Ευαγγελιστής Ιωάννης

Από OrthodoxWiki
(Ανακατεύθυνση από Ιωάννης ο θεολόγος)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Ευαγγελιστής Ιωάννης
John the Theologian.jpg
Ο απόστολος Ιωάννης
Γέννηση 1ος αιώνας, Γαλιλαία
Κοίμηση περ. 104 μ.Χ., Έφεσος-Μικρά Ασία
Εορτασμός 8 Μαΐου
Σημαντικές ημερομηνίες 49 μ.Χ. Αποστολική Σύνοδος
Τίτλος Απόστολος


Ο Απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης ή Ιωάννης ο θεολόγος, ήταν ένας εκ των μαθητών και αποστόλων του Ιησού Χριστού. Είναι ο συγγραφέας του τετάρτου και εκτενούς ευαγγελίου καθώς και ο συγγραφέας του βιβλίου της Αποκαλύψεως και τριών καθολικών επιστολών. Πήρε την ονομασία θεολόγος εξ αιτίας των υψηλών θεολογικών νοημάτων του ευαγγελίου που συνέγραψε και συγκεκριμένα της σημαντικής χριστολογίας που ανέπτυξε. Υπήρξε από τους πλέον αγαπημένους μαθητές του Κυρίου, ο οποίος διακρινόταν για την αγάπη του και για το οικουμενικό πνεύμα της διδασκαλίας του. Μετά την φυγή του από τα Ιεροσόλυμα κήρυξε κυρίως στη Μικρά Ασία και κοιμήθηκε εν ειρήνη σε μεγάλη ηλικία, πιθανώς στην πόλη της Εφέσου.

Βίος

Καινή Διαθήκη

Ο Ιωάννης ήταν γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιακώβου, ο οποίος αποκεφαλίστηκε το 44 στα Ιεροσόλυμα από τον Ηρώδη Αγρίππα (Πράξεις 12, 2). Μητέρα του ήταν η Σαλώμη (Ματθαίος 27, 56. Μάρκος 15, 40) η οποία αναφέρεται από τον ίδιο το Ιωάννη ως αδελφή της Θεοτόκου. Επειδή όμως αυτή η πληροφορία δεν επιβεβαιώνεται από τα υπόλοιπα ευαγγέλια, εικάζεται πως ήταν αδελφή του Ιωσήφ και άρα κουνιάδα της[1]. Ο ίδιος ήταν ψαράς στο επάγγελμα και πιθανώς ανήκε σε εύπορη οικογένεια, αφού οικογενειακώς διέθεταν σκάφος αλιείας και μισθωτούς (Μάρκος 1, 20). Ήταν επίσης ακόλουθος του Ιωάννη του βαπτιστή κάτι που δείχνει τη θρησκευτική φύση του και τις μεσσιανικές του ανησυχίες.

Μέσα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης λαμβάνουμε, σε σχέση με τους περισσότερους Αποστόλους, σχετικά αρκετές πληροφορίες. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Κύριος είχε αποκαλέσει τον ίδιο και το αδελφό του βοανεργές δηλαδή "Υιούς τους βροντής". Σύμφωνα με τον Κύριλλο Αλεξανδρείας και τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό αυτό ειπώθηκε για την υψηλή θεολογική σκέψη τους[2], αλλά σύμφωνα με άλλους ερευνητές αυτό ίσως να προδίδει και τη θυελλώδη ιδιοσυγκρασία τους[3]. Μερικά περιστατικά από το βίο των αδελφών επίσης δεικνύουν ότι ίσως ανήκαν στο κίνημα των ζηλωτών. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Μάρκου (10, 35-45) όπου τα δύο αδέλφια παρακάλεσαν τον Ιησού να τους δώσει εξέχουσα θέση στην επίγεια βασιλεία που θα ίδρυε, παρανοώντας το πραγματικό νόημα της βασιλείας που εννοούσε. Λίγο αργότερα και πριν μπει στα Ιεροσόλυμα ο Ιησούς, οι μαθητές οδηγήθηκαν σε ένα χωριό Σαμαρειτών, οι οποίοι όμως δεν τους δέχτηκαν. Τότε οι Ιωάννης και Ιάκωβος ζήτησαν από τον Κύριο να ρίξει φωτιά στην πόλη, όπως είχε κάνει ο προφήτης Ηλίας, για να τους εξολοθρεύσει (Λουκάς 9, 51-56).

Πρέπει να τονιστεί πως ο Ιωάννης ήταν αρχικώς παρών μαζί με τον Ανδρέα, στην επαφή του Ιησού με τους μέλλοντες μαθητές Του, όπου μάλιστα τον επισκέφτηκαν και στο σπίτι που διέμενε συζητώντας για πολλή ώρα (Ιω. 1, 39-40). Ο Ιωάννης μετά την κλήση του από τον Κύριο χωρίς δισταγμό άφησε την αλιεία και τον ακολούθησε (Ματθαίος 4, 21-22. Μάρκος 1, 19-20. Λουκάς 5, 1-11), ενώ μαζί με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο αποτέλεσε το στενό κύκλο των μαθητών του Κυρίου. Ο Κύριος μάλιστα έδειχνε να τον εμπιστεύεται απερίφραστα, αφού σε αυτόν και τον Πέτρο έδωσε εντολή να ετοιμάσουν το Μυστικό Δείπνο (Λουκάς 22, 8), ενώ του εμπιστεύτηκε τη φροντίδα της μητέρας Του (Ιω. 20, 4). Σημαντικό επίσης επεισόδιο που δείχνει τη μεγάλη οικειότητα και αγάπη που του είχε ο Κύριος είναι το περιστατικό του Μυστικού Δείπνου, όπου ο Πέτρος απευθύνθηκε σε αυτόν να μεσολαβήσει, ώστε να μάθουν ποιος θα τον προδώσει. Ύστερα από τη σύλληψη του Ιησού ο Ιωάννης τον ακολούθησε μέχρι το γνωστό του αρχιερέα Καϊάφα, όπου μάλιστα μεσολάβησε να περάσει και ο Πέτρος (Ιω. 18, 16). Κάτι τέτοιο δείχνει πως πιθανώς ο Ιωάννης ανήκε σε υψηλή κοινωνική τάξη[4]. Στις Πράξεις επίσης βλέπουμε πως οι Πέτρος και Ιωάννης συνεργάζονταν στο ιεραποστολικό έργο αρκετές φορές. Έτσι μαζί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν ενώπιον του συνεδρίου διακηρύσσοντας την πίστη τους (Πράξεις 4, 1-23). Ο Παύλος τέλος ονομάζει τιμητικά τους Πέτρο, Ιάκωβο αδελφόθεο και Ιωάννη στύλους (Γαλάτας 2, 9).

