Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Χιλιασμός"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Ο Χιλιασμός στην αρχαία Εκκλησία)
μ (Ο Χιλιασμός στην αρχαία Εκκλησία)
Γραμμή 39: Γραμμή 39:
 
Ο ''χιλιασμός'' στην αρχαία εκκλησία εξάλλου, δεν αποτελούσε ενιαίο σύστημα αλλά υπήρχαν διαφωνίες ως προς το περιεχόμενο: ''"ο μεν Ιουστίνος (Απολ. Α.52.) επίστευεν ότι πάντες οι άνθρωποι εξελεύσονται των τάφων εν τη δευτέρα παρουσία ο δε Ειρηναίος (Adv. haeres V. 32—36.) εδόξαζεν ότι μόνοι οι δίκαιοι αναστήσονται, καθώς και ο Τερτυλλιανός (De ressurect. carnis 42. De anima 58. Adv. Marcion. III. 4.), όστις όμως διέφερε νομίζων οτι οι μεν πρότερον, οι δε ύστερον εγερθήσονται κατά την ιδίαν αυτών αξίαν έκαστος, ο δε Λακτάντιος όστις επίστευε δύο αναστάσεις, την μεν κατά την παρουσίαν, την δε κατά την τελευταίαν κρίσιν, ενόμιζεν ότι οι χριστιανοί μόνοι αναστήσονται κατά την πρώτην, οι μεν αγαθοί όπως ανταμειφθώσιν, οι δε κακοί όπως τιμωρηθώσι, κατά δε την δευτέραν οι δίκαιοι μεταμορφωθήσονται εις σχήμα αγγέλων (Inslit. div. VII.20. 26.)"''<ref>Νικολαΐδου, ''Πνεύμα...'', ό.π., σελ. 233.</ref>. Επιπλέον, ''"η καρποφορία περιγράφεται καθ' υπερβολήν υπό του Ειρηναίου (επιδράσεις χιλιαστικών δοξασιών του Παπίου)"'', ενώ ''"ο Ιουστίνος, αν και ένθερμος υποστηρικτής του Χιλιασμού, κατώρθωσεν εν τούτοις να αποφύγη τας υπερβολικάς...ταύτας υλιστικάς προσδοκίας"''<ref>Θεοδώρου, ''Ιστορία...'', 195-196.</ref>.
 
Ο ''χιλιασμός'' στην αρχαία εκκλησία εξάλλου, δεν αποτελούσε ενιαίο σύστημα αλλά υπήρχαν διαφωνίες ως προς το περιεχόμενο: ''"ο μεν Ιουστίνος (Απολ. Α.52.) επίστευεν ότι πάντες οι άνθρωποι εξελεύσονται των τάφων εν τη δευτέρα παρουσία ο δε Ειρηναίος (Adv. haeres V. 32—36.) εδόξαζεν ότι μόνοι οι δίκαιοι αναστήσονται, καθώς και ο Τερτυλλιανός (De ressurect. carnis 42. De anima 58. Adv. Marcion. III. 4.), όστις όμως διέφερε νομίζων οτι οι μεν πρότερον, οι δε ύστερον εγερθήσονται κατά την ιδίαν αυτών αξίαν έκαστος, ο δε Λακτάντιος όστις επίστευε δύο αναστάσεις, την μεν κατά την παρουσίαν, την δε κατά την τελευταίαν κρίσιν, ενόμιζεν ότι οι χριστιανοί μόνοι αναστήσονται κατά την πρώτην, οι μεν αγαθοί όπως ανταμειφθώσιν, οι δε κακοί όπως τιμωρηθώσι, κατά δε την δευτέραν οι δίκαιοι μεταμορφωθήσονται εις σχήμα αγγέλων (Inslit. div. VII.20. 26.)"''<ref>Νικολαΐδου, ''Πνεύμα...'', ό.π., σελ. 233.</ref>. Επιπλέον, ''"η καρποφορία περιγράφεται καθ' υπερβολήν υπό του Ειρηναίου (επιδράσεις χιλιαστικών δοξασιών του Παπίου)"'', ενώ ''"ο Ιουστίνος, αν και ένθερμος υποστηρικτής του Χιλιασμού, κατώρθωσεν εν τούτοις να αποφύγη τας υπερβολικάς...ταύτας υλιστικάς προσδοκίας"''<ref>Θεοδώρου, ''Ιστορία...'', 195-196.</ref>.
  
