ρωμηοί Ορθόδοξοι πρόγονοί μας είχαν επίγνωση τόσο των ορίων της επιστήμης όσο και των ορίων της πίστης και δεν είχαν κανένα πρόβλημα – τουλάχιστον οι σοφότεροι – να δέχονται και τα δύο. Αλλά και πρακτικά, από ιστορικής απόψεως, το Ορθόδοξο Βυζάντιο ήταν πρώτο για τουλάχιστον 900 χρόνια στους τομείς της τεχνολογίας, της ναυσιπλοίας, της στρατηγικής, της αρχιτεκτονικής και του πολιτισμού γενικότερα. Περίεργο, (κατά τους κατηγόρους), οι Ορθόδοξοι να έδιναν επί τόσους αιώνες σημασία στην κοσμική γνώση! Κανονικά, οι «αδιαφορούντες για την γνώση» Βυζαντινοί θα έπρεπε να καταστραφούν αμέσως, αφού υποτίθεται ότι μόνο μέλημά τους ήταν «η σωτηρία της ψυχής» και η «βασιλεία των ουρανών». Οι «αρχαιολάτρες» βλέπουν την παρακμή της επιστήμης στις ορθόδοξες χώρες κατά την Τουρκοκρατία, και νομίζουν ότι αυτό είναι Ορθόδοξο δόγμα. Μα επιστήμη υπό δουλεία δεν γίνεται. Γιατί δεν κοιτάνε τους βυζαντινούς επιστήμονες;

Όσοι δεν γνωρίζουν σωστά την ιστορία, κατηγορούν το Βυζάντιο πως τάχα δεν ασχολούνταν με τις επιστήμες. Όμως γνωρίζουν αυτοί, ότι πρώτος ο Ρωμηός Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1359) στα 1325, 2,5 αιώνες πριν από τους δυτικοευρωπαίους επιστήμονες και την Παπική εκκλησία, βασιζόμενος σε δικές του μετρήσεις και μελέτες, κατάλαβε τα σφάλματα του Ιουλιανού ημερολογίου και πρότεινε στον Ανδρόνικο Β΄ την διόρθωσή του ημερολογίου σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του; (Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής, εκδ. Αίθρα, σ. 125) Γνωρίζουν ότι ο Ιωάννης Ακτουάριος, Ρωμηός γιατρός, ανακάλυψε πρώτος το παράσιτο της ταινίας, τον «τριχοκέφαλον άνισον»; (Στήβεν Ράνσιμαν, Η τελευταία βυζαντινή αναγέννηση, εκδ. Δόμος, σ. 103)

Το Περί της ανθρώπου κατασκευής του Θεόφιλου, η δωδεκάτομη Παθολογία του εκ Τράλλεων Αλεξάνδρου (ο Αλέξανδρος είναι ο πρώτος που χορήγησε σίδηρο ως εσωτερικό φάρμακο), η Ιατρική εγκυκλοπαίδεια του Θεόφιλου Νόννου, το Περί ανατομικής του ανθρώπου του μοναχού Μελέτιου, το Υπόμνημα του Παύλου Αιγινήτη, η Σύνοψις ιατρική του Λέοντα Μαθηματικού, το Δυναμικό του Νικόλαου Μυρεψού, το οποίο περιλαμβάνει 2656 φαρμακευτικές συνταγές κι ως τον 15ο αι αποτελούσε το επίσημο φαρμακολογικό σύγγραμμα της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου του Παρισίου, η Ιατρική μέθοδος, η Θεραπευτική μέθοδος και το Περί ούρων του Ιωάννη Ακτουάριου, τα Ιατρικά εκκαίδεκα του Αέτιου 16 τόμων, εκ των οποίων ο 7ος αφορά την οφθαλμολογία (φάρμακα και επεμβάσεις), η Σύνοψη της Ιατρικής των Νικήτα και Λέοντα, που αναφέρεται σε χειρουργικά θέματα και εργαλεία, τα Γεωπονικά, 26 τόμων, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία περιγράφεται η χρήση χημικού λιπάσματος («ερεβίνθους… ομοίως προβραχέντας μετά νίτρου σπείρουσιν»), μήπως όλα αυτά είναι συγγράματα ανθρώπων και πολιτισμού που αδιαφορεί για τα εγκόσμια και μονάχα προσεύχεται σκυθρωπά;

Μήπως ο θεολόγος και αστρονόμος Νικόλαος Καβάσιλας (14ος αι.), ο οποίος αποδίδει τις παλίρροιες στην έλξη της δύναμης της σελήνης, η οποία διαδίδεται ευθύγραμμα μαζί με το φως της, είναι παράδειγμα προς αποφυγή; Μήπως η εξάτομη Λογιστική του Βαρλαάμ, η Αστρονομική βίβλος του Θεόδωρου Μελιτηνιώτου, τα Αρμονικά του Βρυενού, η Στοιχείωσις Αστρονομική του Θεόδωρου Μετοχίτη, τα Περί κατασκευής κοίλων κατόπτρων και το Περί παραδόξων μηχανημάτων του Ανθέμιου δείχουν ανθρώπους και πολιτισμό ο οποίος ενδιαφέρεται μόνο για τις προσευχές και τα «αλληλούια»;

Πολιτισμός που υποτίθεται ότι ενδιαφέρεται μόνο «για τη σωτηρία της ψυχής» και όχι για το σώμα είναι αδύνατον να συγγράφει δωδεκάτομα έργα ιατρικά. Πολιτισμός, που το σώμα το θεωρεί ως τμήμα του καθεαυτό «ανθρώπου» κι όχι ως «φυλακή της ψυχής» και δεν θεωρεί μόνο την «ψυχή» ως τον «καθεαυτό άνθρωπο», είναι φυσιολογικό να ενδιαφερθεί και για την ιατρική, τη μηχανική, τα μαθηματικά. Μήπως όλοι αυτοί που πιστεύουν πως οι Ρωμηοί πρόγονοί μας δεν ήταν πολιτισμένοι αλλά βάρβαροι, μήπως όλοι αυτοί γνωρίζουν πως στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης διδάσκονταν Αριθμητική, Γεωμετρία, Αστρονομία και Μουσική, παράλληλα με την Ελληνική και Λατινική φιλολογία;


Ανώτερες και ανώτατες σχολές της Χριστιανικής Ρώμης

Στην αυτοκρατορία των Ορθοδόξων Χριστιανών, δεν έλειψαν οι ανώτερες και ανώτατες σχολές, ακόμα και όταν στη Δύση επικρατούσε η θρησκοληψία και ο μεσαίωνας. Η Ορθόδοξη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, είχε πάντα σχολές, που παρήγαγαν επιστήμονες και προωθούσαν τον πολιτισμό.

Μερικές από τις ανώτερες και ανώτατες σχολές επί Βυζαντίου ήταν οι εξής:

1. Πανεπιστήμιο της Κωνσταντιπουπόλεως (5ος - 15ος αιώνας). Άκμασε από τον 10-13ο αιώνα. Τότε οι καθηγητές ονομάζονταν "φιλόσοφοι" και "μαΐστροι" και οι έδρες "θρόνοι". Λειτούργησε μέχρι την Πτώση. Περιελάμβανε αίθουσες διδασκαλίας αλλά και πολυτελείς βιβλιοθήκες.


2. Σχολή της Νίκαιας. Λειτούργησε στην Νίκαια από το 1204 έως το 1261.


3. Πατριαρχική ακαδημία. Ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα.


4. Σχολή της Θεσσαλονίκης. Ιδρύθηκε το 1330.


5. Σχολή του Μυστρά. Ιδρύθηκε το 1390.


6. Σχολή της μονής του Προδρόμου. Ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Βατατζή και με διευθυνή τον Νικηφόρο Βλεμμύδη.


7. Σχολή του Νικηφόρου Γρηγορά, στην Κωνσταντινούπολη.


8. Ακαδημία των Θετικών επιστημών της Τραπεζούντας. Γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη επί Μεγαλοκομνηνών. Καλλιεργήθηκαν κατά την περίοδο 1204-1461 τα μαθηματικά και η αστρονομία. Σύμφωνα με τον Δ. Κωτσάκη στο βιβλίο του "Διδάσκαλοι του γένους και αστρονομία" Αθήνα 1983, " κατά πάσα πιθανότητα, λειτουργούσε κοντά σ' αυτήν και αστεροσκοπείο" Ο Σ. Πλακίδης γράφει ότι είχαν αναπτυχθεί τόσο πολύ τα μαθηματικά και κυρίως η αστρονομία ώστε πολλοί που ενδιαφερόντουσαν γι' αυτήν έφευγαν ακόμη και από την Πόλη για να σπουδάσουν στην Τραπεζούντα.


