Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Διαδίκτυο και αξιόπιστη αρθρογραφία

Μερικές ακόμη προσωπικές σκέψεις

Εισαγωγή

Οι σκέψεις αυτές προέκυψαν ως αποτέλεσμα εμπειριών, από διάφορες προσπάθειες σύνταξης κειμένων, όταν με τον καιρό διαπιστώθηκαν κάποια προβλήματα που σχετίζονται με την ποιότητα και αξιοπιστία των κειμένων. Πάντα γίνονται λάθη μέχρι κάποιος να συνειδητοποιήσει τα στοιχεία που συνθέτουν το νέο, σχετικά, περιβάλλον του διαδικτύου, και καλό είναι να διορθώνονται κατά το δυνατό.

Όλες οι αναφορές σε «ψηφιακά κείμενα» αναφέρονται σε επεξεργάσιμα, πληκτρολογημένα κείμενα που υπάρχουν σε ιστοσελίδες και μπορούν να αντληθούν με Αντιγραφή - Επικόλληση, και όχι σκαναρισμένες (δηλ. περασμένες από scanner) σελίδες βιβλίων ή κείμενα από άλλα μέσα, όπως CD-ROM ή DVD-ROM.

Επίσης, όλες οι αναφορές και όλα τα επιχειρήματα συνδέονται με τον συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο γράφτηκαν οι σκέψεις αυτές: την επαληθεύσιμη και αξιόπιστη συγγραφή δικτυακών εγκυκλοπαιδικών άρθρων, με ιστορικό - θεολογικό περιεχόμενο (όπως στην Ορθόδοξη Wiki). Άρα, δεν έχουν γενικό χαρακτήρα και δεν εφαρμόζονται παντού και πάντα.

Θεμελιώδης κανόνας για την άντληση πληροφοριών από το διαδίκτυο

Όπως θα φανεί και παρακάτω, η πλέον προβληματική διαδικτυακή πληροφορία, είναι αυτή που για συντομία θα ονομάζω "χύμα"· αυτή δηλ. που όπως τα χύμα προϊόντα, είναι αγνώστου διαδρομής και προελεύσεως.

Κατά συνέπεια, "χύμα" πληροφορία είναι εκείνη η οποία διαθέτει όλα τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  1. Προέρχεται από άγνωστη-ανεπίσημη ιστοσελίδα (π.χ. κάθε τύπου προσωπικά blog, forum συζητήσεων κ.ά.).
  2. Την προσφέρει άγνωστος-μη έγκυρος στο αντικείμενό του συντάκτης.
  3. Δεν παρέχει καμμία τεκμηρίωση επάνω σε πρωτότυπες πηγές και βιβλιογραφία ή
  4. Οι υποτιθέμενες "πηγές" στις οποίες βασίζεται, περιέχουν και αυτές επίσης "χύμα" πληροφορίες (π.χ. παραπέμπει σε άλλα προσωπικά blog ή σε forum συζητήσεων, με τα ίδια χαρακτηριστικά).

Η εφαρμογή αυτού του σημαντικού, κατά την άποψή μου, κανόνα, από τον οποίο θα βγαίνουμε πάντα κερδισμένοι και ποτέ χαμένοι, ορίζει ότι κάθε τέτοια "χύμα" πληροφορία, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ΠΑΝΤΑ ως ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ, μέχρι να βρεθούν οι αποδείξεις για το αντίθετο.

Προς ενίσχυση της άποψης αυτής, παραθέτω την άποψη του καθηγητή Ιωάννη Καραγιαννόπουλου:

"Ο ερευνητής οφείλει να έχει δει το δημοσίευμα στο οποίο παραπέμπει, ανεξάρτητα αν χρησιμοποιεί παραθέματα ή απλώς δίνει παραπεμπτική βιβλιογραφική ένδειξη. Διαφορετικά ο ερευνητής εκτίθεται στο μεγάλο κίνδυνο να παραλάβει και να διαιωνίσει στα παραθέματα ή παραπομπές τα λάθη, που τυχόν έκανε ο συγγραφέας, από τον οποίο άντλησε. Εκτός από αυτό, εκτίθεται και στον άλλο κίνδυνο, να παραλάβει δηλ. χωρία που φαινομενικά στηρίζουν την άποψη του, έχουν αποσπασθεί όμως από τον παλαιότερο ερευνητή από άλλη συσχέτιση, που στο σύνολο της αντιστρατεύται τα επιχειρήματα του ερευνητή μας. Για το λόγο τούτο παραπομπές από δεύτερο χέρι είναι αντιεπιστημονικές και πρέπει να αποφεύγονται. Μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, όταν δεν υπάρχει τρόπος να δούμε το δημοσίευμα που αναζητούμε, θα παραπέμψουμε από δεύτερο χέρι. Τότε όμως θα σπεύσουμε να σημειώσουμε: «το παράθεμα (ή η παραπομπή) από τον Τάδε (με πλήρη βιβλιογραφική παραπομπή στο συγγραφέα και το έργο του)»". (Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Τεχνική της Επιστημονικής Ιστορικής Εργασίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 58).


Αν λοιπόν μπορεί να αποδειχτεί προβληματική η αυτούσια χρήση μιας παράθεσης από τρίτο συγγραφέα, την οποία δεν έχουμε δει με τα μάτια μας, ακόμα κι αν αυτός που μας την παραδίδει είναι αξιόπιστος συγγραφέας, μπορούμε να κατανοήσουμε πόσα προβλήματα θα μπορούσε να μας δημιουργήσει η χρήση "χύμα" πληροφοριών.

Και αν σαφώς έχει νόημα να γράψουμε ότι την τάδε παράθεση του καθ. Βούλγαρη, την πήραμε από τον καθ. Ι. Καραβιδόπουλο, δεν έχει όμως κανένα απολύτως νόημα να γράψουμε ότι την τάδε πληροφορία την πήραμε από το blog του tosodoulis.gr...

Περί ανωνυμίας

Το πρώτο και σημαντικότερο ζήτημα της διαδικτυακής μας παρουσίας, σχετίζεται με το φαινόμενο της ανωνυμίας. Ακόμη κι αν είμαστε κάποιοι ειδικοί στο αντικείμενο, κανείς δεν μπορεί να το ξέρει. Αυτό έχει και τα καλά του: μπορεί να μας δώσει μεγαλύτερη ώθηση στην προσπάθεια που κάνουμε για σύνταξη καλών και αξιόπιστων κειμένων, ώστε να καταφέρουμε, το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούμε, να μπορέσει κάποια στιγμή να συνδυαστεί με την αξιοπιστία. Την αξιοπιστία ενός ανώνυμου συντάκτη η οποία προέρχεται από τη συνεχή χρήση έγκυρης και αξιόπιστης βιβλιογραφίας και πηγών. Δεν είναι δυνατόν ένα "ψευδώνυμο" να επιτύχει τίποτε άλλο, παρά να βεβαιώσει με την πάροδο του χρόνου ότι κάθε τι που γράφει προέρχεται όντως από κάποια έγκυρη πηγή και όχι από το κεφάλι του. Μόνο τότε είναι πιθανόν να βρει αναγνώστες.

Η πραγματικότητα είναι πως είμαστε πολύ ...ανώνυμοι για να δώσουμε εμείς κύρος σε οποιαδήποτε ιστοσελίδα. Πρέπει υποχρεωτικά να συμβαίνει το αντίστροφο: η ιστοσελίδα θα πρέπει να έχει ήδη το αυξημένο κύρος ώστε να χρησιμοποιηθεί από εμάς, και να δώσει έτσι μια αίσθηση αξιοπιστίας στο κείμενό μας. Δεν είμαστε το ίδιο με τον ειδικό επιστήμονα-συγγραφέα που τυχόν μας οδηγεί μέσα από το βιβλίο ή το άρθρο του σε κάποιες ιστοσελίδες. Στην περίπτωση αυτή, δίνει ο ίδιος κύρος σε αυτές, αφού με τη χρήση τους, ταυτόχρονα μας «ενημερώνει» και ότι οι διευθύνσεις είναι ελεγμένες από τον ίδιο. Εμείς όμως, ως ανώνυμοι, δεν μπορούμε να εγγυηθούμε σε κανέναν την αξιοπιστία του οποιουδήποτε.

Με λίγα λόγια, έχουμε ανάγκη από το εγγυημένο κύρος των άλλων.

