Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 19:41, 20 Μαΐου 2009 από τον Papyrus (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Βιβλιογραφία)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Με τον όρο Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, αναφερόμαστε στην επιστήμη του ερμηνευτικού της κλάδου της θεολογίας, η οποία ασχολείται με τα γραμματολογικά προβλήματα της γενέσεως, της συστάσεως και της διατηρήσεως του συνόλου της Παλαιάς Διαθήκης αλλά και των ξεχωριστών βιβλίων που την απαρτίζουν[1]. Πιο αναλυτικά, μια Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη εξετάζει την ονομασία, το περιεχόμενο, τον χαρακτήρα, τον συγγραφέα, τον τόπο, τον χρόνο συγγραφής, την αξιοπιστία, την ακεραιότητα, την θεολογία, την κανονικότητα κάθε βιβλίου, αλλά ερευνά επίσης τις συνθήκες συγκρότησης του τελικού αριθμού βιβλίων σε ένα σώμα (δηλ. τον Κανόνα), καθώς και την ιστορία του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης[2].

Περιεχόμενο

Αδριανού, Εισαγωγή εις τας θείας Γραφάς, PG 98,1273

Ο όρος "εισαγωγή" αναφέρεται σε προκαταρκτικές γνώσεις γενικού ενδιαφέροντος, οι οποίες εισάγουν στην κατανόηση ενός αντικειμένου και η προέλευση του ανάγεται στην αρχαία εκκλησιαστική γραμματεία, όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον έλληνα μοναχό και θεολόγο Αδριανό (5ος αι. μ.Χ.)[3] (αν και το συγκεκριμένο έργο του, "εισαγωγή εις τας θείας γραφάς", είναι περισσότερο ερμηνευτικό[4]).

Οι περισσότεροι από τους συγγραφείς, εξετάζουν την ύλη της Εισαγωγής ακολουθώντας την εξής τριμερή διαίρεση[5]:

  • α) Ιστορική και φιλολογική κριτική κάθε βιβλίου, δηλ. διακρίβωση των εξωτερικών (βιβλικών και εξωβιβλικών) και των εσωτερικών (ύφους και ιδεών) μαρτυριών περί των περιστατικών συγγραφής (ποιος, τι, πως, που πότε, γιατί), στοιχεία περί του συγγραφέα, μελέτη του περιεχομένου (πηγές, γνησιότητα, αξιοπιστία, ακεραιότητα), εξέταση του τόπου, του χρόνου, της αφορμής και του σκοπού που ο καθένα εξυπηρετεί.
  • β) Ιστορία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης.
  • γ) Ιστορία του κειμένου της Π. Διαθήκης.

Στο τριπλό αυτό έργο της, η Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη βοηθείται από άλλες επιστήμες όπως η Βιβλική φιλολογία, η Βιβλική ιστορία, η Βιβλική θεολογία, η Βιβλική ερμηνευτική, η Βιβλική γεωγραφία και αρχαιολογία, από την Εκκλησιαστική Ιστορία αλλά και την "θύραθεν" (μη χριστιανική) ιστορία, από την Εκκλησιαστική γραμματολογία αλλά και την Θρησκειολογία[6].

Η δομή του περιεχομένου της, επιτρέπει και άλλη μία διαίρεση της εισαγωγής, σε Γενική και Ειδική[7]. Το Γενικό μέρος, αφορά στην ιστορία του Ιστορία του Κανόνα, δηλαδή τη διαδικασία με την οποία η Εκκλησία συνέλεξε έναν συγκεκριμένο και οριστικό αριθμό βιβλίων, ως θεόπνευστα και περιέχοντα λόγο περί της θείας αποκαλύψεως[8], τον οποίο κατέγραψαν οι ιεροί συγγραφείς όχι με κατά γράμμα θεϊκή υπαγόρευση, αλλά χρησιμοποιώντας τις δικές τους αντιληπτικές και γλωσσικές δυνατότητες[9]: "το μεν πνεύμα υπέβαλεν εκάστω των προφητών, αυτοί δε λοιπόν απήγγειλαν ως έκαστος ηδύνατο τα του πνεύματος"[10]. Επίσης, στο Γενικό μέρος ανήκει και η ιστορία του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης, του πρωτότυπου εβραϊκού και των διαφόρων μεταφράσεων, από την εποχή της συγγραφής του μέχρι σήμερα στη χειρόγραφη και την έντυπη παράδοση[11]. Στο Ειδικό μέρος της εισαγωγής, ανήκει η εξέταση ενός εκάστου βιβλίου όχι μόνο ως ιστορικοφιλολογικό προϊόν, αλλά παράλληλα και ως θρησκευτικού μνημείου της υπερφυσικής Θείας Αποκαλύψεως, η οποία προπαρασκευάζει την εν Χριστώ σωτηρία της ανθρωπότητας[12].

