Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Κατά την τρέχουσα ορολογία η φράση "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" αναφέρεται σε μια πολιτική πραγματικότητα που κάποτε κυριάρχησε στον κόσμο της Μεσογείου. Η πόλη που ονομάζεται Κωνσταντινούπολη ή (στους σημερινούς χάρτες) Ισταμπούλ ήταν η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Η "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" γεννήθηκε με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης τον 4ο αιώνα στη θέση του Βυζαντίου, της αρχαίας Ελληνικής αποικίας. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος (πεθ. 337) ονόμασε τη πόλη Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος στην καινούργια πόλη μετέφερε την πρωτεύουσα του και αργότερα της έδωσε και το όνομα του. Οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου του 1ου έζησαν στην Κωνσταντινούπολη χωρίς διακοπή μέχρι το 1204. Το 1204, οι Σταυροφόροι από τη Δυτική Ευρώπη, παρέκκλιναν από την πορεία τους προς τα Ιεροσόλυμα, κυρίευσαν και λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη. Κράτησαν την πόλη μέχρι το 1261. Οι "Βυζαντινοί" επανίδρυσαν τη "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" στην Κωνσταντινούπολη το 1261 μετά την εκδίωξη των " Φράγκων". Το 1453, οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Η "Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει.

Ο ρόλος της "Βυζαντινής Αυτοκρατορίας" στην Ευρωπαϊκή ιστορία δεν έχει γίνει επαρκώς κατανοητός από τη σύγχρονη ακαδημαϊκή κοινότητα. Η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε στην οικονομική, πολιτική και πολιτιστική καρδιά της Ευρώπης από την ίδρυση της μέχρι την αδικαιολόγητη λεηλασία της από τους Σταυροφόρους. Η Νέα Ρώμη άντεξε στις επιθέσεις πολλών επιδρομέων, προστατεύοντας όλη την Ευρώπη από έναν χείμαρρο εισβολέων. Η "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" ήκμασε την εποχή που η Δυτική Ευρώπη ήταν απομονωμένη λόγω της ανέχειας και της βίας. Δεν μπορεί επίσης κανείς να παραθεωρεί το επιπρόσθετο γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη παραμένει ακόμη το κέντρο των Ορθοδόξων Χριστιανών, της κυρίαρχης πίστης στη Ρωσία και σε άλλες χώρες, που έχει τις ρίζες της στη Βυζαντινή εμπειρία. Στην εποχή μας, με τις τελευταίες αλλαγές στη Ρωσία, οι βυζαντινές της ρίζες είναι περισσότερο σημαντικές παρά ποτέ. Σε αντίθεση με την πλούσια κληρονομιά και τον πολυσήμαντο ρόλο τους, τα επιτεύγματα του Βυζαντινού πολιτισμού πολύ συχνά αποσιωπώνται και υποβαθμίζονται, αυτό καθ’ αυτό το όνομα "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" είναι στην πραγματικότητα, προσβλητικό.

Ο όρος "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" επινοήθηκε και διαδόθηκε από Γάλλους ανθρωπιστές σαν τον Montesquieu, μία σημαντική μορφή της διανόησης του 18ου αιώνα. Αυτός ήταν ο συγγραφέας του γόνιμου έργου "Το Πνεύμα των Νόμων" που τόσο πολύ ενέπνευσε τους Ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών στη σύνταξη του Αμερικανικού Συντάγματος. Όπως και άλλοι στοχαστές εκείνης της εποχής, ο Montesquieu εκτιμούσε τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους με υπερβολικό ενθουσιασμό ως μύστες της πολιτικής και του πολιτισμού άξιους προς μίμηση. Ακολουθώντας την Δυτικοευρωπαϊκή παράδοση που έχει τις ρίζες της στον πρώιμο Μεσαίωνα, ο Montesquieu θεωρούσε την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης διεφθαρμένη και παρηκμασμένη. Αν και έγραψε μακροσκελή ιστορία της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, ο Montesquieu σε καμιά περίπτωση δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αναφερθεί στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιώντας τα ένδοξα ονόματα "Ελληνική" ή "Ρωμαϊκή". Από το αρχαίο όνομα "Βυζάντιον", ο Montesquieu χρησιμοποίησε τη λέξη "Βυζαντινή". Η λέξη "Βυζαντινή" προσδιόριζε την Αυτοκρατορία και υπονοούσε τα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά της: δολιότητα, υποκρισία και παρακμή. Ο Άγγλος διαφωτιστής Edward Gibbon στο έργο του "Παρακμή και Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας" παρουσιάζει την Αυτοκρατορία μετά τον 6ο αιώνα ως ένα έπος μονότονης αθλιότητας και διαφθοράς.

