Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Πρόσωπο"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Πηγές)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
 +
{{Επιμέλεια}}
 
Όσον αφορά τη Θεολογία, είναι μία ακόμα λέξη που εκφράζει τον θεολογικό όρο: "[[υπόσταση]]".
 
Όσον αφορά τη Θεολογία, είναι μία ακόμα λέξη που εκφράζει τον θεολογικό όρο: "[[υπόσταση]]".
  

Αναθεώρηση της 01:23, 1 Μαρτίου 2008

Το παρόν λήμμα ή τμήμα του χρήζει Επιμέλειας (δηλ., μορφοποίηση). Μπορείτε να βοηθήσετε το OrthodoxWiki αναλαμβάνοντας την επιμέλειά του.

Όσον αφορά τη Θεολογία, είναι μία ακόμα λέξη που εκφράζει τον θεολογικό όρο: "υπόσταση".

Το πρόσωπο εδράζεται σε μια προσωπική σχέση. Δεν μπορεί να νοηθεί μόνο του, αλλά σε μια σχέση με άλλο πρόσωπο. Ένα πρόσωπο μόνο του, ίσον κανένα πρόσωπο. Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει το πρόσωπο είναι ότι είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Και επομένως στη γνώση του δεν επιτρέπει τη δυνατότητα της συγκρίσεως, της αντικαταστάσεως, της ενσωματώσεως, κάτι που συμβαίνει με όλα τα απρόσωπα αντικείμενα. Ένα πρόσωπο, δεν μπορεί να το γνωρίσεις βάσει των ιδιοτήτων του, γιατί τις ίδιες ιδιότητες μπορεί να έχουν και άλλα αντικείμενα. Το ταυτίζεις ουσιαστικά σε πείσμα των ιδιοτήτων του και τότε γνωρίζεις πράγματι ότι πρόκειται για πρόσωπο. Δηλαδή μπορεί να είναι ένας κακός άνθρωπος και επειδή τον αγαπάς τον ταυτίζεις ως μοναδικό, χωρίς να λαμβάνεις υπ’ όψη τις ιδιότητές του. Αντιθέτως έναν καλόν άνθρωπο εάν τον ταυτίζεις διότι είναι καλός, τότε δεν ταυτίζεις το πρόσωπο. Και το Θεό εάν τον γνωρίζεις διότι είναι καλός, δεν τον γνωρίζεις ως πρόσωπο. Τον γνωρίζεις ως ένα αντικείμενο, ως ένα πράγμα, το οποίο, εάν αύριο αποδειχθεί ότι δεν είναι όπως το περίμενες από απόψεως ιδιοτήτων, αμέσως κλονίζεται η πίστη σου και χάνεις τη σχέση μαζί του. Ο Θεός δεν γνωρίζεται με βάση τις ιδιότητές του, όπως γνωρίζονται τα πράγματα. Αλλά επειδή είναι πρόσωπο, γνωρίζεται χωρίς να εξαρτάται η ταύτισή Του από τις ιδιότητές Του. Είναι λοιπόν αυτό ένα βασικό χαρακτηριστικό του προσώπου.

Το άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι το πρόσωπο αποτελεί οντολογικά ένα αναντικατάστατο στοιχείο της υπάρξεώς μας. Εάν εκλείψει δηλαδή αυτό το πρόσωπο, τότε ολόκληρη η ύπαρξή μας καταρρέει. Και τότε γνωρίζομε αυτό το πρόσωπο οντολογικά στη βαθύτατη έννοια της οντολογίας. Ότι δηλαδή υπάρχει αυτός και υπάρχουμε κι εμείς χάρη σ’ αυτόν, και η διακοπή ή μάλλον η ανυπαρξία του ενός επηρεάζει την ύπαρξη του άλλου.