Ιστορία

Η παρουσίαση της ιστορίας της εισαγωγής μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους[13]:

  1. Αρχαίους χρόνους (έως τον 5ος μ.Χ. αιώνα).
  2. Μέσους χρόνους (από τον 6ο - έως τον 15ο αιώνα).
  3. Νεωτέρους χρόνους (από τον 16ο αιώνα έως σήμερα).

Πιο αναλυτικά:

  • Αρχαίοι χρόνοι

Οι αρχές της εισαγωγής θα πρέπει να αναζητηθούν μέσα στα ίδια τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, όπου απαντούν πληροφορίες για την προέλευση κάποιων βιβλίων της, όπως για παράδειγμα οι Ψαλμοί, οι Παροιμίες, ο Εκκλησιαστής κ.ά. ή για τη συγγραφική δράση εξεχόντων προσώπων της, όπως του Μωυσή, του Δαβίδ, του Σολομώντα κ.ά. Παρόμοιες πληροφορίες βρίσκουμε και στους ιουδαίους ιστορικούς Ιώσηπο (37/38-100 μ.Χ.) και Φίλωνα (± 20 π.Χ.-40 μ.Χ.) αλλά και στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ. Κατόπιν, πολλοί πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς, Έλληνες καί Λατίνοι, παραθέτουν στα εξηγητικά τους έργα, και κυρίως στους προλόγους τους, πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την ιστορία, τη γεωγραφία, τη γλώσσα, την ερμηνεία της Π. Διαθήκης κ.ά., όμως, τα στοιχεία αυτά είναι περιορισμένα και παραδίδονται ανάμικτα με τα αντίστοιχα ερμηνευτικά. Η έλλειψη αυτοτελούς έργου εισαγωγής κατά την περίοδο αυτή, εξηγείται από το γεγονός ότι την Εκκλησία απασχολούσαν πιο καίρια ζητήματα.

  • Μέσοι χρόνοι

Σ' αυτό το χρονικό διάστημα, οι πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς του Μεσαίωνα ακολουθούν το παράδειγμα των προγενέστερων και στηριζόμενοι στις εργασίες των προκατόχων τους, ασχολούνται στα συγγράμματα τους με την επεξεργασία και καταγραφή εισαγωγικού υλικού χωρίς να πρωτοτυπούν, και συγκεντρώνουν πάλι την προσοχή και το ενδιαφέρον τους στην κατανόηση του περιεχομένου των βιβλίων της Π.Δ. Σημαντική όμως ώθηση δόθηκε από τη συστηματική προσπάθεια ιουδαίων λογίων, οι οποίοι επεξεργάστηκαν διάφορα εισαγωγικά θέματα και προβλήματα που σχετίζονταν με την προέλευση των βιβλίων της Π.Δ. και πολλοί εξ αυτών διατύπωσαν αξιόλογες και ενδιαφέρουσες θέσεις, καινοτομώντας στην έρευνα. Εξέχουσας σημασίας ζήτημα το οποίο σχετίζεται με την επιστήμη της εισαγωγής ήταν το έργο των Μασωριτών (βλ. και λεξικό, λήμμα Μασωρίτες) οι οποίοι προσπάθησαν και πέτυχαν να επινοήσουν τα μασωριτικά φωνήεντα προς εξασφάλιση και περιχαράκωση της ορθής προφοράς των εβραϊκών λέξεων που είχαν γράφονταν μόνο με σύμφωνα. Γενικά, η επίδραση που άσκησαν οι ιουδαίοι λόγιοι στους χριστιανούς λογίους της εποχής, συντέλεσε στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την ανάπτυξη της επιστήμης της Εισαγωγής στην Π. Διαθήκη και γενικότερα των βιβλικών σπουδών.

