Πατρολογία

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 15:00, 23 Αυγούστου 2008 από τον Papyrus (Συζήτηση | Συνεισφορά) (/* Γενικός πίνακας Πατέρων και άλλων συγγραφέων μέχρι τον 3ο αι. που κείμενα τους σχετίστηκαν με τον ΧριστιανισμόΠαρατίθεται ό.π., σελ. 479-48)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

Η Πατρολογία είναι κλάδος της Θεολογίας, ο οποίος ασχολείται με την μελέτη των έργων και της διδασκαλίας των πατέρων της Εκκλησίας και των εκκλησιαστικών συγγραφέων γενικότερα από την ίδρυση της Εκκλησίας μέχρι και την ολοκλήρωση της βυζαντινής περιόδου και καλύπτει όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την λατινική γραμματεία (συνήθως των πρώτων αιώνων). Ειδικότερα, η πατρολογία, εκτός από το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, εξετάζει και τη γνησιότητα ή μη των έργων τους, τις επιδράσεις που δέχτηκαν καθώς και τις πηγές που χρησιμοποίησαν.

Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας ήταν γενικά η ελληνική έως τα τέλη του 2ου αι. Ύστερα στη Δύση προτιμήθηκε η λατινική, αλλά και στην Ανατολή, εκτός από την ελληνική, υπήρξαν και μερικοί Πατέρες που έγραψαν στη συριακή, όπως ο Εφραίμ ο Σύρος, ή σε άλλες ανατολικές γλώσσες.

Υπάρχουν πολλές συλλογές πατερικών έργων. H πιo γνωστή καi πλήρης είναι η έκδοση του Jacques Paul Migne (1800-1875). Η συλλογή αυτή με τίτλο Patrologiae cursus completus έχει δύο Σειρές: η ελληνική σειρά (Series Graeca, Paris 1857-1866) αποτελείται από 161 τόμους και περιέχει έργα που γράφτηκαν μέχρι το 1439 ενώ η λατινική σειρά (Series Latina, Paris 1844-1855) αποτελείται από 221 τόμους και φθάνει μέχρι το 1216. Επίσης η τρίτομη Πατρολογία του J. Quasten (από την αποστολική εποχή μέχρι την Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας) αναγνωρίζεται από τους πατρολόγους ως έργο κλασικό.

Περίοδοι της ορθόδοξης εκκλησιαστικής γραμματείας

Το τεράστιο υλικό που αποτελεί το αντικείμενο σπουδής της Ορθόδοξης πατρολογίας και αφορά το έργο των Απολογητών, των Αντιαιρετικών Συγγραφέων, των εκκλησιαστικών συγγραφέων της Αιγύπτου, Μ. Ασίας, Συρίας και Παλαιστίνης, καθώς και των συγγραφέων της Δύσης κυρίως κατά τους πέντε πρώτους αιώνες, κατανέμεται χρονικά στις εξής περιόδους:

1η Περίοδος: Από την αποστολική εποχή έως την Α' Οικουμενική Σύνοδο (325)

Στην περίοδο αυτή περιλαμβάνονται οι λεγόμενοι «Αποστολικοί Πατέρες». Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί πως ο όρος Αποστολικοί Πατέρες δεν αναφέρεται στους Αποστόλους αλλά στην περίοδο αμέσως μετά το θάνατο των Αποστόλων. Καθώς η Πατρολογία εξετάζει το πλήρες έργο του χρονικού εκείνου διαστήματος, στην ομάδα των έργων της περιόδου των Αποστολικών Πατέρων που εξετάζονται, περιλαμβάνονται και ανώνυμα έργα όχι απολύτως ορθόδοξα και οι λεγόμενοι Αποστολικοί Πατέρες δεν έχουν όλοι ούτε γνωριμία με τους Αποστόλους ούτε και φρόνημα αποστολικό, δεν έχουν δηλαδή πάντα, προϋποθέσεις αποστολικότητας. Εκτός των τριών, Κλήμη Ρώμης, Ιγνάτιου Αντιοχείας και Πολυκάρπου Σμύρνης, ο άγνωστος συντάκτης της Επιστολής του Βαρνάβα, ο συντάκτης του Ποιμένα του Ερμά, ο Παπίας Ιεραπόλεως, ο άγνωστος συντάκτης της προς Διόγνητον επιστολής, καθώς και οι συντάκτες της Διδαχής των Αποστόλων, είναι αμφίβολο αν έστω γνώρισαν τους Αποστόλους, σίγουρα όμως ήσαν ακροατές της διδασκαλίας τους.

