Υπατία

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 18:59, 2 Ιανουαρίου 2010 από τον Papyrus (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Μυθιστορηματικές περιγραφές της Υπατίας)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Υπατία ήταν μαθηματικός και νεοπλατωνική φιλόσοφος του 4ου/5ου αι. μ.Χ., κόρη του μαθηματικού και αστρονόμου Θέωνα από την Αλεξάνδρεια. Στην ίδια αυτή πόλη, η ξακουστή φιλόσοφος γεννήθηκε, δίδαξε αλλά και πέθανε στα 415 μ.Χ., στην ηλικία των 45[1] ή 60 ετών[2], δολοφονημένη βίαια από όχλο χριστιανών[3] οι οποίοι την κατέκοψαν με θραύσματα αγγείων[4] ή κοφτερά όστρακα[5] και μετά έκαψαν τα σκορπισμένα και αιμόφυρτα μέλη της[6], ως τραγική κατάληξη μιας σύγκρουσης που "είχε να κάνει με την πολιτική ζωή της Αλεξάνδρειας"[7].

Χρονολογία γέννησης

Στη βιβλιογραφία, οι χρονολογίες γέννησης που συναντάμε για την Υπατία είναι δύο: το έτος 370 και τα έτη 355/360 μ.Χ. Η χρονολογία 370 προέρχεται από την ερμηνεία της φράσης "ήκμασεν επί της βασιλείας Αρκαδίου"[8] την οποία συναντάμε στο λεξικό Σούδα και η οποία προέρχεται από ένα λεξικό για τους Έλληνες συγγραφείς του Ησύχιου της Μιλήτου (γνωστού ως Επιφανούς), το οποίο γράφτηκε τον 6ο αιώνα[9]. Αν δηλαδή η Υπατία είχε γεννηθεί το 370, θα βρισκόταν στην ωριμότητα της γύρω στο 400, που ήταν περίπου το μέσο της βασιλείας του Αρκαδίου (395-408).

Αν και η χρονολογία 370 συναντάται πολύ συχνά, εντούτοις "αρκετές ενδείξεις από άλλες πηγές μας οδηγούν να τοποθετήσουμε τη γέννηση της νωρίτερα"[10]. Συγκεκριμένα, ο Ιωάννης Μαλάλας (491-578) αναφέρεται στην ηλικία της Υπατίας με την έκφραση "ην δε παλαιά γυνή"[11] και φαίνεται να "υποστηρίζει με πειστικότητα ότι, την εποχή του φρικτού θανάτου της, η Υπατία ήταν αρκετά ηλικιωμένη", οπότε, "βασιζόμενοι στον Μαλάλα, ορισμένοι λόγιοι...σωστά υποστηρίζουν ότι η φιλόσοφος γεννήθηκε γύρω στο 355 και ήταν περίπου 60 ετών όταν πέθανε"[12]. Επιπλέον, συχνά στη βιβλιογραφία η βασιλεία του Αρκαδίου προσδιορίζεται χρονικά στα έτη 383-408[13], καθώς ο Αρκάδιος έλαβε τον αυτοκρατορικό τίτλο του Αυγούστου το έτος 383 και "συνεπώς, η βασιλεία του πρέπει να υπολογιστεί από αυτή τη χρονολογία και όχι από το 395, οπότε πέθανε ο πατέρας του, Θεοδόσιος Α΄"[14].

Εκτός αυτών, η βιογραφία του Συνεσίου, αγαπημένου μαθητή της Υπατίας, προσφέρει ένα πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της χρονολογίας 355/360. Σύμφωνα με την Maria Dzielska:

"Αν και το έτος της γέννησης του, το 370, είναι υπό αμφισβήτηση, η περίοδος των σπουδών του με την Υπατία -η δεκαετία του 390- είναι απολύτως βέβαιη. Ο Κάμερον ομοίως πιστεύει ότι το έτος γέννησης του Συνεσίου βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο 368 και στο 370. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να μαθήτευσε κοντά σε κάποιον όχι της ηλικίας του, αλλά αρκετά μεγαλύτερο. Ο πλήρης σεβασμού τρόπος με τον οποίο απευθύνεται στη δασκάλα του δεν συμφωνεί με την εικόνα μιας εικοσάχρονης κοπέλας. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι σε μια τέτοια ηλικία θα μπορούσε η Υπατία να διακριθεί σαν μοναδική αυθεντία στα μαθηματικά, στην αστρονομία και στη φιλοσοφία"[15].