Αρκετά νωρίς, τον 2ο αιώνα, άρχισε ο αντίλογος απέναντι στον ''χιλιασμό''. Ο ''Γάιος'', πρεσβύτερος στη Ρώμη, που ''"βοήθησε θεολογικά την Εκκλησία στην αντιμετώπιση του αποκαλυπτικού κινήματος της εποχής του και της πληθώρας των απόκρυφων βιβλίων, που νόθευαν τον Κανόνα της Γραφής"'' καταπολεμά τη διδασκαλία ''"περί χιλιετούς βασιλείας του Χριστού στη γη"''. Η αντίδρασή του ήταν τόσο μεγάλη ώστε ''"προς αναίρεσιν των χιλιαστικών τούτων δοξασιών...ο Γάϊος απέρριψε την Αποκάλυψιν του Ιωάννου"'' την οποία απέδωσε στον [[Κήρινθος|Κήρινθο]]<ref>"Γάιος", ''ΘΗΕ'', τόμ. 4 (1964), στ. 148.</ref>. Κατά του ''Χιλιασμού'' ''"εξεδηλώθη και ο Ωριγένης χαρακτηρίζων τους εχομένους τούτου ως υπό σαρκικών επιθυμιών αγομένους...παραθεωρούντας δε τα όσα γράφει ο απόστολος Παύλος περί πνευματικού σώματος μετά την ανάστασιν"''<ref>Τρεμπέλας, ''Δογματική...'', τόμ. Γ', ό.π., σελ. 449, υποσημ. #26.</ref>. Ακολούθως, ο ''Διονύσιος επίσκοπος Αλεξανδρείας'' (248-264) ο ''"διδάσκαλος"'' της ''"καθολικής Εκκλησίας"''<ref>Αθανασίου, ''Περί Διονυσίων'', 6.1</ref>, καταπολέμησε τις χιλιαστικές αντιλήψεις που κυκλοφορούσαν στους κόλπους της Εκκλησίας<ref>Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, ''Πατρολογία'', τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 446</ref> ''"φέρνοντας την οριστική ρήξη με την χιλιαστική παράδοση"''<ref>Παναγόπουλος Ιωάννης, ''H Πατερική κατανόηση του Βιβλίου της Aποκαλύψεως'', στο "Εισηγήσεις ΣΤ' Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών θεολόγων", 1991, σελ. 360</ref>. Συνολικά, αρκετές εξέχουσες φυσιογνωμίες του χριστιανικού χώρου, όπως ο [[Κλήμης ο Αλεξανδρεύς]], ο [[Ευσέβιος ο Καισαρείας]], ο [[Αυγουστίνος]], κ.ά., και εκκλησιαστικές σύνοδοι, ασχολήθηκαν με το ''χιλιασμό'' και την καταδίκη των ιδεών του, που ούτως ή άλλως ''"ατόνησαν προοδευτικά μετά τα μέσα του Γ΄ αιώνα"''<ref>Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία'', τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 151</ref>.
+
Αρκετά νωρίς, τον 2ο αιώνα, άρχισε ο αντίλογος απέναντι στον ''χιλιασμό''. Ο ''Γάιος'', πρεσβύτερος στη Ρώμη, που ''"βοήθησε θεολογικά την Εκκλησία στην αντιμετώπιση του αποκαλυπτικού κινήματος της εποχής του και της πληθώρας των απόκρυφων βιβλίων, που νόθευαν τον Κανόνα της Γραφής"'' καταπολεμά τη διδασκαλία ''"περί χιλιετούς βασιλείας του Χριστού στη γη"''. Η αντίδρασή του ήταν τόσο μεγάλη ώστε ''"προς αναίρεσιν των χιλιαστικών τούτων δοξασιών...ο Γάϊος απέρριψε την Αποκάλυψιν του Ιωάννου"'' την οποία απέδωσε στον [[Κήρινθος|Κήρινθο]]<ref>"Γάιος", ''ΘΗΕ'', τόμ. 4 (1964), στ. 148.</ref>. Κατά του ''Χιλιασμού'' ''"εξεδηλώθη και ο Ωριγένης χαρακτηρίζων τους εχομένους τούτου ως υπό σαρκικών επιθυμιών αγομένους...παραθεωρούντας δε τα όσα γράφει ο απόστολος Παύλος περί πνευματικού σώματος μετά την ανάστασιν"''<ref>Τρεμπέλας, ''Δογματική...'', τόμ. Γ', ό.π., σελ. 449, υποσημ. #26.</ref>. Ακολούθως, ο ''Διονύσιος επίσκοπος Αλεξανδρείας'' (248-264) ο ''"διδάσκαλος"'' της ''"καθολικής Εκκλησίας"''<ref>Αθανασίου, ''Περί Διονυσίων'', 6.1</ref>, καταπολέμησε τις χιλιαστικές αντιλήψεις που κυκλοφορούσαν στους κόλπους της Εκκλησίας<ref>Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, ''Πατρολογία'', τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 446</ref> ''"φέρνοντας την οριστική ρήξη με την χιλιαστική παράδοση"''<ref>Παναγόπουλος Ιωάννης, ''H Πατερική κατανόηση του Βιβλίου της Aποκαλύψεως'', στο "Εισηγήσεις ΣΤ' Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών θεολόγων", 1991, σελ. 360</ref>. Συνολικά, αρκετές ακόμα εξέχουσες φυσιογνωμίες του χριστιανικού χώρου, όπως ο [[Κλήμης ο Αλεξανδρεύς]], ο [[Ευσέβιος ο Καισαρείας]], ο [[Αυγουστίνος]], κ.ά., και εκκλησιαστικές σύνοδοι, ασχολήθηκαν με το ''χιλιασμό'' και την καταδίκη των ιδεών του, που ούτως ή άλλως ''"ατόνησαν προοδευτικά μετά τα μέσα του Γ΄ αιώνα"''<ref>Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία'', τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 151</ref>.
  