2η Περίοδος: Από την Α' Οικουμενική Σύνοδο έως τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451)

3η Περίοδος: Η Βυζαντινή περίοδος

Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς της περιόδου αυτής εξετάζονται σε δύο κεφάλαια:

Πρώτοβυζαντινή περίοδος (5ος-10ος αι.)
Υστεροβυζαντινή περίοδος (11ος-14ος αι.)

Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί πως η προκατάληψη της Δύσης για το Βυζάντιο, για λόγους ιστορικούς και δογματικούς, οδήγησε τους Πατρολόγους να περιορίζουν την Πατερική περίοδο, στη χρονική περίοδο των τεσσάρων πρώτων Οικουμενικών Συνόδων ή να σταματούν την εξέταση της πατερικής γραμματείας στον Ιωάννη Δαμασκηνό. Συχνά μάλιστα η περίοδος των πρώτων χριστιανών συγγραφέων χαρακτηρίζεται ως ακμή της πατερικής γραμματείας, ενώ οι μεταγενέστερες ως παρακμή και πολλές φορές δεν εξετάζονται καθόλου.

4η Περίοδος: Νεώτερη εποχή (μέχρι και τον 18ο αι.)

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η ορθόδοξη παράδοση δεν μπορεί να δεχτεί χρονικά όρια στην Πατρολογία, γιατί σύμφωνα με την εκκλησιολογία της, συνεχώς αναδεικνύονται Πατέρες της Εκκλησίας. Η πατερική περίοδος επεκτείνεται όσο και η ζωή της Εκκλησίας και αρχίζει από την ημέρα της Πεντηκοστής και φθάνει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με αυτή τη αντίληψη, η αγιαστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που καθοδηγεί την Εκκλησία, αποτελεί ένα ενιαίο και συνεχές ρεύμα που είναι πάντοτε παρόν και επίκαιρο μέσα στην Ιστορία και έτσι, η βυζαντινή περίοδος όπως και η Νεώτερη εποχή, είναι η φυσική συνέχεια της χριστιανικής αρχαιότητας με την οποία συνδέονται οργανικά και αδιάσπαστα.

Ορισμός του Πατρός

Οι ρωμαιοκαθολικοί πατρολόγοι δέχονται ότι, για να χαρακτηριστεί κάποιος "Πατήρ της Εκκλησίας" πρέπει να έχει τα εξής τέσσερα διακριτικά γνωρίσματα:

α) Ορθόδοξη διδασκαλία
β) Αγιότητα βίου
γ) Εκκλησιαστική αναγνώριση
δ) Αρχαιότητα

Η θεολογική αυτή θεώρηση, που με το γνώρισμα της αρχαιότητας περιορίζει τους Πατέρες της Εκκλησίας στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, δεν είναι αποδεκτή από την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Η Εκκλησία είναι ο ιστορικός χώρος όπου εκδηλώνεται συνεχώς η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και συνεχώς αναδεικνύει Πατέρες. Γι' αυτό η ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει πλήθος Πατέρων και μετά τον Ιωάννη Δαμασκηνό, όπως τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιο, το Συμεών το νέο Θεολόγο, το Γρηγόριο Παλαμά, το Νικόδημο τον Αγιορείτη και πολλούς άλλους. Η Ορθοδοξία ποτέ δε θεώρησε στατικά τους Πατέρες της Εκκλησίας ούτε τους περιόρισε σε χρονικά όρια ή συνέδεσε την αναγνώρισή τους με εξωτερικά κριτήρια, όπως είναι η αρχαιότητα.

