Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Πρότυπο:Α"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ
μ (Αν)
Γραμμή 224: Γραμμή 224:
  
 
===Αν===
 
===Αν===
 +
====[[Αναλόγιο]]====
 +
<div style="padding:2px;margin-top:2px; border:1px solid silver;padding:10px;">
 +
<div style="text-align: left; margin: 0px; padding: 1px; padding-left: 5px; font-weight:bold;font-size:120%;"></div>
 +
 +
:''Αναλόγιο'' αποκαλείται το έπιπλο του ναού το οποίο χρησιμοποιείται για να στηρίζει τα ιερά βιβλία του ναού ή τις εικόνες. Επίσης είναι το έπιπλο που στηρίζονται και αποθηκεύονται τα λειτουργικά βιβλία των ιεροψαλτών.<br>'''<small>(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)'''</small></div>
 +
 
===Αξ===
 
===Αξ===
 
===Αο===
 
===Αο===

Αναθεώρηση της 21:15, 21 Οκτωβρίου 2008

Αα

Ααρών

Ο Ααρών ήταν ο αρχηγέτης της Ιουδαϊκής αρχιεροσύνης, την οποία κληρονόμησαν οι διάδοχοί του. Υπήρξε αδελφός και συνεργάτης του Μωϋσή.
(Πάπυρος, Larousse, Britannica, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 2006. Λήμμα "Ααρών")

Αβ

Αβαδδών

Εβραϊκή λέξη που κατά γράμμα σημαίνει «τόπος ολέθρου», αντίστοιχη προς τον Άδη. Οι Εβδομήκοντα το μεταφράζουν ως «ἀπωλεία». Στη χριστιανική παράδοση πέρασε ως άγγελος της αβύσσου, δηλαδή πολύ ισχυρός δαίμων.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 41)

Αβαείο

Ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι, διοικούμενο από αβά. Συνεκδοχικά η κατοικία του αβά (παρεμφερές αλλά όχι ταυτόσημο με το ηγουμενείο).
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 41)

Αββάς

Ηγούμενος αντρικής ρωμαιοκαθολικής μονής και κατ’ επέκταση ο προϊστάμενος ενορίας. Στην Κοπτική και Συριακή Εκκλησία είναι τίτλος Επισκόπου και τιμητική προσφώνηση προς ηλικιωμένους μοναχούς, εις ένδειξη σεβασμού.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 57)

Άβατο

Τμήμα ναού ή τόπος ιερός που η είσοδος επιτρέπεται μόνο σε συγκεκριμένη ομάδα.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 58-59)

Αβελιανοί

Αίρεση που οφείλει το όνομά της από τον Άβελ. Εμφανίστηκε στην Β. Αφρική κατά τον 3ο-4ο αι. και υποστήριζε έναν αυστηρό ηθικό βίο, που απαγόρευε την τεκνοποιία. Αναφέρονται από τον ι. Αυγουστίνο.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 71)

Αβέστα

Αβέστα ή Ζέντ-Αβέστα, είναι το ιερό βιβλίο του Ζωροαστρισμού, στο οποίο περιέχεται η κοσμογονία, ο νόμος, το λειτουργικό του τυπικό και η διδασκαλία του Ζωροάστρη.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 81)

Αβρααμίτες

(1) Όνομα αιρέσεως που εμφανίστηκε στη Συρία κατά τον 9ο αι. και οφείλει το όνομά της στον ιδρυτή της Αβραάμ της Αντιόχειας. Ήταν αντιτριαδιστές και αρνούνταν την θεϊκή υπόσταση του Χριστού
(2) Αίρεση που εμφανίστηκε στη Ρωσία τον 17ο αι. και απέρριπτε τα μυστήρια της Εκκλησίας
(3) Βοημική αίρεση του 18ου αι. που συνδύαζε στοιχεία από το Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό. Προέρχονταν κυρίως από τις τάξεις των Διαμαρτυρομένων και των Εβραίων.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 108)

Αβρασάξ

Μυστηριακή λέξη που χρησιμοποιήθηκε από τον γνωστικό Βασιλείδη και δήλωνε την υπέρτατη δύναμη, δηλαδή τον αγέννητο πατέρα, από τον οποίο ξεκινά η εκπόρευση των αιώνων.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 111)