Οι άνθρωποι που ζούσαν στη "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" ποτέ δεν ήξεραν ούτε και χρησιμοποίησαν τη λέξη "Βυζαντινός". Αυτοί ήξεραν για τον εαυτό τους ότι είναι Ρωμαίοι, τίποτα παραπάνω και απολύτως τίποτα λιγότερο. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη του Τίβερη στη Νέα Ρώμη του Βοσπόρου, τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος μετέφερε την πραγματική ταυτότητα της Ρώμης σε καινούργια τοποθεσία. Πολύ πριν τον Κωνσταντίνο τον 1ο, η ιδέα της "Ρώμης" είχε αρχίσει να διαχωρίζεται από την Αιώνια Πόλη του Τίβερη. Έτσι που το Ρωμαίος σήμαινε τον Ρωμαίο πολίτη, όπου κι αν ζούσε. Πριν την Αυτοκρατορική περίοδο (89 π.Χ.), το Ρωμαϊκό Δίκαιο χορήγησε δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Ιταλίας. Κατόπιν, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη προσφερόταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων παντού στην Αυτοκρατορία. Το 212, ο αυτοκράτορας Καρακάλας διακήρυξε ότι όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες, δίνοντας τους τη δυνατότητα να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, και όχι απλά υποτελείς των Ρωμαίων. Σε μερικές δεκαετίες οι άνθρωποι αναφερόμενοι στην Αυτοκρατορία άρχισαν να χρησιμοποιούν σπανιότερα (το Λατινικό) "Imperium Romanorum" (Κράτος των Ρωμαίων) και συχνότερα το "Ρωμανία" (Χώρα των Ρωμαίων).

Στις επαρχίες κοντά στην Κωνσταντινούπολη, όπου επικρατούσε η Ελληνική γλώσσα επί της Λατινικής της Πρεσβυτέρας Ρώμης, η ιδέα του Ρωμαίου πολίτη και της Ρωμαϊκής ταυτότητας ασκούσε μεγάλη έλξη σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οι ελληνόφωνοι πολίτες ήσαν υπερήφανοι να είναι Ρωμαίοι, στα Λατινικά "Romani". Η λέξη "Ρωμαίοι" έγινε περιγραφική των ελληνόφωνων πληθυσμών της Αυτοκρατορίας. Το παλιό εθνικό όνομα Έλληνες, παρέμεινε σε αχρηστία. Στα αρχαία χρόνια και βέβαια το "Έλληνας" είχε εθνική σημασία. Το Έλληνας, ως εθνικό όνομα των Ελλήνων χρησιμοποιήθηκε από τον έβδομο π.Χ. αιώνα και μετά, αν όχι και νωρίτερα. Αν και ο Όμηρος ονόμαζε τους Έλληνες με διάφορα ονόματα, ο Ηρόδοτος, ο Περικλής, ο Πλάτων και ο Αλέξανδρος όλοι ήταν "Έλληνες", όπως ήταν και οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον πρώτο και τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. Τον τέταρτο αιώνα μ.Χ., όσο η Αυτοκρατορία εκχριστιανιζόταν, ο όρος "Έλληνας" άρχισε να επαναπροσδιορίζεται και κατέληξε να σημαίνει τους ανθρώπους που ακόμη λάτρευαν τους αρχαίους θεούς και σπούδαζαν τη φιλοσοφία με την ελπίδα να μπορέσουν να αντισταθούν στη νέα Χριστιανική πίστη. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο 2ος (361-363), ένας αυτοκράτορας που προσπάθησε να σταματήσει τη Χριστιανική παλίρροια, ονόμαζε τον εαυτό του "Έλληνα". Με το "Έλληνας", ο Ιουλιανός υποδήλωνε τη σχέση του με τη Νέο-Πλατωνική φιλοσοφία και τη λατρεία των θεών του Ολύμπου.

Στα τελευταία χρόνια του τέταρτου μ.Χ. αιώνα, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο 1ος (379-39 5) έκανε τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους μετά την καταστολή της εξέγερσης ενός "Έλληνα" σφετεριστή του θρόνου, κάποιου δυτικού που ονομαζόταν Ευγένιος. Μετά την κρίσιμη απόφαση του Θεοδόσιου, όλο και λιγότεροι άνθρωποι επιθυμούσαν να αποκαλούν τον εαυτούς τους "Έλληνα". Για πολλούς αιώνες, η λέξη "Έλληνας" ήταν κακόφημη, ταυτισμένη με παράνομες θρησκευτικές ιδέες και απιστία προς το κράτος. Οι ελληνόφωνοι προτίμησαν τη ταυτότητα του "Ρωμαίου" αντί του "Έλληνα" ως σίγουρο καταφύγιο στους καιρούς που άλλαζαν. Ελληνόφωνοι "Ρωμαίοι" κατοικούσαν την Αυτοκρατορία μέχρι την πτώση της τον δέκατο πέμπτο αιώνα.

Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να ονομαστεί "Βυζαντινή Αυτοκρατορία". Αν χρειαζόταν ιδιαίτερο όνομα, καλύτερα θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης "Αυτοκρατορία Ρωμαίων" από το ελληνικό "Βασιλεία Ρωμαίων".


