Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Ο Κωνσταντίνος (αριστερά) δίνει αυτοκρατορική εξουσία στον Πάπα Σιλβέστρο (δεξιά).

Η Δωρεά του Κωνσταντίνου (Λατινικά, Constitutum Donatio Constantini) είναι ένα πλαστό Ρωμαϊκό διάταγμα (έδικτο), που υποτίθεται ότι εκδόθηκε από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α' το 324 μ.Χ. με το οποίο δώριζε στον Πάπα της Ρώμης Σιλβέστρο Α' και τους διαδόχους του την κυριαρχική και πνευματική εξουσία της Ρώμης, της Ιταλίας και όλης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. "Ψευδοκωνσταντίνεια" αποκαλείται κυρίως μετά τη γενική παραδοχή της πλαστότητάς της.

Περιεχόμενο και σχετική παράδοση

Η παράδοση λέει ότι η δωρεά ήταν ανταμοιβή του Κωνσταντίνου προς τον Σιλβέστρο για την θεραπεία του από την λέπρα μέσω ενός θαύματος, ή, σύμφωνα με το έγγραφο, ο Μέγας Κωνσταντίνος έδωσε δήθεν τον αυτοκρατορικό θρόνο στον Πάπα και τους διαδόχους του, διότι «δεν είναι σωστό ένας επίγειος αυτοκράτωρ να ασκεί εξουσία σ' ένα τόπο, όπου η διακυβέρνηση των ιερέων και η κεφαλη της Χριστιανικής Θρησκείας έχει εγκαθιδρυθεί από τον Ουράνιο Αυτοκράτορα». Γι' αυτό το λόγο μετέφερε «την αυτοκρατορία και εξουσία του» στην Κωνσταντινούπολη που έγινε η πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επίσης η ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά περιλαμβάνει τη δωρεά "του παλατίου του Λατεράνου, του βασιλικού διαδήματος, του λώρου και του ωμοφορίου, που «περικυκλοί» το βασιλικό τράχηλο, της πορφυράς χλαμύδας, του κόκκινου χιτώνα και όλων των βασιλικών ενδυμάτων και των αξιωμάτων των βασιλικών αλόγων ... και μάλιστα τα βασιλικά σκήπτρα, οι σφραγίδες και τα λοιπά κοσμήματα της βασιλικής μεγαλειότητας", η δυνατότητα να φορά ο πάπας Σίλβεστρος "το βασιλικό διάδημα, δηλ. το χρυσό στεφάνι, στολισμένο με ατίμητα μαργαριτάρια «εις αίνεσιν του Θεού και εις τιμήν του αγίου και κορυφαίου των Αποστόλων», αλλά και "η υποχρέωση των βασιλέων και ηγεμόνων των κρατών να κρατούν τα λουριά του αλόγου του ώστε να δοξάζεται «πλέον παρά την βασιλείαν την γήινην και κράτους δόξης κοσμήται»".[1] Σε συνάρτηση με τη θρυλούμενη Δωρεά αναφέρεται και η παράδοση πως ο Κωνσταντίνος βαπτίστηκε από τον Πάπα Σιλβέστρο στο Λατεράνο, παράδοση καθ' όλα ψευδής, που ανάγεται στα τέλη του 5ου αιώνα ως απάντηση για τον 28ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Πρώτη εμφάνιση και σκοπός

Η Ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά πρωτοεμφανίστηκε τον 12ο αιώνα στη συλλογή κανόνων που είναι γνωστή ως Decretum GratianiConcordia discordantium canonum, και σε κάποια χειρόγραφα Concordantia discordantium canonum) και πιθανότητα συντάχθηκε από τον Γρατιανό. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά, ως δήθεν αληθινή, από τον πάπα Ανδριανό στην επιστολή που έστειλε προς τον Κάρολο το Μέγα στα τέλη του όγδοου μ.Χ. αιώνα (771-795), ώστε να αναγνωρίσει και να αποδώσει στο πρόσωπό του όλα τα προνόμια και τα δικαιώματα, που περιλαμβάνονται σ' αυτήν. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και από τους υπόλοιπους Πάπες του Μεσαίωνα για την ενίσχυση της εδαφικής και κοσμικής εξουσίας τους στην Ιταλία, επί 800 σχεδόν χρόνια. Σκοπός αυτής της «Δωρεάς» ήταν να εμποδιστούν οι Φράγκοι να εγκαταστήσουν την πρωτεύουσά τους στη Ρώμη. Σοβαρή ένδειξη περί αυτού αποτελεί το γεγονός ότι ο Οθων Γ' (983-1002), του οποίου η μητέρα ήταν Ανατολική Ρωμαία, διεκήρυξε την πλαστότητα του εγγράφου αυτού, ως μέρος της δικαιολογίας του για την ονομασία της Παλαιάς Ρώμης ως πρωτεύουσάς του. Εάν το έγγραφο ήταν γνήσιο, οι Πάπες θα κυριαρχούσαν ως αυτοκράτορες της Δύσης. Η ανάρρηση στον θρόνο Δυτικών Αυτοκρατόρων που δεν ήταν Πάπες είναι ένδειξη ότι το έγγραφο ήταν πλαστό. Οι Πάπες βέβαια χρησιμοποίησαν την Δωρεά για να προωθήσουν τις εδαφικές τους διεκδικήσεις ως πρίγκηπες επίσκοποι στην μεσαιωνική Ιταλία.