Αγ

Αγαθό

Η έννοια του Αγαθού για την Ορθόδοξη Εκκλησία, ταυτίζεται με το θέλημα του αγαθού Θεού, το οποίο είναι και το ασφαλές και αλάνθαστο κριτήριο για το περιεχόμενο της εννοίας αυτής. Καθώς ο Θεός είναι κατά απόλυτο τρόπο αγαθός, κατά συνέπεια, τέλεια αγαθό είναι κάθε τι που είναι σύμφωνο με το θέλημα Του.
(Παν. Δημητρόπουλος, «Αγαθόν», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 1, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962, στ. 100)

Αγαμία

Με τον όρο Αγαμία στην θεολογική ορολογία, αναφερόμαστε στην πλήρη αποχή του ατόμου από τη σεξουαλική ζωή, κατάσταση που ονομάζεται και Παρθενία. Με βάση τα λόγια του ίδιου του Ιησού ("ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ' οις δέδοται", Ματθ. 19:11), θεωρείται ότι η κατάσταση της αγαμίας είναι δώρο Θεού (θαύμα) και ειδική κατάσταση υπέρ φύσιν (και όχι παρά φύσιν).
(Ν. Μπουγάτσος, «Αγαμία», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 1, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962, στ. 113)

Αγάπες

Αγάπες ονομάζονταν οι κοινές συνεστιάσεις των πιστών της αρχαίας εκκλησίας, οι οποίες, αρχικά ήταν στενά συνδεδεμένες με τη Θεία Ευχαριστία, ως αρχέγονη μορφή αυτού του μυστηρίου της Εκκλησίας. Οι συνάξεις αυτές, από τις οποίες αργότερα διαχωρίστηκε η Θεία Ευχαριστία, περιελάμβαναν κήρυγμα, απαγγελία ύμνου και κοινή προσευχή.
(Πατρώνος Π. Γεώργιος, Θέματα Θεολογίας της Καινής Διαθήκης, τέυχος Α' - «Το Αποστολικό Κήρυγμα στην πρώτη Εκκλησία», Αθήνα 1985, σελ. 17)

Αγάπη

Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη η αγάπη προς τον πλησίον και η αγάπη προς το Θεό είναι οι δύο εντολές που αποτελούν το αποκορύφωμα του Νόμου (Μάρκ. 12:28-33). Σύμφωνα με τον Άγ. Ιωάννη τον Σιναΐτη, η αγάπη ως προς την ποιότητα της είναι (κατά το δυνατό) ομοίωση με τον Θεό, ως προς την ενέργεια της, «μέθη της ψυχής», ως προς τις ιδιότητες της, «πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως». Αγάπη είναι η απόρριψη κάθε εχθρικής και αντιθέτου σκέψεως, εφ' όσον «η αγάπη ου λογίζεται το κακόν» (Α' Κορ. 13:5). Όμως, αυτός που θέλει να περιγράψει πλήρως την αγάπη, είναι σαν να επιχειρεί να περιγράψει τον ίδιο το Θεό καθώς «ο Θεός αγάπη εστίν» (Α' Ιω. 4:8) και αυτή η προσπάθεια ομοιάζει με εκείνη του τυφλού «που μετρά στην άβυσσο τους κόκκους της άμμου».
(Αγ. Ιωάννου Σιναΐτου, «Κλίμαξ» (μτφρ. Αρχιμ. Ιγνατίου), 8η έκδ., Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1995, σελ. 409)

Άγαρ

Άγαρ ονομάζονταν η αιγύπτια δούλη του πατριάρχου Αβραάμ, με την οποία, σύμφωνα με τα ισχύοντα έθιμα, απέκτησε ένα γιο, τον Ισμαήλ, λόγω στειρότητας της γυναίκας του Σάρρας (πριν γεννήσει με θεϊκή παρέμβαση τον Ισαάκ).
Άγαρ», Μουστάκης Βασίλειος, Λεξικό της Αγίας Γραφής, Αθήναι 1955, σελ. 12)

