Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Φιλοσοφία

Αναθεώρηση ως προς 09:15, 3 Μαΐου 2008 από τον Papyrus (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Νέα σελίδα: Με τον όρο '''Φιλοσοφία'' αναφερόμαστε στην ''"αγάπη και...επιδίωξη της σοφίας"'' στην ''"έφεση για γνώ...)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

Με τον όρο 'Φιλοσοφία αναφερόμαστε στην "αγάπη και...επιδίωξη της σοφίας" στην "έφεση για γνώση και μόρφωση" και κατά μία άλλη έννοια, στην "αναζήτηση της φύσης των πραγμάτων" και στην "προσπάθεια για ανακάλυψη της φύσης και της αλήθειας των όντων και των φαινομένων"[1]. Ο Πλάτωνας (427—347) ονόμαζε φιλοσοφία "της επιστήμης την κτήσιν, φιλόσοφον δε τον της σοφίας επιθυμητή"[2].

Η λέξη Φιλοσοφία "είχε στην αρχή το πολύ γενικό νόημα της επιδίωξης της πνευματικής τελειότητας"[3] και μάλλον αναφέρεται "για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα"[4] τον 6ο αι. π.Χ. Το επεισόδιο διηγείται ο Διογένης Λαέρτιος:

"Όταν ρωτήθηκε από τον Λέοντα, τον τύραννο των Φλιασίων, ποιος είναι, του απάντησε «φιλόσοφος»...έλεγε πως...στη ζωή άλλοι γεννιούνται δουλοπρεπείς κι άλλοι κυνηγοί της δόξας και της πλεονεξίας, ενώ οι φιλόσοφοι αναζητούν την αλήθεια"'[5].

Η σύγχρονη ιστοριογραφία της φιλοσοφίας ακολουθεί τη διαίρεση που αναγνωρίζει τρεις ή τέσσερις περιόδους[6]:

  • την Προσωκρατική φιλοσοφία που τελειώνει με τον διαφωτισμό του 5ου αιώνα.
  • την Αττική φιλοσοφία (Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης).
  • την μετα-Αριστοτελική φιλοσοφία που μπορεί να υποδιαιρεθεί:
  • στην Ελληνιστική φιλοσοφία (Στοά, Επίκουρος, Σκεπτικοί) και
  • τη φιλοσοφία της Αυτοκρατορικής περιόδου (μέσος πλατωνισμός και νεοπλατωνισμός).

Ο σκοπός της φιλοσοφίας ήταν και είναι πολυεπίπεδος αφού πολλές και διαφορετικές ήταν οι μορφές της ελληνικής φιλοσοφίας. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε ότι η φιλοσοφία (σοφία) είναι η ανώτερη, αρχιτεκτονική μορφή της γνώσης (επιστήμη). Η γνώση προκύπτει από την αναζήτηση των αιτιών. Αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι οι ανώτερες αρχές ή αιτίες που μπορεί να είναι οι έσχατες αρχές του σύμπαντος ή τα θεμέλια της γνώσης ή ο απώτερος σκοπός των ανθρώπινων πράξεων. Ως μεθοδική αναζήτηση των θεμελίων της γνώσης και ως έλεγχος των γενικά αποδεκτών αντιλήψεων η φιλοσοφία προσπαθεί να διαφωτίζει ασκώντας κριτική στην ηθική και τη θρησκεία ενώ ως αναζήτηση των αιτιών των φυσικών φαινομένων η φιλοσοφία αποτελεί την αρχή των φυσικών επιστημών[7].

Είναι γνωστό ότι ο Χριστιανισμός, από την εμφάνισή του έπρεπε να κινηθεί σε ένα τοπίο, ανάμεσα στον Ιουδαϊσμό, τον Γνωστικισμό και την Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία και εκεί να χαράξει τον δικό του δρόμο, να παραδώσει την εμπειρία Χριστού που είχε διδάσκοντας ότι "ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος...αλλά...πάντα καί εν πάσιν Χριστός"[8] και να μεταδώσει "τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη εις μαρτύριον πάσιν τοις έθνεσι"[9].