9. Σχολή της Σμύρνης. Ιδρύθηκε από τον Νικηφόρο Βλεμμύδη τον 13ο αιώνα.


10. Σχολή της Καισαρείας


11. Σχολή της Εφέσου κλπ.


Επιστήμονες στη Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Η επιστημονική εξέλιξη συνεχίσθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και μετά τον εκχριστιανισμό της, φθάνοντας σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα τον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Και στην πλουσιότατη γραμματεία της αυτοκρατορίας, βρίσκουμε πολλά ονόματα επιστημόνων. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται μερικοί χαρακτηριστικοί επιστήμονες της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μερικοί των οποίων είναι και άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας:

Επιστήμονες επι Βυζαντίου (Σημ. Στους αλχημιστές υπάρχουν μερικά χρονολογικά λάθη)

1. Ζώσιμος 4ος-5ος αι. Έλληνας Αλχημιστής από την Πανοπολη της Αιγύπτου. Αυτός πρώτος χρησιμοποίησε την λεξη "Χημεία" από την τέχνη της μαύρης γης της Αιγύπτου που ονομάζεται "χεμ".Ένα από τα έργα του "περί ζύθων ποιήσεως" αποτελεί την αρχαιότερη συνταγή Παρασκευής μπύρας.

2.Πελαγιος 4ος-5ος αι. αλχημιστής

3. Δημόκριτος 4ος-5ος αι, αλχημιστής

4.Μαρια η Ιουδαία 4ος-5ος αι. Αλχημίστρια , μαθήτρια του Δημοκρίτου

5.Αστεριος ο Αμασιεύς 5ος αι. συγγραφέας με σπουδές στα μαθηματικά και την αστρονομία.

6. Ιάκωβος 5ος αι. Ιατρός, φαρμακολόγος και βοτανολόγος

7.Προκλος ο Βυζάντιος 5ος-6ος αι. Μαθηματικός και φιλόσοφος

8. Αέτιος 5ος-6ος αι. Ιατρός, φαρμακολόγος και βοτανολόγος

9. Αμμώνιος 5ος-6ος αι. Φιλόσοφος, μαθηματικός και αστρονόμος

10. Ερμίας ο Αλεξανδρεύς 5ος-6ος αι. Φιλόσοφος και μαθηματικός

11. Ασκληπιόδωρος ο Αλεξανδρεύς 5ος-6ος αι. Ιατρός. Μαθηματικός και νεοπλατωνικός φιλόσοφος

12.Διδυμος 5ος-6ος γεωπόνος

13. Ιωάννης ο Λυδός 490-565 Ιστορικός , νομικός και αστρονόμος από την Φιλαδέλφεια.

14. Ιουλιανός ο αρχιτέκτονας 5ος-6ος αι. Μηχανικός και αρχιτέκτονας. Γνωστός από έναν μηχανισμό άντλησης νερού τον οποίον εφεύρε.

15. Μαρινος ο Νεαπολίτης 5ος-6ος αι. Νεοπλατωνικός και μαθηματικός. Διάδοχος του Πρόκλου στην Ακαδημία.

16. Σιμπλίκιος 5ος-6ος αι. Φιλόσοφος και μαθηματικός. Δίδαξε στην Ακαδημία μέχρι που έκλεισε και μετά το κλείσιμο της πήγε στην Περσία για 5 χρόνια, όπου δίδαξε. Επέστρεψε όμως και δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη.

17. Ασκληπιός ο Τραλλειανός 6ος αι. Νεοπλατωνικός και γεωμέτρης

18. Ανθέμιος ο Τραλλειανός 6ος αι. αρχιτέκτονας (Αγια Σοφία) και συγγραφέας

19. Ηλιόδωρος ο Νεοπλατωνικός 6ος αι. Φιλόσοφος ,μαθηματικός και αστρονόμος

20. Ισίδωρος ο Μιλήσιος 6ος αι. Αρχιτέκτονας και μαθηματικός. Ολοκλήρωσε την Αγια Σοφία. Ίδρυσε στην Πόλη Σχολή Μηχανικών και υπήρξε δάσκαλος τους τελευταίου διευθυντή της Ακαδημίας Αθηνών του Δαμάσκιου.

21. Ισίδωρος ο Μιλησιος ο Νεώτερος 6ος αι. Αρχιτέκτονας και μηχανικός. Ανιψιός του προηγούμενου. Ανοικοδόμησε τον τρούλο της Αγίας Σοφίας όταν έπεσε λόγω σεισμού το 558.

22.Δαμασκιος 6ος αι. Έλληνας νεοπλατωνικός και μαθηματικός , από την Δαμασκό. Τελευταίος διευθυντής της Ακαδημίας.

23.Ευτοκιος 6ος αι. Μαθηματικός

24.Ηρων 6ος αι. Μαθηματικός

25.Ιεροκλης 6ος αι. Γεωγράφος

26. Ιωάννης ο Φιλόπονος 6ος αι. Φιλόσοφος , μαθηματικός και αστρονόμος. Μεγάλη φιλοσοφική και πνευματική διάνοια του Βυζαντίου. Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στις φυσικές επιστήμες του μεσαίωνα αλλά και των νεότερων χρόνων.

27. Καισάριος 6ος Γεωγράφος

28. Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης 6ος Γεωγράφος και τοπογράφος

29. Λεόντιος 6ος αι. Μαθηματικός , φιλόσοφος και μηχανικός

30.Διονύσιος ο Μικρός 6ος αι. Αστρονόμος

31. Ολυμπιόδωρος 6ος αι. Νεοπλατωνικός και μαθηματικός

32. Πρόκλος ο Μητροπολίτης 6ος αι. Μαθηματικός και αστρονόμος

33. Ρητόριος ο Βυζαντινός 6ος αι. Αστρονόμος.

34. Στέφανος ο Βυζάντιος 6ος αι. Γεωγράφος

35. Σωτήριχος 6ος αι. Μαθηματικός και φιλόσοφος

36. Βασσιος Κασσιανος 6ος-7ος αι. Συγγραφέας γεωπονικών και φυσιογνωστικών έργων. Το έργο του "Γεωπονικά" θεωρείται το καλύτερο της βυζαντινής φυσιογνωμίας και αποτελείται από 26 βιβλία.

37. Αλέξανδρος ο Τραλλειανος 525-605 Ιατρός, φαρμακολόγος και βοτανολόγος. Είναι ο πρώτος που χορήγησε σίδηρο ως εσωτερικό φάρμακο.

38. Τιμόθεος ο Γαζαιος 6ος-7ος αι. Ζωολόγος, γραμματικός

39. Γεώργιος ο Κύπριος 6ος-7ος αι. Γεωγράφος

40. Αριστοφάνης 6ος-7ος αι. Ζωολόγος

41. Πισίδης Γεώργιος 6ος-7ος αι. Αστρονόμος, ζωολόγος, βοτανολόγος. Πίστευε στην σφαιρικότητα της γης.

42. Καλλίνικος 7ος αι. Έλληνας μηχανικός από την Ηλιούπολη της Συρίας. Εφευρέτης του "υγρού πυρός"

43. Θεόδωρος ο Καντερβουρίας 602-690 Έλληνας και πρώτος αρχιεπίσκοπος caterbury, από την Ταρσό της Κιλικίας. Σπούδασε μαθηματικά, φιλοσοφία και αστρονομία στην Κωνσταντινούπολη. Είναι ο πρώτος που ίδρυσε βιβλιοθήκες και σχολεία στην Αγγλία, φροντίζοντας να διδάσκονται εκεί η αριθμητική και η ελληνική γλώσσα. Θεωρείται ο ιδρυτής της αγγλοσαξονικής φιλολογίας και ο ιδρυτής των πρώτων μεγαλόπρεπων ναών της ευρύτερης περιοχής του Λονδίνου. Είναι άγιος της Παπικής Εκκλησίας, αν και Έλληνας.