 
==Υποσημειώσεις==
 
==Υποσημειώσεις==

Αναθεώρηση της 22:36, 10 Μαΐου 2009

Με τον όρο Χιλιασμός, αναφερόμαστε στη θρησκευτική πεποίθηση που έχει ως πυρήνα της διδασκαλίας της τον χιλιετή θρίαμβο του καλού επί του κακού, γύρω από τον οποίο αναφύονται πολυποίκιλες πεποιθήσεις που διαφοροποιούν το χιλιαστικό φαινόμενο από άλλα συναφή θρησκευτικά φαινόμενα[1]. Για την Ορθόδοξη Θεολογία, ο χιλιασμός αποτελεί "εσχατολογική πλάνη", σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς Χριστός θα βασιλεύσει για χίλια χρόνια στη γη, κατά το τέλος του κόσμου[2].

Αν και ο Χιλιασμός δεν εμφανίζεται με πάγια και σταθερή μορφή, τα βασικώτερα σημεία που θα μπορούσαμε να διακρίνουμε είναι τα ακόλουθα[3]:

  1. Η επί γης εγκαθίδρυση της ένδοξης και ειρηνικής βασιλείας του Μεσσία Χριστού, βασιλεία μεστή ευημερίας και αγαθών (υλικών και πνευματικών), της οποίας η διάρκεια τοποθετείται ως επί το πλείστον στα χίλια χρόνια.
  2. Μια βασιλεία η οποία θεωρείται ως προοίμιο της μέλλουσας βασιλείας του θεού, η οποία ουσιαστικά είναι μια μεσοβασιλεία ανάμεσα σε δύο οριακά σημεία, ενός "αρχεγόνου παραδείσου" στην αρχή της ιστορίας και μίας "γης της επαγγελίας" στο τέλος της ιστορίας[4].
  3. Κατά το διάστημα της χιλιετούς βασιλείας του Μεσσία, θα συμβεί η ολοσχερής εκμηδένιση κάθε αντιθέτου δυνάμεως.
  4. Θα λάβει χώρα η πρώτη εκ νεκρών ανάσταση των δικαίων, μαζί με τους οποίους θα βασιλεύσει ο Χριστός επί της γης.
  5. Θα ακολουθήσει η καθολική ανάσταση των νεκρών, η καθολική κρίση και η ανταπόδοση, ανάλογα με τα έργα του καθενός.