Αγγαίος

Αγγαίος ονομάζεται ένας από τους λεγόμενους "ελάσσονες" προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, συγγραφέας του ομώνυμου κανονικού βιβλίου, που ήκμασε τον 6ο αιώνα π.Χ. και εργάστηκε ιδιαίτερα για την ανοικοδόμηση του Ναού του Σολομώντα μετά την καταστροφή του από τον Ναβουχοδονόσορα.
(Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, «Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 789-799)

Άγγελος

Άγελλοι ονομάζονται όντα νοερά, λογικά και αυτεξούσια που ανήκουν στον υπέρ-αίσθηση, πνευματικό κόσμο. Ονομάζονται και αγαθά πνεύματα. Είναι αθάνατοι κατά χάρη και όχι κατά φύση. Είναι πλέον άτρεπτοι προς το κακό, μετά την πτώση του εωσφόρου. Αν και σε σχέση με τον άνθρωπο είναι ασώματοι και άυλοι, εντούτοις, συγκρινόμενοι προς το Θεό είναι παχυλοί όπως και κάθε τι Κτιστό. Τα αγαθά πνεύματα είναι δυνατόν να εμφανίζονται στους άξιους χριστιανούς, χωρίς να έχουν την ιδιότητα της πανταχού παρουσίας.
(Αγίου Νεκταρίου, «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις», 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 51-56)

Αγγλικανισμός

Αγγλικανισμός ονομάζεται η επίσημη θρησκεία της Μεγάλης Βρετανίας από το 1534, όταν η προσωπική διαμάχη μεταξύ του πάπα και του βασιλιά Ερρίκου Η΄ οδήγησε στην απόσπασή της από τους ρωμαιοκαθολικούς. Διατηρεί συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που του προσδίδουν την ιδιαίτερη μορφή του, ως μιας μέσης οδού μεταξύ Προτεσταντισμού και Ρωμαιοκαθολικισμού.
Αγγλικανισμός», Εικονογραφημένο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Πάπυρος-Larousse', εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2003, σελ. 9)

Άγιο Πνεύμα

Το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Τριαδικής Θεότητος (Αγίας Τριάδας), πλήρης και τέλειος Θεός, ομοούσιο με τον Πατέρα και γι αυτό Άγιο όπως Εκείνος. Δεν έχει ούτε τέλος ούτε αρχή, είναι συναΐδιο και άχρονο. Είναι ανεξάρτητο, όσον αφορά τα υποστατικά ιδιώματα, και μη υποτασσόμενο σε κανένα άλλο πρόσωπο της αγίας Τριάδας. Έχει την ίδια δύναμη, τιμή και δόξα με τα άλλα δύο πρόσωπα της Τριαδικής Θεότητας, τον Πατέρα και τον Υιό.
(Θεοδώρου Ανδρέας, «Βασική Δογματική Διδασκαλία - Πιστεύω εις ένα Θεόν», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007, σελ. 135.143)

Αγιογραφία

Αγιογραφία ή αλλιώς Εικονογραφία (=ζωγραφική Εικόνων) ονομάζουμε: 1) την ζωγραφική παράσταση με θρησκευτική θεματολογία που βρίσκεται σε φορητή εικόνα ή τοίχο ναού 2) Διήγηση για τη ζωή των Αγίων.
Αγιογραφία», Μαλαβάκης Νίκος, «Βυζαντινολόγιο-Λεξικό Εκκλησιαστικών και Θρησκευτικών όρων», Αστήρ, Αθήνα 1999)

Άγιοι Τόποι

Άγιοι Τόποι ονομάζονται όλες οι περιοχές της Παλαιστίνης που συνδέονται με τη ζωή και το έργο του Ιησού Χριστού (Ιερουσαλήμ, Βηθλεέμ, Ναζαρέτ κ.ά.).
Άγιοι Τόποι», e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM])

Αγιολογία

Αγιολογία ονομάζουμε τον κλάδο της θεολογίας που μελετά κάθε είδους μνημείο (κείμενα, έργα τέχνης, κ.λπ.) που αφορά στη ζωή και στο έργο των Αγίων.
(Τσάμης Γ. Δημητρίος, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 17)