  • Νεώτεροι χρόνοι

Με την αναγέννηση των γραμμάτων, την εφεύρεση της τυπογραφίας και τη θρησκευτική Μεταρρύθμιση, που σημαδεύουν την έναρξη των Νεώτερων χρόνων, η ανάπτυξη αυτή προχωρεί με εντατικό ρυθμό. Η νέα κατάσταση των πραγμάτων οδηγεί στην εκμάθηση της εβραϊκής και της ελληνικής γλώσσας ώστε να γίνεται ευχερέστερη η προσέγγιση των πρωτότυπων ιερών κειμένων. Το φιλελεύθερο πνεύμα, που εμφανίζεται τον 17ο αιώνα, δημιουργεί νέες τάσεις στην κριτική έρευνα της Π. Διαθήκης. Την απομακρύνει από τη συντηρητικότητα, την απαλλάσσει από τις παραδοσιακές δεσμεύσεις και την οδηγεί στην υποτίμηση της αυθεντίας του γράμματος της Γραφής και την άρνηση του υπερφυσικού στοιχείου σ' αυτή. Τον επόμενο αιώνα, η φιλελεύθερη έρευνα ενισχύεται με το στοιχείο του ορθολογισμού και οι ερευνητές, χειραφετημένοι πλήρως από την παράδοση εργάζονται με βάση τις υποκειμενικές και αυθαίρετες εκτιμήσεις τους επάνω στα προβλήματα των ιερών βιβλίων. Αρνούνται τη θεοπνευστία της Γραφής και θεωρούν την Π. Διαθήκη ως ένα κοινό ανθρώπινο έργο. Η κριτική των πηγών μελετά τις υπάρχουσες στα βιβλία ιδέες, το ύφος, το λεξιλόγιο, την ιστορία των όμορων προς τον Ισραήλ αρχαίων ανατολικών λαών και προσπαθεί να προσδιορίσει τον χρόνο συγγραφής, το συγγραφέα ή τον αναθεωρητή ή τον εκδότη, τις πηγές και την αξιοπιστία κάθε βιβλίου. Η πρώτη εισαγωγή με περιεχόμενο που ομοιάζει προς τα σημερινά έργα, γράφτηκε τστα τέλη του 18ου αιώνα. Όλη αυτή η προσπάθεια μέχρι τον 20ο αιώνα, οδήγησε τελικά στην παραγωγή πολυάριθμων έργων: εισαγωγών στην Π.Δ., ερμηνευτικών - θεολογικών λεξικών, γραμματικών και συντακτικών της εβραϊκής και των άλλων σημιτικών γλωσσών, ευρετηρίων, υπομνημάτων κ.λπ. Με την είσοδο του 20ου αιώνα, αρχίζει να επικρατεί μια νέα πορεία έρευνας με ενεργό συμμετοχή της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας η οποία αντιδρά στο ακραία φιλελεύθερο πνεύμα του Προτεσταντισμού και υποδεικνύει το δρόμο της επιστροφής στην παράδοση. Κατά των υπερβολών και ακροτήτων τάχθηκε και η ορθόδοξη βιβλική θεολογία επιθυμώντας να επανέλθει το πνεύμα της νηφάλιας και αντικειμενικής κριτικής, που θα συμβίβαζε την έρευνα των εισαγωγικών ζητημάτων με τη θεοπνευστία του κειμένου. Κατ' αυτό τον τρόπο, η θεολογία θα έπρεπε να κινείται εντός του πνεύματος της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας, η όποια είναι ο αυθεντικός ερμηνευτής των Γραφών.