Οι Καππαδόκες Πατέρες τον Δ΄ αιώνα επέφεραν μια ριζική καινοτομία στη λέξη "πρόσωπο", («καινοτομείν τα ονόματα», όπως έλεγαν). Έπρεπε τα ονόματα να καινοτομηθούν, να πάρουν άλλο νόημα. Και αυτό που έκαναν οι Καππαδόκες Πατέρες ήταν το εξής: Ενώ μέχρι τότε ο όρος «υπόσταση» ταυτιζόταν με τον όρο: «ουσία», (ο Μέγας Αθανάσιος λέει σαφώς ότι είναι το ίδιο πράγμα και τα δύο), οι Καππαδόκες κάνουν το βήμα, και λένε ότι εδώ θα ξεχωρίσουμε τις έννοιες αυτές. Η έννοια «ουσία» και η έννοια «υπόσταση» δεν θα σημαίνουν πλέον το ίδιο πράγμα.

Η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος αναθεματίζει αυτούς που δέχονται, που ομολογούν ότι ο Θεός είναι μία ουσία ή Υπόσταση. Αυτό όμως το λένε με την παλιά έννοια των λέξεων, πριν τις ανανοηματοδοτήσουν οι Καππαδόκες Πατέρες. Λένε οι Καππαδόκες το εξής: ότι «ο όρος ουσία είναι ταυτόσημος με τον όρο «φύση» και χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε την ενότητα, τον Ένα Θεό». Ο Θεός είναι λοιπόν μία ουσία ή μία φύση. Συνεπώς ο όρος “substantia” ο λατινικός, μεταφράζεται πλέον στα Ελληνικά όχι ως υπόσταση, αλλά ως ουσία ή φύση. Απ’ την άλλη μεριά όμως ο όρος «υπόσταση» μεταφέρεται τώρα για να εξισωθεί, να ταυτισθεί με τον όρο «πρόσωπο». Και ο όρος «πρόσωπο» κατ’ αυτόν τον τρόπο παύει πλέον να έχει την έννοια που του έδινε ο Σαβέλλιος. Διότι τρία πρόσωπα πλέον δεν σημαίνει τρεις μάσκες. Αφού το πρόσωπο ταυτίζεται με την υπόσταση σημαίνει πλέον τρία όντα.

Ένας όρος όπως η υπόσταση, που είναι οντολογικός, ταυτίζεται με έναν όρο, όπως το πρόσωπο, ο οποίος δεν υπήρξε ποτέ οντολογικός όρος, αλλά υπήρξε και δηλώνει πάντα μία σχέση την οποία προσθέτουμε στο ον. Ταυτίζουμε το ον. Κάποιος είναι αυτό που είναι. Το "είναι" του, δεν εξαρτάται από τον ρόλο τον οποίο υποδύεται ή από την εμφάνισή του. Το πρόσωπό του κι αυτός είναι το ίδιο πράγμα. Όπως ο ηθοποιός διαδραματίζει έναν ρόλο, έχει ένα πρόσωπο, αλλά αυτό δεν είναι το «είναι» του. Έτσι με τον Σαβελλιανικό τρόπο και ο Θεός, στο "είναι" του είναι Ένας αλλά διαδραματίζει αυτούς τους ρόλους. Επομένως του Σαβελλίου του πήγαινε πολύ αυτή η χρήση του προσώπου, αλλά δεν ταίριαζε στους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Και γι’ αυτό το λόγο ο άγιος Βασίλειος επιμένει και λέει ότι αυτή η έκφραση «ο Θεός είναι τρία πρόσωπα» για μας είναι απαράδεκτη αν δεν προστεθεί ο όρος υπόσταση, να δηλώνει ότι το πρόσωπο είναι υπόσταση. Το να λέω ότι είμαι πρόσωπο σημαίνει πλέον ότι έχω οντότητα δική μου, διαφορετική από την οντότητα κάποιου άλλου. Γίνεται έτσι οντολογική έννοια το πρόσωπο.

Ιστορικά αυτή η επανάσταση στην ορολογία δεν ήταν εντελώς αυθαίρετη. Διότι η λέξη «υπόσταση» είχε ορισμένες αποχρώσεις οι οποίες οπωσδήποτε έδιναν λαβή σ’ αυτή την εξέλιξη. Αλλά εδώ μας ενδιαφέρει το αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα με την θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων είναι ότι: Ο Θεός είναι Ένας ως προς την ουσία ή την φύση, και είναι Τρεις ως προς τα Πρόσωπα ή τις Υποστάσεις. Αυτά ως προς την ορολογία. Έτσι φθάσαμε στη διατύπωση του δόγματος της Αγίας Τριάδος όπως την έχουμε και σήμερα.

