Συναξάρι

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Με τον όρο Συναξάρι, ο οποίος ετυμολογείται από τη λέξη σύναξη, που σημαίνει συνάθροιση των πιστών στους ναούς προς τιμή κάποιου αγίου ή κάποιου εκκλησιαστικού γεγονότος[1], αναφερόμαστε σε μια διήγηση η οποία αφορά τη ζωή των αγίων ή τον εορτασμό διάφορων εκκλησιαστικών γεγονότων[2]. Συναξάρι μπορεί να ονομάζεται είτε η ίδια η αγιολογική διήγηση, είτε και το βιβλίο που την περιέχει το οποίο λέγεται και Συναξαριστής, όπως Συναξαριστής λέγεται και ο συγγραφέας της διηγήσεως ή ο συντάκτης του βιβλίου με τα Συναξάρια[3].

Τα Συναξάρια δημιουργήθηκαν από συντμήσεις Μαρτυρίων και Βίων αγίων τα οποία γράφτηκαν από διάφορους ανώνυμους μεταγενέστερους συγγραφείς[4]. Στο πλαίσιο αυτό, το συναξάρι είναι η διήγηση και η περιγραφή, πρώτον, του μαρτυρικού θανάτου του πιστού χριστιανού και δεύτερον, του βίου όλων των Αγίων της εκκλησίας, γεγονότα τα οποία προέρχονται από τις συνέπειες της ομολογίας της ορθοδόξου πίστεως[5]. Στους βίους των Αγίων γίνονται αναφορές στα παθήματα για το όνομα του Χριστού[6] αλλά και στην καθημερινή ζωή της προσευχής και της νηστείας, στις αγρυπνίες, στην ελεημοσύνη και τη διαρκή Μετάνοια για τις αμαρτίες της ζωής αυτής και τις ατέλειες της κάθε στιγμής[7]. Μια διήγηση ή συλλογή διηγήσεων, όταν αναφέρεται αποκλειστικά στα μαρτυρία τα οποία έλαβαν χώρα σε εποχή διωγμών, τότε αυτή ονομάζεται Μαρτυρολόγιο[8].

Το Συναξάρι, συχνά σημαίνει και το Μηνολόγιο, δηλ. την συλλογή κειμένων που με ημερολογιακή σειρά παραθέτουν περιεχόμενο σχετικό με γιορτές και αγίους[9]. Η διαφορά τους είναι ότι στα Συναξάρια τα βιογραφικά στοιχεία και οι περιγραφές είναι συντομότερα[10].

Τα Συναξάρια, εκτός των βίων και των μαρτυρίων αγίων, αναφέρονται επίσης σε γεγονότα από τη ζωή του Χριστού ή της Θεοτόκου, μνημονεύονται σε αυτά άγγελοι, προφήτες και άλλα πρόσωπα της Π. Διαθήκης, τιμούνται κτήτορες ή ανακαινιστές μονών, επίσης βασιλείς και αρχιερείς, αναφέρονται σε θαύματα ή σημαντικά γεγονότα όπως η σύγκληση μιας Συνόδου, η ανεύρεση ή μετακομιδή ιερού λειψάνου και τα εγκαίνια ναού, αλλά περιγράφουν επίσης και θλιβερά γεγονότα, όπως είναι ένας λοιμός ή ένας σεισμός, είτε μνημονεύουν τη σωτηρία μιας πόλεως και άλλα παρόμοια[11]. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β΄ όπου στις 7 Αυγούστου μνημονεύεται η κατάλυση "των Περσών και των Αβάρων"[12], γεγονός που αφορά τη λύτρωση από μια πολύ δύσκολη στιγμή για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία (επί αυτοκράτορα Ηρακλείου, το έτος 626), κατά τη διάρκεια της οποίας "ο πατριάρχης Σέργιος με κηρύγματα, ολονύχτιες ακολουθίες και κατανυκτικές λιτανείες διατήρησε άγρυπνο τον θρησκευτικό ενθουσιασμό του πληθυσμού, και οι έμπειροι φρουροί αντέκρουσαν όλες τις επιθέσεις των εχθρών"[13].

