Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Προκόπιος, Άγιος"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ
μ
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Ο '''Άγιος Προκόπιος''' είναι μάρτυρας της [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθοδόξου Εκκλησίας]]. Γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου έδρασε και παρέδωσε μαρτυρικώς της ζωή του κατά τον 3ο και 4ο αιώνα. Η μνήμη του εορτάζεται στις [[Πρότυπο:8 Ιουλίου|8 Ιουλίου]].
+
Ο '''Άγιος Προκόπιος''' είναι μάρτυρας της [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθοδόξου Εκκλησίας]]. Γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου έδρασε και παρέδωσε μαρτυρικώς της ζωή του κατά τις αρχές του 4ου αιώνα στη Σκυθόπολη. Ο βίος προέρχεται από δύο πηγές. Η πρώτη βρίσκεται στην [[Εκκλησιαστική Ιστορία]] του [[Ευσέβιος Καισαρείας|Ευσεβίου Καισαρείας]], ενώ οι υπόλοιπες προέρχονται από μεταγενέστερα συναξάρια. Οι διαφορές μάλιστα που προκύπτουν είναι ουσιαστικές.
  
Γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ από πατέρα χριστιανό (Χριστόφορος) και μητέρα ειδωλολάτρισσα (Θεοδοσία). Κατά την ενηλικίωσή του, εξ αιτίας της υψηλής κοινωνικής θέσης που είχε η οικογένειά του, πήγε στην Αντιόχεια μετά από κλήση του Διοκλητιανού, για να αναλάβει τα καθήκοντα του Δούκα<ref>Ο Δούκας ήταν ο ανώτατος στρατιωτικός βαθμός</ref> της Αλεξάνδρειας της Συρίας. Του ανατέθηκε μάλιστα ο διωγμός των χριστιανών. Τη νύκτα όμως που ταξίδευε προς την Αλεξάνδρεια με σκοπό να αναλάβει τα καθήκοντά του, άκουσε φωνή Κυρίου, που τον καλούσε στο χριστιανισμό. Έτσι φτάνοντας στην Αλεξάνδρεια θέλησε να δει τον [[Επίσκοπος|επίσκοπο]], όπου τελικά πείστηκε για την αλήθεια του [[Χριστός|Χριστού]], με αποτέλεσμα να [[Βάπτισμα|βαπτιστεί]]. Για το λόγο αυτό, αρνήθηκε να εκτελέσει τα καθήκοντά του και παραιτήθηκε, παρότι είχε επιτύχει σημαντικές νίκες κατά των Αγαρηνών.
+
==Ευσέβιος Καισαρείας==
  
Έτσι πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου έγινε κήρυκας του [[Ευαγγέλιο|ευαγγελίου]]. Η μητέρα του όμως που διαφωνούσε και με την [[πίστη]] του πατέρα του, ο οποίος είχε και αυτός μεταστραφεί στο χριστιανισμό, τον κατήγγειλε στις αρχές, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να βασανιστεί. Η ίδια τελικά βλέποντας την υπομονή στα μαρτύρια που υποβλήθηκε ο γιος της, μεταστράφηκε στο χριστιανισμό και βαπτίστηκε την επόμενη νύχτα. Αποκεφαλίστηκε δε μία ημέρα μετά, μαζί με άλλες δώδεκα γυναίκες εξ αιτίας της πίστης της. Όπως μαρτυρικώς παρέδωσε τη ζωή της η Θεοδοσία, έτσι τελικά παρέδωσε τη ζωή του και ο Προκόπιος περί το 303.
+
 
 +
 
 +
==Νεότερα Συναξάρια==
 +
 
 +
Σύμφωνα με νεότερα [[Συναξάρι|συναξάρια]], ο Προκόπιος γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ από πατέρα χριστιανό (Χριστόφορος) και μητέρα ειδωλολάτρισσα (Θεοδοσία). Κατά την ενηλικίωσή του, εξ αιτίας της υψηλής κοινωνικής θέσης που είχε η οικογένειά του, πήγε στην Αντιόχεια μετά από κλήση του Διοκλητιανού, για να αναλάβει τα καθήκοντα του Δούκα<ref>Ο Δούκας ήταν ο ανώτατος στρατιωτικός βαθμός</ref> της Αλεξάνδρειας της Συρίας. Του ανατέθηκε μάλιστα ο διωγμός των χριστιανών. Τη νύκτα όμως που ταξίδευε προς την Αλεξάνδρεια με σκοπό να αναλάβει τα καθήκοντά του, άκουσε φωνή Κυρίου, που τον καλούσε στο χριστιανισμό. Έτσι φτάνοντας στην Αλεξάνδρεια θέλησε να δει τον [[Επίσκοπος|επίσκοπο]], όπου τελικά πείστηκε για την αλήθεια του [[Χριστός|Χριστού]], με αποτέλεσμα να [[Βάπτισμα|βαπτιστεί]]. Για το λόγο αυτό, αρνήθηκε να εκτελέσει τα καθήκοντά του και παραιτήθηκε, παρότι είχε επιτύχει σημαντικές νίκες κατά των Αγαρηνών.
 +
 
 +
Έτσι πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου έγινε κήρυκας του [[Ευαγγέλιο|ευαγγελίου]]. Η μητέρα του όμως που διαφωνούσε και με την [[πίστη]] του πατέρα του, ο οποίος είχε και αυτός μεταστραφεί στο χριστιανισμό, τον κατήγγειλε στις αρχές, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να βασανιστεί. Η ίδια τελικά βλέποντας την υπομονή στα μαρτύρια που υποβλήθηκε ο γιος της, μεταστράφηκε στο χριστιανισμό και βαπτίστηκε την επόμενη νύχτα. Αποκεφαλίστηκε δε μία ημέρα μετά, μαζί με άλλες δώδεκα γυναίκες εξ αιτίας της πίστης της. Όπως μαρτυρικώς παρέδωσε τη ζωή της η Θεοδοσία, έτσι τελικά παρέδωσε τη ζωή του και ο Προκόπιος περί το 303.  Η μνήμη του εορτάζεται στις [[Πρότυπο:8 Ιουλίου|8 Ιουλίου]].
  
 
==Υποσημειώσεις==
 
==Υποσημειώσεις==

Αναθεώρηση της 12:18, 26 Μαρτίου 2010

Ο Άγιος Προκόπιος είναι μάρτυρας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου έδρασε και παρέδωσε μαρτυρικώς της ζωή του κατά τις αρχές του 4ου αιώνα στη Σκυθόπολη. Ο βίος προέρχεται από δύο πηγές. Η πρώτη βρίσκεται στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου Καισαρείας, ενώ οι υπόλοιπες προέρχονται από μεταγενέστερα συναξάρια. Οι διαφορές μάλιστα που προκύπτουν είναι ουσιαστικές.

Ευσέβιος Καισαρείας

Νεότερα Συναξάρια

Σύμφωνα με νεότερα συναξάρια, ο Προκόπιος γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ από πατέρα χριστιανό (Χριστόφορος) και μητέρα ειδωλολάτρισσα (Θεοδοσία). Κατά την ενηλικίωσή του, εξ αιτίας της υψηλής κοινωνικής θέσης που είχε η οικογένειά του, πήγε στην Αντιόχεια μετά από κλήση του Διοκλητιανού, για να αναλάβει τα καθήκοντα του Δούκα[1] της Αλεξάνδρειας της Συρίας. Του ανατέθηκε μάλιστα ο διωγμός των χριστιανών. Τη νύκτα όμως που ταξίδευε προς την Αλεξάνδρεια με σκοπό να αναλάβει τα καθήκοντά του, άκουσε φωνή Κυρίου, που τον καλούσε στο χριστιανισμό. Έτσι φτάνοντας στην Αλεξάνδρεια θέλησε να δει τον επίσκοπο, όπου τελικά πείστηκε για την αλήθεια του Χριστού, με αποτέλεσμα να βαπτιστεί. Για το λόγο αυτό, αρνήθηκε να εκτελέσει τα καθήκοντά του και παραιτήθηκε, παρότι είχε επιτύχει σημαντικές νίκες κατά των Αγαρηνών.

Έτσι πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου έγινε κήρυκας του ευαγγελίου. Η μητέρα του όμως που διαφωνούσε και με την πίστη του πατέρα του, ο οποίος είχε και αυτός μεταστραφεί στο χριστιανισμό, τον κατήγγειλε στις αρχές, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να βασανιστεί. Η ίδια τελικά βλέποντας την υπομονή στα μαρτύρια που υποβλήθηκε ο γιος της, μεταστράφηκε στο χριστιανισμό και βαπτίστηκε την επόμενη νύχτα. Αποκεφαλίστηκε δε μία ημέρα μετά, μαζί με άλλες δώδεκα γυναίκες εξ αιτίας της πίστης της. Όπως μαρτυρικώς παρέδωσε τη ζωή της η Θεοδοσία, έτσι τελικά παρέδωσε τη ζωή του και ο Προκόπιος περί το 303. Η μνήμη του εορτάζεται στις 8 Ιουλίου.

Υποσημειώσεις

  1. Ο Δούκας ήταν ο ανώτατος στρατιωτικός βαθμός

Πηγές

  • Ευαγγέλου Λέκκου, "Στρατιωτικοί μεγαλομάρτυρες", Αποστολική Διακονία, Αθήνα.
  • Τσολακίδης Χρήστος, "Αγιολόγιο της Ορθοδοξίας", Χ.Δ. Τσολακίδης, Αθήνα 2001.