Το υπερφυλετικό έθνος των Χριστιανών Ρωμαίων

Το «Βυζάντιο», παρ' όλες τις ανθρώπινες ατέλειες και αμαρτίες, νοείται ως μία «Μεγάλη Εκκλησία», μέσα στην οποία προσκομίζεται συνεχώς η ανθρώπινη αμαρτία - αποτυχία, για να μεταμορφωθεί, με τη μετάνοια και την άκτιστη χάρη, σε ζωή εν Χριστώ. Βυζαντινολόγοι, όπως ο Στ. Ράνσιμαν (Βυζαντινή θεοκρατία, Αθήνα 1982) μπόρεσαν να δουν έτσι το «Βυζάντιο», ερμηνεύοντας το «εκ των ένδον» και όχι με τα φραγκολατινικά κριτήρια της αλλοτριωμένης χριστιανικότητας και ελληνικότητας.

Στο Χριστιανικό Κράτος της Ρωμανίας συνεχίζεται πληθυσμιακά η δομή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: ένας μεγάλος αριθμός λαοτήτων συνθέτει την αυτοκρατορία, ή, αν θέλουμε, κοινοπολιτεία, συνιστώντας εκ των πραγμάτων μία τρισύνθετη ενότητα: πολιτιστική (παρά τις τοπικές ιδιαιτερότητες), κρατική και πνευματική. Ο ελληνιστικός πολιτισμός, ο ρωμαϊκός κρατικός φορέας και η νέα συνείδηση, η Ορθοδοξία, συνθέτουν το «Γένος των Ρωμαίων», δηλαδή των Ορθοδόξων πολιτών της Νέας Ρώμης. Κατά κάποιο τρόπο, η Ρωμαίικη Αυτοκρατορία γίνεται το «πανδοχείο» της ιστορίας (βλ. Λουκ. 10, 24), ενσαρκώνοντας τον αναμενόμενο νέο κόσμο, στα όρια της θεανθρωπότητας. Αυτό είναι βέβαια αισθητό, όπου σώζεται το ορθόδοξο - πατερικό φρόνημα.

   Όλες οι λαότητες της αυτοκρατορίας συνδέθηκαν με την κοινή πίστη (ως φρόνημα), σε μια νέα συγγένεια, την εν Χριστώ παγ-γένεια των Ρωμαίων, με σημείο αναφοράς όχι την Παλαιά, αλλά τη Νέα Ρώμη - Κωνσταντινούπολη. Τα «εθνικά» ονόματα δεν διέκριναν τις λαότητες διαιρετικά, αλλά υποδήλωναν τις επαρχίες (αυτό σημαίνει ο όρος «έθνος» στον 34ο αποστολικό κανόνα) και τις γλωσσικές ομάδες. (Η Ρωμανία ποτέ δεν επεδίωξε γλωσσική ομοιομορφία). Η Ορθοδοξία ήταν ο πανενωτικός σύνδεσμος των Ρωμαίων. Και αυτό βιωνόταν εντονότερα, όπου η σχέση με την «πατερικότητα» ήταν ισχυρότερη. Γι' αυτό και το «εθνικό» όνομα «ρωμαίος» ταυτίσθηκε με το περιεχόμενο της νέας «εθνικής» συνειδήσεως, δηλαδή την πίστη. Ρωμαίος (δηλαδή Νεο-Ρωμαίος ή Ρωμηός) σημαίνει ορθόδοξος. Η μακραίωνη διαπάλη μεταξύ Φραγκο-γερμανικού κόσμου και Ρωμαίικης Ανατολής επικεντρώθηκε γι' αυτό στη διεκδίκηση από τους Δυτικούς του ονόματος «ρωμαίος», ταυτόσημου με το «ορθόδοξος», ενώ στη Χριστιανική Ανατολή προσέδωσαν τα ονόματα «Γραικία» και «Γραικός», δηλωτικά όχι του «ελληνισμού» και της «ελληνικότητας», όπως αφελώς θέλουν κάποιοι να πιστεύουν. "Απλά σημαίνουν:

«χώρα των μη (γνησίων) Ρωμαίων και αποσχισθέντων αιρετικών». (όπως μας ξεκαθάρισε με την πρωτοπορειακή επιστημονική ερευνά του ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης).

Οι λαοί της Ρωμανίας / Βυζαντίου, ανάλογα με το βαθμό ορθοδοξοποιήσεώς τους, υπερβαίνοντας το κριτήριο της καταγωγής, εντάσσονταν σε μια άλλη ενότητα, στο εκκλησιαστικό σώμα. Η εκκλησιαστική δε ενότητα επιβίωσε αδιατάρακτα στις σχέσεις των Ορθοδόξων ως το 19ο αιώνα και την έξαρση των εθνι(κι)σμών.


Εξωτερικοί Δεσμοί

[1]