Εξωγραφικές πηγές

Η αρχαία παράδοση της εκκλησίας γενικώς διασώζει πολλές πληροφορίες για τον Ιωάννη. Κατά τον Τερτυλλιανό, ο Απόστολος διώχτηκε στη Ρώμη. Οι διώκτες του μάλιστα τον έβαλαν σε ένα δοχείο με καυτό λάδι, από όπου βγήκε αβλαβής[5]. Στο διωγμό του Δομετιανού εξορίστηκε στην Πάτμο και εκεί έγραψε την Αποκάλυψη. Μετά το θάνατο του Δομετιανού πήγε στην Έφεσο όπου έγραψε το ευαγγέλιο και έδρασε μέχρι το θάνατο του. Ο Ειρηναίος, προγενέστερος του Τερτυλλιανού, αναφέρει πως ο απόστολος ζούσε στη δυτική Μικρά Ασία μέχρι τα χρόνια του Τραϊανού (98-117), πως έγραψε το ευαγγέλιο στην Έφεσο και πως ο Πολύκαρπος Σμύρνης διετέλεσε μαθητής του και ο Παπίας ακροατής του[6]. Κατά τον Ιερώνυμο, ο Ιωάννης έφτασε σε τόσο μεγάλη ηλικία ώστε να μη μπορεί να πηγαίνει μόνος του στο ναό και γι αυτό τον πήγαιναν οι μαθητές του, ενώ δεν είχε πια δύναμη ούτε να κηρύττει[7]. Ο Ειρηναίος τέλος μας διασώζει ιστορία που δείχνει πόσο πολύ αποστρεφόταν τους αιρετικούς. Κατ αυτή την ιστορία όταν έμαθε κάποτε ότι ο αιρετικός γνωστικός Κήρινθος είχε μπει στα λουτρά, προέτρεψε τους μαθητές του να φύγουν αμέσως από εκεί για να μην πέσει η στέγη πάνω τους[8].

Ο Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο το 7ο έτος της βασιλείας τους Τραϊανού[9], περίπου δηλαδή το 104, σε ηλικία πιθανώς πάνω από 100 ετών. Το γεγονός αυτό δημιούργησε διάφορους θρύλους, όπως ότι τελικά δεν πέθανε αλλά ότι αναλήφθηκε, όπως οι Ηλίας και Ενώχ[10]. Επίσης πρέπει να αναφερθεί, πως οπωσδήποτε δεν ευσταθεί η άποψη ότι μαρτύρησε[11], παρά τις όποιες ιστορικές αναφορές των Φιλίππου Σιδήτη και Γεωργίου Αμαρτωλού.

Ο Ιωάννης ο «πρεσβύτερος»

Ένα από τα ζητήματα που απασχόλησε του ερευνητές έχει να κάνει με την ύπαρξη ενός προσώπου ονομαζόμενου "Ιωάννη Πρεσβυτέρου". Η διάκριση των δύο προσώπων, δηλαδή πρεσβυτέρου και θεολόγου, στηρίζεται στις περιγραφές του Παπία Ιεραπόλεως που διασώζει ο ιστορικός Ευσέβιος[12]. Συγγραφέας του Ευαγγελίου και της Αποκάλυψης, κατ αυτή την πηγή, δεν είναι ο Ιωάννης ο θεολόγος που πέθανε με μαρτυρικό θάνατο νωρίς, αλλά άλλος Ιωάννης, ο επονομαζόμενος πρεσβύτερος, που ήταν μαθητής και αυτός του Κυρίου και αυτόπτης μάρτυρας του βίου Του. Μάλιστα μερικοί ερευνητές μας αναφέρουν πως δε γίνεται ο Ιωάννης να είναι φορέας μίας τόσο υψηλής χριστολογίας, αφού μαρτύρησε -σύμφωνα πάντα με τους ίδιους ερευνητές- το πολύ μέχρι το 70. Επίσης ισχυρίζονται πως προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν οι απουσίες αναφορών τόσο από τον Ιγνάτιο, όσο και από τον Πολύκαρπο, στις επιστολές τους προς Εφεσίους και Φιλιππησίους αντίστοιχα.

Παρόλα αυτά η σημερινή επιστημονική έρευνα δε συνηγορεί προς μία τέτοια κατεύθυνση[13][14]. Οι αιτιολογίες μάλιστα που αναφέρθηκαν ανωτέρω μάλλον παρουσιάζονται αδύναμες, καθώς αφενός δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνεται αναφορά του ονόματος μέσω των επιστολών αυτών, αφετέρου η υψηλή χριστολογία του τετάρτου ευαγγελίου είναι κάτι φυσιολογικό αφού το ευαγγέλιό του εγράφη σε αρκετά ώριμη ηλικία, έχοντας αυξημένες θεολογικές γνώσεις[15]. Άλλωστε ο ίδιος δε μαρτύρησε, αλλά πέθανε σε βαθιά γεράματα όπως μας αναφέρει η πλειοψηφία των αρχαίων συγγραφέων, με μερικούς από αυτούς να υπομνηματίζουν και τη συγγραφή του Ευαγγελίου (Ειρηναίος Λουγδούνου[16], Τερτυλλιανός[17], Ιερώνυμος[18]).

Συνοπτικά θα λέγαμε πως ο Ιωάννης είναι ο συγγραφέας του τετάρτου ευαγγελίου, πως έδρασε στη Μικρά Ασία και οπωσδήποτε την Έφεσο και έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα, κοιμώμενος με φυσικό και όχι μαρτυρικό τρόπο[19].

