Περγαμηνή

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 06:52, 20 Ιουνίου 2009 από τον Papyrus (Συζήτηση | Συνεισφορά)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Με τον όρο περγαμηνή δηλώνεται το υλικό γραφής για σελίδες βιβλίου, κώδικα ή χειρογράφου, που παρασκευαζόταν από δέρμα μόσχου, προβάτου ή αίγας. Η διαφορά του από τα δερμάτινα είδη είναι ότι δεν έχει υποβληθεί σε βυρσοδεψία, αλλά εκδέρεται και στεγνώνεται ενώ βρίσκεται σε διάταση, πράγμα που κάνει τη δορά τού ζώου δύσκαμπτη και της προσδίδει λευκή, κιτρινωπή ή και διαφανή χροιά. Η περγαμηνή είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην υγρασία· βιβλία κατασκευασμένα από τέτοιο υλικό μπορούν να πέσουν από το ράφι μιας βιβλιοθήκης λόγω απώλειας του διατεταμένου σχήματος. Όταν κατασκευάζεται, είναι στιλπνή στην αφή, ιδιότητα που χάνεται συν το χρόνο. Δεν είναι αδιάβροχη.

Παρασκευή και κατεργασία

Η δορά τού ζώου (αίγας, προβάτου, μόσχου, ακόμη και χοίρου) υποβάλλεται σε κατεργασία, προκειμένου να καταστεί άσηπτη. Κατ’ αρχάς, πρέπει να αφαιρεθεί το λίπος και το σμήγμα, ώστε να μείνει μόνο το δέρμα. Κατόπιν, η δορά βυθίζεται σε γαλάκτωμα ασβέστη (επί τρεις ημέρες) και ακολουθεί απόξεση με ειδικό ξέστρο, προκειμένου να απομακρυνθούν υπολείμματα της σάρκας και του τριχώματος. Στη συνέχεια λειαίνεται με ελαφρόπετρα και λευκαίνεται με σκόνη κιμωλίας.

Όταν η κατεργασία ολοκληρωθεί, είναι φανερή η διαφορά αποχρώσεως μεταξύ τής εξωτερικής πλευράς (αρχ. ἐχέτριχον) και της εσωτερικής πλευράς (αρχ. ἐχέσαρκον). Ωστόσο, η καλή κατεργασία επιτρέπει τη γραφή και στις δύο πλευρές, η δε ποιότητα εξαρτάται επιπλέον από το είδος και την κατάσταση του ζώου.

Η περγαμηνή κόβεται σε φύλλα, τα οποία μπορούν να συγκολληθούν με δύο τρόπους:

  • ως κύλινδρος (λατ. volumen), o οποίος είναι μια ομάδα φύλλων συρραμμένων κατά συνέχεια, ώστε να σχηματίσουν ρόλο (εν χρήσει ώς τον 4ο-5ο αιώνα μ.Χ.). Απεκαλείτο χάρτης, αν ήταν άγραφος, και τόμος, όταν ήταν γραμμένος.
  • ως κώδικας (λατ. codex), ο οποίος είναι μια ομάδα φύλλων συρραμμένων με τη μορφή τετραδίου (στο έσω μέρος τους) και αποτελεί τον πρόγονο του σύγχρονου βιβλίου. Ο κώδικας, ως πιο εύχρηστος, επικρατεί μετά τον 4ο-5ο αιώνα. Σε αυτό συνέβαλε ασφαλώς η ανθεκτικότητα της περγαμηνής, η οποία μπορούσε να τυλιχτεί και να διπλωθεί, ενώ ο πάπυρος ήταν εξαιρετικά εύθρυπτος.

Οι περγαμηνές που παρασκευάζονταν από μεμβράνη εμβρύου μόσχου εθεωρούντο εξαιρετικής ποιότητας και διέφεραν από τις κοινές περγαμηνές λόγω της ημιδιαφανούς όψης τους. Η περγαμηνή αυτή ονομαζόταν vellum (λατ.), λέξη που προέρχεται από το υποκορ. vitellus «μοσχαράκι».

Ιστορία

Σύμφωνα με τη μαρτυρία τού Πλινίου (Historia naturalis 13.21), η περγαμηνή οφείλει την κατασκευή της στην προσωρινή διακοπή εισαγωγής τού παπύρου από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον 2ο αι. π.Χ. Η εξάρτηση από την Αίγυπτο ως αποκλειστική πηγή εισαγωγής τού παπύρου φέρεται να οδήγησε τον ηγεμόνα τής Περγάμου Ευμένης (είτε τον Ευμένη Α΄, έτη βασιλείας 263-241 π.Χ., είτε τον Ευμένη Β΄, έτη βασιλείας 197-160 π.Χ.) στην απόφαση να προωθήσει την παραγωγή περγαμηνής ως υποκαταστάτου τού παπύρου.