44. Θεόδωρος ο πρωτοσπαθάριος 610-642 Ιατρός και φαρμακολογος έγραψε έργο με συνταγές φαρμάκων

45. Παύλος ο Αιγινήτης 7ος αι. Ιατρός, φαρμακολόγος, ζωολόγος, φυτολόγος από την Αίγινα

46. Στέφανος ο Αλεξανδρεύς 7ος αι. Αστρονόμος και μαθηματικός, φαρμακολόγος

47. Σιμοκάττος θεοφύλακτος 7ος αι. Γεωπόνος

48. Θεόφιλος ο Εδεσσηνός 695-785 Αστρονόμος και λόγιος. Μετέφρασε τον Όμηρο στα αραβικά

49. Αρέθας 9ος αι. Μαθητής του Λέοντος του Μαθηματικού

50. Θεοδήγιος 9ος αι. Καθηγητής αστρονομίας και των μαθηματικών στη Σχολή της Μαγναύρας και λόγιος.

51. Θεόδωρος ο Γεωμέτρης 9ος αι. Καθηγητής γεωμετρίας στη Σχολή της Μαγναύρας

52. Λέων ο Μαθηματικός 9ος αι. Γεννήθηκε στην Θεσσαλία , σπούδασε στην Άνδρο και στην Πόλη. Ένας από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς , είναι ο πρώτος που εισήγαγε τα γράμματα στην θεωρητική αριθμητική και άλγεβρα. Γεωμέτρης, μηχανικός, αστρονόμος και φιλόσοφος. Πρύτανης της Σχολής της Μαγναύρας δίδαξε σ' αυτή τετρακτύ. (Γεωμετρία, αστρονομία, αριθμητική και μουσική). Κατασκεύασε τον πρώτο οπτικό τηλέγραφο που αναφέρεται στην Ιστορία ο οποίος τοποθετήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας. Διέσωσε πολλά αρχαία κείμενα.

53. Φωτιος ο Α' 820-891 Θεολόγος, νομικός, ιστορικός, φιλόσοφος, γεωγράφος, αστρονόμος, μαθηματικός Πατριάρχης Κων/πόλεως

54. Κωνσταντίνος ο Σικελός 9ος-10ος αι. Μαθηματικός.

55. Γρηγόριος 10ος αι. Καθηγητής αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας. Επινόησε έναν βελτιωμένο τύπο αστρολάβου τον οποίον ονόμασε "κόσμημα μαθηματικόν". Θεωρείται ο πρόδρομος των αστρονομικών παραδοχών του 14ου-15ου αι.

56. Ήρων ο Βυζαντινός 10ος αι. Μαθηματικός, αρχιτέκτονας και μηχανικός. Αναφέρεται ως ο επινοητής του "επιμονιδίου φαρμάκου" το οποίο προκαλούσε τόνωση του οργανισμού και καταπράυνση του αισθήματος της πείνας.

57. Νικηφορος Πατρίκιος 10ος αι Καθηγητής γεωμετρίας στο πανεπιστήμιο Μαγναύρας

58. Ελευθεριος Ζεβεληνός 11ος αι Αστρονόμος

59. Ιωαννης ο Ιταλός 11ος αι. Φιλόσοφος, μαθηματικός

60. Συμεων Σηθης 11ος αι. Αστρονόμος, βοτανολόγος και ιατρός

61. Μιχαήλ Ψελλός 1018 - 1096 Φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος, φυσικός, νομικός και φιλόλογος. Πρύτανης του Πανεπιστήμιου Κωνσταντινουπόλεως. Σπούδασε στην Αθήνα και στην Πόλη.

62. Μάρκος ο Έλλην. 11ος αι. Λόγιος και αστρονόμος

63. Μιχαήλ ο Εφέσιος 11ος αι. Καθηγητής του πανεπιστήμιου Κων/πολης

64. Ιερόφιλος ο Σοφιστής 12ος αι. Διαιτολόγος, φαρμακολόγος

65. Νεόφυτος ο Μοναχός 12ος αι. Εισηγητής των "ινδικών αριθμών" στο Βυζάντιο.

66. Πρόδρομος ο Μοναχός 12ος αι. Μαθηματικός, αστρονόμος αλλά και μονάχος ερημίτης δάσκαλος του Νικηφόρου Βλεμμύδη

67. Μιχαήλ ο Ιταλικός 12ος Ασχολήθηκε και με αστρονομία.

68. Νικηφόρος Βλεμμύδης 1197-1272 Μαθηματικός. Αστρονόμος, γεωγράφος, ιατρός, θεολόγος. Η μεγαλύτερη πνευματική μορφή του 13ου αιώνα σπούδασε στην Νίκαια 4 χρόνια κλασσικές σπουδές και ιατρική στην Σμύρνη παρακολούθησε μαθήματα αριθμητικής, γεωμετρίας, αστρονομίας και οπτικής στη Σκάμανδρο της Τρωάδας. Έγραψε πολλά φυσικομαθηματικά βιβλία.

69. Γεώργιος Ακροπολίτης 1220 - 1282 Πολιτικός, μαθηματικός, αστρονόμος. Ίδρυσε στην Πόλη βιβλιογραφικό εργαστήριο για να αντιγράφονται και να διασώζονται κείμενα και έργα προγενέστερων και αρχαίων.

70. Νικόλαος Μυρεψός 1222 - 1255 Ιατρός, βοτανολόγος. Συγγραφέας του έργου "Δυνάμερον" που περιλαμβάνει 2656 ιατρικές συνταγές. Αυτό το βιβλίο αποτέλεσε μέχρι και τον 15ο αιώνα το επίσημο φαρμακευτικό κώδικα της Δύσης και το επίσημο σύγγραμμα της ιατρικής σχολής του Παρισιού.

71. Μανουήλ Ολοβόλος 1240 - 1290 Αστρονόμος και μαθηματικός

72. Γεώργιος Παχυμέρης 1242 - 1310 Μέγας φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος και ιστορικός. Ασχολήθηκε με τον Διόφαντο. θεωρείται από τους πρώτους βυζαντινούς που ασχολήθηκαν με τα γραμμικά συστήματα. Έγραψε την τετράβιβλο (quadrivium)

73. Μάχιμος Πλανούδης 1255 - 1310 Μαθηματικός, αστρονόμος, βιβλιογράφος και φιλόλογος

74. Μανουήλ Βρυέννιος 14ος αι. Αστρονόμος, μαθηματικός, θεωρητικός μουσικός

75. Θεόδωρος Μετοχίτης 1260 - 1332 Πρόδρομος της ανθρωπιστικής αναγέννησης του 15ου αιώνα. Μεγάλη επιστημονική μορφή του Βυζαντίου. Αστρονόμος, μαθηματικός, φιλόσοφος και ιστορικός. Γράφει ο Μετοχίτης (τέλη 13ου αιώνα) "... σε μας που έχουμε την ίδια καταγωγή και την ίδια γλώσσα με κείνους (τους αρχαίους Έλληνες) και είμαστε διάδοχοι τους.."

76. Μανουήλ Φίλης 1275 - 1345 Βοτανολόγος, ζωολόγος.

77. Βαρλαάμ ο Καλαβρός 1290 - 1348 Έλληνας φιλόσοφος, αστρονόμος, μαθηματικός. Δάσκαλος του Πετράρχη και του Βοκκακίου. Γράφει ο Βοκκάκιος σε ένα γράμμα του για τον Βαρλαάμ: «...δεν υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες άλλος άνθρωπος με τόση αληθή σοφία και τόσες αμέτρητες γνώσεις" θεωρείται ένας από τους πρόδρομους της αναγέννησης». Ο Στήβεν Ράνσιμαν ("Η τελευταία βυζαντινή αναγέννηση" σελ.82) τον θεωρεί ως έναν από τους ιδρυτές της σύγχρονης άλγεβρας. Ίδρυσε σχολή στην Θεσσαλονίκη στην οποία διδάσκονταν η φιλοσοφία, η αστρονομία και τα μαθηματικά.

78. Νικηφόρος Γρηγοράς, από την Ηράκλεια του Πόντου 1295 - 1359 Μεγάλος σοφός της εποχής των Παλαιολόγων. Αστρονόμος και μαθηματικός και πλατωνικός φιλόσοφος. Μελέτησε επισταμένως το ζήτημα του ημερολόγιου και τον καθορισμό της εορτής του Πάσχα. Εξακρίβωσε το σφάλμα κατά τον υπολογισμό της πανσελήνου μετά την εαρινή ισημερία και βάσει αυτού κατάρτισε σχέδιο διόρθωσης του Πασχαλίου. Το σχέδιο το υπέβαλλε προς συζήτηση σε ομάδα σοφών την "Λογικήν Πανήγυριν" και στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' το 1324. Το σχέδιο εγκρίθηκε, αλλά για να μην γίνει σύγχυση μεταξύ των αμαθών και προκαλέσει διχασμό στην εκκλησία, δεν προέβη στην διόρθωση. Έτσι η αλλαγή του ημερολογίου δεν έγινε το 1324, αλλα το 1578 από τον παπα Γρηγόριο τον 13ο και την Δύση.