Όταν λέμε ότι ο Θεός είναι μία Ουσία και τρία Πρόσωπα, με τον όρο «Ουσία» αναφερόμαστε πάντοτε σε κάτι γενικό, που δηλώνει την ύπαρξη περισσοτέρων από ένα όντων. Δηλαδή όταν λέμε, ας πούμε, «η ανθρώπινη ουσία ή φύση», αυτό σημαίνει ότι ενώ όλοι εμείς είμαστε μία ουσία ή μία φύση, δηλαδή έχουμε την ανθρώπινη φύση, ο καθένας μας είναι πλήρης άνθρωπος, δηλαδή αυτή η φύση έχει πολλούς. Αυτούς τους πολλούς τους ονομάζουμε υποστάσεις ή πρόσωπα. Αυτή την αναλογία, αυτή την εικόνα, την χρησιμοποίησαν οι Πατέρες. Οι Καππαδόκες Πατέρες λένε: "δεν είναι τόσο παράλογο αυτό που λέμε εμείς οι Θεολόγοι για τον Θεό, διότι όντως και στον άνθρωπο αν κοιτάξετε θα δείτε ότι γίνεται λόγος για μία ουσία, μία φύση και συγχρόνως για δύο, τρεις, τέσσερεις… υποστάσεις αυτής της φύσεως, τρόπους με τους οποίους αυτή η φύση υφίσταται". Αλλά αυτό αμέσως δημιουργεί τον κίνδυνο της τριθεϊας. Διότι εμείς οι πολλοί άνθρωποι έχουμε αμέσως πολλούς ανθρώπους, επομένως δεν έχουμε πολλούς θεούς;

Και εδώ αρχίζει το πολύ δύσκολο έργο των Καππαδοκών Πατέρων. Θέτουν το ερώτημα: Γιατί εμείς οι άνθρωποι είμαστε πολλοί και μπορεί να γίνει λόγος για πολλούς ανθρώπους, ενώ για τον Θεό δεν μπορεί να γίνει λόγος για πολλούς θεούς; Η απάντηση είναι ότι εμείς οι άνθρωποι επειδή είμαστε κτιστοί έχουμε την φύση μας, την ανθρώπινη φύση μας διηρημένη. Για παράδειγμα εγώ και ο πατέρας μου είμαστε δύο άνθρωποι. Διότι μεσολαβεί μεταξύ εκείνου και εμού ο χρόνος (ή ο χώρος σε άλλες περιπτώσεις όταν ζει ακόμη), ο οποίος χώρος και χρόνος επιτρέπει στον καθένα από μας να νοηθεί αυτοτελώς σαν άτομο, π.χ. ο πατέρας μου δεν υπάρχει τώρα, αλλά εγώ υπάρχω. Δηλαδή ο χρόνος επέτρεψε τον ατομισμό. Επέτρεψε σ’ εμένα να νοούμαι ανεξάρτητα από τον πατέρα μου και μ’ αυτό τον τρόπο γίνεται μία κατάτμηση της φύσεως και όταν γεννάται ο άνθρωπος πάντοτε εξατομικευόμενος, κατατέμνεται η φύση. Διότι ο κάθε ένας μπορεί να νοηθεί αυτοτελώς, μόνος του σαν άτομο. Γι’ αυτό τον λόγο έχουμε πολλούς ανθρώπους και η ενότητα του ανθρωπίνου γένους δεν εξασφαλίζεται, ή μάλλον συγκρούεται με την πολλαπλότητα των ανθρώπων των συγκεκριμένων.