Θεολογία

Γενικά

Το Ευαγγέλιο και οι επιστολές του Ιωάννη απαρτίζουν μία θεολογική συλλογή, την οποία τη χαρακτηρίζει μία ιδιαιτερότητα. Η ιδιαιτερότητα αυτή είναι η κυριαρχία του Λόγου, δηλαδή η χριστολογία[20]. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, σωτηριολογικά, εκκλησιολογικά, ανθρωπολογικά, βυθίζονται μέσα στο κεφάλαιο χριστολογία. Βέβαια η χριστολογία είναι το μείζον θέμα και των συνοπτικών ευαγγελιστών, αλλά εδώ θα λάβει μία μοναδική διάσταση, μία διαφορετική προσέγγιση και προοπτική, μία σαφώς πιο πνευματική και θεολογική μορφή και όχι τόσο ιστορική. Αυτό πιθανώς συνέβη διότι το ευαγγέλιο του Ιωάννη συνεγράφη αρκετά αργότερα, με αποτέλεσμα ο ίδιος να έχει μία πιο ξεκάθαρη εικόνα των αναγκών της εκκλησιαστικής κοινότητας, αλλά και των προκλήσεων του περιβάλλοντος το οποίο σταδιακά πλέον συνδιαμορφωνόταν με τη χριστιανική διδασκαλία. Η έξοδος λοιπόν της εκκλησίας στον ελληνιστικό κόσμο είχε συνέπειες, έδωσε όμως συνάμα και νέες προοπτικές στον ευαγγελικό λόγο, με τον Ιωάννη όχι μόνο να έχει επίγνωση του γεγονότος αυτού, αλλά να είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τις πρώτες παραχαράξεις της αποστολικής διδασκαλίας[21][22].

Χριστολογία

Η έννοια του Λόγου στη Ιωάννεια θεολογία. Ο ρόλος των μυστηρίων

Η βασική αρχή που διέπει τη χριστολογία του Ιωάννη είναι πως ο Χριστός μόνος φανερώνει το Θεό και εξηγεί τα περί Θεού (Ιω. 1, 18). Απώτερος σκοπός δε των "σημείων" Του, είναι να πιστέψει ο κόσμος ότι είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού (Ιω. 20, 31). Ο Χριστός μπορεί και αποκαλύπτει το Θεό, διότι είναι ο Λόγος του. Η έννοια του Λόγου εδώ λαμβάνεται τόσο από την ελληνική φιλοσοφία, όσο και από τη ιουδαϊκή παράδοση αφού ήδη την είχε χρησιμοποιήσει ο Φίλων ο Ιουδαίος. Η έννοια όμως λαμβάνει μία τελείως διαφορετική διάσταση καθώς στην περίπτωσή του δεν είναι απλώς μία ανυπόστατη δύναμη του Θεού, όπου χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η συστατική και θεραπευτική των όντων θεία δύναμη, όπως στην περίπτωση του Φίλωνα[23]. Διαφοροποίηση μάλιστα υπάρχει και από την έννοια της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αφού εκεί κατανοείται ως συνεκτική δύναμη του κόσμου και του ανθρώπου με το θεό[24]. Σε αυτή λοιπόν την περίπτωση ο λόγος δεν είναι ούτε πρόσωπο, ούτε δημιουργός. Την έννοια του λόγου τη βλέπουμε επίσης στον Πλάτωνα, που την θεωρεί ως θεμελιακό στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, στον Αριστοτέλη, που υπογραμμίζεται πως η κατάκτηση του λόγου είναι ανθρώπινο ίδιον και συνάμα θεμέλιο της αρετής και της ευδαιμονίας και τη Στοά που είχε ανθρωπολογικό και κοσμολογικό περιεχόμενο[25]. Έτσι λοιπόν η θεολογία της έννοιας του Λόγου λαμβάνει μία πραγματικά νέα διάσταση, που παρά την εξωτερική σύγκλειση και δανεισμό, έχει ένα νέο σαφές θεολογικό περιεχόμενο. Ο Λόγος είναι ο Ιησούς Χριστός, ο δημιουργός του σύμπαντος, το φως και η ζωή της ανθρωπότητας, ο οποίος ενανθρωπήστηκε για τη σωτηρία του κόσμου.

Ο τίτλος Λόγος βέβαια έχει περιορισμένη χρήση στη γραμματεία του Ιωάννη αφού περιορίζεται στον πρόλογο του ευαγγελίου του, μία φορά στην πρώτη επιστολή του (1,1) και μία φορά στην Αποκάλυψη (19, 13). Είναι χαρακτηριστική όμως και πολύ σημαντική η χρήση της έννοιας στην Ιωάννεια θεολογία και επίσης πολύ εμφατική στην ομολογία του προλόγου του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου:

"Α´\ΕΝ ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.᾿Εγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι' αὐτοῦ. οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ' ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. ῏Ην τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. ᾿Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο. Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο." (1, 1-18).

Ο Ιωάννης σε αυτό το ομολογιακό κατ ουσίαν κείμενο αναφέρει πως ο Λόγος είναι προαιώνιος και θείος, ότι είναι ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Ο Ιησούς Χριστός είναι η ζωή και το φως και είναι σαφώς Θεός. Ο κόσμος λοιπόν ήλθε σε ύπαρξη δια μέσω του Λόγου. Ο κόσμος όμως αν και ήλθε σε ύπαρξη δια του Λόγου δεν είχε συνείδηση του γεγονότος αυτού και της δυνάμεως αυτού (ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω) και μάλιστα ο ίδιος ο λαός του τον αρνήθηκε (ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον). Ο Λόγος αυτός της Παλαιάς Διαθήκης ενσαρκώθηκε, σε μία συγκλονιστική ενοίκηση, απτή και ορατή (εθεασάμεθα τη δόξα αυτού). Σαφής είναι ο στόχος του Ιωάννη εδώ, να αποκρούσει κάθε τάση δοκητισμού[26]. Η έλευση μάλιστα του Ιησού συνιστά πλήρωση του αποκαλυπτικού έργου του Θεού όπως δόθηκε στο Μωϋσή. Τελειώνει μάλιστα με μία εκπληκτική δήλωση η οποία δείχνει τη σαφή διασύνδεση και το ρόλο του Λόγου στην Παλαιά Διαθήκη. Το Θεό κανείς δεν είδε ποτέ αναφέρει ο Ιωάννης. Είναι ακατάληπτος και αόρατος, αλλά γίνεται γνωστός με τη θεία ενανθρώπηση του Λόγου. Ο Λόγος ως μονογενής υιός, που είναι θεός και υπάρχει στους κόλπους του Πατρός, είναι ο μόνος ικανός να Τον φανερώνει και να Τον εξηγεί.