79. Γρηγόριος Χιονιάδης 13ος-14ος αι. Αστρονόμος και ιατρός στην Τραπεζούντα. Καθηγητής αστρονομίας στην Ακαδημία θετικών επιστήμων Τραπεζούντας.

80. Κωνσταντίνος Λυκίτης 13ος - 14ος αι. Αστρονόμος. Δίδαξε στην Ακαδημία Τραπεζούντας. Μελέτησε και ασχολήθηκε και με την οπτική.

81. Ιωάννης Πεδιάσιμος 13ος-14ος αι. Πρύτανης του Πανεπιστήμιου Κων/πολεως. Έγραψε έργα με μαθηματικό/γεωδαιτικό περιεχόμενο.

82. Ιωάννης Αβράμιος 14ος αι. Αστρονόμος, ιατρός.

83. Ελευθέριος ο Ηλείος 14ος αι. Αστρονόμος.

84. Θεόδωρος Μελιτηνιώτης 1310 - 1389. Ο μεγαλύτερος ίσως αστρονόμος του Βυζαντίου μετά τον Γρηγορά.

85. Ισαακ Άργυρος 1310 - 1372. Μαθηματικός, αστρονόμος.

86. Δημήτριος Κυδώνης 1324 - 1398. Πολιτικός, θεολόγος και μαθηματικός. Μεταλαμπάδευσε στην Δύση πολύτιμες μαθηματικές γνώσεις.

87. Νικόλαος Ραβδάς 14ος αι. Μαθηματικός από την Σμύρνη

88. Μανουήλ Μοσχόπουλος 14ος αι. Λόγιος και μαθηματικός.

89. Μιχαήλ Βαλσάμων 14ος αι. Ιερωμένος. Φιλόσοφος και μαθηματικός

90. Γεώργιος Γεωμέτρης 14ος αι. Μαθηματικός.

91. Δημήτριος ο Πεπαγωμένος 14ος αι. Ζωολόγος, πτηνολόγος, φαρμακολόγος και ιατρός.

92. Ιωάννης Κάτραρης 14ος αι. Έζησε στην Θεσσαλονίκη , κωμωδιογράφος και αστρονόμος.

93. Νικόλαος Καβάσιλας 14ος αι. Μαθηματικός. Αστρονόμος και θεολόγος. Σε επιστολή του έδωσε μια ερμηνεία στα αίτια του σχηματισμού του ουράνιου τόξου. Εκτέλεσε πειράματα πάνω στην διάθλαση του φωτός και στην πορεία των ακτίνων, μέσα σε μια διάφανη σφαίρα με νερό. Στις εργασίες του Καβάσιλα στηρίχτηκαν οι δυτικοί για να εξηγήσουν το ουράνιο τόξο. Το 1611 ο Μαρξ Αντώνιο ντε ντομινις δημοσίευσε μια εξήγηση για το ουράνιο τόξο που δεν διαφέρει από την εξήγηση του Καβάσιλα 3 αιώνες πριν.

94. Ανδέας Λιβαδηνός 14ος αι. Αστρονόμος, γεωγράφος.

95. Μανουήλ ο Τραπεζούντιος 14ος αι. Κληρικός, μαθηματικός και αστρονόμος. Δίδαξε μαθηματικά στην Ακαδημία θετικών επιστημών Τραπεζούντας. θεωρείται από πολλούς ότι ίδρυσε αστεροσκοπείο στην Τραπεζούντα. Επί εποχής του αναπτύχθηκε στην Ακαδημία η τριγωνομετρία.

96. Νεόφυτος Προδρομηνός 14ος αι. Βοτανολόγος.

97. Γεώργιος Χρυσοκόκκης 14ος αι. Αστρονόμος. Μαθηματικός και Γεωγράφος. Δίδαξε αστρονομία στην Ακαδημία Τραπεζούντας.

98. Μανουήλ Χρυσολωράς 14ος-15ος αι. Αστρονόμος, φιλόσοφος.

99. Ιωάννης Χορτασμένος 1370 - 1437. Αστρονόμος, μαθηματικός και γεωγράφος.

100. Γεώργιος Αμιρούτσης 15ος αι. Μαθηματικός και αστρονόμος. Μέγας Λογοθέτης του Δαβίδ Κομνηνού τον οποίον πρόδωσε κατά πολλούς και "τιμήθηκε" από τον Μεχμέτ τον Τούρκο.


Βιβλία στο "Βυζάντιο"

Κατά τους πρώτους αιώνες του μεσαίωνα, όπως και στην αρχαιότητα, έγραφαν πάνω σε πάπυρους, δηλαδή χαρτί κατασκευασμένο από το ομώνυμο φυτό, από τις όχθες του Νείλου στην Αίγυπτο.

Στους μετέπειτα χρόνους, από όταν μάλιστα οι Άραβες κατέκτησαν την Αίγυπτο και δεν μπορούσαν πλέον οι Βυζαντινοί να προμηθευτούν πάπυρο, έγραφαν σε περγαμηνές, οι οποίες ήταν δέρμα ζώου, κατεργασμένο, πολύ λείο για τον σκοπό αυτό.

Από τον 10ο αιώνα εφευρέθηκε χαρτί πολύ πυκνό, παρόμοιο με τα δικά μας που ονομάστηκε βομβύκιος. Σε αυτό το είδος χαρτιού είναι γραμμένα τα περισσότερα βυζαντινά χειρόγραφα.

Η ύλη επί της οποία γράφονταν τα βιβλία στοίχιζε πάρα πολύ, εξ άλλου έπρεπε να αντιγράφονται με το χέρι και γι' αυτό λέγονται χειρόγραφα. Μεγάλη λοιπόν ήταν η δυσκολία και ο κόπος απόκτησης βιβλίων και μέγιστες οι δαπάνες, πολύ μεγαλύτερες από σήμερα, που απαιτούνταν για να καταρτιστούν βιβλιοθήκες.

Εκτός αυτού, και εκ των καταστροφών τις οποίες επέφεραν οι βάρβαροι, πολλά συγγράμματα της αρχαιότητας χάθηκαν. Ιδίως κατά τις δύο αλώσεις της Κωνσταντινουπόλεως, επί των Λατίνων (1204) και επί των Τούρκων, έγινε αξιοθρήνητη καταστροφή των πνευματικών θησαυρών. Οι Βυζαντινοί με δάκρυα στα μάτια αναφέρουν τις καταστροφές των βιβλίων και τις καταστροφές τότε των γραμμάτων. Ο Γίββων λέει:

«Μέγα μέρος των έργων των αρχαίων, τα οποία σώζονταν ακόμη κατά τον 12ο αιώνα έχει απολεσθεί σήμερα. Οι ιππότες οι οποίοι ήσαν προσκυνητές, δεν βιάζονταν να διατηρήσουν ή να μεταφέρουν τους τόμους των βιβλίων, τα οποία ήσαν γραμμένα σε ξένη γλώσσα…»

Η φιλολογία των Ελλήνων ήταν σχεδόν συγκεντρωμένη ολόκληρη στην πρωτεύουσα τους. Αν και δεν γνωρίζουμε το μέγεθος της καταστροφής, πρέπει όμως να λυπούμαστε για την καταστροφή των πλούσιων βιβλιοθηκών κατά τις 3 πυρκαγιές της Κωνσταντινούπολης.

Όσα δε συγγράμματα της αρχαιότητας σώθηκαν, οφείλεται στην φιλοπονία και την επιμέλεια των Βυζαντινών και σε αυτούς οφείλεται τιμή αιώνια εκ μέρους όλης της ανθρωπότητας για το ότι μας διέσωσαν αυτούς τους πνευματικούς θησαυρούς. Όχι μόνο με τους πόλεμους του Μεσαίωνα εμπόδισαν τους βάρβαρους να καταστρέψουν την αρχαία σοφία, αλλά και με μεγάλες δαπάνες και κόπους διαφύλαξαν σε μας την πολύτιμη κληρονομιά της αρχαιότητας.

