Ιερά Μονή Βατοπαιδίου

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Εξωτερική άποψη της Μονής (Βόρειο Τμήμα)

Η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια της εκκλησιαστικής ιστορίας της Ελλάδος. Είναι κτισμένο στην ομώνυμη ακτή του της χερσονήσου του Άθω, που σήμερα αποκαλείται Άγιο Όρος. Καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στην ιεραρχία των μονών του Αγίου Όρους και κατά γενική ομολογία αποτελεί την ομορφότερη μονή του Άθω και μία από τις ομορφότερες μονές στον Ελλαδικό χώρο. Κτίστηκε τον 10ο αιώνα και συνέβαλε στις δύσκολες εποχές της τουρκοκρατίας, συμμετέχοντας τόσο ενεργά στη διαδικασία διατήρησης της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης με τη δημιουργία παιδαγωγικών κέντρων της εποχής όπως την Αθωνιάδα σχολή, όσο και στον εθνικό αγώνα συμβάλλοντας τόσο οικονομικά, όσο και παραχωρώντας τα χαλκάδια της σε αγωνιστές, για τη δημιουργία όπλων. Σήμερα προσφέρει μεγάλο φιλανθρωπικό έργο, ιδίως στη βόρεια Ελλάδα, συντηρώντας πληθώρα ιδρυμάτων, ενώ στη διάθεσή της κατέχει πλειάδα μετοχιών.

Το ιστορικό της Μονής

Σύμφωνα με την παράδοση, στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα η Μονή Βατοπαιδίου, είχε κτισθεί κατά τον 4ο αιώνα ένα εκκλησάκι από το Μέγα Κωνσταντίνο. Το εκκλησάκι αυτό καταστράφηκε λίγα έτη αργότερα από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, για να αναστυλωθεί από το Μέγα Θεοδόσιο, όταν ο γυιός του Αρκάδιος διασώθηκε θαυματουργικώς από την Υπεραγία Θεοτόκο, όταν μετά από ναυάγιο, η θάλασσα τον έβγαλε στο σημείο που είναι σήμερα η μονή Βατοπαιδίου. Λέγεται μάλιστα ότι ο Αρκάδιος, διεσώθη από θαυματουργική μετάβασή του στον χώρο, όπου και τελικά ανιχνεύθηκε κοιμώμενος δίπλα σε μία βάτο, εξού και η ονομασία βατο-παίδι. Βέβαια πολλοί αποδίδουν και την ονομασία βατο-πέδι, η οποία δεν απορρίπτεται παντελώς, αφού εξ αυτού ερμηνεύεται ως πεδιάδα με βάτους. Σε κάθε περίπτωση όμως, η σημερινή επιγραφή τής μονής αναγράφεται με "αι".

Κατά το 10 αιώνα, σύμφωνα με το βιογράφο του Αθανασίου του Αθωνίτη, τρεις άρχοντες από την Αδριανούπολη, θέλησαν να συνεισφέρουν οικονομικά, προσφέροντας 9.000 χρυσά νομίσματα στη Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Ο ίδιος ο Αθανάσιος τους προέτρεψε να ιδρύσουν ένα νέο μοναστήρι, υποδεικνύοντας τη θέση της σημερινής μονής. Έτσι από έγγραφο του Πρώτου Θωμά, το έτος 985, μας είναι σήμερα γνωστό πως ήδη αυτή την ημερομηνία υπήρχε ηγούμενος στη μονή με το όνομα Νικόλαος, κάτι που αποτελεί και την αρχαιότερη επίσημη γραπτή μαρτυρία περί της ιδρύσεως της Μονής Βατοπαιδίου.