Εντούτοις, υπάρχουν αρχαίες μαρτυρίες για τη χρήση ακατέργαστης δοράς ζώων ως υλικού γραφής. Κείμενα σε δορές ζώων συναντώνται και σε αιγυπτιακές γραφές τής Τετάρτης Δυναστείας. Επιπλέον, οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι, που χάρασσαν τη σφηνοειδή γραφή τους σε πήλινες πινακίδες, έγραφαν επίσης σποραδικά σε περγαμηνές από τον 6ο αιώνα π.Χ. και μετά. Ο Ηρόδοτος (5ος αι.) αναφέρει ότι οι Ίωνες της Μικράς Ασίας χρησιμοποιούσαν ως υλικό γραφής τη διφθέρα[1], η οποία ουσιαστικά δηλώνει το ίδιο υλικό. Εντούτοις, η περγαμηνή αυτή καθ’ αυτήν παρασκευάζεται συστηματικά ως ραφιναρισμένο υλικό γραφής τον 2ο αι. π.Χ., οπότε και λαμβάνει αυτό το όνομα, το οποίο δηλώνει τον τόπο προελεύσεώς της. Την ελληνιστική εποχή η φρ. περγαμηνή τέχνη, που αναφέρεται στη φερώνυμη τεχνική, αποτελεί την αφετηρία σχηματισμού τού λατ. όρου pergamena (pellis) «δορά από την Πέργαμο», ο οποίος εξαπλώθηκε ευρέως ως τεχνικός όρος[2].

Αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση της περγαμηνής θα πρέπει να αποδώσουμε όχι μόνο στη φημισμένη βιβλιοθήκη τής Αλεξάνδρειας, αλλά και στη πολύ μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου που σημειώνονταν εκείνη την εποχή. Επειδή ο πάπυρος ακρίβαινε και το φυτό από το οποίο παραγόταν σπάνιζε πλέον στο Δέλτα τού Νείλου, όπου γινόταν η κύρια συγκομιδή του, η Πέργαμος κατόρθωσε να καλύψει τις ανάγκες με αυξημένη παραγωγή περγαμηνής.

Μεταγενέστερη και σύγχρονη χρήση

Κατά τον μεσαίωνα η χρήση τής περγαμηνής γνώρισε ευρεία διάδοση. Στην Αγγλία και τη Γαλλία χρησιμοποιούσαν κυρίως δορά μόσχου και προβάτου, ενώ στην Ιταλία προτιμούσαν τη δορά αιγών. Επιπλέον, φαίνεται ότι αρκετές φορές χρησιμοποιήθηκαν δορές μεγαλύτερων ζώων, όπως του αλόγου, ή μικρότερων ζώων, όπως του σκίουρου και του λαγού. Αποτελεί ακόμη αμφιλεγόμενο ζήτημα αν κατά τον μεσαίωνα εξακολουθούσαν να μεταχειρίζονται μεμβράνη από έμβρυο μόσχου που είχε αποβληθεί.

Βαθμηδόν η περγαμηνή αντικαταστάθηκε από το χαρτί, μια κινεζική εφεύρεση που εμφανίστηκε στην Ευρώπη τον 11ο αιώνα στη μαυριτανική Ανδαλουσία. Επίσης, μεταξύ τού 7ου και 9ου αιώνα πολλά παλαιότερα χειρόγραφα σε περγαμηνή αποξέονται και αποτρίβονται, ώστε να χρησιμοποιηθούν και πάλι για γραφή. Το «ανακυκλωμένο» αυτό υλικό αποκαλείται παλίμψηστο (κατά λέξη «ξαναξυσμένο»). Δυστυχώς, η τελειοποίηση αυτών των τεχνικών εκείνη την περίοδο επέφερε την απώλεια πολλών κειμένων που είχαν αρχικώς γραφτεί στην περγαμηνή.

Παρ’ ότι η περγαμηνή ποτέ δεν έπαψε να χρησιμοποιείται (κατ’ εξοχήν για κυβερνητικά έγγραφα και διπλώματα), δεν αποτελούσε πλέον την πρώτη επιλογή γραφικής ύλης για τους καλλιτέχνες κατά την περίοδο της Αναγέννησης (15ος αι.). Η περγαμηνή ήταν πολύ ακριβή. Επιπλέον, περιέχει μεγάλη ποσότητα κολλαγόνου. Ως εκ τούτου, όταν το νερό (λ.χ. μιας νερομπογιάς) ακουμπούσε την επιφάνειά της, η ανάμιξη με το κολλαγόνο δημιουργούσε ένα στρώμα επικαλύψεως, το οποίο εξυμνούσαν ιδιαίτερα μερικοί καλλιτέχνες. Εν τούτοις, το υλικό ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητο στις συνθήκες τού περιβάλλοντος και στην υγρασία, οι δε απότομες μεταβολές προκαλούσαν ζάρωμα ή συρρίκνωση.