Μυθιστορηματικές περιγραφές της Υπατίας

Η Υπατία πρωτοεμφανίστηκε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία την εποχή που ιστορικά είναι γνωστή ως εποχή του Διαφωτισμού[16]. Αν και ο θρύλος της ξεκινά ουσιαστικά από τον Δαμάσκιο[17], αρκετοί συγγραφείς από τον 18ο αιώνα και εξής χρησιμοποίησαν την ιστορία της Υπατίας σαν όπλο για τους θρησκευτικούς και φιλοσοφικούς τους αγώνες, δημιουργώντας έναν όγκο καλολογίας παραμορφωμένο από συναισθήματα και ιδεολογικές προκαταλήψεις[18]. Η φαντασιακή εικόνα της Υπατίας "μέσω της λογοτεχνικής αυθαιρεσίας" συσκότισε την ιστορική αλήθεια, τροφοδότησε "την λαϊκίζουσα αντιχριστιανική φιλολογία"[19] και "οι ποιητές, οι συγγραφείς και οι λαϊκοί ιστοριογράφοι δεν έκαναν τίποτα παραπάνω από το να πολλαπλασιάζουν τις υποκειμενικές εικόνες ανάλογα με την εποχή και τους ατομικούς στόχους τους"[20]. Με τον τρόπο αυτό, η Υπατία παρουσιάστηκε ακόμη και ως πρόδρομος "του φεμινισμού"[21].

Ένα από τα κύρια τεχνάσματα που χρησιμοποιήθηκαν από τους συγγραφείς ώστε να εγείρουν τη μέγιστη δυνατή συμπάθεια προς το πρόσωπο της Υπατίας και να αποκομίσουν τα μέγιστα ιδεολογικά οφέλη, ήταν να προβάλουν τη νεότητα, την ομορφιά ή τον υποτιθέμενο ερωτισμό της. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική.

Το έτος γέννησης που γίνεται αποδεκτό για την Υπατία, σε κάθε περίπτωση φανερώνει ότι το 415 "δεν μαρτύρησε ένα παιδί-θαύμα ή μια νεαρή κοπέλα, αλλά μια ώριμη κυρία"[22]. Όπως σημειώνει ο καθ. Στυλιανός Παπαδόπουλος, αν και η μυθιστορία "θέλει νέα και θελκτική την Υπατία", στην πραγματικότητα εκείνη "ήταν τότε εξήντα ετών και ζούσε λιτά, σχεδόν ασκητικά"[23], έχοντας μάλιστα "αρνηθεί τη θηλυκότητα της ως εμπόδιο στην πνευματική της εργασία"[24].

Τα γεγονότα αυτά είναι ασφαλώς αντίθετα με τα όσα περιγράφει ο θρύλος που "απέκτησε τεράστια δημοτικότητα επί ολόκληρους αιώνες, παρεμποδίζοντας τις προσπάθειες των μελετητών για μια αντικειμενική παρουσίαση της ζωής της Υπατίας, κάτι που εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα και σήμερα"[25] (βλ. π.χ. και σχετική ταινία Agora (2009), και την εικόνα της Υπατίας που επιλέχθηκε η οποία δεν ανταποκρίνεται στις αρχαίες πηγές). Η σωφροσύνη της Υπατίας "εκδηλωνόταν με την πλήρη σεξουαλική αποχή, την περίφημη αρετή που ενίσχυε τη φήμη της για αγνότητα την οποία διέδιδαν παντού οι μαθητές της. Έμεινε παρθένος μέχρι το τέλος της ζωής της"[26] και μάλιστα, "η παρθενία της Υπατίας τη φέρνει πλησιέστερα προς τις άγιες χριστιανές γυναίκες παρά στις παγανίστριες, που συνήθως παντρεύονταν"[27]. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν κάποτε "ένας από τους μαθητές της την ερωτεύτηκε...αυτή τον αποθάρρυνε πετώντας του ένα χρησιμοποιημένο πανί περιόδου...Αυτό, είπε, ήταν ό,τι αγαπούσε, και όχι κάτι όμορφο: εννοούσε δηλαδή ότι...αντί να στρέφει τον πόθο του στις αμετάβλητες αλήθειες, που μόνο αυτές είναι όμορφες, επέτρεπε στον εαυτό του να περισπάται από τις σωματικές επιθυμίες"[28][29].