Μεταξύ των ετών 999 και 1002 μαθαίνουμε τη φιλονικία μεταξύ της μονής Βατοπαιδίου και Φιλαδέλφου, όταν η δεύτερη κτίσθηκε κοντά στη μονή Βατοπαιδίου, επιζητώντας την κυριότητα αυτής. Μέσα από την επιστολογραφία διαπιστώνεται ο ισχυρισμός του ηγουμένου πως η μονή Βατοπαιδίου δεν κτίσθηκε από τους τρεις άρχοντες, αλλά πως ανακαινίσθηκε από αυτούς. Λίγα έτη αργότερα θα λάβει τη δεύτερη θέση στην ιεραρχία μεταξύ των μονών του Αγίου Όρους, που παραμένει ως σήμερα και θα αρχίσει να γνωρίζει μεγάλη άνθιση, αφού σταδιακά αναπτύσσεται και εκτός Αγίου Όρους. Έτσι προσαρτώνται στη μονή μικρότερα μοναστήρια όπως η Ιεροπάτωρος, Βερροιώτου, Καλέντζη, Τριπολίτου, Χαλκέως κ.α. αλλά και προσαρτά και μετόχια όπως της Προσφορίου, Περιθερίου, Χρυσουπόλεως και Αγίου Δημητρίου. Προσελκύει επίσης το ενδιαφέρον αυτοκρατόρων οι οποίοι αφιερώνουν χρήματα στη μονή, αλλά κατά την εποχή του Αλεξίου Κομνηνού, η μονή χάνει μεγάλο μέρος των μετοχίων και των μοναστηριών της εξ αιτίας των συχνών πολέμων. Στα τέλη του 12ου αιώνα όμως η μονή δεν έχει χάσει την αίγλη της και σε αυτή μονάζουν ο πρώην Σέρβος ηγεμόνας Συμεών Νεμάνια και ο γιός του Σάββας, μετέπειτα πρώτος αρχιεπίσκοπος και εθνάρχης των Σέρβων. Αυτή μάλιστα είναι και η εποχή της μεγαλύτερης ακμής της μονής η οποία αριθμούσε 800 μοναχούς. Ιδρύει επίσης ακόμα και τη μονή Χελανδαρίου ή Χιλιανδαρίου, η οποία σήμερα αποτελεί μία ξεχωριστή μονή.

Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας η μονή λεηλατείται από τους Καταλανούς επιδρομείς, οι οποίοι της αποσπούν πολύτιμα κειμήλια. Λίγα έτη αργότερα, οι εξοργισμένοι ενωτικοί λατίνοι, επιτίθενται και πάλι στο μοναστήρι κατά τη φυγή τους από τις άκαρπες διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη (1271). Οι μοναχοί μάλιστα αρνήθηκαν να ασπασθούν τα ενωτικά φρονήματα των φράγκων, με αποτέλεσμα να κακοποιηθούν, 12 μοναχοί να θανατωθούν δια πνιγμού και ο ηγούμενος Ευθύμιος να απαγχονιστεί. Η μονή τον επόμενο αιώνα μετά από συνδρομές των Παλαιολόγων θα συνέλθει, αλλά μετά από νέες επιδρομές Καταλανών και Τούρκων θα ερημωθούν όλες οι διεσπαρμένες σκήτες της μονής, συρρικνώμενη στο κεντρικό μοναστήρι της Βατοπαιδίου, το οποίο πλέον είχε αποκτήσει μεγάλα τείχη και πύργους, ώστε να μπορεί να ανθίσταται στις επιδρομές. Το 14ο αιώνα η μονή ενισχύεται από τον Ιωάννη Καντακουζηνό, ο οποίος μάλιστα λίγα έτη αργότερα θα μονάσει εκεί, ενώ τον 15ο αιώνα θα μονάσουν επίσης οι Ανδρόνικός Παλαιολόγος, Ακάκιος Θεσσαλονίκης, Γαβριήλ Παλαιολόγος, αλλά και μεγάλος Γρηγόριος Παλαμάς και ο Πατράρχης του υποδούλου γένους Γεννάδιος Σχολάριος. Η μονή τελικά λόγω των πολλών επιθέσεων που θα υποστεί σε αυτό το διάστημα, θα υποχρεωθεί να μετατραπεί σε ιδιόρρυθμη, τηρώντας όμως το θεσμό του Ηγουμένου. Έτσι την περίοδο της Τουρκοκρατίας η μονή θα χάσει στη συντριπτική πλειοψηφία των μετοχιών της, αλλά και των γαιών της, ενώ της επιβάλλεται δυσβάσταχτη φορολογία την οποία αδυνατεί να αποκληρώσει. Όμως η διεθνής διπλωματία της μονής έχει αποδόσει καρπούς με αποτέλεσμα να αποκομίσει φίλους από διάφορα μέρη της Ευρώπης όπως την Ισπανία και τη Βενετία, αλλά και τη Μολδοβλαχία, οι οποίοι ενισχύουν τη μονή, ώστε να μην κατασχεθεί από τους Τούρκους. Σημαντική επίσης συμβολή γίνεται από τσάρους και Έλληνες της διασποράς.