Στο έργο της αντιγραφής και της διάσωσης των αρχαίων συγγραφέων πρωτοστάτησαν τα μοναστήρια. Οι αντιγραφείς των αρχαίων χειρογράφων είναι ιδίως μοναχοί. Σε μια μεγάλη αίθουσα έγραφαν καθ’ υπαγόρευση ενός, ο οποίος διάβαζε το πρωτότυπο χειρόγραφο. Έπειτα λόγιοι άνθρωποι διόρθωναν τα αντίγραφα. Την ίδια εργασία έκανε στο παλάτι μετά τον 3ο αιώνα και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, ο οποίος είχε καταρτίσει ολόκληρο συνεργείο εγγράμματων ανθρώπων για τον σκοπό αυτό. Γινόταν δηλαδή η ίδια εργασία που έκαναν άλλοτε οι Πτολεμαίοι στην Αίγυπτο. Τα αρχαία χειρόγραφα έπρεπε να βρεθούν και να συναθροιστούν στην Κωνσταντινούπολη. Οι πλούσιοι λόγιοι, οι προστάτες των γραμμάτων άρχοντες του κράτους, έστειλαν πράκτορες σε όλα τα μέρη, όπου ήταν δυνατόν να βρεθούν χειρόγραφα.

Στα μεγάλα μοναστήρια των επαρχιών κυρίως και τα απέραντα μοναστήρια της Συρίας και της Αιγύπτου είχαν καταρτισθεί σπουδαίες βιβλιοθήκες. Πολλές υπήρχαν στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας κατά τους πρώτους αιώνες στην Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια και έπειτα στην Θεσσαλονίκη. Ιδίως όμως περίφημες ήσαν οι βιβλιοθήκες της Κωνσταντινουπόλεως. Η πρώτη βιβλιοθήκη η οποία ιδρύθηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, πλουτίσθηκε από τον Ιουλιανό με μεγάλο πλήθος βιβλίων. Την βιβλιοθήκη αυτή υποστήριξαν αργότερα και άλλοι αυτοκράτορες όπως ο Ουάλης και ο Θεοδόσιος ο Β΄ . Άξια προσοχής είναι η είδηση ότι ο αυτοκράτορας Ουάλης διόρισε στις βιβλιοθήκες 7 ακόμη καλλιγράφους.

Αυτή η βιβλιοθήκη καταστράφηκε από πυρκαγιά αλλά γρήγορα αποκαταστάθηκε διότι ο αυτοκράτορας Ζήνωνας συνέστησε δεύτερη η οποία είναι αυτή που φέρεται πυρπολημένη από τον αυτοκράτορα Λεόντα Ίσαυρο. Αλλά οι ιστορικοί οδηγούνται να πιστέψουν ότι αυτός εξαφάνισε μόνο μερικά βιβλία και τα υπόλοιπα τα μετάφερε στα ανάκτορα καταρτώντας την αργότερα πολύ μνημονευμένη Βασιλική Βιβλιοθήκη ή Βιβλιοθήκη του Παλατίου. Την σημασία της βασιλικής βιβλιοθήκης και τις δαπάνες που αυτή συνεπάγονταν, μπορούμε να εκτιμήσουμε από τον Κεδρηνό αναβιβάζοντας τα βιβλία αυτά σε «δώδεκα μυριάδες».

Ο Μανασσής αναφερόμενος στον πλούτο των βιβλίων αυτής της βιβλιοθήκης λέει : «Βίβλοι γαρ ήσαν εν αυτώ προτεθησαυρισμέναι εις τρισμυρίας φθάνουσα και άλλας τρισχιλίας»

Βέβαια ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να ληφθεί κατά λέξη, αρκεί όμως για να πείσει ότι η βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης ήταν ασφαλώς η μεγαλύτερη της εποχής και γενικότερα η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου κατά τον Μεσαίωνα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους, οι σουλτάνοι κατάρτισαν την λεγόμενη βιβλιοθήκη του Σεραγίου και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά από τα βιβλία της προέρχονταν από την βασιλική αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης. Ιδέα των βιβλιοθηκών που υπήρχαν τότε στα παλιά μοναστήρια μας δίνουν και σήμερα οι βιβλιοθήκες οι οποίες σώζονται στις μονές και προπαντός στα μοναστηριακά κέντρα, ιδίως στα Μετέωρα και κατ΄ εξοχήν στις μεγάλες μονές του Αγίου Όρους.

Ως δε προς τις ιδιωτικές βιβλιοθήκες, τις οποίες κατείχαν οι άρχοντες και οι πλούσιοι της Κωνσταντινουπόλεως, δεν μπορούμε να έχουμε βεβαίως πολλές πληροφορίες. Γνωρίζουμε ότι ο Πατριάρχης Σέργιος, στις αρχές του 7ου αιώνα είχε βιβλιοθήκη, ίσως μάλιστα ίδρυσε και δημόσια. Του Φωτίου η βιβλιοθήκη και άλλων πλούσιων λογίων θα ήταν πλουσιώτατη και γενικά η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη παρείχαν κατά τους ζοφερούς εκείνους χρόνους των επιδρομών και των πολέμων εικόνα λάμψης τόση ζωηρής στην παιδεία, ώστε δεν δύναται παρά να μένει κατάπληκτος ο ερευνητής. Στην εποχή κατά την οποία οι Φράγκοι βασιλιάδες δεν ήξεραν καν να βάλουν την υπογραφή τους και κατά την οποία η κοινωνία της Δύσεως ήταν βυθισμένη σε παχυλώτατο σκότος αμάθειας και δεισιδαιμονίας, στην Κωνσταντινούπολη βασιλείς και βασίλισσες, άρχοντες και λαός, αμίλλονταν προς απόκτηση παιδείας και σοφίας των προγόνων τους.

Στις σχολές ακόμη και στις στοές των αγορών, σε κάθε συγκέντρωση, ο λόγος ξεκινούσε όχι μόνο σε ζητήματα, (όπως νομίζεται), πάντοτε θεολογικά, αλλά και ιστορικά και φιλολογικά και φιλοσοφικά. Ο ανυπέρβλητος ζήλος των Βυζαντινών λογίων, οι οποίοι κατόρθωναν να γίνονται κολοσσοί πολυμάθειας, όπως ένας Φώτιος, ένας Ψελλός, ένας Ευστάθιος, καταπλήσσει τον σημερινό άνθρωπο. Να τι λέει ο επιφανής Άγγλος ιστορικός Γίββων, ο οποίος ως γνωστόν δεν διακατείχετο από φιλικά αισθήματα προς το Βυζάντιο:

«Το πνεύμα του Ομήρου, του Δημοσθένους, του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος, φώτιζε την Κωνσταντινούπολη. Οι πολυάριθμες ερμηνείες και τα σχόλια των Βυζαντινών εις τους κλασσικούς συγγραφείς δεικνύουν με πόση επιμέλεια ανεγινώσκοντο. Οι Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως απεκάθηραν την κοινήν γλώσσαν και ανέκτησαν την εύκολον χρήσιν της γλώσσης των προγόνων αυτών, η οποία είναι το αριστούργημα του ανθρώπινου πνεύματος. Η γνώσις των υπέροχων διδασκάλων, οι οποίοι είχαν μαγεύσει και διδάξει το μέγιστον από τα έθνη (τους Ρωμαίους) είχε καταστή πολύ κοινή. Η Κωνσταντινούπολη περιέκλειεν εις τον περίβολον αυτής τόσην επιστήμην και τόσα βιβλία, όσα δεν υπήρχαν σε όλας μαζί τας μεγάλας χώρας της Δύσεως»


Τα μοναστήρια στη Ρωμανία

Ο Γερμανός Βυζαντινολόγος H. G. Beck, που διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, πρόεδρος του Γερμανικού Κέντρου Μελετών της Βενετίας, αντιπρόεδρος της Γερμανικής Εταιρείας Σπουδών, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Μονάχου, της Βιέννης, του Λονδίνου, των Βρυξελλών και την Αθηνών, δίνει ικανοποιητικά στοιχεία για τον βυζαντινό μοναχισμό και την επίδρασή του στη Ρωμανία στο βιβλίο του "Η Βυζαντινή Χιλιετία":

Κάθε φορά που κάποιος αναλαμβάνει να παρουσιάσει στον σημερινό θεατή τη βυζαντινή ζωή, ο μοναχισμός αποτελεί ένα από τα πιο γραφικά στοιχεία του σκηνικού. Ο «σκηνοθέτης» ξεκινά από πολύ παλιά και θεωρεί τη γενίκευση βασική υφολογική αρχή. Σύμφωνα με μερικούς, ο «εκκλησιαστικός μηχανισμός» περιέρχεται ήδη τον 6ο αιώνα στα χέρια των μοναχών, το μοναστικό κίνημα εκπορθεί και τα «πανεπιστήμια», το Βυζάντιο «καλογεροκρατείται» από τον 6ο κιόλας αιώνα. Για αποδείξεις ούτε κουβέντα. Άλλοι καταφεύγουν στη στατιστική, συγκεντρώνουν τους πάντες που φόρεσαν κάποτε, έστω και για λίγες μέρες, το ράσο και καταλήγουν έτσι σε εντυπωσιακούς αριθμούς και σε μια εξίσου εντυπωσιακή «δημογραφική κρίση» (Πηγή: "Η Βυζαντινή Χιλιετία" σ. 285).