Όπως παρατηρεί η Maria Dzielska: :"Αν είχαν μελετήσει τις αρχαίες πηγές τους με μεγαλύτερη προσοχή, θα είχαν διακρίνει μια πολύ πιο περίπλοκη προσωπικότητα. Το «θύμα των προλήψεων και της άγνοιας» όχι μόνο πίστευε στις λυτρωτικές δυνάμεις της λογικής αλλά επίσης αναζητούσε τον Θεό μέσα από τη θρησκευτική αποκάλυψη. Πάνω από όλα όμως η Υπατία ήταν επίμονη και απόλυτα ηθική, υπέρμαχος του ασκητισμού όσο και οι δογματικοί χριστιανοί τους οποίους ο Βολταίρος και άλλοι κατηγορούν σαν ανελέητους εχθρούς «της αλήθειας και της προόδου»"[30]. Επιπλέον, η περίφημη θρησκευτική αντίθεση που διατυπώνεται στον θρύλο της Υπατίας δεν βρίσκει σοβαρά ερίσματα στις πηγές: "οι χριστιανοί την εκτιμούσαν" και η διάσημη φιλόσοφος "απολάμβανε γενικής εκτίμησης και σεβασμού"[31] ("πάντες [...] αυτήν ηδούντο και κατεπλήττοντο"[32]. Ο χριστιανός Σωκράτης "επαινεί την Υπατία για την παιδεία της [...] όπως ο παλαιός μαθητής της Συνέσιος", χριστιανός και αυτός[33]. Άλλωστε, ο ίδιος ο έπαρχος της Αιγύπτου, Ορέστης (τον οποίο η Υπατία στήριζε) "ήταν χριστιανός και εκπρόσωπος ενός χριστιανικού κράτους, υποστηριζόταν από μέλη της χριστιανικής διανόησης της πόλης καθώς και από ένα τμήμα του χριστιανικού πληθυσμού που τον είχε υπερασπιστεί στην επίθεση των μοναχών"[34]. Κατά συνέπεια, τα αίτια της δολοφονίας της θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού και όχι σε μια θρησκευτική διαμάχη χριστιανών ενάντια σε μια εκπρόσωπο των ειδωλολατρών.

Ο Θάνατος της Υπατίας (415 μ.Χ.)

Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας και η εμπλοκή του στα τραγικά γεγονότα

Αρχαίες Πηγές για την Υπατία

Για μια πλήρη παραπομπή στις πηγές που αφορούν τη ζωή, τη διδασκαλία και το θάνατο της Υπατίας, βλ. στο διαδίκτυο Michael A. B. Deakin: The Primary Sources for the Life and Work of Hypatia of Alexandria (αγγλικά).

Μερικές αξιόλογες πηγές[35]:

  1. Σωκράτης Σχολαστικός (379-450), Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67,768Β-769Α.
  2. Φιλοστόργιος από την Καππαδοκία (Αρειανιστής, γέν. 368), Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 65,564.
  3. Συνεσίου, Επιστολές:
    1. 10 (PG 66,1348),
    2. 15 (PG 66,1352),
    3. 16 (PG 66,1352),
    4. 33 (PG 66,1361),
    5. 80 (αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως 81) (PG 66,1452),
    6. 124 (PG 66,1504),
    7. 153 (αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως 154) (PG 66,1553-1557).
  4. Ιωάννης Μαλάλας (491-578), Χρονογραφία, PG 97,536Α.
  5. Ιωάννης Νικίου (Μονοφυσίτης, 7ος αιώνας), Χρονικόν, βλ. στο διαδίκτυο The Chronicle of John, Chapter LXXXIV, Pars. 87-103 (αγγλικά).
  6. Λεξικό Σούδα ή Σουίδα, γράμμα Ύψιλον, 166 (περιέχει και την εκδοχή του Δαμασκίου από το έργο του "Ισιδώρου βίος"). Έκδοση λεξικού Σούδα: Bekkeri Immanuelis, Suidae Lexicon, Berolini 1854, σελ. 1069-1070 (το ίδιο και από τις εκδ. Γεωργιάδη: Λεξικόν Σούδα (Σουίδα), τόμ. 2 (ΚΕΚ-Ω), Αθήνα 2002, σελ. 1067), βλ. και στο διαδίκτυο (για πολυτονικά ελληνικά, στο μενού "Greek display", επιλέγουμε "Unicode UTF8").
  7. Θεοφάνους (752-818), Χρονικόν, PG 108,224-225.
  8. Νικηφ. Καλλίστου (1253-1335), Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 146,1105-1108.