Το 1748 η Μονή Βατοπαιδίου, ιδρύει την Αθωνιάδα σχολή, την κατασκευή, λειτουργία και επάνδρωσης της οποία ανέλαβε η ίδια, αν και αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα, λόγω της βαριάς φορολογίας, με αποτέλεσμα να δεχθεί και συγχαρητήρια από τον Αδαμάντιο Κοραή γι αυτή την προσπάθεια[1]. Η Αθωνιάδα αποτέλεσε τη μεγαλύτερη Ελληνική σχολή στον υπόδουλο ελληνικό χώρο αριθμώντας περισσότερους από 200 μαθητές ανά εποχή, από την οποία διδάσκαλοι απετέλεσαν αλλά και μαθήτευσαν οι Ευγένιος Βούλγαρης, Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Νικόλαος Τζερτζούλης, Παναγιώτης Παλαμάς, Κοσμάς Αιτωλός, Ρήγας Φερραίος, Σέργιος Μακραίος, Αθανάσιος Πάριος, Νικόδημος Αγιορείτης, Αδαμάντιος Κοραής κ.α.

Το 1820 η μονή προσπαθεί να επανέλθει σε κατάσταση κοινοβίου, η κήρυξη όμως της επανάστασης ματαιώνει την προσπάθεια αυτή, ενώ από το 1830 η μονή περνάει σε νέα φάση δεινών. Η ίδια αυτή την εποχή προσφέρει καταφύγιο σε αγωνιστές, ενώ δίνει τα χαλκουργεία της για την κατασκευή πυρομαχικών και όπλων. Επίσης ενισχύει με τρόφιμα αγωνιστές, ναυλώνοντας πλοία για το σκοπό αυτό. Την ίδια εποχή ο κίνδυνος είναι πλέον ορατός για την αγιορείτικη αδελφότητα να καταστραφεί από τον Τουρκικό στόλο και ο ηγούμενος της μονής προτρέπει να σταλεί αντιπροσωπεία ώστε να συνθηκολογήσουν με τον πασά Αβδούλ Ρουμπούτ. Ο ίδιος πείθεται, ζητώντας αποζημίωση 1.500.000 γροσίων. Το ποσό ήταν αδύνατο να καλυφθεί όμως, και έτσι ζήτησαν να δοθεί προκαταβολικά ένα ποσό και εν συνεχεία μέσα σε προκαθορισμένες ημερομηνίες να παραδοθεί και το υπόλοιπο ποσό. O Ρουμπούτ δέχεται, κρατάει ως ομήρους όμως τους προϊσταμένους των μονών, εκ των οποίων οι περισσότεροι πέθαναν από τις κακουχίες των Τούρκων στρατιωτών. Ο πασάς επίσης αποστέλει και 3.000 στρατιώτες στο Άγιο όρος, ώστε να αφοπλίσουν τις μονές, να συλλέξουν πυρομαχικά και να συλλάβουν τους επαναστάτες. Η Μονή Βατοπαιδίου σε αυτή τη περίσταση συνέβαλλε τα μέγιστα καθώς ουσιαστικά συντήρησε τις άλλες μονές, δίνοντάς τους τροφή. Τα επόμενα χρόνια, η μονή υποχρεωτικά πουλάει μεγάλο μέρος της περιουσίας της, διότι αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες της και τη βαριά φορολογία, συνεχίζοντας παράλληλα το φιλανθρωπικό της έργο, ενισχύοντας τη μεγάλη του Γένους Σχολή, τη θεολογική σχολή της Χάλκης και ενισχύοντας του Έλληνες στις δύσκολες εποχές που περνούσαν. Ενισχύει επίσης του Θεσσαλονικείς μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, ενισχύει το γαλλικό Ερυθρό σταυρό, εξαγοράζει δύο χωρία από Τούρκο αγά (Βραστά και Σταυρό Χαλκιδικής), ανεγείρει σχολεία στη Κύπρο κ.α.