Τεκμήρια πλαστότητας

Τα στοιχεία που αποδεικνύνουν την πλαστότητα της δωρεάς είναι πολλά. Όπως καταγράφει ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Μ. Κωνσταντίνος δε βαπτίσθηκε από τον πάπα Σίλβεστρο (314-335), αλλά από τον εξάδελφο του αυτοκράτορα Ευσέβιο Νικομηδείας με την συμπαράσταση και άλλων Επισκόπων σε ένα προάστιο της Νικομήδειας λίγο πριν από το θάνατό του [1]. Σε αυτό συμφωνούν και οι ιστορικοί Σωζόμενος [2] και Σωκράτης [3] κ.α. Δηλαδή, η βάπτιση του Μ. Κωνσταντίνου δεν έγινε πριν τη μεταφορά της πρωτεύουσας από την Δύση στην Ανατολή, αλλά μετά από αυτήν και ακριβέστερα πριν από το τέλος της ζωής του. Όσον αφορά τη λέπρα, δε θεραπεύθηκε ποτέ από αυτήν, εφόσον εξ' αυτής οδηγήθηκε το 337 στο θάνατο. Παράλληλα στη δωρεά γίνεται λόγος για Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, ενώ δεν υπήρχε όχι μονάχα πατριάρχης, αλλά ούτε ακόμη και η πόλη της Κωνσταντινούπολης. Γίνεται επίσης λόγος για σύμφωνη γνώμη και συγκατάθεση της Γερουσίας με τον αυτοκράτορα, ενώ την εποχή εκείνη η Γερουσία ήταν ακόμη ειδωλολατρική και μέχρι τον αυτοκράτορα Ουαλεντιανό πρόσφερε θυσίες στα είδωλα, άρα είναι αδύνατον να συναινούσαν σε μια τέτοια δωρεά. Ο Μ. Κωνσταντίνος, κατά την δωρεά αυτή, διένειμε στους τρεις γιούς του τις περιοχές που ανέλαβαν να διοικήσουν, δωρίζοντας στον τότε πάπα και τα αναφερόμενα στην δωρεά μέρη, ενώ και κατά την εποχή ακόμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565) οι περιοχές της Νότιας Ιταλίας, της Σικελίας κ.α. ήταν κάτω από την διοίκηση του αυτοκράτορα. [4] Επίσης "όλοι οι διάδοχοι του Σιλβέστρου πάπες, που έδρασαν μέχρι την εποχή του Αδριανού Α' (771-795), δε χρησιμοποίησαν ποτέ ούτε έκαναν λόγο για την λεγόμενη του Μ. Κωνσταντίνου δωρεά, παρότι ήλθαν σε έριδες και προστριβές με πολλούς αυτοκράτορες. Αν, δηλαδή, η δωρεά είχε κάποια ιστορική βάση, τότε κάποιοι υπερφίαλοι πάπες θα τη μεταχειρίζονταν ασφαλώς, σαν όπλο, στις αντιδικίες που είχαν κάθε τόσο με τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου."[5]

Αμφισβήτηση και αποκάλυψη

Στην Ανατολή η εν λόγω δωρεά δεν έγινε ποτέ αποδεκτή, αφού τα ιστορικά λάθη που περιείχε γίνονταν φανερά από τα έργα των ιστορικών, που ήταν γνωστά στη Ρωμανία και γίνονταν αντικείμενα μελέτης εκεί. Στη Δύση η δωρεά ήταν ευρέως αποδεκτή ως αυθεντική, αν και ο Αυτοκράτορας Οθων Γ' (983-1002), του οποίου η μητέρα ήταν Ανατολική Ρωμαία, είχε εγείρει υποψίες κατά του εγγράφου. Ο ποιητής Δάντης (Dante Alighieri) στη Θεία Κωμωδία ανέφερε ότι το έγγραφο αυτό αποτέλεσε την ρίζα του υλισμού και κοσμικού πνεύματος των Παπών. Αλλά και στη Δύση από τον 12ου αι. οι Βενεδικτίνοι αμφέβαλαν για την γνησιότητα αυτής της «δωρεάς». Αργότερα, με την αναβίωση της μελέτης των κλασικών και την κριτική αντιμετώπιση των κειμένων, οι αμφιβολίες εντάθηκαν. O Ιταλός ανθρωπιστής Λαυρέντιος (Λορέντζο) Βάλλα, απέδειξε το 1440 ότι η «Δωρεά» δεν μπορεί να είναι αυθεντική, αναλύοντας την γλώσσα της που φανέρωνε ότι τα Λατινικά του εγγράφου δεν μπορεί να γράφτηκαν το 324. Σήμερα έχει αποκαλυφθεί ότι το έγγραφο γράφτηκε από τον Ισπανό ιερέα Ισίδωρο Μερκάτορ όταν Πάπας ήταν ο Στέφανος Β', γύρω στο 752, όταν η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία χρειαζόταν κάτι για να προωθήσει την εξουσία της και να αντιμετωπίσει τις αντίπαλες δυνάμεις.

Δείτε επίσης

Υποσημειώσεις

  1. Ευσέβιος Καισαρείας, Περί του βίου του Μ. Κωνσταντίνου, βιβ. Δ' κεφ. 61,62,63
  2. Βλ. Σωζόμενος Εκκλ. Ιστορία, βιβ.β, κεφ. λβ
  3. Εκ. Ιστ., βιβ. Α, κεφ. 39
  4. Νεκταρίου Πενταπόλεως, Ιστορική μελέτη περί των αιτιών του Σχίσματος, τ. Α', Αθήναι 1998, 199 - 202.
  5. Αχιλλέα Β. Πιτσίλκα, "Η Αληθινή "Πέτρα" της πίστεως και της ζωής", Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη".

Εξωτερικοί σύνδεσμοι