Σύμφωνα με την αρχαιότερη μορφή του χιλιασμού, η επίγεια βασιλεία του Χριστού, θα παρεμβληθεί μεταξύ μιας πρώτης αναστάσεως, αυτής των δικαίων (οι οποίοι "θά είναι οι μόνοι μέτοχοι των απολαύσεων της χιλιετούς βασιλείας") και μίας δεύτερης, η οποία αναμένει τους μέλλοντες να καταδικαστούν, ενώ θα ακολουθήσει η κρίση και η απόδοση των αιωνίων ποινών (Κόλαση) και απολαύσεων (Παράδεισος)[5].

Επιρροές από την ιουδαϊκή εσχατολογία

Η περί χιλιασμού ιδεά δεν ήταν φαινόμενο που πρωτοεμφανίστηκε "επί του εδάφους, της αρχαίας του Χριστού Εκκλησίας"[6]. Ανάλογες δοξασίες είχαν αρχικά υιοθετηθεί από τον ιουδαϊσμό της Παλαιστίνης και της διασποράς, με τα εξής χαρακτηριστικά[7]:

  1. Εθνικοθρησκευτική αποκατάσταση του Ισραήλ με κέντρο την Ιερουσαλήμ.
  2. Συντριβή και εκμηδένιση πάντων των έχθρων των Ιουδαίων.
  3. Έγκαθίδρυση στη γη ιουδαϊκής κοσμοκρατορίας με βασιλιά τον Μεσσία.
  4. Χιλιετής βασιλεία ειρηνική και ένδοξη, αλλά και μεστή υλικών απολαύσεων καί αγαθών.
  5. Προσδοκία λαμπρού κοσμικού μέλλοντος για τον περιούσιο λαό του θεού.

Αυτές οι χιλιαστικές δοξασίες αναπτύχθηκαν με εμφανείς τις από τον 2ο π.Χ. αιώνα[8] "επιδράσεις της αποκαλυπτικής γραμματείας του Ιουδαϊσμού"[9][10]. Τέτοια έργα ήταν τα "Δ' Έσδρα (κεφ. 5,7,10,12), Ενώχ (45,50, 51,61), Βαρούχ[11] (29,40,53,72), Ιωβηλαίων (1,13, 20,23), Ψαλμ. Σολομώντος (17), Αποκ. Πέτρου κ.ά.." που "συνεδέοντο δε και με την έξαρση του μεταγενέστερου Ιουδαϊκού μεσσιανισμού, ήτοι με την έντονη Ιουδαϊκή προσδοκία της ελεύσεως του Μεσσία για την εγκαθίδρυση στη γη χιλιετούς Ιουδαϊκής βασιλείας με κέντρο την Ιερουσαλήμ, στην οποία θα υποτάσσοντο όλοι οι λαοί της γης."[12].

Ο Χιλιασμός στην αρχαία Εκκλησία

Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες φαίνεται να ακμάζει το χιλιαστικό φαινόμενο και σε αυτό συνέτειναν τρεις κυρίως παράγοντες[13][14]:

  1. Η επίδραση των εσχατολογικών απόψεων του ιουδαϊσμού.
  2. Η κατά γράμμα ερμηνεία του βιβλίου της Αποκαλύψεως (ιδίως το Αποκ. 20,1-6).
  3. Η ατμόσφαιρα των διωγμών, η οποία ενέτεινε την αναμονή του Μεσσία-Χριστού με την πρόρρηση του τέλους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Κάτω από τις επιδράσεις αυτές, αναπτύχθηκαν δύο είδη χιλιασμού[15]:

α) Ο λεγόμενος Σαρκικός: Ο Σαρκικός χιλιασμός είναι ιουδαϊκής προελεύσεως, βασισμένος σε ραββινική παράδοση κατά την οποία η ιστορία του κόσμου θα τερματιστεί σε επτά χιλιάδες χρόνια, εκ των οποίων τα πρώτα έξι χιλιάδες εκπροσωπούν το πρώτο μέρος της μωσαϊκής εβδομάδας (προμεσσιανική εποχή), ενώ την τελευταία ημέρα, το Σάββατο, αντιπροσωπεύει η χιλιετία της μεσσιανικής βασιλείας, οπότε θα είναι η εποχή για πλούτη, υποταγή όλων των λαών, θρίαμβο του Ισραήλ. Αυτή την καθαρά αιρετική εκδοχή, υιοθέτησε ο γνωστικός Κήρινθος, και αυτό το γεγονός βοήθησε πολύ ώστε να δυσφημιστεί η χιλιαστική δοξασία και αργότερα να δεχτεί σφοδρές επιθέσεις[16]. Οι λεγόμενοι "Κηρινθιανοί...μαθηταί του Κηρίνθου" θεωρούσαν ότι στη χιλιετή βασιλεία τους περίμεναν "άφθονα σιτία και ποτά και γάμοι και παντοίαι σαρκικαί ηδοναί (Ευσέβ. Εκκλ. Ιστορ Β.13. Γ.28.)"[17]. Αυτή την αίρεση υιοθέτησε με ελαφρές διαφορές τον 3ο αιώνα ο "επίσκοπος Αρσινόης εν Αιγύπτω Νέπως, ο αρχηγός των εν Αιγύπτω χιλιαστών" και "απέκτησε πολλούς οπαδούς, οίτινες, μετά τον θάνατον του Νέπωτος, τον χιλιασμόν αποδεχόμενοι υπό την διεύθυνσιν Κορακίωνος τίνος, απεχωρίσθησαν από της εκκλησίας, αλλά βραδύτερον επεστράφησαν από της δοξασίας ταύτης υπό του επισκόπου Αλεξανδρείας Διονυσίου"[18]. Η επανεμφάνιση της αιρέσεως με τον Απολινάριο κατά τον 4ο αιώνα, αποκρούσθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
β) Ο λεγόμενος Πνευματικός: Ο Πνευματικός χιλιασμός, προήλθε από τον Παπία, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Κήριθνο, εννόησε στα εδάφια του βιβλίου της Αποκαλύψεως μια βασιλεία πλήρη πνευματικών απολαύσεων, αν και πλούσια σε γήινα αγαθά (αντλώντας στο σημείο αυτό από την ιουδαϊκή αποκαλυπτική γραμματεία[19]). Στα επιφανή πρόσωπα που δέχθηκαν τον χιλιασμό συγκαταλέγονται ο Ιουστίνος[20], ο Ειρηναίος[21], ο Μεθόδιος Ολύμπου[22], ο Τερυλλιανός[23], ο Λακτάντιος[24], ο Κομμοδιανός[25], ο Βικτωρίνος[26], καθώς και οι Ιερώνυμος και Αυγουστίνος, οι οποίοι όμως αργότερα απέρριψαν τις αντιλήψεις αυτές[27][28].

Στην πραγματικότητα, η χιλιαστική ιδεά "ποτέ δεν κέρδισε την αποδοχή όλης της εκκλησίας"[29] και "δεν απετέλει φαινόμενον γενικόν, αλλά σποραδικόν μόνον και μερικόν εν τοις κόλποις της αρχαίας Εκκλησίας"[30]. Την "ενεκολπώθησαν πολλοί ιεροί συγγραφείς...ενώ άλλοι είτε ετήρουν σιγήν περί αυτής είτε και την κατεπολέμησαν"[31]. Όπως παραδέχεται ο Ιουστίνος, υπέρμαχος χιλιαστικών απόψεων, στην εποχή του υπήρχαν πολλοί χριστιανοί "καθαράς και ευσεβούς γνώμης", "οι οποίοι δεν συνεμερίζοντο τας περί χιλιασμού αντιλήψεις"[32].