Μερικοί σύγχρονοι καλλιτέχνες εξυμνούν και αυτή την ιδιότητα της περγαμηνής και πιστεύουν ότι με αυτόν τον τρόπο το υλικό μοιάζει «ζωντανό», σαν να πρόκειται για πραγματικό συνεργάτη σε καλλιτεχνικό έργο. Για να καλυφθούν οι ανάγκες τής καλλιτεχνικής αυτής χρήσης, έχει προωθηθεί επίσης η κατασκευή χειροποίητων δορών. Οι δορές που υφίστανται τέτοια κατεργασία είναι καλύτερα προσαρμοσμένες στις καλλιτεχνικές ανάγκες από όσες προέρχονται από μαζική παραγωγή.

Η σύγχρονη χρήση τής περγαμηνής οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην ανθεκτικότητα του υλικού. Ενώ το χαρτί μπορεί να διατηρηθεί σε καλή ποιότητα επί μερικά μόνο έτη και κατόπιν κιτρινίζει, βρίσκουμε περγαμηνές ηλικίας πολλών αιώνων, οι οποίες παραμένουν εντελώς λευκές. Επιπλέον, η περγαμηνή είναι ιδιαίτερα ανθεκτική στη δίπλωση και στο τύλιγμα. Για τον λόγο αυτόν, εξακολουθεί να θεωρείται η καταλληλότερη γραφική ύλη για ένα έγγραφο μεγάλης αξίας (πτυχίο, δίπλωμα), του οποίου η διατήρηση έχει σημασία για τον κάτοχο.

Υποσημειώσεις

  1. Η μαρτυρία τού Ηροδότου αναφέρει (βιβλίο 5, 58): Καὶ τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες͵ ὅτι κοτὲ ἐν σπάνι βύβλων ἐχρέωντο διφθέρῃσι αἰγέῃσί τε καὶ οἰέῃσι· ἔτι δὲ καὶ τὸ κατ΄ ἐμὲ πολλοὶ τῶν βαρβάρων ἐς τοιαύτας διφθέρας γράφουσι «Από παλιά οι Ίωνες ονομάζουν τα βιβλία διφθέρες, διότι όταν οι πάπυροι ήταν σπάνιοι, χρησιμοποιούσαν δορές αιγοπροβάτων. Νομίζω μάλιστα ότι και πολλοί από τους βαρβάρους σε τέτοιες διφθέρες γράφουν». Για τη σύγχυση των όρων βύβλος και πάπυρος, οι οποίοι τότε δήλωναν το ίδιο φυτό, βλ. το άρθρο Πάπυρος.
  2. Στην υστερολατινική γλώσσα η παρουσία δύο συνωνύμων όρων, του pergamena (pellis) «δορά από την Πέργαμο» και του parthica (pellis) «δορά από την Παρθική χώρα», οδήγησε σε συγχώνευσή τους μέσω συμφυρμού (contamination) και αυτό παρήγαγε τον γαλλ. όρο parchemin «περγαμηνή» (> αγγλ. parchment). Βλ. O. Bloch & W. von Wartburg, Dictionnaire étymologique du français (Paris 1932).

Πηγές

Βιβλιογραφία

  • Dain A., 1975: Les manuscrits, Paris (3η έκδοση).
  • Dougherty R.P., 1928: «Writing upon parchment and papyrus among the Babylonians and the Assyrians» ― JAOS 48, σ. 109-35.
  • Μανδηλαράς Β., 1994: Πάπυροι και παπυρολογία, Αθήνα (2η έκδοση).
  • Mioni E., 1973: Introduzione alla paleografia greca, Padova (μτφρ. Ν.Μ. Παναγιωτάκης, Αθήνα 1977).
  • Reed R., 1972: Ancient Skins, Parchments and Leathers. Seminar Press.
  • Ryder M.L., 1964: Parchment: Its history, manufacture and composition.
  • Schubart W., 1925: Griechische Palaeographie, München.
  • Σιγάλας Α., 1974: Ιστορία της Ελληνικής Γραφής, Αθήνα (2η έκδοση).
  • Turner E.G., 1980: Greek Papyri. An Introduction, Oxford, 2η έκδοση (μτφρ. Γ. Παράσογλου, Αθήνα 1981).

Σχετικά άρθρα