Εδώ λοιπόν φανερώνεται η θεία υπόσταση του Λόγου, προκειμένου να αναφερθεί η υπόσταση του προαιώνιου Υιού του Θεού[27]. Στόχος τελικά του Ιωάννη, στη χρήση αυτού του όρου είναι να κατασταθεί σαφές ότι ο εναθρωπήσας Λόγος και ο προαιώνιος Λόγος και Υιός του Θεού, ο οποίος ενήργησε ποικιλοτρόπως κατά την Παλαιά Διαθήκη για το σχέδιο της θείας οικονομίας, είναι ο ίδιος[28]. Ο Λόγος αυτός ο οποίος έχει άναρχη ύπαρξη προς τον Πατέρα, είναι ο Μεσσίας, τον οποίον είδαν αυτοπτώς οι μαθητές Του. Είναι αυτός που θα έρθει εν δόξη για να δώσει τέλος στην ανθρώπινη τραγωδία (Αποκ. 19, 11-16).

Ο Ιησούς κατά τον Ιωάννη είναι Θεός (Ιω. 1, 1) και αυτή η θεότητα σφραγίζεται από την ιδιάζουσα σχέση με τον πατέρα του (Ιω. 5, 19-23). Μάλιστα το γεγονός ότι ο υιός έχει επιφορτιστεί με την ευθύνη να επιτελέσει το έργο του Πατρός είναι δείγμα της ισότητάς του με τον Πατέρα[29], ενώ επιβεβαιώνεται και από το ότι όποιος πιστέψει σε αυτόν θα βρει ζωή αιώνιο, ενώ όποιος απειθεί "ουκ όψεται ζωήν" (Ιω. 3, 35). Ο Υιός μάλιστα είναι ανενδεής και παντογνώστης (Ιω. 16, 30), στον οποίο ο Πατέρας έδωσε κάθε δύναμη (3, 35). Ο ίδιος είναι παντοδύναμος καθώς δεν είναι απλώς δημιουργός του παντός, αλλά γνωρίζει τα παρελθόντα (4, 17), την εσωτερική κατάσταση ων ανθρώπων (2, 24-25) να διακρίνει καταστάσεις από μακριά (1, 42. 47-50).

Στη θεολογία του Ιωάννη όμως βλέπουμε και μία υψηλή διδασκαλία που δε μένει σε απλά ηθικά κριτήρια, αλλά σε μία υψηλή χαρισματική, οντολογική πραγματικότητα. Ο Ιησούς δεν κάνει απλό κατηχητικό έργο, αλλά ανοίγει το δρόμο για την ένωση και την κοινωνία με το Θεό[30]. Η διδασκαλία του άλλωστε για τον άρτο της ζωής αξιολογείται προς την κατεύθυνση της διάνοιξης αυτής της σχέσης. Αυτή λοιπόν η σχέση πραγματώνεται με τα μυστήρια, όπως ακριβώς μυστηριακή ήταν και η θεία ενσάρκωση. Το βάπτισμα λοιπόν έχει θεμέλιο την ενσάρκωση (3, 1-15) που ανοίγει τη θύρα της βασιλείας του ουρανού (3, 5), ενώ η Θεία Ευχαριστία είναι το νέο μάννα που θρέφει το νέο Ισραήλ. Ο άρτος αυτός είναι ο ίδιος ο Ιησούς, άρτο τον οποίο αν δε φάγει ο κόσμος δε θα βρει αιώνια ζωή (6, 30-58), ενώ όποιος δε φάει από τη σάρκα Του δε θα έχει μέσα του τον Κύριο (6, 56) και άρα δεν θα επιτελείται αυτή η μυστική ένωση. Καταλαβαίνουμε δηλαδή εδώ, πως ο ευαγγελιστής μιλά για τα μυστήρια ως μία κατάσταση που πραγματώνει τη σχέση ανθρώπου και Θεού[31].

Η σχέση Πατρός-Υιού

Η σπουδαιότητα της θεολογίας του Ιωάννη έγκειται στον εγκαινιασμό μίας νέα τάσης. Πέρα δηλαδή της ταύτισης του ευαγγελίου με τον Ιησού και την απόδοση της έννοιας Λόγος στον Κύριο με απώτερο σκοπό όπως καταδείχτηκε στην ταυτοποίηση και απόδοση σαφούς υπόστασης προς το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, την επιτομή της σχέσης μεταξύ Πατρός και Υιού. Γι αυτο και η θεολογία του είναι πρωτοποριακή αν και δεν αποτελεί μία αντικειμενοποιημένη διδασκαλία, την οποία καλείται να ακολουθήσει ο κάθε πιστός για μία ανεπανάληπτη σχέση[32]. Η θεολογία του Ιωάννη σαφώς διαχωρίζει όμως την επιτομή αυτή σε δύο στάδια. Την έννοια της εσωτερικής σχέσης των δύο προσώπων, δηλαδή της θεολογικής σχέσης, καθώς και της εξωτερικής (ad extra), δηλαδή της οικονομικής.