Τα Συναξάρια, εκτός από ψυχωφελείς διηγήσεις για τους πιστούς[14] αποτελούν συχνά και "σπουδαιοτάτην πηγήν και διά την εξωτερικήν και διά την εσωτερικήν κυρίως ιστορίαν του Βυζαντίου" αν και παρουσιάζουν αρκετές δυσκολίες οι οποίες πρέπει να μελετηθούν και σχετίζονται με την παράδοση των κειμένων αυτών και την ορθή τους αποκατάσταση[15]. Επίσης αποτελούν σπουδαιότατη πηγή για τη γνώση του λαϊκού βίου, των κοινωνικών σχέσεων, του πολιτισμού γενικότερα, αλλά και για την κρατική οργάνωση, τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, την αγροτική οικονομία, τις εμπορικές σχέσεις, το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, και για πολεμικά γεγονότα ακόμη[16].

Σημαντικές πηγές για τα κείμενα αυτά αποτελούν το πολύτομο έργο Acta Sanctorum (AASS), edd. Socii Bollandiani, Antverpiae 1643 κ.ε. (σε έναν από τους τόμους του οποίου έχει εκδοθεί και το περίφημο Συναξάρι της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, που διαμορφώθηκε τον 10ο αιώνα[17]), το ειδικό περιοδικό των Βολλανδιστών[18] με τίτλο Analecta Bollandiana (δημοσιεύεται από το 1882 κ.ε.) αλλά και η συλλογή του Jacques-Paul Migne, Patrologia Graeca (161 τόμοι)[19]. Σημαντικό έργο προσφέρει και το ευρετήριο ελληνικών αγιολογικών κειμένων με τίτλο Bibliotheca Hagiographica Graeca (BHG) (Halkin Francois, 3 τόμοι, έκδ. 3η, Bruxelles 1957) το οποίο παραπέμπει σε ποικίλες πηγές σχετικού υλικού.

Το πιο γνωστό νεότερο Συναξάρι συντάχθηκε από τον Νικόδημο τον Αγιορείτη (Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, Βενετία 1819), ενώ, με προσθήκες στον Συναξαριστή του Νικόδημου εκδόθηκε ο Μέγας Συναξαριστής (τόμοι 12, Αθήνα 1889-1896 και σε νεότερη έκδοση με διορθώσεις και αλλαγές από τον Βίκτ. Ματθαίου, το 1964), ενώ σημαντική είναι και η εργασία του Σωφρ. Ευστρατιάδη που εκδόθηκε με τίτλο Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας (πρώτη έκδοση 1935)[20].

Συναξάρι και ιστορικότητα

Το πρόβλημα

Κατά κοινή ομολογία, τα συναξάρια και κατ' επέκταση, οι βίοι των αγίων, αποτελούν κείμενα τα οποία, όπως διατυπώνει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, "παρουσιάζουν πολλά επιστημονικά προβλήματα, περισσότερα ίσως από κάθε άλλο κλάδο της βυζαντινής και μεταβυζαντινής φιλολογίας. Κατά τον Κ. Krumbacher 'μοιάζουν με πυκνό και παρθένο δάσος, στις απέραντες εκτάσεις του οποίου δεν εισδύει το φως του ήλιου και στα άδυτα του δεν οδηγεί κανένα μονοπάτι'[21].

Αυτό πιθανώς συμβαίνει, κατά το Νίκο Ματσούκα, διότι μιλάμε για τέχνη η οποία δε γεννήθηκε ερήμην των θεολογικών και φιλοσοφικών αντιλήψεων[22], τη στιγμή που πολλοί ερευνητές στο Βυζάντιο διαχωρίζουν την τέχνη σε θύραθεν και θεολογική[23]. Έτσι:

"Από την εποχή της δεύτερης σοφιστικής το ελληνικό (ή ελληνιστικό) μυθιστόρημα πορεύεται πλάι πλάι με το αγιολογικό, απόκρυφο ή προδρομικό μυθιστόρημα, που θα εξελιχθεί στα λαϊκά συναξάρια και ποικίλα ασκητικά κείμενα. Γλώσσα, τεχνοτροπία και αναγνωστικό κοινό συνδέουν αυτά τα δύο είδη μυθιστορημάτων, οπότε και ιστορικοφιλολογικά αποδεικνύεται η εσφαλμένη διάκριση μεταξύ κοσμικού χριστιανικού. Πάντως εκείνο που έχει μέγιστη σπουδαιότητα...[είναι η] απλότητα ύφους, γλώσσας και περιεχομένου και συνάμα με εκπλήσουσα θεολογική βαθύτητα"[24].

Ποικίλες δυσκολίες επίσης ξεκινούν από το γεγονός ότι οι συνεχείς μάχες και ανακατανομές εδαφών στις περιοχές των ανατολικών εκκλησιών, είχαν ως συνέπεια να αφανιστούν "πολλά πολύτιμα της κληρονομίας ημών μνημεία και πειστήρια" και απέμειναν μόνο λείψανα αυτών[25].

Πέρα όμως από αυτό, σημαντικά προβλήματα δημιούργησαν και πολλοί ανώνυμοι συγγραφείς οι οποίοι με πολύ μεγάλη χρονική απόσταση από την εποχή ακμής του αγίου, έγραψαν βίους "χωρίς οι ίδιοι να έχουν τα αληθινά και πραγματικά βιώματα τους. Κατεχόμενοι μάλιστα αυτοί από τον άκριτο ενθουσιασμό της υπεροχής της χριστιανικής πίστεως και της όψιμης καί μεταχρονολογημένης κριτικής εναντίον των διωκτών της εκκλησίας...περιγράφουν τη συμπεριφορά των αγίων...με κομπασμό και θρασύτητα...που φέρουν αντί της σωτηρίας της ψυχής μια αντιφατική δικαίωση και το 'θρίαμβο' του συντάκτη των κειμένων αυτών" βάζοντας στο στόμα των αγίων μέχρι και λέξεις ή φράσεις υβριστικές "οι οποίες αλλοιώνουν τελείως τον χαρακτήρα και το ήθος των αγίων"[26].

Αδιάψευστος μάρτυρας για τέτοια προβλήματα, είναι ο 63ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου:

"Τα μαρτυρολόγια που συντάχτηκαν από τους εχθρούς της αλήθειας με τρόπο πλαστό, για να εξευτελίζουν τους μάρτυρες του Χριστού και να οδηγούν σε απιστία όσους τα ακούνε, προστάζουμε να μη διαβάζονται στις εκκλησίες, αλλά αυτά να παραδίδονται στη φωτιά. Και όσους τα δέχονται αυτά ή τα προσέχουν σαν αληθινά, τους αναθεματίζουμε."[27]

Η παρέμβαση της Εκκλησίας

Ασφαλώς, όπως ο πιο πάνω Κανόνας δείχνει, η Εκκλησία ποτέ δεν σταμάτησε να μεριμνά για την ποιότητα των αγιολογικών κειμένων, διαχωρίζοντας κατά καιρούς αρκετά απ' αυτά που βρέθηκαν, "ως επιλήψιμα και πλήρη μυθολογιών και ως ακατάλληλα αγιολογικά αναγνώσματα", τα οποία και απορρίφθηκαν[28]. Άξια και σεβάσμια εκκλησιαστικά πρόσωπα, πολλές φορές ασχολήθηκαν με το έργο αυτό, όπως για παράδειγμα ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, του οποίου "η πολυμάθεια ...πολλά τα άτακτα ερρύθμισε"[29], ώστε με επίπονη έρευνα και μελέτη, να διαχωριστεί ένα σώμα αγιολογικών κειμένων που να αντέχουν στην κριτική της χριστιανικής διδασκαλίας[30].