Σε αυτή τη διαδρομή, "σε πλείστες όσες περιπτώσεις" βλέπουμε τη "φιλοσοφία από το ένα μέρος [να] αποκαλείται δαιμονική, και από το άλλο επωφελής. Κι αυτό ενίοτε συμβαίνει σ' ένα και το ίδιο έργο και στον αυτό συγγραφέα. Έτσι αρκετοί μελετητές της πατερικής σκέψης, προβληματιζόμενοι στό έπακρο, κάνουν λόγο πότε περί αντιφάσεων και πότε περί εξελικτικών αλλαγών στις ιδέες ενός και του αυτού θεολόγου πατρός!"[10]. Αυτή όμως η φαινομενική αντίφαση, στην πραγματικότητα έχει την εξήγησή της. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας:

"Ανάθεμα σε όσους ασχολούνται με τα ελληνικά μαθήματα και δεν τα χρησιμοποιούν μόνο για τη μόρφωση τους, αλλά και ακολουθούν τις περιττές διδασκαλίες τους και τις δέχονται σαν αληθινές, και μάλιστα ομολογούν πίστη σ' αυτές"[11].

Εδώ η διαφοροποίηση και η τοποθέτηση ορίων είναι σαφής: είναι διαφορετικό πράγμα η παιδευτική χρήση των ελληνικών γραμμάτων και διαφορετικό η αποδοχή της θεολογίας τους, όταν και όπου αυτά περιέχουν. Αυτό είναι και το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε η Ορθόδοξη Θεολογία διαμέσου των αιώνων.

Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία και Χριστιανισμός

Ως ερώτημα προς εξέταση από θεολόγους και μή, προβάλει συχνά το ποια ακριβώς ήταν η σχέση του Χριστιανισμού με την Φιλοσοφία και αν η θεολογική σκέψη των Πατέρων θα μπορούσε να ονομαστεί Χριστιανική Φιλοσοφία. Αν και πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν με ευκολία τον όρο αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ως χαρακτηρισμός περιέχει κάτι το υπερβολικό και θα ήταν ορθότερο να μιλούσαμε μόνο περί "φιλοσοφίας τιθεμένης απολύτως εις την υπηρεσίαν της χριστιανικής δογματικής" και όχι "αυτοτελώς καλλιεργούμενης"[12].

Είναι πραγματικότητα ότι στο Βυζάντιο δεν γεννιούνται "αυτόνομα φιλοσοφικά συστήματα. Οι πατέρες χρήσιμοποιούν πολλές φορές τον όρο φιλοσοφία με την έννοια ότι έχουν τη ζωντανή εμπειρία των μυστηρίων του τριαδικού Θεού" όπου "χρειάζεται η κάθαρση της ψυχής και του σώματος, ο φωτισμός και η θέωση...Δεν μπορούν με άλλο τρόπο να προσεγγίσουν τις ενέργειες του Θεού...κι έτσι δεν είναι δυνατή καμιά φιλοσοφία...Όταν λοιπόν κάνουν λόγο για την Αγία Τριάδα...τη θεία ουσία...τις υποστάσεις ή τα πρόσωπα, τη θεογνωσία...την ετερότητα των υποστάσεων...αντλούν εκφραστικά μέσα απ' αυτή την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», όπου κυριαρχεί η φιλοσοφική παράδοση με τον πλατωνισμό, αριστοτελισμό, στωικισμό, νεοπλατωνισμό κι άλλες φιλοσοφίες της αρχαιότητας. Άλλο πράγμα λοιπόν εμπειρία κι άλλο διατύπωση με τη φιλοσοφική γλώσσα"[13]

Και όταν βλέπουμε θεολόγους όπως ο Π. Χρήστου να μιλούν περί "διαποτίσεως του Χριστιανισμού δια του ελληνικού πνεύματος"[14] θα πρέπει να εννοούμε ακριβώς το περιεχόμενό:

  • Καταρχάς "τα αντικείμενα της φιλοσοφίας και της θεολογίας διακρίνονται σαφώς. Η φιλοσοφία αποβλέπει...αφ' ενός μέν εις την έρευναν της φύσεως και κινήσεως των όντων, αφ' ετέρου δε εις τον καθορισμόν των αρχών του οργανωμένου κοινωνικού βίου...Εις τα πέραν αυτών, τα αόρατα και τα αιώνια, αποβλέπει η θεολογία...επομένως αι δύο επιστήμαι διακρίνονται σαφώς αλλήλων και βαδίζουν παραλλήλως...η προοριζομένη δια τον αιώνιον βίον είναι πολυτιμοτέρα και απολύτως απαραίτητος δια την πνευματικήν τελείωσιν και σωτηρίαν."[15].
  • Κατά δεύτερον, "δεν υπήρξαν οπαδοί ενός συστήματος οι επίμέρους Πατέρες, αλλ' εκλεκτικώς εχρησιμοποίησαν ό,τι τους εβοήθει εις την άνετον και επωφελή διατύπωσιν της σκέψεως των.... Η λογική του Αριστοτέλους, η οντολογία του Πλάτωνος, η θεολογία των Πυθαγορείων, η ηθικολογία των Πυθαγορείων πάλιν και των Στωικών, προσέφερον εις αυτούς ιδέας και μέσα προς έκφρασιν"[16].
  • Τρίτον πρέπει ορθά "να κατανοήσωμεν τι προσέφερεν εις τον Χριστιανισμόν η ελληνική φιλοσοφία, αλλά και που εσταμάτησεν...Δεν δυνάμεθα...να ομιλήσωμεν περί εξελληνίσεως του χριστιανισμού...ενώ δυνάμεθα να ομιλήσωμεν περί εκχριστιανίσεως της ελληνικής σκέψεως διά χίλια περίπου έτη. Ούτε πάλιν μετέβαλε τον Χριστιανισμόν εις φιλοσόφημα η διαδικασία αυτή. Τα φιλοσοφήματα δεν κηρύσσουν τον Θεόν, αλλά τον ερευνούν, η χριστιανική θεολογία δεν ερευνά τον Θεόν, αλλά τον κηρύσσει και τον βιώνει, ακόμη και όταν δανείζεται μεθόδους από τα πρώτα."[17].

Αλλά και ο Μεθόδιος Φούγιας που συνέγραψε βιβλίο με τίτλο Το ελληνικό υπόβαθρο του χριστιανισμού, ξεκαθαρίζει:

"Δεν προτίθεμαι να εξετάσω τις απόψεις εκείνων, οι οποίοι υποστηρίζουν επίδρασι άμεση ή έμμεση των διαφόρων θρησκειών επί της Καινής Διαθήκης. Και φυσικά δεν αποδέχομαι την άποψη του δεϊσμού και του ορθολογισμού του 17ου αιώνος, περί συναφειών και συγγενειών τοΰ Χριστιανισμού προς τις εξωχριστιανικές θρησκείες. Ούτε την Ελληνική Φιλοσοφία δέχομαι σύμφωνα με την εγελιανή άποψη ως μέσο κατανοήσεως του θεού από το ανθρώπινο πνεύμα προοδευτικώς. Άλλο θέμα είναι η σχέσις του αρχεγόνου Χριστιανισμού προς την γλώσσα και την έκθεσι των παραστάσεων προς τον τότε σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό...Πράγματι ο Χριστιανισμός δεν έφερε νέες λέξεις, νέους γλωσσικούς τύπους και νέα μέσα παραστάσεως των ιδεών, αλλά νέες έννοιες, νέο περιεχόμενο, το οποίο έβαλε στους παλαιούς προϋπάρχοντες τύπους[18].

Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, η "θέση της Ελληνικής Φιλοσοφίας στην πατερική σκέψη" αφορούσε την "χρήση της" και όχι "υποταγή στο πρόσλημμα, με την αποδοχή της θεολογούσας αρχαιοελληνικής σκέψης. Στο σημείο αυτό η πατερική ελληνικότητα συνιστά αυθυπέρβαση έναντι της προχριστιανικής ελληνικότητος, όπως οι ίδιοι οι Έλληνες Πατέρες το βεβαιώνουν, ως τον 14ο αιώνα, όταν διατυπώνεται η τελική στο πρόβλημα θέση, στο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας». Εκεί κωδικοποιείται η μακραίωνη αγιοπατερική στάση, που διαφοροποιεί τη σπουδή της Ελληνικής Φιλοσοφίας, την παιδευτική της δηλαδή χρήση, από την αποδοχή της θεολογίας της. Ο Χριστιανισμός, στην αυθεντική του έκφραση ως Ορθοδοξία, είναι συνέχεια της προφητικής εμπειρικής θεολογήσεως. Εγκλωβισμένες στην αρχαιοελληνική θεολογούσα σκέψη...μένουν οι αιρέσεις"[19].