Η μονή τελικώς το 1989 επέστρεψε πάλι στον κοινοβιακό τύπο λειτουργίας, ηγούμενος της οποίας εξελέγη ο αρχιμανδρίτης Εφραίμ.

H μονή

Η μονή συχνά αποκαλείται και Ιερά μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου[2]. Ο λόγος είναι ότι η μονή αποτελεί το μεγαλύτερο σε όγκο κτιριακό συγκρότημα του Αγίου Όρους.

Η μονή εξωτερικά εμφανίζει πολυγωνικό σχήμα, με ψηλά τείχη και πύργους, κατάλοιπο του αμυντικού χαρακτήρα που προσπάθησαν να δώσουν κτήτορες της μονής λόγω των συχνών επιδρομών. Σήμερα έχει υποστεί ανακαινίσεις, αν και μεγάλο μέρος της μονής παρουσιάζει μορφή εγκατάλειψης. Το μοναστήρι δεν είχε πάντοτε την ίδια έκταση, καθώς σταδιακά έφτασε στο σημερινό μέγεθός του, ένεκα των αναγκών που προέκυπταν σε κάθε εποχή. Έτσι για παράδειγμα η βορεινή πλευρά, δηλαδή ο τείχος ο οποίος είναι παράλληλος προς την θάλασσα κτίστηκε το 1654, όπου σήμερα βρίσκονται το ηγουμενείο, το συνοδικό, η γραμματεία, η παλαιά βιβλιοθήκη, μερικά κελιά μοναχών και το σημερινό αρχονταρίκι (βλέπε φωτό). Το 1818 η μονή επεκτάθηκε ώστε να καλύψει επιπρόσθετες ανάγκες όπως να στεγάσει νοσοκομείο, γηροκομείο και το ιερό του καθολικού. Στο κάτω άκρο βρίσκεται η είσοδος, δηλαδή στη δυτική πλευρά της μονής. Η είσοδος ανοίγει κατά την ανατολή του ηλίου και κλείνει κατά τη δύση της. Περνώντας από την είσοδο ο επισκέπτης συναντά μια μεγάλη πλακόστρωτη αυλή, όπου οδηγεί στην τράπεζα, στα δεξιά του ευρίσκει το εκκλησάκι της "Τίμιας Ζώνης της Θεοτόκου", οπού βρίσκεται ενώπιον του αρχονταρικιού και των ξενώνων, που με τη σειρά τους οδηγούν σε κελιά μοναχών, σε ξεχωριστό κτίριο της βορεινής πλευράς. Απέναντι από την τράπεζα βρίσκεται το "λαδαριό", ενώ πίσω από την τράπεζα το καθολικό, δηλαδή ο μεγάλος κεντρικός ναός, ο οποίος είναι αφιερωμένος στον "Ευαγγελισμό της Θεοτόκου". Μαζί με το καθολικό βρίσκεται το καμπαναριό της μονής, το ρολόι, η φιάλη, ενώ στα δυτικά της το αρτοποιείο και η κρήνη.