Υποσημειώσεις

  1. Η γέννηση της τοποθετείται στα 370 στο: J. M. Rist, Hypatia, Phoenix, τόμ., 19, αρ. 3, (Φθινόπωρο 1965), σελ. 215.
  2. Η γέννηση της τοποθετείται στα 355/360 στο: Καρπόζηλος Απόστολος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, τόμ. Α΄ (4ος-7ος αι.), Αθήνα 1997, η αναφορά από το: Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, 3η έκδ., Αρμός, 2003, σελ. 185.
  3. Σωκράτoυς, Εκκλ. Ιστορία, PG 67,769Α.
  4. Μιχάλαγα Δέσποινα, Οι Παραβαλανείς ως φορείς κοινωνικής αντίληψης των πρώτων χριστιανικών χρόνων, ΕΕΘΣΑ, τόμ. 34, Αθήνα 1999, σελ. 549.
  5. Λαμπροπούλου Σταυρούλα, Υπατία, η Αλεξανδρινή φιλόσοφος, περιοδ. Πλάτων, έτος ΚΘ΄, τόμ. 29, τεύχ. 57-58, Αθήνα 1977, σελ. 76.
  6. Ματσούκας Α. Νίκος, Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ', Ε', ΣΤ' αιώνα, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 221.
  7. Chuvin Pierre, Οι τελευταίοι εθνικοί. Ένα χρονικό της ήττας του παγανισμού, εκδ. Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 112.
  8. Bekkeri Immanuelis, Suidae Lexicon, Berolini 1854, σελ. 1069.
  9. Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, Ενάλιος, Αθήνα 1997, σελ. 130.
  10. Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, ό.π., σελ. 130.
  11. Χρονογραφία, PG 97,536Α.
  12. Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, ό.π.
  13. π.χ. στο Graf Fritz, Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία, τόμ. Β΄. Ρώμη, 2η έκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 2001, σελ. 474.
  14. Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, ό.π.
  15. Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, ό.π., σελ. 131.
  16. Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, ό.π., σελ. 18 (στις σελ. 17-57 βλ. τη σχετική βιβλιογραφία και έλεγχο των πηγών).
  17. Chuvin Pierre, Οι τελευταίοι εθνικοί..., ό.π., σελ. 111.
  18. Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, ό.π.
  19. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, 'Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;', 3η έκδ., Αρμός, 2003, σελ. 138.
  20. Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, ό.π., σελ. 58.
  21. Μιχάλαγα Δέσποινα, Οι Παραβαλανείς..., ό.π., σελ. 547.
  22. Chuvin Pierre, Οι τελευταίοι εθνικοί..., ό.π., σελ. 111.
  23. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2004, σελ. 31.
  24. Μαντάς Κώστας, Σύντομη αναδρομή στην ιστορία της γυναικείας εκπαίδευσης, στο περιοδ. Αρχαιολογία και Τέχνες, Ίδρυµα Μελετών Λαµπράκη, τεύχ. 81 (Δεκέμβριος 2001), σελ. 91. Ο Κώστας Μαντάς προσθέτει στη συνέχεια ότι "αυτή η απώθηση της ιδιαιτερότητας του φύλου μιας διανοήτριας, έφθασε ως κληρονομιά ως τον 20ό αιώνα, ως τα κείμενα της ίδιας της Σιμόν ντε Μποβουάρ".
  25. Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, ό.π., σελ. 17.
  26. Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, ό.π., σελ. 105-106.
  27. Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, ό.π., σελ. 106, υποσημ. #50.
  28. Clark Gillian, Οι γυναίκες στην όψιμη αρχαιότητα, Παπαδήμας, Αθήνα 1997, σελ. 124
  29. Για τη διήγηση αυτή βλ. και λεξικό Σούδα, στο Bekkeri Immanuelis, Suidae Lexicon, Berolini 1854, σελ. 1069: "το σύμβολον επιδείξασαν της ακαθάρτου γεννέσεως".
    Η ιστορία αυτή που ενσωματώνει η Σούδα, προέρχεται από το έργο του Δαμασκίου, "Ισιδώρου βίος" (Dzielska, Υπατία..., ό.π., σελ. 99).
  30. Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, ό.π., σελ. 21.
  31. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, 'Παγανιστικός Ελληνισμός..., ό.π., σελ. 140.141.
  32. Σωκράτoυς, Εκκλ. Ιστορία, PG 67,768ΑΒ
  33. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, 'Παγανιστικός Ελληνισμός..., ό.π., σελ. 140.
  34. Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, ό.π., σελ. 168.
  35. Βλ. τις 9 σελίδες με αναφορές σε πηγές στο: Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, ό.π., σελ. 197 κ.έ.