Άγιος

Άγιος ονομάζεται το μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που αγωνίσθηκε και βίωσε το αποτέλεσμα της ελεύθερης αποδοχής του θελήματος του Θεού, που είναι η καρποφορία της Θείας Χάριτος μέσα του, ως δώρο Θεού. Ο Άγιος, σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, είναι διάκονος και φίλος και υιός του Θεού, έμψυχος ναός Θεού και καθαρό κατάλυμα για να κατοικήσει ο Κύριος. Βρίσκεται στα χέρια του Θεού, και υπάρχει στη ζωή και το φως, επειδή και ο ίδιος ο Θεός είναι ζωή και φως. Στο ζήτημα της αναγνώρισης των αγίων, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει κάποια επιτροπή ελέγχου και αξιολόγησης αγίων ή καταμέτρησης αμαρτιών και αρετών τους και "βαθμολόγησης" αυτών (βλ. λήμμα Αγίων διακήρυξη)
(Δαμασκηνός Ιωάννης, «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως» (μτφρ. Ν. Ματσούκα), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 385-390)

Αγιοταφική Αδελφότητα

Αγιοταφική Αδελφότητα ονομάζεται το σύνολο των μοναχών και κληρικών που με την ύψωση της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων σε Πατριαρχείο (4ος αι.) οργανώθηκε στην περιοχή των προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων με επικεφαλής τον Πατριάρχη, προς εξυπηρέτηση των πιστών και των ενοριακών κοινοτήτων της περιοχής.
Αγιοταφική Αδελφότης», Ζαχαρόπουλος Νίκος, Επίτομο Ιστορικό-Θεολογικό Λεξικό, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003)

Αγίων διακήρυξη

Με τον όρο διακήρυξη της αγιότητας κάποιου προσώπου (λανθασμένα, αγιοποίηση) αναφερόμαστε στη διαπίστωση από το πλήρωμα της Εκκλησίας του γεγονότος ότι αποθανόν μέλος της, είχε και έχει χαρίσματα αγίου. Το γεγονός αυτό, πρώτα μαρτυρείται από μικρό ή μεγάλο αριθμό αξιόπιστων μελών της Εκκλησίας, και κατόπιν, με συνοδική πράξη, αναγνωρίζεται επίσημα ως γεγονός. Η σύνοδος, δεν αποφασίζει, ούτε κρίνει την αγιότητα, απλώς τη διακηρύσσει. Ανάλογη διαδικασία δεν υπήρχε κατά την πρώτη χιλιετία, οπότε οι άγιοι αναγνωρίζονταν από κλήρο και λαό χωρίς την επίσημη επικύρωση.
(Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Διαπίστωση και Διακήρυξη της Αγιότητας των Αγίων», εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1990)

Άγκυρα

Άγκυρα ονομάζεται το παλαιοχριστιανικό και Βυζαντινό θρησκευτικό σύμβολο, σύμφωνα με το περιεχόμενο του οποίου, όπως η άγκυρα συγκρατεί ασφαλές το σκάφος στο τρικυμιώδες πέλαγος ή στο λιμάνι, έτσι και η πίστη στον Ιησού Χριστό προσφέρει στον άνθρωπο ασφάλεια και ελπίδα για τη Σωτηρία.
(Ανδρ. Παπαγεωργακόπουλος, «Άγκυρα», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 1, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962, στ. 279)

Αγκύρας Σύνοδος

Σύνοδος της Άγκυρας ονομάστηκε μία σημαντική τοπική σύνοδος του 314 μ.Χ. η οποία εξέδωσε 25 κανόνες με τους οποίους ρυθμιζόταν η εκκλησιαστική τάξη μετά τη δύσκολη και προβληματική περίοδο των διωγμών.
(Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, Ιστορία Δογμάτων, τόμ. Β', Αθήνα 2004, σελ. 274)

Αδ

Άδης

Άδης αποκαλείται ο νοητός κόσμος που πήγαιναν οι ψυχές όλων των ανθρώπων μετά το θάνατο, κατά την προ-Χριστού εποχή. Αποτελούσε το αόρατο και σκοτεινό βασίλειο των νεκρών, το οποίο καταργήθηκε μετά την ανάσταση του Ιησού Χριστού.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)