Αξία

H σπουδαιότητα[14] της Εισαγωγής στην Παλαιά Διαθήκη ταυτίζεται ασφαλώς με την αξία της ίδιας της Π.Δ.:

  • Από άποψη θρησκειολογική, κάνει λόγο για τη μοναδικότητα της προχριστιανικής μονοθεϊστικής εξ άποκαλύψεως θρησκείας, αλλά και για πολλές ακόμη θρησκείες, φυσιοκρατικού χαρακτήρα κυρίως, των γύρω του ισραηλιτικού λαών. Μαθαίνουμε αρκετά στοιχεία για τον χρόνο εμφάνισης διαφόρων θρησκειών, για τα ονόματα των θεών τους, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, τον τρόπο λατρεία τους.
  • Από άποψη ιστορική, είναι πολύτιμη πηγή αρχαιογνωσίας, καθώς πληροφορούμαστε αρκετά για ιστορικά γεγονότα τόσο του ισραηλιτικού λαού, όσο και άλλων λαών, όπως των Αιγυπτίων, των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων, των Περσών, των Ελλήνων κ.ά.
  • Από άποψη κοινωνιολογική, κατανοούμε τα γενικά θεσμικά πλαίσια της κοινωνίας του ισραηλιτικού λαού και άλλων λαών που ήρθαν σε επαφή μαζί του: ηθικές διατάξεις, παιδαγωγικές αρχές, φροντίδα αναξιοπαθούντων, πολίτευμα κ.ά.
  • Από άποψη λογοτεχνική, γνωρίζουμε τη λογοτεχνική αξία των κειμένων, όπως τη δομή τους, τα εκφραστικά σχήματα, το λεξιλόγιο, τον πλούτο των ιδεών.

Ελληνική βιβλιογραφία

Τριάντα περίπου χρόνια μετά τον τερματισμό της τουρκοκρατίας και τη δημιουργία του ελεύθερου εθνικού κράτους, ξεκινά μια σειρά από αξιόλογους ορθοδόξους Έλληνες καθηγητές της Παλαιάς Διαθήκης οι οποίοι συνέγραψαν και σχετικές Εισαγωγές. Το πρώτο σύγγραμμα που περιείχε ύλη εισαγωγής στην Παλαιά Διαθήκη, είχε τον τίτλο Εισαγωγή εις την Αγίαν Γραφήν (Αθήνα 1859) και ήταν έργο του φιλόπονου Κωνσταντίνου Κοντογόνη (1812-1878)[15], καθηγητή στο πανεπιστήμιο Αθηνών επί 40 έτη. Ακολούθησε ο σπουδαίος ιστορικός, ιστοριοδίφης, πατρολόγος και δογματολόγος Κωνσταντίνος Δυοβουνιώτης (1872-1943) με την Εισαγωγή εις τας Αγίας Γραφάς (Αθήνα 1904)[16] και κατόπιν ο Σπυρίδων Παπαγεωργίου (Εισαγωγή εις την Πάλαιαν Διαθήκην, Αλεξάνδρεια 1910). Στα 1936-1937, εκδίδεται με επιμέλεια μαθητών του, το ανέκδοτο έως τότε Εγχειρίδιον εισαγωγής εις τας Αγίας Γραφάς του πανεπιστημιακού Βασιλείου Αντωνιάδη (1851-1932) το πρώτο μέρος του οποίου ήταν Εισαγωγή εις την Πάλαιαν Διαθήκην[17]. Η σειρά των έργων που "έθεσαν τις βάσεις για την επιστημονική έρευνα των εισαγωγικών παλαιοδιαθηκικών προβλημάτων"[18] κλείνει με την Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην (1936, επανέκδ. 1993) του ακαδημαϊκού Μπρατσιώτη Παναγιώτη (1889-1982)[19] ο οποίος την εξέδωσε και σε επίτομη μορφή το 1955 (Επίτομος Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην).