Το συναξάρι ως πνευματικό ανάγνωσμα

Οι Βίοι των αγίων είναι γραμματολογικό είδος, που αναπτύχθηκε μετά τους διωγμούς. Παράλληλα με τους Μάρτυρες, η Εκκλησία προβάλλει κληρικούς, ασκητές, μοναχούς και λαϊκούς, που διακρίθηκαν για τις αρετές και την αγιότητα τους, και στους Βίους περιγράφεται η ζωή, το έργο, τα θαύματα και κάθε αξιομνημόνευτη πράξη όλων αυτών των προσώπων[31].

Θα πρέπει όμως να γίνει κατανοητό, ότι σκοπός των Βίων είναι να οικοδομηθούν οι πιστοί και γι' αυτό ενίοτε δεν απουσιάζουν οι υπερβολές και ορισμένες ανακρίβειες[32], για τις οποίες, κάποιες φορές, ευθύνεται το γεγονός ότι απέχουν αρκετά από το ιστορικό πλαίσιο του προσώπου στο οποίο αναφέρονται[33].

Για να μπορέσει να επιτευχθεί η "χωρίς προκαταλήψεις ανάγνωση" που απαιτούν τα κείμενα αυτά[34], θα πρέπει πρώτα να ερμηνευτεί το "θαυμαστό" και το "παράδοξο" υλικό που εμπεριέχουν:

"Τα Συναξάρια παρουσιάζουν ομοιότητα με τη βυζαντινή αγιογραφία. Όπως η βυζαντινή αγιογραφία δε παριστάνει αλλά εκφράζει τα θέματα της, έτσι και τα Συναξάρια δεν εξιστορούν απλώς γεγονότα από τη ζωή των αγίων, αλλά τα εκφράζουν και τα ερμηνεύουν. Καί όπως στις βυζαντινές εικόνες τα πρόσωπα των αγίων εμφανίζονται εξαϋλωμένα και υπερφυσικά, έτσι και στους βίους των αγίων βλέπουμε την παρουσία του Θεού. Οι Βίοι των αγίων μας δίνουν μια έννοια από την καινή κτίση. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε ότι πολλές φορές τα Συναξάρια δεν ασχολούνται με την ακριβολογία των επιμέρους γεγονότων[35].

Στα αγιολογικά κείμενα προέχει η παιδαγωγία και έτσι τα γεγονότα δίδονται σχηματοποιημένα. Ο τρόπος αυτός όμως είναι απαραίτητος για την προβολή και αποδοχή του ιδεώδους της αγιότητας, αλλά και ως πλαίσιο της αλήθειας με την πλαστικότητα του οποίου προετοιμάζεται η αποδοχή της[36]. "Οι βιογράφοι των αγίων δεν περιορίζονται απλώς στην αφήγηση των γεγονότων, αλλά προχωρούν στην υπεριστορική και πνευματική τους ερμηνεία, δείχνουν το υπέρλογο της παρουσίας του θεού στη ζωή των αγίων και προβάλλουν σχηματικά τον βίο τους ως σύμβολο του νέου, του αναγεννημένου εν Χριστώ ανθρώπου"[37].

Εκείνος που διαβάζει τα κείμενα αυτά, "δεν πρέπει να περιορίζεται στην πλαστικότητα της αφηγήσεως και τη γοητεία, που ενδεχομένως ασκούν το περίβλημα και η μορφή, αλλά να υπερβαίνει την πλαισίωση και να οικειώνεται την κρυμμένη διαχρονική αλήθεια" και τότε "η εσχατολογική μορφή του αγίου προβάλλει... [ως] πρότυπο μιμήσεως και κίνητρο τελειώσεως του καθημερινού και πάντα σύγχρονου ανθρώπου"[38]. Αυτή η διαχρονική αλήθεια που διαπερνά ως ατράνταχτος άξονας όλα τα ιστορικά μνημεία της ορθόδοξης θεολογίας (λειτουργικά κείμενα, μορφές λατρείας, εκκλησιαστική τέχνη, συναξάρια κ.λπ.) και τα ενώνει σε μια "κοινή και βασική γραμμή", είναι η ίδια η ορθόδοξη δογματική διδασκαλία[39].