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακόμη και ο απόστολος Ιωάννης ήταν "άριστος γνώστης όχι απλώς της ελληνικής γλώσσας, αλλά και της πλατωνικής και πυθαγόρειας ελληνικής φιλοσοφίας και σκέψης. Άν δεχθούμε, ότι δεν είχε μια άμεση και απευθείας σχέση με τα κλασικά ελληνικά κείμενα, οπωσδήποτε όμως ήταν ενήμερος του ελληνικού στοχασμού...Ο πρόλογος του Δ' Ευαγγελίου (Ιωάν. 1, 1-18) φανερώνει αναμφισβήτητα μια τέτοια υποδομή. Η θεολογία του Λόγου του Ιωάννη προϋποθέτει την αντίστοιχη περί λόγου φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Φίλωνα. Εκεί προσεγγίζεται ανθρωποπαθώς ενώ, αναμφίβολα, στην Ιωάννεια θεολογία προσεγγίζεται αποκαλυπτικά και θεόπνευστα"[20].

Στην πραγματικότητα, κάθε φορά "εξυπακούεται ότι η ελληνική σκέψη, ακόμη και όταν μεταφέρεται κατά γράμμα, προσλαμβάνει μια εντελώς νέα σημασία, αφού η βάση του οικοδομήματος στο όποιο εντάσσεται είναι εντελώς διαφορετική"[21].

Πράγματι, από την εποχή του Ιγνατίου, "η Εκκλησία...έδειξε ότι ο χριστιανός θεολόγος μπορεί να χρησιμοποιή τη γλώσσα του συγχρόνου του πνευματικού κλίματος (ιουδαϊκού, γνωστικού, ελληνικού), χωρίς ουσιαστικά να επηρεάζεται από αυτό. Η θεολογία της Εκκλησίας είναι δρόμος ιδιαίτερος με προϋποθέσεις και προοπτικές, τις οποίες πρέπει ν' αναζητή κανείς στο χώρο της εκκλησιαστικής αληθείας."[22].

Και όπως ξεκαθαρίζει ο δογματολόγος Νικ. Ματσούκας:

"Στα διλήμματα που έθεσε και θέτει η επιστημονική έρευνα, αν η θεολογία είναι εξελληνισμός του Χριστιανισμού ή εκχριστιανισμός του Ελληνισμού ή κατά βάση κυριαρχία του Ιουδαϊσμού οφείλει κανείς να σταθεί με πολύ σκεπτικισμό...η όλη προβληματική είναι σε εσφαλμένο δρόμο...η θεολογία, που εκφράζει την εκκλησιαστική πείρα, κατά κανένα τρόπο δεν φτιάχνει συμπιλήματα μήτε ωθείται σε μια συγκρητιστική λειτουργία, αλλά αποτελεί πρωτότυπη, ελεύθερη και δημιουργική οικοδόμηση ενός πνευματικού και πολιτιστικού έργου...Πολύ σωστά επισημαίνεται καταρχήν ότι το δόγμα μορφολογικά αναπτύσσεται με τη φιλοσοφική γλώσσα του περιβάλλοντος· ότι οι πατέρες στοχαζόμενοι δεν παράγουν το δόγμα συλλογιστικά και διαλεκτικά, αλλά το διατυπώνουν μ' ένα τέτοιο τρόπο...επομένως ο πυρήνας κατά βάση και κατ' ουσία είναι χριστιανικός...Οι τεχνικοί φιλοσοφικοί όροι και το περιρρέον πολιτιστικό κλίμα...μπολιάζονται στην πείρα της εκκλησιαστικής κοινότητας...με τούτο το μπόλιασμα έχουμε μετάπλαση όρων και περιεχομένου...μια νέα δημιουργία αυθύπαρκτη..."[23].