Εάν υποθέσουμε, ότι δεν μεσολαβεί χώρος και χρόνος μεταξύ μας, δεν κατατέμνεται η φύση με την γέννησή μας, τι θα συνέβαινε υπαρξιακά; Θα συνέβαινε για παράδειγμα ότι εγώ με τον πατέρα μου δεν θα χωρίζαμε ποτέ, θα ήταν αδιανόητο να μεσολαβήσει μεταξύ εκείνου και εμού ένα χάσμα. Αλλά αυτό σημαίνει ότι ενώ θα είμαστε δύο πρόσωπα, θα είμαστε πάντοτε δύο πρόσωπα διαφορετικά ο ένας από τον άλλον, επειδή δεν θα είμαστε ποτέ χωρισμένοι, θα είμασταν πάντοτε ένας. Επομένως η ενότητα εξασφαλίζεται με την αδιάλειπτη κοινωνία – σχέση μεταξύ μας. Τώρα, αυτό που σπάει την κοινωνία και σχέση μεταξύ του πατέρα μου και εμού είναι ο χρόνος και ο χώρος. Ο χώρος και ο χρόνος είναι ιδιότητες του κτιστού. Εμφανίζονται με την δημιουργία.

Είναι αδύνατον να γίνει λόγος για χώρο και χρόνο στον Θεό, χωρίς να δημιουργηθεί αμέσως το θέμα της αρχής του Θεού. Δηλαδή ότι κάποτε δεν υπήρχε ο Θεός. Για να διατηρηθεί το άναρχο του Θεού που είναι συναφές και συμφυές με την έννοια του Θεού, σαν διαφορά από το κτιστό, για να διατηρηθεί αυτό πρέπει να αποκλείσουμε την περίπτωση της εισδοχής του χώρου και χρόνου μέσα στην ύπαρξη του Θεού. Επομένως στην περίπτωση του Θεού έχουμε αυτή την υπόθεση, πλέον ως πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι η πολλαπλότητα δεν συγκρούεται με την ενότητα, όταν δεν μεσολαβεί ο χώρος και ο χρόνος. Αυτό είναι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Μυστήριο μεν για την εμπειρία μας διότι για μας η πολλαπλότητα πάντα συγκρούεται με την ενότητα. Είναι μεν μυστήριο από πλευράς εμπειρίας μας, από την ώρα όμως που θα δεχθείτε τον Θεό ως Θεό Άκτιστο και μη υποκείμενο στον χώρο και στον χρόνο, παύει να είναι μυστήριο. Τι γίνεται δηλαδή; Παίρνει κανείς για τον Θεό μια αναπόφευκτη θέση. Είναι μία θέση που αν δεν την πάρεις, χάνεις την έννοια του Θεού, κάνεις τον Θεό κτίσμα.

Όταν εκφράζεται η ενότητα του Θεού με τον όρο ουσία, τίθεται το εξής ζήτημα: Εάν η ουσία αυτή προϋπάρχει, και μετά γίνεται κατά κάποιο τρόπο Τριάς, πράγμα που συμβαίνει σε μας τους ανθρώπους. Αυτό το είχαν επισημάνει ήδη και οι Έλληνες φιλόσοφοι, λέγοντας ότι όλοι εμείς οι άνθρωποι ερχόμεθα ως όντα χωριστά, διαφορετικά, στην ύπαρξη, από μια προϋπάρχουσα ουσία, μια προϋπάρχουσα φύση. Η φύση σε μας προϋπάρχει και μετά έρχεται το πρόσωπο. Όταν ο καθένας από εμάς έρχεται στον κόσμο δεν ήταν αυτός που έφερε την ανθρώπινη ουσία, την ανθρώπινη φύση στην ύπαρξη. Η ανθρώπινη φύση προϋπήρχε. Κι έτσι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι το είχαν προεκτείνει αυτό γενικά, για να πουν ότι αυτή η ουσία, το γενικό αυτό πράγμα, στο οποίο μετέχουν πολλοί, προϋπάρχει και κατόπιν έρχεται το ειδικό, το πρόσωπο. Και οι μεν Πλατωνικοί μιλούσαν για «γένος υπερκείμενον», οι δε Αριστοτελικοί για «γένος υποκείμενον», εννοώντας ότι αυτό που ο καθένας μας είναι χωριστά, σαν χωριστός άνθρωπος, έπεται της υπάρξεως. Για μεν τον Πλατωνισμό έπεται του ιδεώδους ανθρώπου στον οποίο όλοι μετέχουμε, για δε τον Αριστοτελισμό της φύσεως της ανθρώπινης, του είδους του ανθρώπινου απ’ το οποίο όλοι ξεπηδούν. Το ανθρώπινο είδος προηγείται των ανθρώπινων όντων και γι’ αυτό κατά τον Αριστοτέλη με τον θάνατο τα επί μέρους όντα εξαφανίζονται, επιβιώνει το είδος. Επομένως προηγείται σ’ εμάς η ουσία και έπεται το πρόσωπο.