Κάτι παρόμοιο με αυτό βλέπουμε και στον επιστημονικό κόσμο: όποιος διαβάσει μια διδακτορική διατριβή, θα διαπιστώσει ότι ο υποψήφιος διδάκτορας έχει κοπιάσει σκληρά ώστε να συγκεντρώσει βιβλιογραφία και πηγές επάνω στα οποία θα στηρίζει διαρκώς τις απόψεις που διατυπώνει. Αντιθέτως, συχνά θα δούμε ότι ο φτασμένος επιστήμονας (ανάλογα με το είδος της εργασίας βέβαια) πολλές φορές δημοσιεύει έργα τα οποία παρέχουν μεν βιβλιογραφία, χωρίς όμως να την επικαλείται διαρκώς με υποσημειώσεις και παραθέματα. Το όνομα του όμως στο εξώφυλλο είναι αρκετό για να επικαλεστούμε την αξιοπιστία του.

Συμπερασματικά, κάθε ανώνυμος συντάκτης θα πρέπει να επιδιώκει μέσα από τα κείμενά του να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο "ποιος" το λέει αυτό που γράφει. Είναι αυτονόητο ότι, κάθε πληροφορία που δίνουμε, θα πρέπει και να τεκμηριώνεται με ακρίβεια η προέλευσή της. Όταν τεκμηριώνουμε την πηγή μας θα πρέπει να φανταζόμαστε έναν αναγνώστη, ο οποίος αφού διαβάσει τις πληροφορίες που του παρέχουμε, ξεκινά αμέσως και με ευκολία μπορεί να πάει και να αγοράσει, να δανειστεί, να διαβάσει, να βρει και να δει, όσα ακριβώς είδαμε κι εμείς.

Προβλήματα αξιοπιστίας των διαδικτυακών πληροφοριών

Μια μικρή προσωπική έρευνα, μου έδειξε τα εξής: Ανάμεσα σε 100 βιβλία ελλήνων συγγραφέων των τελευταίων χρόνων, τέσσερα μόνο περιείχαν αρκετές αναφορές σε διαδικτυακές πηγές (εκτός, εννοείται, της ιστοσελίδας του εκδότη ή του τυπογραφείου), ενώ ανάμεσα σε 100 ξενόγλωσσα βιβλία, αυτά που αναφέρονταν συχνά σε διαδικτυακούς τόπους ήταν δώδεκα. Μάλιστα, οι αναφορές σε ιστότοπους, είναι αριθμητικά ελάχιστες σε σχέση με τις αντίστοιχες παραπομπές σε έντυπα κάθε είδους (βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες κ.λπ.) σε σημείο που ακόμη κι αν έλειπαν οι διευθύνσεις web, το κείμενο δεν θα υστερούσε καθόλου σε αξιοπιστία. Επίσης, εκτός ότι οι συγγραφείς δεν χρησιμοποιούν ευρέως κείμενα από το διαδίκτυο για τη στήριξη των γραπτών τους, όταν το κάνουν, χρησιμοποιούν συνήθως τα πιο επίσημα website: οργανισμών (διευθύνσεις που συχνά αλλά όχι πάντα, έχουν κατάληξη .org), εκπαιδευτικών οργανισμών (κατάληξη .edu), κυβερνητικών οργανισμών (κατάληξη .gov) κ.λπ.

Οι λόγοι για τους οποίους βλέπουμε η έντυπη βιβλιογραφία να μην χρησιμοποιεί συχνά παραπομπές σε μη εγγυημένους δικτυακούς τόπους μπορεί να είναι πολλοί:

1ον ο κίνδυνος που εμπεριέχει η στήριξη εξ’ ολοκλήρου σε ψηφιακά κείμενα: δεν είναι απίθανο, όταν προσπαθήσει κάποιος αναγνώστης να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες, να έχει αλλάξει η διεύθυνση του δικτυακού τόπου, ή να έχει καταργηθεί εντελώς, και το περιεχόμενο να μην είναι πλέον διαθέσιμο. Για το λόγο αυτό, ο ρόλος της αναφοράς τέτοιων τοποθεσιών είναι συνήθως βοηθητικός-συμπληρωματικός. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των πατερικών κειμένων που είχε ανεβάσει το Πανεπιστήμιο Αιγαίου (που θεωρητικά είναι και αξιόπιστος φορέας), στη διεύθυνση http://patrologia.ct.aegean.gr/PG_Migne η οποία εδώ και πολύ καιρό δεν λειτουργεί. Προφανώς, αν κάποιος είχε στηρίξει τις παραθέσεις του εκεί, θα είχε πρόβλημα.
2ον η εύκολη διόρθωση των κειμένων η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή εφόσον γίνει αντιληπτό ένα λάθος ή μια εσφαλμένη διατύπωση από τον υπεύθυνο του δικτυακού τόπου: υπάρχει πάντα ο φόβος να έχουν γίνει αλλαγές στις πληροφορίες που συλλέχτηκαν κάποτε. Για το λόγο αυτό άλλωστε, όταν γίνεται χρήση ψηφιακών πληροφοριών, καταγράφεται και η ημέρα επίσκεψης του συντάκτη στον ιστότοπο.
3ον η πιθανή έλλειψη υπευθυνότητας προς τους αναγνώστες, η οποία είναι μεγαλύτερη όσο περισσότερο «άγνωστος» και μη ειδικός είναι ο συντάκτης της ψηφιακής πληροφορίας: Ο συντάκτης αυτός είναι φυσικό να μην αισθάνεται αυξημένο το βάρος των υποχρεώσεών του απέναντι στους τυχόν αναγνώστες του, με αποτέλεσμα να μην έχει πρόβλημα να τροποποιήσει το περιεχόμενο και μάλιστα χωρίς να το αναφέρει, ή να αλλάξει τη διεύθυνσή του χωρίς να προβλέψει για ανακατευθύνσεις, ακόμη και να κλείσει τον ιστότοπό του αν θεωρήσει κάποια στιγμή το κόστος ή την κούραση μεγάλη. Για το λόγο αυτό οι περισσότερες διευθύνσεις που χρησιμοποιούνται από έγκυρα έντυπα, λειτουργούν κάτω από την "ομπρέλα" ενός εκπαιδευτικού οργανισμού, μιας ομάδας ειδικών, ενός γνωστού και ειδικού στο αντικείμενό του επιστήμονα κ.λπ. ώστε η ανάγκη αξιοπιστίας που απορρέει από τον τίτλο που φέρει ο δικτυακός τόπος να οδηγεί σε σεβασμό των επισκεπτών.

Αίτια αυξημένης αξιοπιστίας του έντυπου κειμένου

Σε αντίθεση με όσα αναφέραμε παραπάνω, ο συγγραφέας και ο εκδότης του έντυπου κειμένου, γνωρίζει καλά ότι από τη στιγμή που θα ξεκινήσει η διαδικασία εκτύπωσης, η κατάσταση δεν αναστρέφεται χωρίς μεγάλο κόστος σε χρήμα και χρόνο. Πριν λοιπόν φτάσει το κείμενο στο τυπογραφείο θα πρέπει να έχει ελεγχθεί με κάθε προσοχή και επιμέλεια. Και όχι μόνο ως προς την επιστημονική του εγκυρότητα, αλλά ακόμη και ως προς τα άλλα σφάλματα. Το γεγονός ακριβώς, ότι ένα έντυπο στο οποίο έχουν περάσει ορθογραφικά λάθη, αναγραμματισμοί, ασυνταξίες κ.λπ., δημιουργεί κακές εντυπώσεις στον αναγνώστη, υποχρεώνει τους υπευθύνους να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την εξάλειψή τους. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι μόνο τυπικό αλλά και ουσιαστικό• τίποτα δεν εμποδίζει τον αναγνώστη να σκεφτεί ότι, αφού πέρασαν τόσα λάθη στο τελικό κείμενο, είναι πολύ πιθανό να μην έχει υπάρξει λεπτομερής έλεγχος και επιμέλεια, και κατά συνέπεια είναι εξίσου πιθανή η παρείσφρηση και άλλων, σοβαρότερων σφαλμάτων, που θίγουν την επιστημονική αξιοπιστία του εντύπου.

Άρα, ένα κείμενο με πολλά λάθη δημιουργεί αρνητικές εντυπώσεις-κρίσεις, και για τον συγγραφέα και για τον επιμελητή και για τον εκδότη. Αυτό το γεγονός ωθεί τους εμπλεκόμενους να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια απάλειψης των λαθών.