Αε

Αειπάρθενος

Αειπάρθενος αποκαλείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία η Θεοτόκος. Η έννοια αυτή αναφέρεται στην ψυχοσωματική κατάσταση που χαρακτήριζε τη Θεοτόκο, αφού σύμφωνα με την παράδοσή η Θεοτόκος ήταν Παρθένος καθόλη τη διάρκεια της ζωής της, διαφυλάσσοντας παρθένο τόσο το σώμα, όσο το νου και την ψυχή.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)

Αζ

Άζυμα

Άζυμος αποκαλείται ο άρτος που έτρωγαν οι Εβραίοι κατά την Εορτή του Πάσχα και των αζύμων. Η παρασκευή του συμβόλιζε την απαλαγή των Εβραίων από την ειδωλολατρεία και τον Αιγυπτιακό ζυγό, ενώ χρησημοποιείται από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)

Αη

Αήρ

Αήρ ή Αέρα ονομάζουμε το τετράγωνο ύφασμα με το οποίο καλύπτονται τα Τίμια Δώρα πάνω στη Αγία Τράπεζα και αποκαλείται έτσι διότι με αυτό αερίζονται τα Άγια και προφυλάσσονται από τα έντομα.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)

Αθ

Άθως

Άθως αποκαλείται η χερσόνησος της Χαλκιδικής που πήρε το όνομά της από το ομώνυμο βουνό. Από τα τέλη του 10ου αιώνα η χερσόνησος αυτή, έγινε τόπος ίδρυσης πολλών μοναστηριών, με αποτέλεσμα να αποκληθεί Άγιο Όρος.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)

Αι

Αίρεση

Άίρεση αποκαλείται η θρησκευτική διδασκαλία που παρεκκλίνει από τη γνήσια αυθεντική χριστιανική πίστη και επομένως η πλανεμένη, αντορθόδοξη και αντιχριστιανική διδασκαλία.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)

Ακ

Ακολουθία

Άκολουθίες αποκαλούνται οι λατρευτικές τελετές της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που περιλαμβάνουν ψαλμούς, προσευχές, ικεσίες και ύμνους. Οι ακολουθίες διακρίνονται τόσο στις τακτικές, όσο και στις έκτακτες, με τις πρώτες να θεωρούνται οι καθοριζόμενες από το τυπικό ακολουθίες της εκκλησίας και έκτακτες, αυτές που μπορούν να τελούνται κατά δοκούν (π.χ. Αγιασμός).
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)

Αλ

Αλάθητο

Άλάθητο αποκαλείται η δογματική διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κατά την οποία ο Πάπας αποφαίνεται με αλάθητο τρόπο για τη χριστιανική πίστη, όταν οι διακηρύξεις του γίνονται επίσημα (από θρόνου). Οι αποφάσεις αυτές είναι απαράβατες, δε γίνεται να τροποποιηθούν ή να ακυρωθούν.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)

Αμ

Άμωμος

Άμωμος αποκαλείται ο ψαλμός 118 ο οποίος ψάλλεται κατά τη διάρκεια του Μεσονυκτικού, στον Όρθρο του Σαββάτου και της Κυριακής και στις Νεκρώσιμες Ακολουθίες.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)

Αν

Αναλόγιο

Αναλόγιο αποκαλείται το έπιπλο του ναού το οποίο χρησιμοποιείται για να στηρίζει τα ιερά βιβλία του ναού ή τις εικόνες. Επίσης είναι το έπιπλο που στηρίζονται και αποθηκεύονται τα λειτουργικά βιβλία των ιεροψαλτών.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)

Αξ

Αο

Απ

Απόδειπνον

Το Απόδειπνον είναι εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται μετά το δείπνο ή λίγο πριν την κατάκληση. Εμφανίζεται σε δύο τύπους, το μέγα απόδειπνο που τελείται κατά τη Μ. Τεσσαρακοστή από Δευτέρα μέχρι Πέμπτη και το μικρό απόδειπνο που τελείται κατά τις υπόλειπες ημέρες. Στη Δύση ονομάζεται Completorium.
(Ι. Φουντούλης, Λειτουργική Α΄, Θεσσαλονίκη 1995)