Αλλά, όταν διαβάζουμε τους βίους των μοναχών, μάς δημιουργείται η εντύπωση ότι πολλοί διάλεξαν τη ζωή του καλόγερου σχετικά, αργά, αφού παντρεύτηκαν και άσκησαν κάποιο δημόσιο αξίωμα, ότι μάλιστα υπήρχε ένα σημαντικό στρώμα που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε με την έκφραση «συνταξιούχοι που έγιναν καλόγεροι». Παράδειγμα της τελευταίας κατηγορίας είναι ο Αθανάσιος, ο ιδρυτής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, που προηγουμένως είχε αποκτήσει φήμη στην Κωνσταντινούπολη ως σχολάρχης, και ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, που πριν μπει σε μοναστήρι ήταν παντρεμένος και είχε διατελέσει κρατικός λειτουργός.

Αριθμητικά σημαντική πρέπει να ήταν επίσης η κατηγορία των Βυζαντινών που καλογέρεψαν λίγο πριν πεθάνουν, για να εξασφαλίσουν την τελευταία στιγμή τη σωτηρία της ψυχής τους.

Υπήρχε μια μεγάλη ομάδα μοναχών, για τους οποίους το μοναστήρι ήταν καταφύγιο και πρόσφερε ασφάλεια από εξωτερικές, ολότελα υλικές σκοτούρες, όπως η φορολογία, η στρατιωτική θητεία κτλ. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την ομάδα Βυζαντινών που ζητούσαν άσυλο στα μοναστήρια έπαιζαν οι αυτοκράτορες, οι ανώτεροι αξιωματούχοι και τα μέλη της αριστοκρατίας. Όχι λίγοι από αυτούς είχαν εκθρονιστεί και ανατραπεί. Αποσύρονταν λοιπόν σε ένα μοναστήρι, εκούσια ή αναγκαστικά, για να αποφύγουν μια χειρότερη τύχη ("Η Βυζαντινή Χιλιετία" σ. 287)

Τα συμπεράσματα προκύπτουν από μόνα τους: δεν έχει νόημα να συμπεριλάβουμε σε μια στατιστική των βυζαντινών μοναχών και της δύναμής τους τούς λαϊκούς που «προσηλυτίστηκαν» την τελευταία στιγμή ("Η Βυζαντινή Χιλιετία" σ. 288).

Ας μην ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τους μεγάλους αριθμούς μοναχών, που υπολόγισαν μερικοί μελετητές. Κατά βάθος, οι αριθμοί αυτοί είναι το ίδιο επισφαλείς όσο και τα άλλα δημογραφικά στοιχεία που αφορούν το βυζαντινό πληθυσμό και τα διάφορα στρώματά του. Αν όμως κάνουμε μια σύγκριση με τη μεσαιωνική Δύση, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την εντύπωση ότι στην τελευταία ο τρόπος ζωής, η παιδεία, η αρχιτεκτονική, η τέχνη και η βιοτεχνία επηρεάζονται από τους μοναχούς περισσότερο από όσο στην Ανατολή. Στην Ανατολή η μορφωτική και πολιτισμική παράδοση δεν είχε διακοπεί ποτέ και με κανένα τρόπο δεν αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο του Κλήρου, πολύ λιγότερο των μοναχών. ("Η Βυζαντινή Χιλιετία" σ. 291). Δεν υπήρξε κανένα καινούργιο πολιτισμικό ξεκίνημα. Η Βυζαντινή κοινωνία θεωρούσε ότι η κοινωνική υπηρεσία που πρόσφερε ο μοναχισμός ήταν να λειτουργεί σαν ένας πνευματικός φάρος, που έδειχνε στον κοσμικό Βυζαντινό έναν υποτίθεται ιδανικό τρόπο ζωής. Αυτό της αρκούσε, σε γενικές γραμμές (οπ. π. , σ. 298).

Ορισμένα μοναστήρια, βέβαια, δεν ήταν περισσότερο αδίσταχτα από τους μεγαλόσχημους κοσμικούς, δηλαδή έχουμε να κάνουμε μάλλον με ένα γενικό πρόβλημα της αγροτικής ιστορίας του Βυζαντίου και λιγότερο με το ερώτημα κατά πόσο δέχονταν κριτική τα θεωρητικά ιδεώδη του μοναχισμού (οπ. π. σ. 300).

Αν όμως πλάι σ’ εκείνους που με το ράσο και τη μακριά γενειάδα τους καταγίνονταν με ευτελείς εγκόσμιες ασχολίες, χιλιάδες άλλοι έμειναν ανώνυμοι και πέρασαν από την ιστορία χωρίς να αφήσουν τα αποτυπώματά τους, τότε ίσως σε πολλές περιπτώσεις ο λόγος είναι ότι πήραν στα σοβαρά το ιδανικό της απάρνησης του κόσμου, όπως και αν το κρίνουμε εμείς εκ των υστέρων, δηλαδή έμειναν πιστοί στον εαυτό τους. Παρ’ όλη την κριτική, ο ιστορικός πρέπει κι εδώ να τηρήσει την παλιά αρχή ότι «η αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορουμένου» (οπ. π. , σ. 304).

Πολλοί έχουν ισχυριστεί ότι η ραγδαία αύξηση των μοναστικών κοινοτήτων προξένησε δημογραφική κρίση στο Βυζάντιο, γιατί οι Βυζαντινοί που γίνονταν καλόγεροι δεν άφησαν απογόνους. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι στρατιές των μοναχών ξεκλήρισαν ολόκληρες οικογένειες και έφεραν μεγάλη ελάττωση του παραγωγικού πληθυσμού. Δεν είναι εύκολο να τοποθετηθούμε κριτικά απέναντι σε τέτοιους ισχυρισμούς. Είναι γνωστό ότι οι Βυζαντινοί δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά με την αριθμητική ακρίβεια: οι πενηνταπέντε γίνονται εύκολα εκατό και οι εκατό εξίσου εύκολα χίλιοι. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι οι μεγάλοι αριθμοί μοναχών που αναφέρονται κάθε τόσο προέρχονται συνήθως από το στόμα εγκωμιαστών του μοναχισμού, που θέλουν έτσι να εξυμνήσουν την τεράστια επιτυχία του μοναστικού κινήματος. Δημογραφική κρίση; Ξέρουμε ότι υπήρξαν πράγματι τέτοιες κρίσεις, π.χ. στην Κωνσταντινούπολη του 6ου και του 8ου αιώνα. Αλλά οι πηγές, αποδίδουν αυτές τις κρίσεις στην πανώλη και όχι στο μοναχισμό . (οπ. π. , σ. 312). Επιπρόσθετα, είναι πολύ πιθανό ότι πολλοί Βυζαντινοί κλείνονταν σε μοναστήρι μόνο όταν είχαν πια εκπληρώσει το «χρέος» τους απέναντι στις απαιτήσεις της δημογραφικής πολιτικής του κράτους. (οπ. π. , σ. 313).