Αυτό θα μπορούσε να μην συμβαίνει με τα δημοσιευμένα, επεξεργάσιμα ψηφιακά κείμενα. Όπως ακριβώς στη σημερινή εποχή της επεξεργασίας κειμένου, τα διάφορα μικρο-λάθη πληκτρολόγησης διορθώνονται εύκολα και έτσι δεν απασχολούν όσο απασχολούσαν τους χρήστες γραφομηχανής, το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και στην γενικότερη επιμέλεια ενός δημοσιευμένου ψηφιακού κειμένου, ειδικά όταν ο συντάκτης του και ο ιστοχώρος όπου αυτό δημοσιεύεται είναι παντελώς άγνωστοι. Δεν υπάρχει η επιτακτική ανάγκη για άψογη επιμέλεια, όπως στην περίπτωση του τυπογραφείου.

Το ψηφιακό κείμενο μπορεί να είναι εξίσου σεβαστό με το έντυπο, στις ελάχιστες περιπτώσεις που μερικοί σύγχρονοι συγγραφείς παρέχουν δωρεάν όλο το κείμενο που χρησιμοποιήθηκε για την εκτύπωση του ήδη δημοσιευμένου εντύπου. Το ίδιο συμβαίνει και με το ψηφιακό κείμενο που παρέχεται από πολλές εφημερίδες σήμερα. Είναι το ίδιο ακριβώς που μια μέρα πριν ή και λιγότερο, είχε δημοσιευτεί στην έντυπη έκδοση. Για το λόγο αυτό, ένα ιστορικό, θρησκειολογικό ή άλλο αφιέρωμα που προσφέρει μια έγκριτη εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας σε ψηφιακή μορφή, έχει περάσει από επιμέλεια ώστε να οδηγηθεί πρώτα στο τυπογραφείο και έτσι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.

Προβλήματα κακοπιστίας και σύγκριση ιστότοπων

Ασφαλώς, τα προβλήματα του ψηφιακού κειμένου δεν σταματούν εδώ. Η προπαγάνδα και η κακοπιστία είναι φαινόμενα υπαρκτά. Η εμπειρία του καθενός από εμάς από το διαδίκτυο ίσως τον έχει φέρει μπροστά σε ανάλογα φαινόμενα: κατευθυνόμενη πληροφόρηση, στρατευμένοι συντάκτες, αλλοίωση κειμένων με αποσιωπήσεις, επιλεγμένες παραθέσεις αποκομμένες από το υπόλοιπο περιεχόμενο και νόημα.

Ένας πρόχειρος έλεγχος μιας ψηφιακής πηγής αγνώστων λοιπόν στοιχείων περιλαμβάνει μερικές αναγνώσεις κειμένων και κρίσεις:

  • Το κείμενο αποτελεί προσωπική άποψη και δηλώνεται;
  • Στο κάτω μέρος των κειμένων υπάρχει κάποια αναφορά σε βιβλιογραφία;
  • Υπάρχουν παραθέσεις που επιβεβαιώνουν τη χρήση της βιβλιογραφίας;
  • Υπάρχουν αναφορές «κάποτε ο τάδε είπε», ο «δείνα έγραψε», «όλοι οι ειδικοί πιστεύουν», «είναι σε όλους γνωστό» χωρίς αυτό να τεκμηριώνεται;
  • Είναι το κείμενο επιθετικό, εριστικό;

Μία ανώνυμη διαδικτυακή πηγή, η οποία γράφει πράγματα που πρωτίστως δεν συγκρούονται σε ακραίο βαθμό με την κοινή λογική, θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιόπιστη όταν χρησιμοποιεί πάντα βιβλιογραφία γραμμένη από ειδικούς στο αντικείμενο συγγραφείς, με αναφορές σε αυτήν σε υποσημειώσεις και παραπομπές. Ένας δειγματοληπτικός έλεγχος κάποιων από τις αναφορές αυτές είναι απαραίτητος όμως, πριν αρχίσουμε σταδιακά να εμπιστευόμαστε το περιεχόμενο. Εκτυπώνουμε 2-3 διαφορετικά κείμενα και επιλέγουμε να εξετάσουμε κάποιες από τις αναφερόμενες υποσημειώσεις (πηγαίνοντας σε μια βιβλιοθήκη ή σε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο). Προφανώς, αν βρούμε ότι στην πραγματικότητα, πολλές από αυτές είναι ανύπαρκτες ή γράφουν πράγματα εντελώς διαφορετικά, τότε η πηγή μας έχει πρόβλημα. Δεν χρειάζεται βέβαια να υπερβάλουμε: ακόμα και σε βιβλία υπάρχει περίπτωση να γράφεται λάθος αριθμός σελίδας, ή να υπάρχει κάποιο ορθογραφικό λάθος. Αρκεί να μην γίνεται αυτό συστηματικά, γεγονός που δείχνει παραπληροφόρηση.

