Προς Ρωμαίους Επιστολή Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 17:50, 20 Οκτωβρίου 2007 από τον Nikrom (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Νέα σελίδα: H '''προς Ρωμαίους επιστολή''' του Αγίου Ιγνατίου, αποτελεί μία από τις 7 γνήσιες επιστολές του, η οπ...)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

H προς Ρωμαίους επιστολή του Αγίου Ιγνατίου, αποτελεί μία από τις 7 γνήσιες επιστολές του, η οποία συνετάχθη μεταξύ 98 και 107 μ.Χ. Εν συνεχεία μπορείτε να διαβάσετε την ανόθευτη μορφή της.


Εισαγωγή

Πρόκειται για μία συγκλονιστική πρωτοχριστιανική επιστολή. Συγκλονιστική όχι τόσο για την αρχαιότητά της, και για το πέπλο που σηκώνει ώστε να δούμε τι συνέβαινε στην πρώτη Εκκλησία, αλλά κυρίως για τον ΗΡΩΑ, τον ΜΑΡΤΥΡΑ, τον ΑΓΙΟ που αποκαλύπτεται, στο πρόσωπο του συντάκτη της. Μία επιστολή που γράφτηκε από φόβο. Όχι όμως από φόβο θανάτου, αλλά από φόβο μήπως οι Χριστιανοί της Ρώμης ενεργήσουν και αποτρέψουν τον μαρτυρικό θάνατο του αγίου!

Πράγματι, όπως θα διαπιστώσετε, το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής αυτής επιστολής, είναι μία παράκληση. Ο άγιος Ιγνάτιος παρακαλάει τους Ρωμαίους Χριστιανούς, να μην προσπαθήσουν να τον σώσουν από τα θηρία της Ρωμαϊκής αρένας. Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, σαν κάθε γνήσιο Χριστιανό, νιώθει τις ελλείψεις του, και ποθεί να τελειωθεί ενώπιον του Θεού ακατάκριτος. Και βρίσκει την ευκαιρία στο μαρτύριο που του ετοιμάζει η ειδωλολατρική αγριότητα. Γνωρίζει ότι ο Θεός τιμώντας τη θυσία του, θα του αναπληρώσει τις ελλείψεις, και θα τον αποδεχθεί να ιερατεύει πλέον, όχι στο επίγειο, αλλά στο ουράνιο θυσιαστήριο των αγίων Του, μαζί με τις ψυχές των άλλων αγίων μαρτύρων.

Εκτός όμως από τη συγκλονιστική επιχειρηματολογία του αγίου Ιγνατίου για να τον αφήσουν να μαρτυρήσει χωρίς επεμβάσεις, στα γραφόμενά του βρίσκουμε στοιχεία για τις συνθήκες της μεταφοράς του από σκληρούς Ρωμαίους στρατιώτες, για τις περιοχές από τις οποίες πέρασε, και για το πού και πότε έγραψε την επιστολή αυτή, (και μαζί με αυτή και τις άλλες 6 γνωστές σ' εμάς επιστολές του). Αλλά βρίσκουμε και πληροφορίες για την περιοχή στην οποία λειτούργησε ως Προφήτης και Επίσκοπος του Υψίστου, για την περιοχή της Συρίας. Οι αναφορές του ρίχνουν άπλετο φως στο ρόλο της τάξης που ονομάζουμε «Τάξη των Προφητών» στην εποχή εκείνη, δηλαδή για το ρόλο των διαδόχων των αποστόλων, λίγο πριν αναλάβουν τη διαδοχή οι τοπικοί Επίσκοποι. Η επιστολή αυτή, ενδεικτική του ήθους, της τιμιότητας και της πίστης του αγίου Ιγνατίου, αποστομώνει όλους όσους μιλούν για δήθεν αποστατημένους ή δόλιους Χριστιανούς της εποχής εκείνης, θέλοντας να παρουσιάσουν και τον άγιο Ιγνάτιο ως τέτοιο, μόνο και μόνο επειδή δεν τους βολεύουν τα όσα φανερά πίστευε. Γιατί κανένας απατεώνας δεν πεθαίνει για την απάτη του. Και ο άγιος Ιγνάτιος, σφύζει από πίστη και εμπιστοσύνη στα όσα πιστεύει και θυσιάζεται γι' αυτά με κάθε ειλικρίνεια.