Είναι ακατανόητο πώς ξέρουν μερικοί συγγραφείς ότι ήδη τον 7ο και τον 8ο αιώνα το ένα τρίτο του συνόλου της γης ήταν ιδιοκτησία της Εκκλησίας και των μοναστηριών. Οι πρώτες πληροφορίες, που προκύπτουν από επίσημα έγγραφα, για την ύπαρξη σημαντικής έγγειας ιδιοκτησίας των μοναστηριών τοποθετούνται μόλις στα τέλη του 9ου και στις αρχές του 10ου αιώνα. Αλλά και εδώ λείπουν οποιαδήποτε αριθμητικά δεδομένα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οικονομετρικά. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο γεγονός ότι σε ολόκληρη την ιστορία τους προβάλλουν μικρότερη αντίσταση στα έκτακτα κρατικά μέτρα για τον προσπορισμό χρημάτων από όσο η ιδιωτική οικονομία .(οπ. π. , σ. 313). Συνιστά, βέβαια, λάθος ο ισχυρισμός ότι η περιουσία της Εκκλησίας προέρχεται από τη καταλήστευση των περιουσιών των Εθνικών. Ο Μ. Κωνσταντίνος και οι επόμενοι Αυτοκράτορες, όταν έκαναν δωρεές στην Εκκλησία, ουσιαστικά τής επέστρεφαν την περιουσία που οι Παγανιστές αυτοκράτορες άρπαζαν και δήμευαν κατά τους Διωγμούς ώς το 324. Η εκκλησιαστική περιουσία, μόνο μετά τον 9ο αι. – όταν δεν υπήρχαν σαφώς Εθνικοί, για να τους ληστέψει – έχει καταμετρηθεί και συνεπώς καμμία τέτοια κατηγορία δεν ευσταθεί. Οι δε αρχαίοι ναοί ανήκαν στο κράτος. Δεν ήταν περιουσίες ιδιόκτητες.

Μπορεί πράγματι να πιστοποιηθεί ότι στο πέρασμα των αιώνων η μοναστηριακή περιουσία στο Βυζάντιο γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Αλλά σε ό,τι αφορά την οικονομική ζημιά, διαπιστώνουμε μια αντίφαση. Από τη μια μεριά οι μελετητές τονίζουν, ίσως με το δίκιο τους, την απληστία ορισμένων μοναστηριών, που πολλαπλασίαζαν την έγγεια ιδιοκτησία τους με κάθε μέσο, και από την άλλη δηλώνουν ότι τα μοναστήρια παραμελούσαν τη γη τόσο πολύ ώστε άλλοτε εύφορα εδάφη μετατρέπονταν σε ερημότοπους. Έτσι, σύμφωνα με τους παραπάνω μελετητές, τα μοναστήρια οδήγησαν τη γεωργία στην καταστροφή. Θεωρητικά, βέβαια, μπορούμε να φανταστούμε ότι μαζεύει κανείς οικόπεδα και κτήματα μόνο για να τα μαζέψει, για να τα κατέχει, χωρίς να ενδιαφέρεται να τα καλλιεργήσει. Αν όμως κοιτάξουμε τα επίσημα έγγραφα, θα δούμε καθαρά ότι μαζί με τη γή το μοναστήρι αποκτούσε και τους ανθρώπους που την καλλιεργούσαν ώς εκείνη τη στιγμή, ως ιδιοκτήτες της ή, ακόμη συχνότερα, ως πάροικοι ενός άλλου κυρίου. Η απόκτηση μιας τέτοιας έκτασης γης έφερνε στο μοναστήρι, αυτόματα,και την εργατική δύναμη των πάροικων, επομένως το προϊόν της γής. Και από τα έγγραφα που προαναφέραμε προκύπτει σαφέστατα ότι τα μοναστήρια δεν ήταν διατεθειμένα να αδιαφορήσουν γι’ αυτό το προϊόν ή, ακόμη περισσότερο, να παραιτηθούν από αυτό το όφελος των παροίκων. Τα μοναστήρια ήξεραν τη δουλειά τους, και το πλεόνασμα του προϊόντος κατέληγε σίγουρα στην αγορά, δηλαδή έμπαινε στο οικονομικό κύκλωμα της Αυτοκρατορίας. (οπ. π. , σ. 315). Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι η αποδοτικότητα των μοναστηριακών γαιών ήταν μικρότερη ή ότι ωφελούσε λιγότερο τη γενική κυκλοφορία των αγαθών από όσο η αποδοτικότητα των γαιών που ανήκαν σε προνοιαρίους και άλλους μεγαλοκτήμονες. Οπωσδήποτε, δεν είναι δυνατόν να πιστέψουμε πως η οικτρή οικονομική κατάσταση το Βυζαντίου στα ύστερα χρόνια οφείλεται αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, στα μοναστήρια. Από τον 12ο αιώνα, αλλά προπαντός τον 13ο, η Βενετία και άλλες εμπορικές πόλεις της Ιταλίας, αποσπούσαν από τους αυτοκράτορες τόσα προνόμια, ώστε ακόμα και η απαλλοτρίωση ολόκληρης της μοναστηριακής περιουσίας δεν θα μπορούσε να καλλιτερέψει πολύ την κατάσταση (οπ. π. , σ. 315)


Βυζαντινή στρατηγική: Η υψηλότερη του κόσμου

Στο βιβλίο του Καθηγητού του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Χαραλάμπους Παπασωτηρίου, με τίτλο “Υψηλή στρατηγική», αναλύεται διεξοδικώς ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, κυριάρχησε πάνω από δέκα αιώνες με τον πολιτισμό της και όχι με τους πολέμους. Εξήσκησε υψηλή στρατηγική. Ερμηνεύοντας τον όρο υψηλή στρατηγική, ο συγγραφεύς τονίζει ότι στην υψηλή στρατηγική αναμειγνύονται τρία στοιχεία:

Το ένα είναι αυτό που αφορά τις συγκρούσεις μεταξύ των κυρίαρχων Κρατών. Η ιστορία των πολέμων αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας της ανθρωπότητος. Ο πόλεμος είναι αποτέλεσμα μερικών διεργασιών, καθώς επίσης και αιτία άλλων ανακατατάξεων και αλλαγών.

Το άλλο στοιχείο είναι αυτό που αφορά την συνεργασία μεταξύ των κυρίαρχων Κρατών, και αυτό επιτυγχάνεται με την διπλωματία.

Και το τρίτο στοιχείο που συνδέεται με τον όρο στρατηγική είναι αυτό που αφορά την διαχρονική τάση των ανεπτυγμένων πολιτισμών. Όταν κάνουμε λόγο για στρατηγική εννοούμε την μικροσκοπική στρατηγική, που είναι η επιστήμη εκείνη που αναλύει τους πολέμους και την μακροσκοπική στρατηγική, που είναι η υψηλή στρατηγική μεταξύ των Κρατών κατά την περίοδο του πολέμου και της ειρήνης.

Ο συγγραφεύς διεξοδικά αναλύει τους διαφόρους τύπους της υψηλής στρατηγικής όπως τους καθορίζει η επιστήμη της στρατηγικής. Ο ένας τύπος είναι η στρατηγική της ανάσχεσης ή επέκτασης, σύμφωνα με την οποία το Κράτος αναπτύσσει τις δικές του δυνάμεις, είτε για να αμυνθή κατά μιας επιθέσεως άλλου Κράτους, είτε για να επιβληθή σε άλλο Κράτος. Ο άλλος τύπος στρατηγικής είναι η στρατηγική των συμμαχιών. Σύμφωνα με αυτήν ένα Κράτος συμμαχεί με άλλες δυνάμεις που αντιμετωπίζουν μια κοινή απειλή ή έχουν άλλου είδους κοινά συμφέροντα. Το τρίτο είδος της στρατηγικής είναι η στρατηγική των εξισορροπήσεων σύμφωνα με την οποία ένα Κράτος εξουδετερώνει τις απειλές ενός άλλου Κράτους με τις ισορροπίες μεταξύ άλλων δυνάμεων. Και το τέταρτο είδος στρατηγικής είναι η στρατηγική του κατευνασμού, σύμφωνα με την οποία ένα Κράτος αντιμετωπίζει μια απειλή με διάφορες παραχωρήσεις είτε μονομερών είτε αμοιβαίων και με αυτόν τον τρόπο υπερβαίνει την αντιπαλότητα, την δύναμη του αντιπάλου.