Από εκεί και πέρα, τα βασικώτερα ελληνικά έργα που αφορούν την επιστήμη της εισαγωγής είναι:

  • Δ. Δόϊκου, Συνοπτική Εισαγωγή στην Π.Δ., Θεσσαλονίκη 1980.
  • Αθ. Χαστούπη, Εισαγωγή εις την Π.Δ., Αθήναι 1981.
  • Δ. Δόϊκου, Εισαγωγή στην Π.Δ., Θεσσαλονίκη 1985.
  • Καλαντζάκη Ε. Σταύρου, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη - Α΄ Γενική εισαγωγή, Θεσσαλονίκη 1985.

Ο πανεπιστημιακός καθηγητής Σταύρος Ε. Καλαντζάκης είναι αυτός που εξέδωσε και την πιο πρόσφατη εισαγωγή (2006), ένα ογκώδες έργο (1060 σελ.) παρά το γεγονός ότι "αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, οι λεπτομερείς παραθέσεις πληροφοριών, η σχολαστική καταγραφή θεωριών...και οι βιβλιογραφικές αναφορές"[20]. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το έργο αυτό "δεν αποτελεί απλώς εξειδικευμένο εγχειρίδιο, που περιορίζεται μόνο στην εξυπηρέτηση των επιστημονικών αναγκών των φοιτητών των Θεολογικών και Ιερατικών Σχολών, αλλά και ανάγνωσμα προσιτό σε κάθε φιλομαθή στη σπουδή της Παλαιάς Διαθήκης και γενικά σε όσους έχουν θεολογικά και ευρύτερα πνευματικά ενδιαφέροντα"[21].

Υποσημειώσεις

  1. Χαστούπης Π. Αθανάσιος, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986, σελ. 23.
  2. Παπαδόπουλος Μ. Νικόλαος, Σύντομος Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Αθήναι 1994, σελ. 48.
  3. Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 25.
  4. Χρήστου Παναγιώτης, Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Γ΄ (Δ΄ και Ε΄ αιώνες)', Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1987, σελ.. 271.
  5. Βλ. Χαστούπης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 24.
  6. Μπρατσιώτης Ι. Παναγιώτης, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Νικ. Π. Μπρατσιώτη, Αθήνα 1993 (c1936), σελ. 10.
  7. Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη - Α΄ Γενική εισαγωγή, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1985), σελ. 18.
  8. Μπρατσιώτης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 487.
  9. Καλαντζάκης, Εισαγωγή... (2006), ό.π., σελ. 104.
  10. Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, PG 126,569.
  11. Καλαντζάκης, ...Γενική εισαγωγή (1999), ό.π.
  12. Καλαντζάκης, Εισαγωγή... (2006), ό.π., σελ. 26.
  13. Για τα ιστορικά στοιχεία βλ. Παπαδόπουλος, Σύντομος Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 56-63. // Χαστούπης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 25-29. // Καλαντζάκης, Εισαγωγή... (2006), ό.π., σελ. 28-34.
  14. Για το ζήτημα αυτό, βλ. Παπαδόπουλος, Σύντομος Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 50-53.
  15. Βλ. "Κοντογόνης Κωνσταντίνος", ΘΗΕ τόμ. 7 (1965), στ. 798-799.
  16. Βλ. "Δυοβουνιώτης Κωνσταντίνος", ΘΗΕ τόμ. 5 (1964), στ. 233-238.
  17. Βλ. "Αντωνιάδης Βασίλειος", ΘΗΕ τόμ. 2 (1963), στ. 955-956.
  18. Καλαντζάκης, ...Γενική εισαγωγή (1999), ό.π., σελ. 22.
  19. Βλ. "Μπρατσιώτης Παναγιώτης", ΘΗΕ τόμ. 9 (1966), στ. 197-198.
  20. Καλαντζάκης, Εισαγωγή... (2006), ό.π., σελ. 8.
  21. Καλαντζάκης, Εισαγωγή... (2006), ό.π., σελ. 9.

Βιβλιογραφία

  • Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006
  • Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη - Α΄ Γενική εισαγωγή, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1985)
  • Μπρατσιώτης Ι. Παναγιώτης, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Νικ. Π. Μπρατσιώτη, Αθήνα 1993 (c1936)
  • Παπαδόπουλος Μ. Νικόλαος, Σύντομος Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Αθήναι 1994
  • Χαστούπης Π. Αθανάσιος, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, 1986