Τέλος, (για να αναφέρουμε μόνο τα σημεία εκείνα που είναι σημαντικά για απολογητική), στην επιστολή του βρίσκουμε δύο σαφείς αναφορές στη Θεότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού, που αποστομώνουν κάθε Αρειανιστικό ενάντιο ισχυρισμό.


Κείμενο

ΡΩΜΑΙΟΙΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ

Ιγνάτιος, ο και Θεοφόρος, τη ηλεημένη εν μεγαλειότητι πατρός υψίστου και Ιησού Χριστού του μόνου υιού αυτού εκκλησία ηγαπημένη και πεφωτισμένη εν θελήματι του θελήσαντος τα πάντα, α έστιν, κατά αγάπην Ιησού Χριστού, του θεού ημών, ήτις και προκάθηται εν τόπω χωρίου Ρωμαίων, αξιόθεος, αξιοεπίτευκτος, αξιόαγνος και προκαθημένη της αγάπης, χριστώνυμος, πατρώνυμος, ην και ασπάζομαι εν ονόματι Ιησού Χριστού, υιού πατρός· κατά σάρκα και πνεύμα ηνωμένοις πάση εντολή αυτού, πεπληρωμένοις χάριτος θεού αδιακρίτως και αποδιϋλισμένοις από παντός αλλοτρίου χρώματος πλείστα εν Ιησού Χριστώ, τω θεώ ημών, αμώμως χαίρειν.

I (1) 1. Επεί ευξάμενος θεώ επέτυχον ιδείν υμών τα αξιόθεα πρόσωπα, ως και πλέον ητούμην λαβείν· δεδεμένος γαρ εν Χριστώ Ιησού ελπίζω υμάς ασπάσασθε εάνπερ θέλημα ή του αξιωθήναί με εις τέλος είναι. 2. η μεν γαρ αρχή ευοικονόμητός εστιν, εάνπερ χάριτος επιτυχω εις το τον κλήρόν μου ανεμποδίστως απολαβείν. φοβούμαι γαρ την υμών αγάπην, μη αυτή με αδικήση. υμίν γαρ ευχερές εστιν, ό θέλετε, ποιήσαι· εμοί δε δύσκολόν εστιν του θεού επιτυχείν, εάνπερ υμείς μη φείσησθέ μου.

II (2) 1. Ου γαρ θέλω υμάς ανθρωπαρεσκήσαι, αλλά θεώ αρέσαι, ώσπερ και αρέκετε. ούτε γαρ εγώ ποτε έξω καιρόν τοιούτον θεού επιτυχείν, ούτε υμείς, εάν σιωπήσητε, κρείττονι έργω έχετε επιγραφήναι. εάν γαρ σιωπήσητε απ’ εμού, λόγος γενήσομαι θεού· εάν δε ερασθήτε της σαρκός μου, πάλιν έσομαι ηχώ. 2. πλέον μοι μη παράσχησθε του σπονδισθήναι θεώ, ως έτι θυσιαστήριον έτοιμόν εστιν, ίνα εν αγάπη χορός γενόμενοι άσητε τω πατρί εν Χριστώ Ιησού, ότι τον επίσκοπον Συρίας ο θεός κατηξίωσεν ευρεθήναι εις δύσιν από ανατολής μεταπεμψάμενος. καλόν το δύναι από κόσμου προς θεόν, ίνα εις αυτόν ανατείλω.

III (3) 1. Ουδέποτε εβασκάνατε ουδενί, άλλους εδιδάξατε. εγώ δε θέλω, ίνα κακείνα βέβαια ή α μαθητεύοντες εντέλλεσθε. 2. μόνον μοι δύναμιν αιτείσθε έσωθέν τε και έξωθεν, ίνα μη μόνον λέγω αλλά και θέλω, ίνα μη μόνον λέγωμαι Χριστιανός αλλά και ευρεθώ. εάν γαρ ευρεθώ, και λέγεσθαι δύναμαι, και τότε πιστός είναι, όταν κόσμω μη φαίνωμαι. 3. ουδέν φαινόμενον αγαθόν· ο γαρ θεός ημών Ιησούς Χριστός εν πατρί ων μάλλον φαίνεται. ου πεισμονής το έργον, αλλά μεγέθους εστίν ο Χριστιανισμός, όταν μισήται υπό κόσμου.