Το ευαγγέλιο λοιπόν ταυτίζεται με τον Κύριο και η υποστατικότητα αυτού τονίζεται με τον εμφατικό βιβλικό τρόπο με την έννοια του "εγώ ειμί". Η φράση είναι σαφώς βιβλική καθότι ο Θεός διαβεβαίωσε τον Μωυσή στη βάτο ότι "εγώ ειμί ο ων" (Έξοδος 3, 14). Επίσης δηλώνει και στον ισραηλιτικό λαό πως "Εγώ ειμί ο θεός, και ουκ εστίν άλλος" (Ησαΐας 45, 22) και "άκουέ μου, Ιακώβ και Ισραήλ, ον εγώ καλώ. Εγώ ειμί πρώτος, και εγώ ειμί εις τον αιώνα" (Ησαΐας 48, 12). Εδώ λοιπόν ο Θεός ομιλεί με υποστατικό τρόπο. Και ο Θεός που ομιλεί δεν είναι άλλος από τον άσαρκο Λόγο, που φανερώνει και τον Πατέρα[33]. Ο Ιωάννης συνάμα μας αναφέρει με σαφήνεια περισσότερες από δέκα ομολογίες του Κυρίου ο οποίος αναφέρει επίσης το "εγώ ειμί" (Ιω. 4, 25-26. 6, 35. 8, 12. 8, 24. 8, 28. 10, 7-9 κ.α.). Είναι σαφές λοιπόν από τις δηλώσεις αυτές ότι η φανέρωση του Θεού δε στηρίζεται απλώς σε εικόνες και προτάσεις αλλά σε σαφή άμεση γνώση αφού ο Ιησούς, δεν είναι απλώς ένας ψιλός άνθρωπος, αλλά ο θεός ο οποίος "Ο ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν·" (Α΄ Ιωάννου 1, 1-2).

Γι αυτό και ο Πατέρας με τον Υιό είναι συνεργοί. Ο Πατήρ έστειλε τον Λόγο και δεν τον άφησε μόνο (8, 29). Τον απέστειλε ως μονογενή του υιό για να πιστεύσει ο κόσμος και να σωθεί (3, 16-17). Ο Υιός είναι συνδημιουργός του κόσμου όπως είδαμε αφού μάλιστα ο Υιός ποιεί όσα ο πατήρ ποιεί (5, 19). Ο Πατέρας μάλιστα "πάντα έδωκεν τη χειρί αυτού" (3, 35) και είναι συναΐδιοι (1, 1-2). Ο Πατήρ τελικά δοξάζεται εν των Υιώ (14, 13) και το αντίθετο (17, 22) και γι αυτό και στο πρόσωπο του Ιησού οι άνθρωποι βλέπουν το Πατέρα που είναι και οι δύο αχώριστοι. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο ευαγγελιστής στο στόμα του Κυρίου:

"ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα" (14, 9)
"πιστεύετέ μοι οτι εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί" (14, 11).
"εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν" (10, 30)

Γι αυτο και:

"ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἔχει τὴν μαρτυρίαν ἐν αὐτῷ· ὁ μὴ πιστεύων τῷ Θεῷ ψεύστην πεποίηκεν αὐτόν, ὅτι οὐ πεπίστευκεν εἰς τὴν μαρτυρίαν ἣν μεμαρτύρηκεν ὁ Θεὸς περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία, ὅτι ζωὴν αἰώνιον ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός, καὶ αὕτη ἡ ζωὴ ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ἐστιν. ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν· ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει." (Α΄ Ιωάννη 5, 10-12).

Η κοινωνία αυτή Πατρός και Υιού έχει πολύ σπουδαία σημασία διότι η αιώνια ζωή συντελείται στους κόλπους της θείας ενότητας κατά τον Ιωάννη (Α΄ Ιωάννου 2, 24-25). Η βάση λοιπόν όλης της Ιωάννειας θεολογίας στηρίζεται στο ότι ο Πατέρας και ο Υιός κατά την ουσία και το έργο είναι ένα[34]. Μπορεί εδώ να μην υπάρχουν οι φιλοσοφικοί όροι ουσία-φύση-πρόσωπο-υπόσταση, όμως είναι σαφείς οι εικόνες που μας προσδίδει ο Ιωάννης για μία τέτοια σχέση όπως ανωτέρω δείχτηκε. Γι αυτό και ο Ευαγγελιστής μας επισημαίνει πως:

"Καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατὴρ ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου. ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ.".

Συνάμα όμως με τη θεολογική σχέση, η οποία εξετάστηκε ανωτέρω, ο Ιωάννης εγκαινιάζει και τη σχέση της λεγόμενης οικονομικής τριάδος. Είναι χαρακτηριστικό ζητούμενο το οποίο διαφοροποιεί την ορθόδοξη και πατερική ανατολική θεολογία από τη θεολογία της Δύσης. Η θεολογία του Ιωάννη, τονίζει αυτή τη διαφορά η οποία οδηγεί στη σαφή διάκριση θεολογίας και οικονομίας, μία διαφορά που δεν διείδε ορθώς η δυτική χριστιανοσύνη με αποτέλεσμα τη θεολόγηση του Φιλιόκβε.

Σύμφωνα με τον Ιωάννη λοιπόν ο Ιησούς έχει αποσταλεί από τον Πατέρα στον κόσμο όχι για να επιτελέσει το ίδιο έργο, αλλά για να τελειώσει το κοινό τους έργο (10, 36). Είναι λοιπόν απεσταλμένος του Πατρός και τίποτα δεν επιτελεί αφ εαυτού, καθώς ποιεί όσα διδάχτηκε από τον πατέρα (2, 28). Η αποστολή όμως αυτή διαφέρει σαφώς από την αποστολή των προφητών, ενώ είναι δείγμα της αγάπης Του (Α΄ Ιωάννου 4, 9-10). Ο Υιός λοιπόν είναι αυτός ο οποίος επιτελεί τα έργα το Πατρός ανταποκρινόμενος σε μια μοναδική αποστολή, κάτι το οποίο αποδεικνύει την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους.Βάση μάλιστα της οικονομικής θεώρησης είναι και εσχατολογική προοπτική του κηρύγματός του, αφού εν συνεχεία, μετά τη δική του αποστολή, ο ίδιος θα ζητήσει από τον πατέρα να στείλει το παράκλητο Πνεύμα (14, 16-17) για να ολοκληρώσει το έργο, όπου θα μείνει με την ανθρωπότητα στον αιώνα.

Πολλές φορές στην θεολογία του Ιωάννη, προτάσσεται η έκφραση του Κυρίου, ότι ο Πατήρ είναι μείζον του Ιησού (Ιω. 14, 28), με στόχο να καταδειχτεί κάποιου είδους κατωτερότητα του Υιού, έναντι του Πατρός ή και διαφορά φύσεως. Όπως όμως είδαμε ανωτέρω, σε πολλά σημεία ο Κύριος διατυπώνει με σαφήνεια την ισοδυναμία του και την ομοούσιότητά του, με αποτέλεσμα να διαφαίνεται κάποιου είδους αντίφαση. Κατά την πατερική θεώρηση όμως δεν υφίσταται. Η έννοια μείζον αφορά τον Πατέρα, ως προς το αίτιο[35][36], καθώς ο Πατήρ γεννά αενάως τον Υιό. Ο Πατήρ λοιπόν ως αίτιο της γέννησης του Υιού, καλείται μείζον κάτι που προκύπτει στη βάση του διαχωρισμού αΐδιας και οικονομικής τριάδος[37].