Το καθολικό

Το καθολικό της Μονής Βατοπαιδίου κτίστηκε κατά την αρχική δημιουργία της Μονής κατά τον 10ο αιώνα και ακολουθεί τον τύπο του καθολικού της Μεγίστης Λαύρας με μερικές τροποποιήσεις, αντίστοιχε δε με το καθολικό της Μονής Φιλοθέου, η οποία επίσης χρονολογείται στην ίδια εποχή, λίγο μεταγενέστερα. Περιέχει τον "εξωνάρθηκα", που συνδέεται με μία σκάλα τη βόρεια πτέρυγα της μονής, ενώ περιέχει το παρεκκλήσιο της "Παναγίας Παραμυθίας" με την αντίστοιχη θαυματουργή εικόνα. Ο "εξωνάρθηκας" είναι διώροφος και η εικονογραφία του αποτελείται από τους 24 οίκους του Ακαθίστου Ύμνου, στρατιωτικούς Αγίους και της Δευτέρας Παρουσίας. Περιέχει 3 θύρες, μία κεντρική και δύο παράπλευρες που οδηγούν στο νάρθηκα, οι οποίες οδηγούν στα παρεκκλήσια του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Δημητρίου. Στον "εσωνάρθηκα" ή "λιτή", ο οποίος είναι μέρος του ναού και συναντάται μόνο σε μοναστήρια για να καλύπτονται οι λειτουργικές ανάγκες των μοναχών. Ο μοναχός εισέρχεται από την κεντρική πύλη και συναντά το ψηφιδωτό του "Ευαγγελισμού της Θεοτόκου" και της "Δεήσεως", που αποτελούν και τα μοναδικά εντοιχισμένα ψηφιδωτά σε ολόκληρο το Άγιο Όρος. Στο βάθος του "εσωνάρθηκα" βρίσκεται η εικόνα της "Παναγίας της Εσφαγμένης". Εν συνεχεία, μέρος του νάρθηκα θεωρείται το "μεσονυκτικό". Το "μεσονυκτικό" διαχωρίζεται από τον "εσωνάρθηκα" με τοίχο και συνδέεται με αυτό με τρεις θύρες. Αποκαλείται "μεσονυκτικό" διότι πάντα εκεί τελείται η ακολουθία του "μεσονυκτικού" (προ του Όρθρου). Στα δεξιά του βρισκεται εντοιχισμένος βυζαντινός τάφος όπου φυλάσσονται τα λείψανα των κτητόρων του ναού Αθανασίου, Αντωνίου και Νικολάου. Στα αριστερά βρισκεται η θαυματουργή εικόνα της "Παναγίας της Αντιφωνήτριας". Πρέπει να σημειώσουμε πως ο τρόπος διαμόρφωσης του "μεσονυκτικού" είναι μοναδικός στο Άγιο Όρος. Τέλος οδηγούμαστε στον "Κυρίως Ναό", το οποίο αποτελεί δείγμα βυζαντινής μεγαλοπρέπειας και καλαισθησίας. Διακρίνονται κίονες από πορφυρίτη, τοιχογραφίες υψηλής βυζαντινής τέχνης, ψηφιδωτά, επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο εικονοστάσι, με ασημένια και επίχρυσα κανδήλια και πολυελαίους. Στο "ιερο βήμα" διασώζεται η κτητορική εικόνα της "Παναγίας Βηματάρισσας", ενώ βρίσκεται και ο σταυρός του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στο "Ιερό Βήμα" επίσης βρίσκονται λείψανα των Αγίων Ιωάννου Χρυσοστόμου, Γρηγορίου Θεολόγου, Θεοδώρου Στρατηλάτου, Αγίας Παρασκευής και Παντελεήμονος, ξύλο από τον "Τίμιο Σταυρό", καθώς και ξύλο από την κάλαμο του μαρτυρίου του Ιησού Χριστού, καθώς και η Αγία Ζώνη που έφερε σε όλης της ζωής της η Θεοτόκος.

Τράπεζα - Παρεκκλήσια - Βιβλιοθήκη

Ο Παλίμψηστος Κώδικας του Ιωάννου Χρυσοστόμου

Απέναντι από την είσοδο του καθολικού βρίσκεται η μεγαλοπρεπής τράπεζα (χώρος όπου τρώνε οι μοναχοί), σε σχήμα σταυρού. Μέχρι σήμερα έχει ανακαινισθεί τρεις φορές τον 14ο, 16ο και 18ο αιώνα, ενώ η αγιογράφηση έγινε το 1786. Περιέχει 30 πεταλόσχημα μαρμάρινα τραπέζια, τα οποία κατά την παράδοση, προέρχονται από τη Μονή Στουδίου, της Κωνσταντινουπόλεως. Στο βάθος βρίσκεται η τράπεζα του ηγουμένου, κάτω από μία τοιχογραφημένη αψίδα με την Πλατυτέρα.