Στην Ορθόδοξη χριστιανική πίστη, σημαντικό ρόλο έπαιζε πάντα η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου[24] ο οποίος προσερχόταν σε μία "θεία λατρεία" όπου "βιωνόταν εμπειρικά το όλο περιεχόμενο της χριστιανικής πίστεως"[25]. Έτσι, οι άνθρωποι, "εφόσον μετέχουν στό κοινωνικό σώμα της Εκκλησίας"[26], "διά της βιώσεως...του περιεχομένου...της πίστεως"[27], ζουν (πάντα σε μια ιστορική συνέχεια) πράγματα και γεγονότα, και έτσι κατανοούν "όσα του Θεού μπορούν να γίνουν γνωστά"[28]. Δεν τα ανιχνεύουν διαλεκτικά ή συλλογιστικά, αλλά αντιθέτως "οι συλλογισμοί ακολουθούν, μετά την πείρα των συμβάντων και συμβαινόντων"[29]. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας παροτρύνουν "ν' αποφύγουμε τους μεταφυσικούς μετεωρισμούς του νου για την αναγωγή στο Θεό, και να στραφούμε στις θεοφάνειες, που συντελούνται στην κτίση και την ιστορία"[30], στη "ζωή της Εκκλησίας, τη διδαχή, τα μυστήρια, την άσκηση και την κατάφαση του κόσμου και της ζωής"[31].

Η φιλοσοφία για την Πατερική θεολογία είχε μεν τον ρόλο ενός "τεχνητού βοηθητικού οργάνου στην υπηρεσία της κατανοήσεως των θείων αληθειών" πρέπει όμως να διευκρινιστεί το σημαντικότερο: "ενώ η φιλοσοφία παρέχει κάποια ικανοποίησι στο ανθρώπινο πνεύμα, όμως δεν μπορεί να λύτρωση τον άνθρωπο"[32]. Σε κάθε περίπτωση δηλ. ίσχυε αυτό που έλεγε ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:

"Νήπιοι ουν και οι φιλόσοφοι, εάν μη υπό του Χριστού απανδρωθώσιν"[33].

Γίνεται έτσι κατανοητό για ποιο λόγο η Ορθόδοξη Θεολογία εναντιώθηκε στη φιλοσοφία ενώ ταυτόχρονα "πολυάριθμοι θεολόγοι υπήρξαν φιλοσοφικά πεπαιδευμένοι στο έπακρο, και το κυριότερο μαζί με την καταδίκη εξέφραζαν και τον έπαινο της φιλοσοφίας, ενίοτε και με θριαμβευτικό τόνο". Και για ποιο λόγο εκκλησιαστικά πρόσωπα όπως ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός που υπεράσπισε με πάθος την ενασχόληση των χριστιανών με την ελληνική παιδεία όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης την είχε απαγορεύσει, εξαπέλυσε βολές εναντίον της ελληνικής φιλοσοφίας[34]. Η ερμηνεία του φαινομένου αυτού είναι σαφής: "Η φιλοσοφία...δεν ήταν μπορετό...ν' αντικαταστήσει τη δογματική διδασκαλία" και "η πείρα...δεν ήταν νοητό...να είναι απόρροια συλλογισμών" αφού "κατά τον Γρηγόριο Παλαμά αποτελούσε "αποδεδειγμένη γνώση από τα έργα και το βίο του εκκλησιαστικού σώματος και των χαρισματικών φορέων του:

"Hμείς δε ου την διά λόγων και συλλογισμών ευρισκομένην γνώσιν δόξαν αληθή νομίζομεν, αλλά την δι' έργων τε και βίου αποδεικνυμένην, ή και μη μόνον αληθής, αλλά και ασφαλής εστι και απερίτρεπτος"[35].