Πνευματολογία

Η πνευματολογία στη θεολογία του Ιωάννη εντάσσεται στα πλαίσια της εσχατολογίας. Είναι φανερό πως όταν Εκείνος θα απέλθει, θα αποσταλεί ο παράκλητος, για να μείνει ανάμεσά τους "καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα" (14, 16-17). Η πνευματολογία μάλιστα του Ιωάννη εντάσσεται στο όλο θεολογικό του οικοδόμημα ως ολοκληρωμένη πνευματολογία[38]. Το Πνεύμα λοιπόν κατά τον Ιωάννη είναι πρόσωπο, το οποίο διακρίνεται από τον Υιό και τον πατέρα "ἀλλ' ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς·" (16, 7). Όπως ο Υιός εστάλη από τον πατέρα έτσι και ο παράκλητος θα εκπορευθεί από τον Πατέρα (15, 26). Το Πνεύμα αυτό όμως δεν είναι μία απλή δύναμη, έχει υπόσταση και είναι το πνεύμα της αληθείας (14, 17) γιατί κατά την ουσία του είναι αλήθεια[39]. Όπως λοιπόν ο Υιός είναι αλήθεια και το Πνεύμα είναι αλήθεια, αλλά συνάμα ο Υιός και το Πνεύμα διδάσκουν (7, 14. 14, 26), μαρτυρούν (8, 14. 15, 26), κρίνουν και ελέγχουν τον κόσμο για να οδηγήσουν στη σωτηρία (3, 17-20. 16, 7-11). Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα εκφράζουν και επιτελούν τα έργα του Πατρός (14, 10. 16, 13). Ακριβώς λοιπόν μέσα από αυτές τις περικοπές διακρίνεται πως ενώ υπάρχει υποστατική διάκριση, υπάρχει ταυτότητα ενεργειών. Η ενέργεια τελικά των τριών προσώπων είναι μία[40]. Γι αυτό και με την έλευση του Αγίου Πνεύματος έρχεται ο ίδιος ο Χριστός, όπως ακριβώς με την παρουσία του Χριστού είναι συγχρόνως δεδομένη και η παρουσία του Πατρός (14, 10-11).

Η έννοια μάλιστα παράκλητος δηλώνει τον παρηγορητή, το διδάσκαλο, τον καθοδηγό και το σύμβουλο. Ο Χριστός όμως επίσης υπήρξε παράκλητος, γι αυτό και αναφέρει πως θα έλθει άλλος παράκλητος (14, 16). Το Πνεύμα λοιπόν αυτό δοξάζει τον Υιό και χαριτώνει τους Αποστόλους για να συνεχίσουν το αγιαστικό έργο του Σωτήρα (20, 22-23). Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι:

  • Το Άγιο Πνεύμα είναι η ενεργός δύναμη για την ιεραποστολή της εκκλησίας κι η βάση της αυθεντίας της (20, 21-23).
  • Το Άγιο Πνεύμα χαρακτηρίζει τη λατρεία και είναι βάση της μυστηριακής ζωής. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης "ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν." (4, 23-24). Η είσοδος μάλιστα στη βασιλεία των ουρανών είναι έργο του Πνεύματος, αφού όποιος δε γεννηθεί άνωθεν, δηλαδή εν Πνεύματι Αγίω δεν θα εισέλθει στη βασιλεία (3, 5), γι αυτό και το πνεύμα είναι ζωή (6, 63).

Εκκλησιολογία

Παρότι ο Ιωάννης στο ευαγγέλιο του δε χρησιμοποιεί τον όρο εκκλησία, αλλά και την εξιδιασμένη χρήση της αναφοράς της στην Αποκάλυψη (Αποκ. 1, 4, 20. 2, 1, 8, 12) είναι περισσότερο από όλους τους ευαγγελιστές ενήμερος για την ύπαρξη και τη θέση της εκκλησίας, ως σώμα που λειτουργεί σε αντιδιαστολή με την κοινωνία των Ιουδαίων[41]. Ο Ιωάννης μάλιστα καταγράφει όχι μόνο την ιστορική, αλλά πρωτίστως τη θεολογική διάσταση των δύο μεγεθών. Ο Χριστός λοιπόν είναι η απαρχή μια νέας κατάστασης, την οποία οι Ιουδαίοι απέρριψαν με αποτέλεσμα να μείνουν εκτός αυτής. Αντιθέτως όσοι πίστεψαν "τέκνα Θεού γενέσθαι" (1, 11-12). Παρατηρούμε λοιπόν πως στον Ιωάννη υπάρχει μία διαλεκτική ένταση μεταξύ του παλαιού και του νέου. Έτσι παρατηρούμε πως η απιστία μεταλλάσσει τα τέκνα του Αβραάμ (8, 41-42) σε τέκνα διαβόλου (8, 44), ενώ αντιθέτως όσοι πιστεύουν στον Κύριο μαθητές του και μέτοχοι της αλήθειας θα αποβούν (8, 31-32). Κρηπίδα της εμφάνισης της εκκλησίας είναι το πάθος και ο θάνατός του, που στην Ιωάννεια θεολογία έχει αποφασιστική σημασία για την ύπαρξή της. Και αυτό διότι στη νέα αυτή κατάσταση οι πιστοί δέχονται το Άγιο Πνεύμα (14, 16-26. 15, 26. 16, 7). Στην θεώρηση αυτή δεν παραθεωρεί και την ύπαρξη των Αποστόλων. Αυτοί λοιπόν κλήθηκαν να μαρτυρήσουν (15, 27) περί αυτού και να δώσουν καρπό μένοντα (15, 16). Έχουν λοιπόν την ευθύνη της μεταδόσεως του ευαγγελικού λόγου. Είναι υπεύθυνοι για να συνάξουν τα τέκνα του Θεού που είναι διασκορπισμένα (11, 52) και να τα οδηγήσουν στην πίστη που συνεπάγεται υιοθεσία (1, 12). Στην υιοθεσία ο άνθρωπος οδηγείται μέσω μία νέας πνευματικής αναγέννησης (3, 5) που δεν είναι μία απλή ηθική κατάσταση αλλά μια απτή πραγματικότητα και συντελείται μέσω του βαπτίσματος. Έτσι τα μυστήρια συνδέονται με ένα σαφή εκκλησιολογικό χαρακτήρα. Το βάπτισμα και η Θεία Ευχαριστία τελικά ενσωματώνουν το μέλος στην εκκλησία και την καινή ζωή. Αυτή η καινή ζωή νοείται μόνο με ενσωμάτωση στο ίδιο το σώμα της εκκλησίας, που είναι συνάμα και το σώμα του ζώντος Χριστού. Γι αυτό και μόνο η βρώση "σώματος και αίματος" οδηγούν τον άνθρωπο στην αιώνια ζωή, αφού όποιος φάει από τη σάρκα του Κυρίου θα ενωθεί με τον Κύριο, κατά τον τρόπο που κοινωνεί αυτός με τον πατέρα (6, 57). Στα ίδια πλαίσια πρέπει να κατανοούνται κατά αναλογία οι παραβολές του Κυρίου. Οι παραβολές του καλού ποιμένα (10, 1-16) και της αμπέλου (15, 1-10) καταδεικνύουν τον τύπο της σχέσης του ιδρυτού της εκκλησίας και του ποιμνίου. Αυτός λοιπόν είναι ο ποιμήν ο καλός που θα δώσει τη ζωή του υπέρ των προβάτων, ενώ ο Κύριος είναι και η άμπελος. Όποιος λοιπόν είναι εκτός της αμπέλου και άρα το Χριστό, που συνεπάγεται την εκκλησία, αδυνατεί να βρει ζωή και να καρποφορήσει.