Πάντως, σε κάθε περίπτωση, εξέχουσες προσωπικότητες και για τις δύο εκκλησίες, θεωρούνται ο Μέγας Αθανάσιος, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας στην ανατολή, και οι Ιερώνυμος, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος, στη Δύση. Στους τελευταίους σημαντικούς Πατέρες ανήκουν οι Μέγας Γρηγόριος για τη Δυτική Εκκλησία και οι Ιωάννης Δαμασκηνός και Ιερός Φώτιος για την Ανατολική.

Πατέρες και Πατέρες-Διδάσκαλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Μία σημαντική διάκριση που πρέπει να απασχολεί την σύγχρονη θεολογική έρευνα, είναι αυτή ανάμεσα στους πολλούς αγίους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς και στους μεγάλους πατέρες-διδασκάλους της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ο διαχωρισμός αυτός δεν σκοπεύει στην υποτίμηση των σπουδαίων εκείνων προσώπων της Εκκλησίας, που με την ποιμαντική τους φροντίδα (Αγ. Σπυρίδων) ή τον ασκητικό τους αγώνα (Μ. Αντώνιος) αγίασαν κι έγιναν φωτεινά παραδείγματα. Ούτε στην παραγνώριση των σημαντικών εκκλησιαστικών συγγραφέων που θεολόγησαν και έγραψαν τα πολύτιμα έργα τους. Οι άγιοι και οι συγγραφείς γενικά της Εκκλησίας ασφαλώς και δεν είναι κατ' ανάγκην λιγώτερο άγιοι ή λιγώτερο ορθόδοξοι από τους Πατέρες-Διδασκάλους, η ορθή όμως προσέγγιση του θέματος αυτού, επιβάλλει να παρατηρήσουμε ότι τα χαρίσματά τους αυτά δεν δόθηκαν για να γίνουν θεολογία χάριν της όλης Εκκλησίας, όταν αυτή περνούσε κρίση ή δοκίμαζε αμφιβολία σχετικά με την πίστη και τη σωτηρία.
Γενικά, θα λέγαμε ότι, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και πατέρες της εκκλησίας, έγραψαν τα έργα τους κάτω από τις εξής κυρίως αφορμές και ανάγκες:

  • Του κηρύγματος
  • Της εκφράσεως θείων εμπειριών
  • Της λατρείας και της δοξολογίας
  • Της διατηρήσεως της μνήμης
  • Της φανερώσεως της αληθείας και αντικρούσεως της κακοδοξίας

Με την τελευταία αυτή αφορμή της φανερώσεως της αλήθειας, γίνεται αναφορά στην επίπονη προσπάθεια των συγγραφέων της Εκκλησίας να αντικρούσουν ύποπτες κι εσφαλμένες γνώμες και αντιλήψεις, διατυπωμένες από μέλη πάλι της Εκκλησίας. Οι αντιλήψεις αυτές αποτελούσαν μικρό ή μεγάλο εμπόδιο στην πνευματική προκοπή των πιστών, κι έθεταν σε κίνδυνο τη σωτηρία τους, αφού εξέφραζαν όχι την πραγματική αλήθεια, αλλά μια φανταστική κι ανύπαρκτη αλήθεια. Όπου κάποια μέλη της Εκκλησίας απέτυχαν και χαρακτηρίστηκαν κακόδοξοι κι αιρετικοί, πέτυχαν άλλα, που εργάσθηκαν με ακρίβεια μεγαλύτερη, ήταν γνησιώτεροι φορείς της Παραδόσεως και, σύμφωνα με την πεποίθηση της εκκλησίας, φωτίσθηκαν από το Άγιο Πνεύμα ώστε να γίνουν Πατέρες-Διδάσκαλοι. Έτσι, Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας είναι ο φορέας της Παραδόσεως και του ήθους της Εκκλησίας, που με αφορμή μία μεγάλη θεολογική κρίση φωτίζεται και εκφράζει θεολογικά μια ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας, με αποτέλεσμα να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση μιας κρίσεως, που αφορά στη σωτηρία.

Τα πολυάριθμα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων και πατέρων που αναφέρονται σε θέματα όπως κατήχηση, κήρυγμα, δοξολογία, διήγηση θείων εμπειριών και θεοπτικών καταστάσεων, απαιτούν πολλά προσόντα, μεγάλη θεολογική κατάρτιση, βίωση και γνώση της Παραδόσεως της Εκκλησίας, ικανότητα και άσκηση στην ερμηνεία της Γραφής, ευρεία γνώση του πνευματικού και φιλοσοφικού κόσμου της εποχής τους. Όλα αυτά τα έργα προέρχονται από αξιόλογους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς της Εκκλησίας που όμως δεν είναι Πατέρες-Διδάσκαλοι καθώς δεν παρουσιάζεται στο έργο τους αυτή η ιδιαιτερότητα διασάφησης της αληθείας με τρόπο ευρύτερο και βαθύτερο απ' όσο είχαν επιτύχει μέχρι τότε τα ιερά πρόσωπα της Παραδόσεως, που προηγούνταν αυτών, για τους οποίους η Εκκλησία έχει εκφράσει συνοδικά τη βεβαιότητά της για τη θεία φώτισή τους επάνω στο θεολογικό τους έργο, βεβαιότητα που δεν αντιπροσωπεύεται από προσωπικές γνώμες, αλλά από κυρωμένο φρόνημα της Εκκλησίας.

Αντιμετώπιση του σφάλματος στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Δύο διαπιστώσεις μπορούν εύκολα να γίνουν αντιληπτές μέσα από την μελέτη της εκκλησιαστικής ιστορίας:

  • Οι Πατέρες, θεολόγησαν με το φωτισμό του Πνεύματος και τα επιστημονικά τους εφόδια
  • Οι Πατέρες έσφαλαν σε ωρισμένες περιπτώσεις.

Οι διδασκαλίες που υιοθετήθηκαν, επειδή θεωρήθηκαν σύμφωνες και ομόλογες προς τη Γραφή, δείχνουν την πεποίθηση της εκκλησίας για μια γνήσια φανέρωση της θείας αλήθειας. Οι διδασκαλίες αυτές κυρώθηκαν από οικουμενικές Συνόδους κι έγιναν Παράδοση της Εκκλησίας. Αντίθετα, το γεγονός του σφάλματος των Πατέρων φαίνεται από το ότι διδασκαλίες τους δεν υιοθετήθηκαν από την Εκκλησία, λησμονήθηκαν, παραμερίσθηκαν, απορρίφθηκαν. Παράδειγμα αποτελούν οι απόψεις περί της των πάντων αποκαταστάσεως που είπε ο Γρηγόριος Νύσσης ή περί κοινών και ακοινωνήτων του Ιερού Αυγουστίνου. Από το σφάλμα του Πατρός δεν ξενίζεται η Εκκλησία και δεν περιφρονεί αυτόν που πλανήθηκε, διότι γνωρίζει καλά πως κάποια πλάνη του, δεν μειώνει την μεγάλη προσφορά του. Όπως επισημαίνει ο ιερός Φώτιος, δεν υπήρξε ποτέ πλάνη επάνω σε προβλήματα καίρια μιας εποχής, που προκαλούσαν κρίση και οι πιστοί των χρόνων εκείνων συνέδεαν τις απαντήσεις με τη σωτηρία τους. Αντίθετα, η πλάνη παρουσιάστηκε σε περιόδους όπου δεν ζητήθηκε η γνώμη των πατέρων επάνω σε κάποιο σημαντικό για την πορεία της εκκλησίας και την σωτηρία, ζήτημα[1].


Υποσημειώσεις

  1. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Πατρολογία, τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 44-45.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Η αρχική μορφή του λήμματος βασίστηκε στην έκδοση 11:37, 23 Αυγούστου 2007 του αντίστοιχου της ελληνικής Βικιπαίδειας υπό την άδεια GFDL. Βλ. σχετ. ιστορικό.