Ο χιλιασμός στην αρχαία εκκλησία εξάλλου, δεν αποτελούσε ενιαίο σύστημα αλλά υπήρχαν διαφωνίες ως προς το περιεχόμενο: "ο μεν Ιουστίνος (Απολ. Α.52.) επίστευεν ότι πάντες οι άνθρωποι εξελεύσονται των τάφων εν τη δευτέρα παρουσία ο δε Ειρηναίος (Adv. haeres V. 32—36.) εδόξαζεν ότι μόνοι οι δίκαιοι αναστήσονται, καθώς και ο Τερτυλλιανός (De ressurect. carnis 42. De anima 58. Adv. Marcion. III. 4.), όστις όμως διέφερε νομίζων οτι οι μεν πρότερον, οι δε ύστερον εγερθήσονται κατά την ιδίαν αυτών αξίαν έκαστος, ο δε Λακτάντιος όστις επίστευε δύο αναστάσεις, την μεν κατά την παρουσίαν, την δε κατά την τελευταίαν κρίσιν, ενόμιζεν ότι οι χριστιανοί μόνοι αναστήσονται κατά την πρώτην, οι μεν αγαθοί όπως ανταμειφθώσιν, οι δε κακοί όπως τιμωρηθώσι, κατά δε την δευτέραν οι δίκαιοι μεταμορφωθήσονται εις σχήμα αγγέλων (Inslit. div. VII.20. 26.)"[33]. Επιπλέον, "η καρποφορία περιγράφεται καθ' υπερβολήν υπό του Ειρηναίου (επιδράσεις χιλιαστικών δοξασιών του Παπίου)", ενώ "ο Ιουστίνος, αν και ένθερμος υποστηρικτής του Χιλιασμού, κατώρθωσεν εν τούτοις να αποφύγη τας υπερβολικάς...ταύτας υλιστικάς προσδοκίας"[34].

Αρκετά νωρίς, τον 2ο αιώνα, άρχισε ο αντίλογος απέναντι στον χιλιασμό. Ο Γάιος, πρεσβύτερος στη Ρώμη, που "βοήθησε θεολογικά την Εκκλησία στην αντιμετώπιση του αποκαλυπτικού κινήματος της εποχής του και της πληθώρας των απόκρυφων βιβλίων, που νόθευαν τον Κανόνα της Γραφής" καταπολεμά τη διδασκαλία "περί χιλιετούς βασιλείας του Χριστού στη γη". Η αντίδρασή του ήταν τόσο μεγάλη ώστε "προς αναίρεσιν των χιλιαστικών τούτων δοξασιών...ο Γάϊος απέρριψε την Αποκάλυψιν του Ιωάννου" την οποία απέδωσε στον Κήρινθο[35]. Κατά του Χιλιασμού "εξεδηλώθη και ο Ωριγένης χαρακτηρίζων τους εχομένους τούτου ως υπό σαρκικών επιθυμιών αγομένους...παραθεωρούντας δε τα όσα γράφει ο απόστολος Παύλος περί πνευματικού σώματος μετά την ανάστασιν"[36]. Ακολούθως, ο Διονύσιος επίσκοπος Αλεξανδρείας (248-264) ο "διδάσκαλος" της "καθολικής Εκκλησίας"[37], καταπολέμησε τις χιλιαστικές αντιλήψεις που κυκλοφορούσαν στους κόλπους της Εκκλησίας[38] "φέρνοντας την οριστική ρήξη με την χιλιαστική παράδοση"[39]. Συνολικά, αρκετές ακόμα εξέχουσες φυσιογνωμίες του χριστιανικού χώρου, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ευσέβιος ο Καισαρείας, ο Αυγουστίνος, κ.ά., και εκκλησιαστικές σύνοδοι, ασχολήθηκαν με το χιλιασμό και την καταδίκη των ιδεών του, που ούτως ή άλλως "ατόνησαν προοδευτικά μετά τα μέσα του Γ΄ αιώνα"[40].