Αφού γίνεται αυτή η ανάλυση, στην συνέχεια ο συγγραφεύς προχωρεί στην ανάπτυξη του θέματος ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άσκησε δια μέσου των αιώνων όλα τα είδη της υψηλής αυτής στρατηγικής στον πιο τέλειο και ολοκληρωμένο βαθμό και γι’ αυτό επέζησε χίλια χρόνια όσο κανένα άλλο Κράτος και καμμιά άλλη Αυτοκρατορία του Δυτικού κόσμου. Σε διάφορες εποχές χρησιμοποίησε και τα τέσσερα αυτά είδη της στρατηγικής, κυρίως όμως επέμενε στην στρατηγική των εξισορροπήσεων, των συμμαχιών και των κατευνασμών. Και μάλιστα ισχυρίζεται ότι όσο ένα Κράτος στηριζόταν περισσότερο σε αυτές, στην υπέρβαση των κρίσεων με συμμαχίες, εξισορροπήσεις και κατευνασμούς προκειμένου να κυριαρχήση και να εξουδετερώση τις άλλες δυνάμεις, και δεν χρησιμοποίησε μόνον τους πολέμους, τόσο έδειχνε ότι ακολουθούσε υψηλή στρατηγική. Αναφέρει μάλιστα πολλά παραδείγματα από την Βυζαντινή Ιστορία και πώς το Βυζάντιο εξουδετέρωνε τους ποικίλους εχθρούς.

Ο συγγραφεύς παρατηρεί: “Η ιδιαιτερότητα της Βυζαντινής περίπτωσης πηγάζει από τον συνδυασμό τριών στοιχείων. Πρώτον, το Βυζάντιο αντιμετώπιζε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του τουλάχιστον μία δύναμη στρατιωτικά ισχυρότερή του, και ενίοτε περισσότερες από μία. Δεύτερον, το Βυζάντιο υπήρξε παρά ταύτα η μακροβιότερη πρωταγωνιστική δύναμη στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Τρίτον, κατόρθωσε να εξαπλώσει τον πολιτισμό του σε μεγάλες απολίτιστες ή ημιβάρβαρες περιοχές του ευρύτερου περιβάλλοντός του με συνέπειες που συνεχίζουν σήμερα να επηρεάζουν τις πολιτισμικές παραδόσεις ενός σημαντικού μέρους της ευρασιατικής ηπειρωτικής μάζας”.

“Οι Βυζαντινοί συνδύαζαν την μακροπρόθεσμη προσήλωση στην οικουμενική τους ιδεολογία με την βραχυπρόθεσμη πολιτική ευελιξία”. Το Βυζάντιο κυριαρχούσε στον κόσμο όχι τόσο με τα όπλα, αλλά με την ανάπτυξη και διάδοση του πολιτισμού του. “Το μακροβιότερο επίτευγμα της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής ήταν η προώθηση μιας διεθνούς τάξης, βασισμένης στον βυζαντινό πολιτισμό, που εξέφραζε τον αταλάντευτο ιδεολογικό οικουμενισμό του Βυζαντίου”. Και το εκπληκτικότερο είναι ότι το Βυζάντιο άφησε μια μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά, που επεκτάθηκε σε μεγαλύτερες γεωγραφικές περιοχές από την επικράτειά του, ακόμη και μετά την πτώση του Βυζαντίου παραμένει αυτή η πολιτιστική κληρονομιά και αλλοιώνει σήμερα και την κοινωνική και πολιτική ζωή του Δυτικού κόσμου. Πολλοί άνθρωποι του Δυτικού κόσμου μελετούν και επιδιώκουν να ζήσουν αυτόν τον πολιτισμό, που καλλιέργησε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

“Η εξάπλωση του βυζαντινού πολιτισμού προϋπέθετε την επιβίωση του Βυζαντίου ως μεγάλης δύναμης σε ένα σκληρά ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα. Η εξαιρετική μακροβιότητα του Βυζαντίου ως πρωταγωνιστικού διεθνούς κέντρου ήταν αποτέλεσμα μιας υψηλής στρατηγικής που απέφευγε τις μετωπικές στρατιωτικές συγκρούσεις και αποδυνάμωνε τους αντιπάλους με έμμεσες στρατηγικές”.

Αφού ο συγγραφεύς κάνει αυτήν την ανάλυση, στην συνέχεια συγκρίνει την υψηλή στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με άλλες στρατηγικές που ακολούθησαν άλλα Κράτη κατά τους νεωτέρους χρόνους. Αναφέρει την Γαλλική επανάσταση, τους τρεις πολέμους του Μπίσμαρκ, τους δύο παγκοσμίους πολέμους, οι οποίοι μειονεκτούν έναντι της στρατηγικής του Βυζαντίου. Παρατηρούμε δε ότι η Αμερική δεν μπορεί να φθάση την στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Το Βυζάντιο κυριάρχησε με την αγάπη, τις εξισορροπήσεις, την θεολογία, τον μεγάλο πολιτισμό. Με αυτόν τον τρόπο διατηρούσε την ενότητα του λαού αποφεύγοντας τους εθνικισμούς, τους ρατσισμούς και άλλες τέτοιες καταστάσεις που παρατηρούμε στον δυτικό κόσμο.

Η Ρωμαίικη συνείδηση των απελευθερωμένων Ελλήνων του 1821

Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μπορεί να διαλύθηκε όταν έγινε η άλλωση της Κωνσταντινούπολης, όμως στις περιοχές της παρέμειναν λαοί που συνέχισαν να τη θεωρούν ως τη μητρική τους εθνική οντότητα. Ένας απ' αυτούς τους λαούς (και κυρίως αυτός λόγω γλώσσας), είναι ο Ελληνικός.

Οι επαναστάτες του 1821, έλεγαν "οι ευσεβέστατοι ΗΜΩΝ αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως", και ο ορισμός του "Ελληνα" από τους ίδιους, στα επαναστατικά συντάγματα, ήταν ο εξής:

"Έλληνες είναι οι χριστιανοί κάτοικοι της Ελλάδας".

Οι Ελληνες του 1821 ήταν οι συνεχιστές του "Βυζαντίου", και θεωρούσαν τους βυζαντινούς ως προγόνους τους:

-Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ή Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατ. Ελλάδος, 4/11/1821: "Οι κοινωνικοί νόμοι των αειμνήστων χριστιανών αυτοκρατόρων της Ελλάδος μόνοι ισχύουσι κατά το παρόν εις την Ανατολικήν Χέρσον Ελλάδαν"

-Προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος 1/1/1822, όπου μεταξύ άλλων λέει: "Άχρι της κοινοποιήσεως των ειρημένων κωδίκων, αι πολιτικαί και εγκληματικαί διαδικασίαι βάσιν έχουσι τους Νόμους των αειμνήστων Χριστιανών ημών αυτοκρατόρων".

-Νόμος της Επιδαύρου, Εθνική Συνέλευση, εν Άστρει 1823, επαναλαμβάνονται τα παραπάνω και στις 1/4/1823 από τα Πρακτικά διαβάζουμε: "Διορίζεται επιτροπή για να εκθέση τα κυριώτερα των εγκληματικών εκ του προχείρου, ερανιζομένη από τους νόμους των ημετέρων αειμνήστων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων".

-Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, Τροιζήνα, 1827 :"Έως ότου δημοσιευθώσι Κώδικες οι Βυζαντινοί Νόμοι (..) και οι παρά της Ελληνικής Πολιτείας δημοσιευόμενοι νόμοι έχουν ισχύν".

Επομένως η άποψη ορισμένων (παρασυρμένων από τη Δυτική νοοτροπία), ότι το Βυζάντιο ήταν, ώς τον Παπαρηγόπουλο, ξένο για τους Έλληνες του 19ου αιώνα, κι ότι μόνο μετά το 1850 απετέλεσε τμήμα της ελληνικής ιδεολογίας, είναι προϊόν άγνοιας. Από την πρώτη εθνοσυνέλευση, από το πρώτο έτος της Επανάστασης οι Έλληνες γνώριζαν και ήταν περήφανοι («αείμνηστοι») ότι οι Βυζαντινοί ήταν οι πρόγονοί τους.

Είναι αλήθεια ότι το Οθωνικό ξενόδουλο κράτος από το 1833- ώς τον Ζακυνθηνό, Ζαμπέλιο και Παπαρηγόπουλο, επηρεασμένο από την Δύση αγνοούσε ή απέρριπτε το Βυζάντιο. Όμως το ελληνικό κράτος προ του 1833, δίχως ξένες «Προστάτιδες Δυνάμεις», καθώς και οι Έλληνες από την πρώτη στιγμή της Ελευθερίας τους, αναφέρθηκαν μέσα από επίσημα κείμενα του Ελληνικού κράτους στη σχέση τους με τους "Βυζαντινούς" (στην ουσία Ρωμαίους) προγόνους τους.


Βιβλιογραφία

H. G. Beck "Η Βυζαντινή Χιλιετία".


Εξωτερικοί Δεσμοί

[1]

[2]

[3]

[4]

[5]

[6]