Υποσημειώσεις

  1. Παπαδόπουλος Αντώνιος, Αγιολογία, τόμ. Ι - Θέματα γενικά, ειδικά και εορτολογίου, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 18.
  2. Τσάμης Γ. Δημητρίος, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 32.
  3. ΘΗΕ, τόμ. 11 (1967), στ. 555.
  4. Τσάμης, Αγιολογία..., ό.π.
  5. Κορακίδης Σ. Αλεξάνδρος, Αγιότητα και Μαρτύριο - Η Αγιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2000, σελ. 122.
  6. Κορακίδης, Αγιότητα..., ό.π., σελ. 123.
  7. Κορακίδης, Αγιότητα..., ό.π., σελ. 124.
  8. ΘΗΕ, τόμ. 11 (1967), στ. 555.
  9. ΘΗΕ, τόμ. 11 (1967), στ. 554.
  10. Παπαδόπουλος, Αγιολογία, ό.π., σελ. 19.
  11. Παπαδόπουλος, Αγιολογία, ό.π.
  12. PG 117,573D.
  13. Ostrogorsky Georg, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμ. Α΄, 7η έκδ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2002, σελ. 169.
  14. Παπαδόπουλος, Αγιολογία, ό.π., σελ. 19.
  15. Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας, 5η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 64.
  16. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 142.
  17. Τσάμης, Αγιολογία..., ό.π., σελ. 32.
  18. Βολλανδιστές, από το όνομα του Ζαν Μπολάν ή Βολλάνδου (1596-1665), ονομάζονται οι συνεχιστές του έργου του, Ρωμαιοκαθολικοί μοναχοί του βελγικού Ιησουιτικού τάγματος, με επιστημονικό, αγιολογικό έργο (βλ. "Βολλανδισταί", ΘΗΕ, τόμ. 3 (1963), στ. 951-953).
  19. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί..., ό.π.
  20. Τσάμης, Αγιολογία..., ό.π., σελ. 33.
  21. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 142.
  22. Νίκος Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας, σελ. 470
  23. ο.π., σελ. 473
  24. Νίκος Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας, σελ. 476
  25. Ευστρατιάδης Σωφρόνιος (Μητρ. Λεοντοπόλεως), Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1935, σελ. ιε΄.
  26. Κορακίδης Σ. Αλεξάνδρος, Αγιότητα και Μαρτύριο - Η Αγιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2000, σελ. 127.
  27. Η μετάφραση από το Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, Κώδικας Ιερών Κανόνων (Κείμενο - Ερμηνεία - Σχόλια), έκδ. Γ΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 145.
  28. Κορακίδης, Αγιότητα..., ό.π., σελ. 128.
  29. Ευστρατιάδης, Αγιολόγιον..., ό.π., σελ. ιε΄.
  30. Κορακίδης, Αγιότητα..., ό.π., σελ. 128.
  31. Τσάμης Γ. Δημητρίος, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 30.
  32. Τσάμης, Αγιολογία..., ό.π., σελ. 30.
  33. Τσάμης, Αγιολογία..., ό.π., σελ. 32.
  34. Τσάμης, Αγιολογία..., ό.π., σελ. 31.
  35. Παπαδόπουλος Αντώνιος, Αγιολογία, τόμ. Ι. Θέματα γενικά, ειδικά και εορτολογίου, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 41.
  36. Τσάμης, Αγιολογία..., ό.π., σελ. 29.
  37. Τσάμης, Αγιολογία..., ό.π.
  38. Τσάμης, Αγιολογία..., ό.π., σελ. 30.
  39. Ματσούκας Α. Νίκος, Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ αιώνα, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 14.

Βιβλιογραφία

  • "Συναξάριον", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 554-556.
  • Κορακίδης Σ. Αλεξάνδρος, Αγιότητα και Μαρτύριο - Η Αγιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2000, σελ. 121-125.
  • Παπαδόπουλος Αντώνιος, Αγιολογία, τόμ. Ι - Θέματα γενικά, ειδικά και εορτολογίου, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 18-20.
  • Τσάμης Γ. Δημητρίος, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 32-33.