Οι Καππαδόκες Πατέρες τέμνουν εδώ νέους δρόμους για την φιλοσοφία με αφορμή το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Ο άγιος Βασίλειος κάνει την εξής δήλωση σαν βάση, σαν αξίωμα της όλης του περαιτέρω επιχειρηματολογίας: Δεν υπάρχει ουσία «γυμνή» όπως λέει. Μ’ αυτό εννοεί ότι δεν υπάρχει ανυπόστατος ουσία, ουσία που να μην έχει πραγματικές και συγκεκριμένες υποστάσεις. Επομένως είναι αδύνατο να προϋποθέσει την ανθρώπινη φύση, απ’ την οποίαν βγαίνουν τα συγκεκριμένα όντα. Πρέπει τα συγκεκριμένα όντα να τα θεωρήσεις εξ ίσου πρωταρχικά στην οντολογία, με την ουσία του ανθρώπου. Εφ’ όσον γυμνή ουσία δεν υπάρχει, δεν μπορεί να νοηθεί ουσία χωρίς τις συγκεκριμένες υποστάσεις.

Εάν αυτό το εφαρμόσουμε στο ανθρώπινο γένος σημαίνει ότι η αρχή και η ενότητα, αυτό δηλαδή που εξασφαλίζει την ενότητα του ανθρωπίνου γένους, δεν έγκειται στην ουσία του ανθρώπου, διότι δεν υπήρξε ποτέ ουσία γυμνή. Επί παραδείγματι, ο Αριστοτέλης διακρίνει μεταξύ του ανθρώπου γενικά, - αυτή είναι η ουσία, - και του Καλλία ή του Σωκράτη που είναι τα πρόσωπα, οι υποστάσεις. Στην σκέψη των Καππαδοκών είναι αδύνατον να πεις τον όρο «ανθρώπινη ουσία» χωρίς να υπονοήσεις αυτομάτως τον Καλλία ή τον Σωκράτη ή τον Γιώργο ή τον Κώστα ή κάποιον. Είναι αδύνατον ν’ αναφερθείς στην ουσία καθ’ εαυτήν χωρίς τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Δεν υπάρχει δηλαδή πρώτα αυτή η γενική ανθρωπότητα. Γίνεται πολλές φορές λόγος και σήμερα ιδιαιτέρως για την ανθρωπότητα. Η ανθρωπότητα είναι οι άνθρωποι οι συγκεκριμένοι. Και όλη αυτή η ανανοηματοδότηση βγαίνει από το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Εφ’ όσον δεν υπάρχει γυμνή ουσία και δεν μπορούμε συνεπώς να προϋποθέσουμε σαν αρχή του ανθρωπίνου γένους την ανθρώπινη ουσία ή τον άνθρωπο τον Πλατωνικό τον ιδεώδη, ή την φύση, το είδος του Αριστοτέλη, τότε πρέπει να αναζητηθεί η αρχή, δηλαδή αυτό που κάνει τον άνθρωπο ένα, αν δεν είναι η ουσία του.

Το θέμα συζητείται και σε μια από τις επιστολές του Μεγ. Βασιλείου σε διάλογο με τον Αμφιλόχιο. Σε μια απ’ αυτές τις επιστολές αναλύεται όλο αυτό το πρόβλημα και ο Άγιος Βασίλειος συμφωνεί με την άποψη, ότι εφ’ όσον δεν υπάρχει ποτέ ουσία γυμνή ανθρώπινη ως αρχή του ανθρώπου, το πρωταρχικό οντολογικό κατηγόρημα του ανθρώπου δεν είναι η ουσία του. Αλλά πρέπει να είναι οπωσδήποτε ένα συγκεκριμένο ον και αυτό είναι ο Αδάμ. Γι' αυτό για την Ορθόδοξη Θεολογία, το πρόσωπο "Αδάμ" είναι η Υποστατική Αρχή της ανθρωπότητας, όπως ο Πατήρ είναι η Υποστατική Αρχή της Θεότητας.

Πηγές