Ανθρωπολογία

Η κεντρική πτυχή της ανθρωπολογίας του Ιωάννη είναι η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα κάτω από τη θεία επίβλεψη[42]. Ο σαρκωθείς Υιός άλλωστε έχει "εξουσία πάσης σαρκός" (17, 2). Η έλευσή Του στον κόσμο απέβλεπε στον επαναπροσανατολισμό του ανθρώπου, στην πνευματική αναγέννησή του. Έτσι ο Χριστός, ενώνοντας την θεϊκή φύση με την ανθρώπινη, την εμβολιάζει με τα στοιχεία της θείας φύσης, τα οποία υψώνουν τον άνθρωπο σε άλλο επίπεδο ύπαρξης[43]. Σκοπός λοιπόν είναι να επιχειρηθεί μια πρώτη διατύπωση κάποιας χριστιανικής ανθρωπολογίας. Σύμφωνα με τον Ιωάννη, όσοι λαμβάνουν Αυτόν, τους δίδεται η εξουσία να κληθούν τέκνα του (1, 12). Αυτή η υιοθεσία όμως δεν εννοείται ως μία γέννηση εξ αίματος, αλλ εκ Θεού (1, 13) η οποία θέτει ως θεμέλιο την πίστη στον Χριστό (1, 12). Ο άνθρωπος λοιπόν εγκεντριζόμενος πλέον στο σώμα της ζωής, που είναι ο Χριστός, μέσα από τη νέα γέννηση, το βάπτισμα, οδηγείται στη γνώση της αλήθειας που τον ελευθερώνει από την αμαρτία (8, 44). Εκτός λοιπόν της χριστιανικής ζωής ο άνθρωπος είναι δέσμιος της αμαρτίας. Η γέννηση κατά τον Ιωάννη προϋποθέτει την πίστη, τη γνώση της αλήθειας, αλλά και την αγάπη (Α΄ Ιωάννη 3, 14-18), τη δικαιοσύνη (Α΄ Ιωάννη 2, 29) και τα αγαθά έργα (Α΄ Ιωάννη 5, 2-3). Αυτές οι αλήθειες όμως έχουν οικουμενικό χαρακτήρα, διότι στην ανθρωπολογία του δε χωρά φυλετική διάκριση, αφού η παρουσία του Χριστού ανακεφαλαιώνει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος ώστε οι πάντες να είναι κληρονόμοι της νέας πραγματικότητας[44]. Άλλωστε το απολυτρωτικό έργο του Ιησού προσφέρεται εξίσου σε Ιουδαίους και Σαμαρείτες. Έτσι τελικά ο άνθρωπος στη θεολογία του Ιωάννη δεν είναι μία αυτοτελής οντότητα, αλλά μια οντότητα που προσδιορίζει τη ύπαρξη της σε σχέση με το πρόσωπο του Χριστού, γι αυτό και είναι βαθύτατα θεοκεντρική[45].

Εσχατολογία

Η εσχατολογία του Ιωάννη, όπως και κάθε τι στη θεολογία του, προσδιορίζεται από την εμφάνιση του Λόγου. Η εμφάνιση του Λόγου λοιπόν πλουτίζει την ιστορία με το έσχατο και το υπέρ-ιστορικό[46]. Το έσχατο στην περίπτωση του Ιωάννη, δε δηλώνει όπως στη συνήθη σχολαστική θεολογία τα τέλη της ιστορίας, αλλά τη δυναμική που αποκτά η ιστορία από τη στιγμή του πλουτισμού της από το θεάνθρωπο. Γι αυτό και μας επισημαίνει ο ευαγγελιστής πως "έρχεται ώρα και νυν εστί" (Ιω. 4, 23. 5, 25) . Το έσχατο της ιστορίας λοιπόν είναι εδώ και τώρα, αλλά συνάμα το αναμενόμενο και προσδοκώμενο. Υπάρχει λοιπόν σύγκλιση του παρόντος και του εσχάτου[47]. Έτσι αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κύριος: "ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται" (5, 25).

Η εσχατολογία λοιπόν του Ιωάννη βασίζεται σε τρία θεμέλια: α. την εξουσία του Υιού, β. την έννοια της ζωής, γ. την κρίση, που ενώ έρχεται είναι συνάμα δυναμικά παρούσα.