Υποσημειώσεις

  1. Μπέγζος Μάριος, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, σελ. 185.
  2. "Χιλιασμός", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 12, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1968, στ. 129.
  3. Σύμφωνα με τον Ανδρέα Θεοδώρου στο: Θέματα Ιστορίας Δογμάτων, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1986, σελ. 212.
  4. Βλ. και Μπέγζος, Φαινομενολογία..., ό.π., σελ. 190.
  5. ΘΗΕ, τόμ. 12 (1968), στ. 129-130.
  6. Θεοδώρου Ανδρέας, Θέματα Ιστορίας Δογμάτων, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1986, σελ. 212-213.
  7. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 213.
  8. "Εσχατολογία", ΘΗΕ, τόμ. 5 (1964), στ. 937.
  9. Θεοδώρου Ανδρέας, Ιστορία των Δογμάτων, τόμ. 1, μέρος 2ο. Η ιστορία του δόγματος από της εποχής των Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ., Γρηγόρης, Αθήνα 1978, σελ. 518.
  10. βλ. και F. L. Cross and Elizabeth A. Livingstone, The Oxford Dictionary of the Christian Church, 3rd ed., Oxford University Press 2005, σελ. 1093
  11. βλ. και David Noel Freedman, The Anchor Bible Dictionary, New York: Doubleday 1992), τόμ. 1, σελ. 908
  12. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 149.
  13. Μπέγζος, Φαινομενολογία..., ό.π., σελ. 188.
  14. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 211.
  15. Βλ. ΘΗΕ, τόμ. 12 (1968), στ. 130.
  16. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 214.
  17. Νικολαΐδου Λεβαδέως, Πνεύμα της θρησκείας, είτε συγκριτική ιστορία του χριστιανισμού, εν Αθήναις 1869, σελ. 414.
  18. Διομήδης-Κυριακός Αναστάσιος, Εκκλησιαστική ιστορία από της ιδρύσεως της εκκλησίας μέχρι των καθ' ημάς χρόνων, τόμ. Α΄, εν Αθήναις 1881, σελ. 152.
  19. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 215.
  20. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 215-216.
  21. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 216.
  22. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 216-217.
  23. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 217.
  24. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 217-218.
  25. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 218.
  26. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 218.
  27. Βλ. και ΘΗΕ, τόμ. 12 (1968), στ. 130.
  28. Βλ. και Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Γ', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 448-449, υποσημ. #26.
  29. Στο πρωτότυπο: "Millenarianism never gained acceptance by the whole church" (Erwin Fahlbusch and Geoffrey William Bromiley, The Encyclopedia of Christianity, Wm. B. Eerdmans 1999-2003, τόμ. 3, σελ. 538).
  30. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 218-219.
  31. Θεοδώρου, Ιστορία..., ό.π., σελ. 518.
  32. Θεοδώρου, Ιστορία..., ό.π., σελ. 109.
  33. Νικολαΐδου, Πνεύμα..., ό.π., σελ. 233.
  34. Θεοδώρου, Ιστορία..., 195-196.
  35. "Γάιος", ΘΗΕ, τόμ. 4 (1964), στ. 148.
  36. Τρεμπέλας, Δογματική..., τόμ. Γ', ό.π., σελ. 449, υποσημ. #26.
  37. Αθανασίου, Περί Διονυσίων, 6.1
  38. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Πατρολογία, τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 446
  39. Παναγόπουλος Ιωάννης, H Πατερική κατανόηση του Βιβλίου της Aποκαλύψεως, στο "Εισηγήσεις ΣΤ' Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών θεολόγων", 1991, σελ. 360
  40. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 151

Βιβλιογραφία

  • Θεοδώρου Ανδρέας, Θέματα Ιστορίας Δογμάτων, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1986, σελ. 211-223.
  • Μπέγζος Μάριος, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, σελ. 185-190.
  • Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, Ιστορία Δογμάτων, τόμ. Α', Αθήνα 1998, σελ. 343-345.
  • Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Γ', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 448-450.
  • "Χιλιασμός", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 12, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1968, στ. 129-131.
  • "Χιλιασμός", Ζαχαρόπουλος Νίκος, Επίτομο Ιστορικό-Θεολογικό Λεξικό, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 454-455.