Έγκυρες ψηφιακές πηγές

Αν παρατηρήσουμε τις μεθόδους που ακολουθούν μεγάλοι οργανισμοί με σκοπό να διαδώσουν την επιστημονική πληροφόρηση στο ευρύ κοινό, βλέπουμε συχνά, ότι δεν ψηφιοποιούν απλώς υπάρχοντα κείμενα με διαδικασία αναγνώρισης κειμένου (OCR), αλλά εγγυώνται για το περιεχόμενο του κάθε εντύπου, ψηφιοποιώντας το και σε μορφή εικόνας, παρ' όλο που αυτό δημιουργεί τεράστιες ανάγκες σε αποθηκευτικό χώρο. Αυτό έχει κάνει και η Google, και πολλές βιβλιοθήκες οι οποίες παρέχουν υπεύθυνα πληροφόρηση στο κοινό ή σε φοιτητές. Αυτή η περίπτωση ψηφιακής πληροφόρησης είναι περισσότερο ασφαλής, καθώς οι σελίδες κειμένου παρουσιάζονται ως φωτογραφία και κάνουν τον αναγνώστη να αισθάνεται περισσότερο σίγουρος για την αυθεντικότητα του περιεχομένου. Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, αυτά τα δεδομένα προσφέρονται επί πληρωμή στο ευρύ κοινό. Αν παρέχονται πλήρη και δωρεάν, αυτό γίνεται για ερευνητικούς σκοπούς και μόνο σε φοιτητές ή εκπαιδευτικό προσωπικό, στους οποίους δίνονται και κωδικοί πρόσβασης.

Όσον αφορά πάντως στην ελεύθερη πρόσβαση σε σκαναρισμένες σελίδες και κείμενα, η πιο συνηθισμένη πρακτική είναι να παρέχονται δωρεάν, μόνο όταν δεν υπάρχουν ζητήματα πνευματικών δικαιωμάτων, πράγμα που συνήθως συμβαίνει σε παλιά έντυπα πολλών δεκαετιών. Στα ελληνικά υπάρχει το εξαιρετικό έργο «Ανέμη» με χιλιάδες ψηφιοποιημένα, σπάνια βιβλία. Πως αλλιώς θα μπορούσε το ευρύ κοινό να αποκτήσει πρόσβαση (έστω και μόνο για on-line διάβασμα), στο τεράστιο έργο του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Περί των Ο΄ ερμηνευτών της Παλαιάς Θείας Γραφής.

Σαφώς βέβαια, υπάρχουν και πληροφορίες που παρέχονται μόνο σε μορφή ψηφιακού κειμένου χωρίς ψηφιοποίηση της εικόνας, αλλά προς το παρόν, οι εξαιρετικά έγκυρες πηγές δεν είναι τόσο πολλές και ούτε δωρεάν. Κάποιες συνδρομητικές ψηφιακές βιβλιοθήκες προσφέρουν τα βιβλία τους σε μορφή επεξεργάσιμου κειμένου (όπως π.χ. η NetLibrary και η Questia. Εδώ, δείγμα της μορφής που έχουν τα ψηφιοποιημένα βιβλία που διαθέτει). Άλλα τέτοια παραδείγματα είναι η εγκυκλοπαίδεια Britannica που επίσης μεγάλο μέρος του περιεχομένου της το προσφέρει σε συνδρομητές και το έργο «Oxford Reference Online» (http://www.oxfordreference.com/pub/views/home.html) το οποίο παρέχει το σύνολο σχεδόν των έγκυρων λεξικών της Οξφόρδης σε ψηφιακά επεξεργάσιμη μορφή. Τέτοιες περιπτώσεις ιστότοπων, αποτελούν έγκυρες πηγές, αναγνωρισμένες διεθνώς και η χρήση τους είναι πάντα ασφαλής.

