Θεόδωρος Νικαίας

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 21:31, 25 Μαρτίου 2010 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μητροπολίτης Νικαίας Θεόδωρος, αποτελεί μία από τις σημαντικές μορφές της εκκλησιαστικής ιστορίας των μέσων χρόνων του Βυζαντίου. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο περίπου το 895 και ο πατέρας του ήταν ιερέας. Πιθανώς είχε μία αδελφή, της οποίας ο γιος Αναστάσιος, ακολούθησε τον ίδιο στην Κωνσταντινούπολη, όπου και χειροτονήθηκε Διάκονος. Ο Θεόδωρος, μετά την χειροτονία του Αγίου Πέτρου ως Επισκόπου Άργους, υπήρξε μαθητής του στο Άργος, ενώ αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια ιερέας και πιθανόν τοποθετήθηκε σε κάποια υπηρεσία της επισκοπής, όπου απέκτησε διοικητική πείρα.

Ο ίδιος ήταν «ασκητικός, λιπόσαρκος, μετρίου αναστήματος, με αραιά γένια και λίγα μαλλιά. Φιλάσθενος και αδύναμος από την φύση του, συχνά αναφέρεται στις ηπατικές και στομαχικές του παθήσεις. Η ασκητική του ζωή τον έκανε ακόμα πιο ευάλωτο στις ασθένειες. Η ελαχίστη αλλαγή στο κλίμα, στη διατροφή, στις συνθήκες διαβίωσης ήταν ικανή να του προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήματα, ενώ οι αϋπνίες από τις οποίες υπέφερε τον εξαντλούσαν περισσότερο»[1]. Έτσι παρέμεινε κοντά στον Επίσκοπό του μέχρι τον θάνατο του, το 925. Κατόπιν αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος Ζ΄ από το 912, αλλά ήδη από το 920 συναυτοκράτορας είχε στεφθεί ο Ρωμανός Α΄ο Λεκαπηνός. Άγνωστοι φίλοι και υποστηρικτές, ίσως και συγγενείς του Αγίου Πέτρου, σύστησαν τον Θεόδωρο στην Αυτοκρατορική αυλή, με αποτέλεσμα να ενταχθεί στον Αυτοκρατορικό κλήρο της Αγίας Σοφίας, όταν ο Ρωμανός τοποθέτησε το 933, τον 16ετή γιο του στον Πατριαρχικό θρόνο, αναλαμβάνοντας τη θέση του χαρτοφύλακα.

Την εποχή αυτή οι κληρικοί της Αγίας Σοφίας τον εξέλεξαν ως εκπρόσωπό τους. Η κοινωνική άνοδος και η επαγγελματική καταξίωση τον διευκόλυναν στις βλέψεις του για υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα, ενώ η φιλία που τον συνέδεε με τον Αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη ενίσχυαν την θέση του και τις φιλοδοξίες του. Όμως, λόγω της αυστηρής προσήλωσης στούς κανόνες και τους νόμους, δημιούργησε αρκετούς εχθρούς μεταξύ ορισμένων μοναχών και κληρικών οι οποίοι είτε διότι ήσαν διεφθαρμένοι, είτε διότι φθονούσαν την ανοδική του πορεία, τον κατηγόρησαν αφενός για αδικήματα οικονομικής φύσης και αφετέρου για την κυκλοφορία ενός λιβελογραφήματος κατά του Πατριάρχη Θεοφύλακτου. Το κείμενο αυτό εξόργισε τον Πατριάρχη αλλά και τον Αυτοκράτορα. Ο Θεόδωρος προκειμένου να αμυνθεί, απευθύνθηκε στους συμπατριώτες του τους Ναυπλιείς, ζητώντας την υποστήριξη τους. Στην αρχή αμφιταλαντεύτηκαν, αλλά με την παρέμβαση του Μητροπολίτη Χριστόφορου, μολονότι οι σχέσεις των δύο ανδρών φαίνεται να μην ήταν αγαθές, υποστήριξαν ένθερμα την αθωότητα του. Ο Θεόδωρος δικαιώθηκε, αλλά σχετικά αποδυναμωμένος. Η δεύτερη ευκαιρία στους αντιζήλους του παρουσιάστηκε όταν κατηγορήθηκε ότι αμφισβητούσε τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, καταλογίζοντάς του ανικανότητα. Το αδίκημα αυτό επέσυρε την ποινή της εξορίας. Παρ΄όλη την υποστήριξη του Πατριάρχη, ο Θεόδωρος τιμωρήθηκε με την ποινή του εκτοπισμού.

Εξόριστος κάπου κοντά στην Κωνσταντινούπολη ο Θεόδωρος, έγραφε σε φίλους και υποστηρικτές του προκειμένου να του επιτραπεί η επάνοδος στην Πόλη. Τελικά, με την βοήθεια του Θεοδώρου, Μητροπολίτη Κυζίκου, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από δύο επιστολές του προς το Αυτοκρατορικό ζεύγος, όχι μόνο αποκαταστάθηκε αλλά του ανέθεσαν και υψηλότερα καθήκοντα στην Εκκλησιαστική διοίκηση. Το 956 περίπου, ο Θεόδωρος χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Νικαίας, σε μία εποχή που συνέγραφε και το Βίο του Αγίου Πέτρου. Αποφεύγει ρήξεις με το αυτοκρατορικό περιβάλλον και το 956 δεν μετέχει σε ομάδα αντιφρονούντων Ιεραρχών που αντιτάχθηκαν στην αποκατάσταση του Πατριάρχη Ευθυμίου. Μάλιστα αναλαμβάνει συντονιστής της ομάδας του Κωνσταντίνου Ζ΄ και των ομοφρόνων Μητροπολιτών που συνηγορούν για την απομάκρυνση του Πολυεύκτου. Σε επιστολή του προς τον Ρωμανό Β΄ σε περίπτωση επιτυχίας του σχεδίου τους ήταν αυτός που θα καταλάμβανε τον Πατριαρχικό θρόνο. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Ζ΄ τον πρόλαβε, με αποτέλεσμα να μην δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε ο Θεόδωρος να ανέλθει στον Πατριαρχικό θρόνο.

Ο Θεόδωρος πέθανε περίπου το 963 στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να γνωρίζουμε που ετάφη.

Υποσημειώσεις

  1. Παναγιώτη Α. Γιαννόπουλου (Τακτικός Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο Universite Catholique de Louvain (Βέλγιο)), Ναυπλιακά Ανάλεκτα, ΤΟΜΟΣ IV, (2000)

Βιβλιογραφία

  • Μιχαήλ Γ. Λαμπρινίδης, Δ.Ν. «Η Ναυπλιά. Από Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις των καθ' ημάς», Έκδοσις Γ΄, Ναύπλιον 1975 (Πηγή "Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού").
  • Κωνσταντίνος Κυριακόπουλος, «Αγίου Πέτρου Επισκόπου Άργους. Βίος και λόγοι», Έκδοσις Ιεράς Μητρόπολης Αργολίδος, 1976 (Πηγή "Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού").