Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Πελαγιανισμός"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Ιστορικό)
μ (Πηγές)
Γραμμή 21: Γραμμή 21:
 
==Πηγές==
 
==Πηγές==
  
*Κωνσταντίνος Σκουτέρης, ''"Ιστορία Δογμάτων"'', τ. Α΄, Αθήνα 1998.  
+
*Κωνσταντίνος Σκουτέρης, ''"Ιστορία Δογμάτων"'', τ. Β΄, Αθήνα 2004.  
 
*λήμμα ''"Πελάγιος"'' ΘΗΕ, τόμος 10, Μαρτίνος, Αθήνα 1962-1968.
 
*λήμμα ''"Πελάγιος"'' ΘΗΕ, τόμος 10, Μαρτίνος, Αθήνα 1962-1968.
 
*Βλάσιος Φειδάς, ''"Εκκλησιαστική Ιστορία"'', τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.
 
*Βλάσιος Φειδάς, ''"Εκκλησιαστική Ιστορία"'', τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.
 
*Βασίλειος Στεφανίδης, ''"Εκκλησιαστική Ιστορία"'', Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959.
 
*Βασίλειος Στεφανίδης, ''"Εκκλησιαστική Ιστορία"'', Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959.
*Παναγιώτης Χρήστου, ''"Ελληνική Πατρολογία"'', Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005
+
*Στυλιανός Παπαδόπουλος, ''"Πατρολογία"'', Γρηγόρης, Αθήνα 2010.
  
 
[[Κατηγορία:Θρησκευτικές πίστεις, παραδόσεις και κινήματα|Π]]
 
[[Κατηγορία:Θρησκευτικές πίστεις, παραδόσεις και κινήματα|Π]]

Αναθεώρηση της 23:50, 21 Φεβρουαρίου 2011

Πελαγιανισμός αποκαλείται αίρεση του 5ου αιώνα, η οποία ισχυριζόταν πως ο άνθρωπος δύναται να σωθεί από μόνος του, δίχως την ουσιαστική συνεργία του Αγίου Πνεύματος, το οποίο παρέχει απλώς ενισχυτική βοήθεια[1]. Ο Πελαγιανισμος ήταν αντίδραση στη θεωρία του Αυγουστίνου για τον απόλυτο προορισμό και καταδικάστηκε, αφού τελικώς έφτασε στο άλλο άκρο της θεωρίας του Αυγουστίνου, αγνοώντας τη θεία χάρη και τελικά την ίδια τη λυτρωτική ενσάρκωση του Ιησού[2]. Ο Πελαγιανισμός θεωρήθηκε πρόδρομος του Νεστοριανισμού[3] και είχε ως ιδρυτή το Βρετανό θεολόγο Πελάγιο.

Ιστορικό

Στη Δύση ήδη κατά τον 4ο αιώνα είχε αρχίσει να τίθεται το θέμα της συνεργίας των δύο παραγόντων, βούλησης και θείας χάριτος, σχετικά με τη σωτηρία του ανθρώπου. Ήδη ο Δονατισμός είχε θέσει το θέμα της ατομικής βούλησης και της αξίας των μυστηρίων στο σωτηριολογικό γεγονός, θεωρώντας τον ηθικό παράγοντα σημαντικότερο και παραθεωρώντας την αξία της χάριτος. Έτσι το θέμα επανέρχεται στο προσκήνιο στις αρχές του 5ου αιώνα, όταν ο Πελάγιος, ένας ασκητικός θεολόγος από τη Βρετανία, ισχυρίστηκε πως η ελευθερία της βούλησης είναι η μεγαλύτερη δωρεά του Θεού, καθώς έτσι ο άνθρωπος με τη συνεχή άσκηση, μπορεί να επιτύχει αυτό που έχει εκ φύσεως, δηλαδή την αναμαρτησία και την αγιότητα, δίχως τη βοήθεια της θείας χάριτος[4]. Ο Πελάγιος συνάμα θεώρησε το θάνατο ως αυτονόητο φυσικό φαινόμενο, και το προπατορικό αμάρτημα, όχι ως κληρονομία του θανάτου, αλλά ως απλό κακό παράδειγμα για τους μεταγενέστερους[5]. Η δικαίωση τελικά εντοπιζόταν μόνο στην πίστη και τη μίμηση του Χριστού.

Ο Πελάγιος βρέθηκε στη Ρώμη περί το 400 και κήρυξε περί τα 10 έτη, δημιουργώντας οπαδούς της θεολογίας του, ιδίως δε το νομικό Κελέστιο. Κατά την επιδρομή του Αλαρίχου όμως και οι δυο καταφεύγουν στη Βόρεια Αφρική, όπου προσπαθούν να έρθουν σε επαφή με τον Αυγουστίνο Ιππώνος, κάτι που δεν καταφέρνουν δια ζώσης[6], παρά μόνο με επιστολές[7]. Τελικά ο Πελάγιος καταλήγει στην Παλαιστίνη, όπου γίνεται δεκτός από τον Ιωάννη Β΄, επίσκοπο Ιεροσολύμων, παρά τις καταγγελίες του Ιερώνυμου. Ο Κελέστιος αντιθέτως, παραμένει στην Καρθαγένη, προσπαθώντας να εισέλθει στον κλήρο, αλλά η καταγγελία του Μεδιολάνων Παυλίνου του φράζει το δρόμο[8]. Σύμφωνα με τον Παυλίνο ο Κελέστιος ισχυρίζεται πως ο Αδάμ θα πέθαινε ούτως ή άλλως στον παράδεισο, πως το προπατορικό έθιξε μόνο τους πρωτόπλαστους, ότι παρά την ανάσταση του Χριστού, δε θα αναστηθεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και πως τελικά μόνο ο Νόμος σώζει τον άνθρωπο, ενώ υπήρχαν και προ Χριστού αναμάρτητοι άνθρωποι[9]. Ο Κελέστιος τελικά φεύγει από την Καρθαγένη και οδηγείται στη Σικελία, με προορισμό την Έφεσο, όπου και πιθανώς χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Το θέμα όμως στην εκκλησία της Β. Αφρικής και της Ρώμης είχε πλέον ανάψει, με αποτέλεσμα η αποδοχή των Κελεστίνου και Πελαγίου στην Ανατολή, να φέρει αντιδράσεις. Έτσι ο Αυγουστίνος ξεκινά θεολογικό αγώνα για την αναίρεση του Πελαγιανισμού, ενώ ο επίσκοπος Ιεροσολύμων ενημερώνεται σχετικά με τις δοξασίες των δύο ανδρών. Συγκαλείται τελικά σύνοδος στη Διόσπολη (Λύδδα) στην οποία ο Πελάγιος απολογείται, αναθεματίζοντας και ο ίδιος τις υπερβολικές καταγγελίες των δυτικών[10]. Έτσι η σύνοδος αθωώνει τον Πελάγιο, ο οποίος πλέον συντάσσει απολογητικό σύγγραμμα, με βάση τις καταγγελίες που του απέδιδαν. Οι Ανατολικοί άλλωστε ακόμα δε θεωρούσαν ιδιαίτερο επικίνδυνο τον Πελαγιανισμό, καθώς τόνιζαν το ανθρώπινο παράγοντα στη συνεργία της σωτηρίας, με αποτέλεσμα να μη διαφαίνεται η διδασκαλία αυτή ξένη[11]. Στην Καρθαγένη όμως τα πνεύματα δεν έχουν ησυχάσει, με αποτέλεσμα να συγκληθεί σύνοδος που καταδικάζει τον πελαγιανισμό, κοινοποιώντας την απόφαση και στον Πάπα Ρώμης, Ιννοκέντιο τον Α΄. Ο Ρώμης, επικυρώνει το αποτέλεσμα της συνόδου, το οποίο πλέον λαμβάνει οικουμενική διάσταση για την εκκλησία. Ο Κελέστιος τότε μεταβαίνει στη Ρώμη για να εξουδετερώσει την επιρροή των επισκόπων της Β. Αφρικής, όπου βρίσκει το νέο Πάπα Ζώσιμο, που ήταν Ελληνικής καταγωγής θετικά διακείμενο, μη έχοντας σαφή εικόνα από τις γενικές και αόριστες ομολογίες τους[12]. Τελικώς ίσως και υπό την επιρροή του Επισκόπου Αρελάτης Πάτροκλου, ο οποίος βρισκόταν σε σύγκρουση με τους Βορειοαφρικανούς επισκόπους, αποδέχεται τον Κελέστιο, με αποτέλεσμα το θέμα να φτάσει τον Ονώριο, Αυτοκράτορα της Δύσης, ο οποίος με διάταγμα καταδικάζει τον Πελαγιανισμό και εξορίζει τους ηγέτες του Πελαγιανισμού[13]. Ο Ζώσιμος τότε υπαναχωρεί και καταδικάζει τους δύο άνδρες.

Μετά την απόφαση ο Πελάγιος εξαφανίζεται από το προσκήνιο, ενώ ο Κελέστιος εξορίζεται στην Ανατολή. Οι διάδοχοι του Ζώσιμου, Βονιφάτιος Α΄ (418-422) και Κελεστίνος (422-432) επιμένουν στην καταδίκη του Πελαγιανισμού, ο οποίος εν τω μεταξύ έχει βρει υποστηρικτές. Τελικά 18 επίσκοποι της Ιταλίας μετά από σύνοδο, αρνούνται να καταδικάσουν τον Πελαγιανισμό, με αποτέλεσμα να βρεθούν στην Ανατολή και δη υπό την προστασία του Θεοδώρου Μοψουεστίας, ο οποίος υπήρξε σταθερά ο προστάτης των Πελαγιανών[14]. Τη σκυτάλη πια από τον Κελέστιο, αναλαμβάνει ο Ιουλιανός Αικλάνων, ο οποίος εκτός από πολέμιος της θεολογίας του Αυγουστίνου, προβαίνει και σε προσωπική διένεξη, παρότι πρώην μαθητής του. Σκοπό του κάνει να πείσει ότι η διδασκαλία του Αυγουστίνου περί απολύτου προορισμού είναι λανθασμένη, πράγμα που αργότερα αποδέχεται η εκκλησία. Μετά το θάνατο τελικά του Θεοδώρου Μοψουεστίας, οι οπαδοί του Πελαγιανισμού μετακινούνται στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζητούν προστασία από τον Νεστόριο, ο οποίος όμως αποκρούει τις θέσεις τους[15]. Έτσι καταδικάζονται και από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, δίχως όμως η εκκλησία να δικαιώσει και τις θέσεις του Αυγουστίνου[16].

Ο Πελαγιανισμός τελικώς μετριάσθηκε από την αίρεση των Μασσαλιανών, όπου η διδασκαλία τους ονομάστηκε "ημι-πελαγιανισμός", ηγέτης της οποίας υπήρξε ο Ιωάννης Κασσιανός. Ο Κασσιανός υποστήριξε μάλιστα τη συγγένεια Νεστοριανισμού και πελαγιανισμού, τηρώντας μία μέση οδό ανάμεσα στον Αυγουστινισμό και τον Πελαγιανισμό.

Διδασκαλία

Υποσημειώσεις

  1. ΘΗΕ, τ. 10, σελ. 257
  2. ΘΗΕ΅, ο.π., σελ. 257
  3. Φωτίου Βιβλιοθήκη, 54 – MPG 103, 93C
  4. Βλ. Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία, σελ. 557
  5. ΘΗΕ, ο.π., σελ. 257
  6. Βλ. Φειδάς, ο.π., σελ. 558
  7. Β. Στεφανίδης, Εκκλ. Ιστορία, σελ. 251
  8. Βλ. Φειδάς, ο.π., σελ. 558
  9. Βλ. Φειδάς, ο.π., σελ. 558
  10. Βλ. Φειδάς, ο.π., σελ. 559
  11. Β. Στεφανίδης, ο.π., σελ. 251
  12. Β. Στεφανίδης, ο.π., σελ. 251
  13. PL 56, 490-492
  14. Βλ. Φειδάς, ο.π., σελ. 560
  15. Βλ. Φειδάς, ο.π., σελ. 561
  16. ο.π.

Πηγές

  • Κωνσταντίνος Σκουτέρης, "Ιστορία Δογμάτων", τ. Β΄, Αθήνα 2004.
  • λήμμα "Πελάγιος" ΘΗΕ, τόμος 10, Μαρτίνος, Αθήνα 1962-1968.
  • Βλάσιος Φειδάς, "Εκκλησιαστική Ιστορία", τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.
  • Βασίλειος Στεφανίδης, "Εκκλησιαστική Ιστορία", Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959.
  • Στυλιανός Παπαδόπουλος, "Πατρολογία", Γρηγόρης, Αθήνα 2010.