IV (4) 1. Εγώ γράφω πάσαις ταις εκκλησίαις, και εντέλλομαι πάσιν, ότι εγώ εκών υπέρ θεού αποθνήσκω, εάνπερ υμείς μη κωλύσητε. παρακαλώ υμάς, μη ευνοια άκαιρος γένησθέ μοι. άφετέ με θηρίων είναι βοράν, δι’ ων ένεστιν θεού επιτυχείν. σίτός ειμι θεού και δι’ οδόντων θηρίων αλήθομαι, ίνα καθαρός άρτος ευρεθώ του Χριστού. 2. μάλλον κολκεύσατε τα θηρία, ίνα μοι τάφος γένωνται και μηδεν καταλίπωσι των του σώματός μου, ίνα μη κοιμηθείς βαρύς τινι γένωμαι. τότε έσομαι μαθητής αληθώς Ιησού Χριστού, ότε ουδέ το σώμα μου ο κόσμος όψεται. λιτανεύσατε τον Χριστόν υπέρ εμού, ίνα δια των οργάνων τούτων θυσία ευρεθώ. 3. ουχ ως Πέτρος και Παύλος διατάσσομαι υμίν. εκείνοι απόστολοι, εγώ κατάκριτος· εκείνοι ελεύθεροι, εγώ δε μέχρι νυν δούλος. αλλ’ εάν πάθω, απελεύθερος γενήσομαι Ιησού Χριστού και αναστήσομαι εν αυτώ ελεύθερος. νυν μανθάνω δεδεμένος μηδέν επιθυμείν.

V (5) 1. Από Συρίας μέχρι Ρώμης θηριομαχώ, δια γης και θαλάσσης, νυκτός και ημέρας, δεδεμένος δέκα λεοπάρδοις, ό εστιν στρατιωτικόν τάγμα· οί και ευεργετούμενοι χείρους γένονται. εν δε τοις αδικήμασιν αυτών μάλλον μαθητεύομαι, αλλ’ ου παρά τούτο δεδικαίωμαι. 2. οναίμην των θηρίων των εμοί ητοιμασμένων και εύχομαι σύντομά μοι ευρέθήναι· α και κολακεύσω, συντόμως με καταφαγείν, ουχ ώσπερ τινών δειλαινόμενα ουχ ήψαντο. καν αυτά δε άκοντα μη θελήση, εγώ προσβιάσομαι. 3. συγγνώμην μοι έχετε· τι μοι συμφέρει, εγώ γινώσκω, νυν άρχομαι μαθητής είναι, μηδέν με ζηλώσαι των ορατών και αοράτων, ίνα Ιησού Χριστού επιτύχω. πυρ και σταυρός θηρίων τε συστάσεις, ανατομαί, διαιρέσεις, σκρπισμοί οστέων, συγκοπή μελών, αλεσμοί όλου του σώματος, κακαί κολάσεις του διαβόλου επ’ εμέ ερχέσθωσαν, μόνον ίνα Ιησού Χριστού επιτύχω.

VI (6) 1. Ουδέν μοι ωφελήσει τα τερπνά του κόσμου ουδέ αι βασιλείαι του αιώνος τούτου. καλόν μοι αποθανείν εις Χριστόν Ιησούν, ή βασιλεύειν των περάτων της γης. εκείνον ζητώ, τον υπέρ ημών αποθανόντα· εκείνον θέλω, τον δι’ ημάς αναστάντα. ο δε τοκετός μοι επίκειται. 2. σύγγνωτέ μοι, αδελφοί· μη εμποδίσητέ μοι ζήσαι, μη θελήσητέ με αποθανείν· τον του θεού θέλοντα είναι κόσμω μη χαρίσησθε, μηδέ ύλη εξαπατήσητε· άφετέ με καθαρόν φως λαβείν· εκεί παραγενόμενος άνθρωπος έσομαι. 3. επιτρέψατέ μοι μιμητήν είναι του πάθους του θεού μου. ει τις αυτόν εν εαυτώ έχει, νοησάτω ό θέλω, και συμπαθείτω μοι ειδώς τα συνέχοντά με.