Βιβλιογραφία

  • Chuvin Pierre, Οι τελευταίοι εθνικοί. Ένα χρονικό της ήττας του παγανισμού, εκδ. Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 108-112.
  • Cross F. L.-Livingstone E. A., The Oxford dictionary of the Christian Church, 3rd ed., Oxford University Press, New York 1997, σελ. 446.817.
  • Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή (μτφρ. Κουσουνέλος Γιώργος), Ενάλιος, Αθήνα 1997.
  • Kroh Paul, Λεξικό αρχαίων συγγραφέων Ελλήνων και Λατίνων, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 448-449.
  • Michael A. B. Deakin, The Primary Sources for the Life and Work of Hypatia of Alexandria.
  • Philip Schaff, History of the christian church, Vol. 3 (Chapter X, §171. Cyril of alexandria), Wm. B. Eerdmans, Grand Rapids, Michigan 1910, σελ. 943.
  • Rist M.J., Hypatia, Phoenix, τόμ., 19, αρ. 3, (Φθινόπωρο 1965), σελ. 214-225.
  • Ενισλείδης Χρ., Αγία Αικατερίνη, ΘΗΕ τόμ. 1 (1962), στ. 1037-1039.
  • Λαμπροπούλου Σταυρούλα, Υπατία, η Αλεξανδρινή φιλόσοφος, περιοδ. Πλάτων, έτος ΚΘ΄, τόμ. 29, τεύχ. 57-58, Αθήνα 1977, σελ. 65-78.
  • Ματσούκας Α. Νίκος, Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ αιώνα, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 221-222.
  • Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, 3η έκδ., Αρμός, 2003, σελ. 138-143 & 175-187.
  • Μιχάλαγα Δέσποινα, Οι Παραβαλανείς ως φορείς κοινωνικής αντίληψης των πρώτων χριστιανικών χρόνων, ΕΕΘΣΑ, τόμ. 34, Αθήνα 1999, σελ. 547-550.
  • Σαββίδης Αλέξης, Τα Χρόνια Σχηματοποίησης του Βυζαντίου, 284-518 μ.Χ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1983, σελ. 82-83.
  • Σπετσιέρης Κωνσταντίνος, Εικόνες Ελλήνων Φιλόσοφων εις Εκκλησίας, ΕΕΦΣΠΑ, περίοδος Β΄, τόμ. ΙΔ΄, 1963-1964, σελ. 386-458.
  • Σπετσιέρης Κωνσταντίνος, Εικόνες Ελλήνων Φιλόσοφων εις Εκκλησίας (Συμπληρωματικά Στοιχεία), ΕΕΦΣΠΑ, περίοδος Β΄, τόμ. ΚΔ΄, 1973-1974, σελ. 397-436.
  • Υπατία, εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 59, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM].
  • Φλορόφσκυ Γεώργιος, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 456-457.
  • Χρήστου Παναγιώτης, Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Δ΄, 2η έκδ., Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 341-342.
  • Χρήστου Παναγιώτης, Κύριλλος Αλεξανδρείας, ΘΗΕ τόμ. 7 (1965), στ. 1162.