Ο Χριστός λοιπόν είναι η πηγή της ζωής, γι αυτό και όποιος ακούει τον Υιό μεταβαίνει από το θάνατο στη ζωή (5, 24-29) καθώς ο λόγος του είναι ρήματα ζωής αιωνίου (6, 68). Η ζωή αυτή η αιώνιος όμως είναι συνέπεια της κρίσεως, αφού κρίση είναι το φως που ήλθε στον κόσμο (3, 19). Η δε κρίση συμβαίνει τώρα, καθώς ο διάβολος θα εκβληθεί έξω από τον κόσμο (12, 31). Αυτή η κρίση όμως δεν πρέπει να νοείται με ανθρώπινα κριτήρια διότι ο Κύριος ήλθε να σώσει το κόσμο και όχι να τον κρίνει (3, 17). Στην πραγματική λοιπόν προσωπική ιστορία του κάθε πιστού, πραγματώνεται η υπέρβαση της κρίσεως και η μετάβαση στην εν Χριστώ ύπαρξη (5, 24). Θα υπάρξει όμως και η τελική κρίση του κόσμου. Αυτή θα είναι μία καθολική κρίση που θα οδηγήσει στη μέλλουσα και αιώνιο ζωή. Η Αποκάλυψη αποτυπώνει σαφώς το θεολογικό πρίσμα της εσχατολογίας του Ιωάννη[48]. Ο Ιωάννης λοιπόν με συμβολικές εικόνες δείχνει την εσχατολογική πορεία του ανθρωπίνου γένους μέσα σε μια τραγική πορεία. Στο τέλος ο θρίαμβος της θεϊκής δύναμης είναι αναπόφευκτος. Οι περιγραφές είναι συγκλονιστικές, καθώς προηγείται της αιωνίου βασιλείας παγκόσμια κρίση. Τα έργα και οι ημέρες τις ανθρωπότητας στέκονται ενώπιον του θρόνου του Θεού, που τώρα εν δόξη εμφανίζεται στην ιστορία. Οι εγγραμμένοι στη βίβλο τη ζωής εισέρχονται στη βασιλεία των ουρανών, αντιθέτως όσοι εκλείπουν, θα βρεθούν εκτός χάριτος. Η μέλλουσα λοιπόν ζωή για τον Απόστολο είναι η εν Χριστώ πληρότητα της ζωής. Οι δούλοι του αρνίου θα κοινωνούν μαζί Του και θα βλέπουν το πρόσωπό του: "καὶ ὄψονται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἔτι, καὶ οὐ χρεία λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων" (Αποκ. 22, 1-5).

Υποσημειώσεις

  1. Γλαβίνας, Οι δώδεκα Απόστολοι, σελ. 71
  2. Κύριλλος Αλεξανδρείας, PG 76, 16. Ευθύμιος Ζιγαβηνός PG 129, 729
  3. Γλαβίνας, Οι δώδεκα Απόστολοι, σελ. 72
  4. Πατρώνος, Ελληνισμός και χριστιανισμός, σελ. 117-118
  5. De praescriptione haereticorum, 36
  6. Κατά Αιρέσεων 2, 22, 5 και 3, 4
  7. Υπόμνημα προς Γαλάτας, κεφ. 6
  8. Κατά Αιρέσεων 3, 3, 4
  9. Ευσέβιος Εκκλησιαστική Ιστορία 3, 23
  10. Αυγουστίνος, Εις το Κατά Ιωάννην ευαγγέλιον 124
  11. Γλαβίνας, ενθ.αν., σελ. 77
  12. Ευσέβιος, Εκκλησιαστική ιστορία, 3, 39, 2-7
  13. Γλαβίνας, ενθ.αν., σελ. 78
  14. Στ. Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, σελίς 186: Εμέσως αναφέρεται η διακριτότητα των δύο προσώπων
  15. Γλαβίνας, ενθ.αν., σελ. 75
  16. Κατά Αιρέσεων 2, 22, 5 και 3, 4
  17. De praescriptione haereticorum, 36
  18. Υπόμνημα προς Γαλάτας, κεφ. 6
  19. Γλαβίνας, ενθ.αν., σελ. 78
  20. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των δογμάτων, σελ. 103
  21. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, τ.1, σελ. 164
  22. S. Johnson, The theology of the Gospels, London 1966, παγε 65-66
  23. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 104
  24. Ηράκλειτος, Περί φύσεως, H. Diels, Die Fragmente der Vorsokratiker, Zurich-Berlin, 1964, page 150
  25. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 104-105
  26. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 106
  27. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 107
  28. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 107
  29. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 107
  30. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 109
  31. Νίκος Ματσούκας, Ορθοδοξία και αίρεση, σελ. 54
  32. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 112
  33. Νίκος Ματσούκας, Ορθοδοξία και Αίρεση, σελ. 89
  34. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 115
  35. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγοι θεολογικοί, 40, 43, PG 36, 420BC
  36. Μέγας Αθανάσιος, Κατά Αρειανών 1, 58 PG 26, 133B
  37. Νίκος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογια Β΄, σελ. 100
  38. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 115
  39. Σκουτέρης, ανθ.αν., σελ. 116
  40. Σκουτέρης, ανθ.αν., σελ. 117
  41. C. K. Barret, The Gospel according to st. John, London 1962 page 78
  42. F.MBrown, Jean le Theologien. Sa theologien. le Christ, notre seigneur, hier, aujourd'hui, toujours, Paris 1972, σελ. 206
  43. Σκουτέρης, ανθ.αν., σελ. 121
  44. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 123
  45. ο.π.
  46. C. K. Barret, ενθ.αν., σελ. 56
  47. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 123
  48. Ε. Cothenet, Revelation. Apokalypse de Saint Jean, DS, 13, σελ. 453-482

Βιβλιογραφία

  • Απόστολος Γλαβίνας, "Οι Δώδεκα Απόστολοι", Τέρτιος, Κατερίνη 1993.
  • Κωνσταντίνος Σκουτέρης, "Ιστορία των Δογμάτων", τόμος Α΄, Έκδοση ιδιωτική, Αθήνα 1999.

Διαβάστε επίσης