VII (7) 1. Ο άρχων του αιώνος τούτου διαρπάσαι με βούλεται και την εις θεόν μου γνώμην διαφθείραι. μηδείς ουν των παρόντων υμών βοηθείτω αυτώ· μάλλον εμού γίνεσθε, τουτέστιν του θεού. μη λαλείτε Ιησούν Χριστόν, κόσμον δε επιθυμείτε. 2. βασκανία εν υμίν μη κατοικείτω. μηδ’ αν εγώ παρών παρακαλώ υμάς, πεισθητέ μοι· τούτοις δε μάλλον πείσθητε, οίς γράφω υμίν. ζων γαρ γράφω υμίν, ερών του αποθανείν. ο εμός έρως εσταύρωται, και ουκ έστιν εν εμοί πυρ φιλόϋλον· ύδωρ δε ζων και λαλούν εν εμοί, έσωθέν μοι λέγον: Δεύρο προς τον πατέρα. 3. ουχ ήδομαι τροφή φθοράς, ουδέ ηδοναίς του βίου τούτου. άρτον θεού θέλω, ό εστιν σάρξ Ιησού Χριστού του εκ σπέρματος Δαυίδ, και πόμα θέλω το αίμα αυτού, ό εστιν αγάπη άφθαρτος.

VIII (8) 1. Ουκέτι θέλω κατά ανθρώπους ζην. τούτο δε έσται, εάν υμείς θελήσητε. θελήσατε, ίνα και υμείς θεληθήτε. 2. δι’ ολίγων γραμμάτων αιτούμαι υμάς· πιστεύσατέ μοι. Ιησούς δε Χριστός υμίν ταύτα φανερώσει, ότι αληθώς λέγω· το αψευδές στόμα, εν ω ο πατήρ ελάλησεν αληθώς. 3. αιτήσασθε περί εμού, ίνα επιτύχω. ου κατά σάρκα υμίν έγραψα, αλλά κατά γνώμην θεού. εάν πάθω, ηθελήσατε· εάν αποδοκιμασθώ, εμισήσατε.

IX (9) 1. Μνημονεύετε εν τη προσευχή υμών της εν Συρία εκκλησίας, ήτις αντί εμού ποιμένι τω θεώ χρήται. μόνος αυτήν Ιησούς Χριστός επισκοπήσει και η υμών αγάπη. 2. εγώ δε αισχύνομαι εξ αυτών λέγεσθαι. ουδέ γαρ άξιός ειμι, ων έσχατος αυτών και έκτρωμα· αλλ’ ηλέημαί τις είναι, εάν θεού επιτύχω. 3. ασπάζεται υμάς το εμόν πνεύμα και η αγάπη των εκκλησιών των δεξαμένων με εις όνομα Ιησού Χριστού, ουχ ως παροδεύοντα. και γαρ αι μη προσήκουσαί μοι τη οδώ τη κατά σάρκα, κατά πόλιν με προήγον.

X (10) 1. Γράφω δε υμίν ταύτα από Σμύρνης δι’ Εφεσίων των αξιομακαρίστων. έστιν δε και άμα εμοί συν άλλοις πολλοίς και Κρόκος, το ποθητόν μοι όνομα. 2. περί των προελθόντων με από Συρίας εις Ρώμην εις δόξαν του θεού πιστεύω υμάς επεγνωκέναι, οίς και δηλώσατε εγγύς με όντα. πάντες γαρ εισιν άξιοι του θεού και υμών· ους πρέπον υμίν εστίν κατά πάντα αναπαύσαι. 3. έγραψα δε υμίν ταύτα τη προ εννέα καλανδών Σεπτεμβρίων. έρρωσθε εις τέλος εν υπομονή Ιησού Χριστού.