Εν κατακλείδι αυτό που ήταν και παραμένει απαράδεκτο είναι η φιλοσοφία να "αντικαθιστά τη διδασκαλία για τη σωτηρία του ανθρώπου κατά τα ευαγγελικά δεδομένα", ταυτόχρονα όμως, για τους Πατέρες η Φιλοσοφία "είναι πολύ χρήσιμη, αν προορίζεται για την παίδευση του ανθρώπου"[36]. Αυτό μαρτυρούν εύγλωττα και δύο τεκμήρια:

α) Η αγιογραφική παράδοση του Βυζαντίου, "ως διεσώθη αυτή εν τη γνωστή «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» του...αγιογράφου Διονυσίου, όπου δίδονται οδηγίαι περί ζωγραφήσεως εν χριστιανικοίς ναοίς Ελλήνων σοφών (Σόλωνος, Πλάτωνος, Αριστοτέλους, Σοφοκλέους κ.ά.)"[37] και
β) "το εξής επίγραμμα του γνωστού Βυζαντινού λογίου και υμνογράφου Ιωάννου τον Μαυρόποδος, επισκόπου Ευχαΐτων κατά τον ΙΑ' αιώνα, οπού ούτος παρακαλεί τον Χριστόν":
"...της σης απειλής εξελέσθαι, Χριστέ μου, Πλάτωνα και Πλούταρχον...άμφω γαρ εισί και λόγον και τον τρόπον τοις σοις νόμοις έγγιστα προσπεφυκότες..."[38].

Υποσημειώσεις

  1. λήμμ. "Φιλοσοφία", Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Πάπυρος, ΑΘήνα 2005.
  2. Βορέας Θεόφιλος, Εισαγωγή εις την φιλοσοφίαν (Ακαδημεικά 3), 2η έκδ., εν Αθήναις 1972 (c1935), σελ. 23.
  3. λήμμ. "Φιλοσοφία", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 01, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  4. λήμμ. "Φιλοσοφία", εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, τόμ. 32, Αθήνα 2004.
  5. Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων Βίοι, H',8 (μτφρ. από το Διογ. Λαέρτιος, Άπαντα, τόμ. 4, βιβλία 8-9, Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 19).
  6. Στοιχεία από το Nesselrath Heinz-Gunther, Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία (τόμ. Α'-Αρχαία Ελλάδα), 2η έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 2003, σελ. 511.
  7. Nesselrath, Εισαγωγή..., ό.π..
  8. Κολ. 3:11.
  9. Ματθ. 24:14.
  10. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 30.
  11. Μτφρ. από το: Hunger Herbert, Βυζαντινή Λογοτεχνία-Η Λόγια Κοσμική Γραμματεία των Βυζαντινών, τόμ. Α', ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987, σελ. 94.
  12. λήμμ. "Φιλοσοφία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (Θ.Η.Ε.), τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 1147-1148.
  13. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 7η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 253-255.
  14. Χρήστου Παναγιώτης, Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Α'-Εισαγωγή, 3η έκδ., Κυρομάνος, Αθήνα 1994 (c1976), σελ. 104.
  15. Χρήστου, ό.π., σελ. 108.
  16. Χρήστου, στο ίδιο, σελ. 104.
  17. Χρήστου, ό.π., σελ. 111.
  18. Φούγιας Γ. Μεθόδιος, Το Ελληνικό Υπόβαθρο του Χριστιανισμού, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1992, σελ. 141.
  19. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, 3η έκδ., Αρμός, 2003, σελ. 53-54.
  20. Πατρώνος Π. Γεώργιος, 'Ελληνισμός και Χριστιανισμός', Αποστολική Διακονία, 2003, σελ. 111-112.
  21. Τατάκης Βασίλειος, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977, σελ. 23.
  22. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, 'Πατρολογία', τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 174.
  23. Ματσούκας Α. Νίκος, 'Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας', Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 49-50.
  24. Αγουρίδης Σάββας, Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, 4η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 207.
  25. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Από την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, τόμ. Β', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 33.
  26. Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 153-154.
  27. Τρεμπέλας, ό.π..
  28. Ματσούκας, στο ίδιο.
  29. ό.π..
  30. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 290.
  31. ό.π., σελ. 289.
  32. Φούγιας Γ. Μεθόδιος, Το Ελληνικό Υπόβαθρο του Χριστιανισμού, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1992, σελ. 142.
  33. Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς, Λόγος Α', PG 8,752A.
  34. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 43-44.
  35. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 1,3,13.
  36. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 300-301.
  37. Μπρατσιώτης Παναγιώτης, Τα ελληνικά γράμματα και η εκκλησία, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ.45, τεύχ.1, σελ. 156, 1970.
  38. Μπρατσιώτης, ό.π., σελ. 157.