Σε ότι αφορά τα παρεκκλήσια της Μονής, αυτά αριθμούν τα 31, με τα 19 να βρίσκονται εντός του καθολικού και 12 πέριξ. Τα πλέον αξιόλογα είναι των Αγίων Αναργύρων και της Αγίας Ζώνης, τα οποία βρίσκονται στον περίβολο της αυλής. Ο πύργος της βιβλιοθήκης βρίσκεται στο βορειοανατολικό σημείο της μονής, όπου και φυλάσσονται και τα αρχεία της μονής. Στον πρώτο όροφο του Πύργου υπάρχει και το παρεκκλήσιο του "Γεννεσίου της Θεοτόκου", ενώ στους επόμενους τρεις ορόφους στεγάζεται η βιβλιοθήκη, η οποία μεταφέρθηκε εκεί κατά τον 20ο αιώνα, λόγο του όγκου των βιβλίων και των κωδίκων, αφού η παλαιά θέση δεν ενδείκνυντο πλέον για κάτι τέτοιο. Το αρχείο περιέχει χρυσόβουλα βυζαντινών αυτοκρατόρων, σηγίλια, κηρόβουλα, έγγραφα βασιλέων και ηγεμόνων, τσαρικά έγγραφα, φιρμάνια των σουλτάνων κ.α. Μεγάλος θησαυρός για τη μονή είναι η "Γεωγραφία του Πτολεμαίου" (κωδ. 655) του 13ου αιώνα, το "Ψαλτήρι του Δαυϊδ" (κωδ. 761) του 11ου αιώνα, η "Οκτάτευχος" (κωδ. 602) του 13ου αιώνα, σπαράγματα τετραευαγγελίων του 6ου και 8ου αιώνα, ο "παλίμψηστος κώδικας" του 8ου μέχρι 13ου αιώνα, με τις ομιλίες του Ιωάννου Χρυσοστόμου).

Σκήτες και μετόχια

Η Μονή Βατοπαιδίου έχει πολυάριθμα εξαρτήματα. Κυριότερες σκήτες της μονής είναι του Αγίου Ανδρέα και του Αγίου Δημητρίου, με την δεύτερη να μαρτυρείται ήδη κατά τον 10ο αιώνα και την παράδοση να θέλει ως κτήτορές της συγγενείς του Αγίου. Η σκήτη είναι ιδιόρρυθμη, περιλαμβάνει 21 καλύβες, με την πλειάδα αυτών να είναι ερειπωμένες. Η σκήτη του Αγίου Ανδρέα είναι ρωσική (αλλιώς και Σεράι), ανακηρύχθηκε ως σκήτη το 1849 και το "Κυριακό" της εγκαινιάστηκε το 1900. Λειτουργεί από κτήσεώς της κοινοβιακά και στην ακμή της μόναζαν 800 μοναχοί. Η μεγάλη πυρκαγιά του 1956 ερήμωσε τη σκήτη, αν και σήμερα λειτουργεί στις εγκαταστάσεις της η Αθωνιάδα σχολή. Η μονή επίσης κατέχει 27 κελλιά γύρω από το κυρίως σώμα της, ενώ περιέχει και πάρα πολλά μετόχια τα οποία κατακλύζουν τον ελλαδικό χώρο και επεκτείνονται ακόμα και σε βαλκανικές χώρες.

Ιερά κειμήλια

Στη μονή βρίσκονται μεγάλης αξίας κειμήλια, με σημαντικότερο όλων την Αγία Ζώνη. Η Αγία Ζώνη ήταν η ζώνη που φορούσε η Θεοτόκος σε όλη της ζωή και η οποία σήμερα έχει διαιρεθεί σε τρία κομμάτια, ένα εκ των οποίων βρίσκεται στο μοναστήρι. Δωρητής της Ζώνης ήταν ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός (1143-1180).

Εικόνες

Βατοπαιδινοί Άγιοι

Υποσημειώσεις

  1. Παράλληλοι Βίοι Πλουτάρχου, τ. Α2, σελίς 937
  2. Συναντάται ήδη με αυτή την επιγραφή από τον 14ου αιώνα

Πηγές

  • «Προσκυνητάριο Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου», Εκδόσεις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιος Όρος 2004