Συνολικά, κάθε ιστότοπος που βρίσκουμε να αναφέρεται μέσα σε έγκυρη βιβλιογραφία, αυτομάτως αποκτάει το κύρος που του δίνει ο συγγραφέας. Για παράδειγμα, ο καθ. Πέτρος Βασιλειάδης σε βιβλίο του, μας δίνει την ιστοσελίδα αυτή για να διαβάσουμε εισήγηση του Η. Koester. Αυτός είναι ένας λόγος για να εμπιστευτούμε τις σελίδες αυτές. Και δεν είναι καθόλου περιττό να αναφέρουμε σε υποσημείωση ποιος μας υπέδειξε τη διεύθυνση και το δημοσίευμα αυτό. Καμία πληροφορία δεν είναι περιττή αν βοηθά έστω και λίγο στην αύξηση της αξιοπιστίας του κειμένου μας.

Συμπερασματικά

  • Η ανωνυμία αποτελεί ουσιαστικό πρόβλημα στην εγγύηση της αξιοπιστίας μας προς τους άλλους.
  • Αυτό αντισταθμίζεται μόνο με τη χρήση έγκυρων πηγών.

Κατά σειρά εγκυρότητας, καλό θα ήταν να χρησιμοποιούνται ως πηγές αρθρογραφίας τα εξής:

1ο Η σχετική με το αντικείμενο, έντυπη επιστημονική βιβλιογραφία (έστω και σκαναρισμένη και ψηφιοποιημένη στο διαδίκτυο όπως η βιβλιοθήκη Ανέμη) ή τα κείμενα της Ορθόδοξης Παράδοσης εφόσον μιλάμε για Ορθόδοξη Θεολογία.
2ο Γενικές εγκυκλοπαίδειες σε ψηφιακή ή έντυπη μορφή, κυρίως αυτές που έχουν μακρά εκδοτική παράδοση.
3ο Πηγές από το διαδίκτυο, εφόσον παρέχουν κείμενα γνωστών ή ειδικών και έγκυρων συντακτών για τα οποία αναφέρουν με κάθε λεπτομέρεια την προέλευσή τους (συγγραφέα, τίτλο, εκδότη, έτος, σελίδα κ.λπ.). Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι υποχρεωτική η χρήση ημερομηνίας επίσκεψης του ιστότοπου και αν είναι δυνατό, η αποθήκευση ή εκτύπωση των κειμένων, ώστε να τα έχουμε διαθέσιμα για κάθε ενδεχόμενο.


Αν δεν μπορούμε να βρούμε από αλλού πληροφορίες, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε και τα εξής:

1ο Κείμενα αγνώστων συντακτών, εφόσον όμως αυτά δημοσιεύονται σε αναγνωρισμένους ιστότοπους. Π.χ. Εκκλησία της Ελλάδας, Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, γνωστές εφημερίδες, ιστότοπους περιοδικών που δημοσιεύουν δωρεάν μέρος από το περιεχόμενό τους, επίσημα κρατικά ή δημοτικά πνευματικά ιδρύματα κ.λπ. Υποχρεωτική και πάλι είναι η χρήση ημερομηνίας επίσκεψης του ιστότοπου και αν είναι δυνατό, η αποθήκευση ή εκτύπωση των κειμένων, ώστε να τα έχουμε διαθέσιμα για κάθε ενδεχόμενο.
2ο Κείμενα αγνώστων συντακτών, από μη αναγνωρισμένους ιστότοπους όταν και μόνο όταν χρησιμοποιούν πάντα βιβλιογραφία τη χρήση της οποίας (μέρους έστω) επιβεβαιώνουν μέσα από υποσημειώσεις και παραπομπές. Ταυτόχρονα, τα κείμενα πρέπει να είναι διατυπωμένα με σοβαρότητα, χωρίς υπερβολές και θριαμβολογίες. Απαραίτητο είναι να έχουμε μερικές αποδείξεις για την εγκυρότητα του συντάκτη, ελέγχοντας δειγματοληπτικά κάποια από τα βιβλιογραφικά στοιχεία που παρέχει.

Δες επίσης


PapyruS 18:48, 12 Οκτωβρίου 2008 (UTC)