Πατέρες της Εκκλησίας
Η Πατρολογία είναι κλάδος της Θεολογίας, ο οποίος ασχολείται με την μελέτη των έργων και της διδασκαλίας των πατέρων της Εκκλησίας και των εκκλησιαστικών συγγραφέων γενικότερα, από την ίδρυση της Εκκλησίας μέχρι και την ολοκλήρωση της βυζαντινής περιόδου και καλύπτει όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την λατινική γραμματεία (συνήθως των πρώτων αιώνων). Ειδικότερα, η πατρολογία, εκτός από το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, εξετάζει και τη γνησιότητα ή μη των έργων τους, τις επιδράσεις που δέχτηκαν καθώς και τις πηγές που χρησιμοποίησαν.
Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας ήταν γενικά η ελληνική έως τα τέλη του 2ου αι. Ύστερα στη Δύση προτιμήθηκε η λατινική, αλλά και στην Ανατολή, εκτός από την ελληνική, υπήρξαν και μερικοί Πατέρες που έγραψαν στη συριακή, όπως ο Εφραίμ ο Σύρος, ή σε άλλες ανατολικές γλώσσες.
Ορισμός του Πατρός
Οι ρωμαιοκαθολικοί πατρολόγοι δέχονται ότι, για να χαρακτηριστεί κάποιος "Πατήρ της Εκκλησίας" πρέπει να έχει τα εξής τέσσερα διακριτικά γνωρίσματα:
- α) Ορθόδοξη διδασκαλία
- β) Αγιότητα βίου
- γ) Εκκλησιαστική αναγνώριση
- δ) Αρχαιότητα
Η θεολογική αυτή θεώρηση, που με το γνώρισμα της αρχαιότητας περιορίζει τους Πατέρες της Εκκλησίας στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, δεν είναι αποδεκτή από την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Η Εκκλησία είναι ο ιστορικός χώρος όπου εκδηλώνεται συνεχώς η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και συνεχώς αναδεικνύει Πατέρες. Γι' αυτό η ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει πλήθος Πατέρων και μετά τον Ιωάννη Δαμασκηνό, όπως τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιο, το Συμεών το νέο Θεολόγο, το Γρηγόριο Παλαμά, το Νικόδημο τον Αγιορείτη και πολλούς άλλους. Η Ορθοδοξία ποτέ δε θεώρησε στατικά τους Πατέρες της Εκκλησίας ούτε τους περιόρισε σε χρονικά όρια ή συνέδεσε την αναγνώρισή τους με εξωτερικά κριτήρια, όπως είναι η αρχαιότητα.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, εξέχουσες προσωπικότητες και για τις δύο εκκλησίες, θεωρούνται ο Μέγας Αθανάσιος, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας στην ανατολή, και οι Ιερώνυμος, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος, στη Δύση. Στους τελευταίους σημαντικούς Πατέρες ανήκουν οι Μέγας Γρηγόριος για τη Δυτική Εκκλησία και οι Ιωάννης Δαμασκηνός και Ιερός Φώτιος για την Ανατολική.
Πατέρες και Πατέρες-Διδάσκαλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Μία σημαντική διάκριση που πρέπει να απασχολεί την σύγχρονη θεολογική έρευνα, είναι αυτή ανάμεσα στους πολλούς αγίους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς και στους μεγάλους πατέρες-διδασκάλους της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ο διαχωρισμός αυτός δεν σκοπεύει στην υποτίμηση των σπουδαίων εκείνων προσώπων της Εκκλησίας, που με την ποιμαντική τους φροντίδα (Αγ. Σπυρίδων) ή τον ασκητικό τους αγώνα (Μ. Αντώνιος) αγίασαν κι έγιναν φωτεινά παραδείγματα. Ούτε στην παραγνώριση των σημαντικών εκκλησιαστικών συγγραφέων που θεολόγησαν και έγραψαν τα πολύτιμα έργα τους. Οι άγιοι και οι συγγραφείς γενικά της Εκκλησίας ασφαλώς και δεν είναι κατ' ανάγκην λιγώτερο άγιοι ή λιγώτερο ορθόδοξοι από τους Πατέρες-Διδασκάλους, η ορθή όμως προσέγγιση του θέματος αυτού, επιβάλλει να παρατηρήσουμε ότι τα χαρίσματά τους αυτά δεν δόθηκαν για να γίνουν θεολογία χάριν της όλης Εκκλησίας, όταν αυτή περνούσε κρίση ή δοκίμαζε αμφιβολία σχετικά με την πίστη και τη σωτηρία.
Γενικά, θα λέγαμε ότι, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και πατέρες της εκκλησίας, έγραψαν τα έργα τους κάτω από τις εξής κυρίως αφορμές και ανάγκες:
- Του κηρύγματος
- Της εκφράσεως θείων εμπειριών
- Της λατρείας και της δοξολογίας
- Της διατηρήσεως της μνήμης
- Της φανερώσεως της αληθείας και αντικρούσεως της κακοδοξίας
Με την τελευταία αυτή αφορμή της φανερώσεως της αλήθειας, γίνεται αναφορά στην επίπονη προσπάθεια των συγγραφέων της Εκκλησίας να αντικρούσουν ύποπτες κι εσφαλμένες γνώμες και αντιλήψεις, διατυπωμένες από μέλη πάλι της Εκκλησίας. Οι αντιλήψεις αυτές αποτελούσαν μικρό ή μεγάλο εμπόδιο στην πνευματική προκοπή των πιστών, κι έθεταν σε κίνδυνο τη σωτηρία τους, αφού εξέφραζαν όχι την πραγματική αλήθεια, αλλά μια φανταστική κι ανύπαρκτη αλήθεια. Όπου κάποια μέλη της Εκκλησίας απέτυχαν και χαρακτηρίστηκαν κακόδοξοι κι αιρετικοί, πέτυχαν άλλα, που εργάσθηκαν με ακρίβεια μεγαλύτερη, ήταν γνησιώτεροι φορείς της Παραδόσεως και, σύμφωνα με την πεποίθηση της εκκλησίας, φωτίσθηκαν από το Άγιο Πνεύμα ώστε να γίνουν Πατέρες-Διδάσκαλοι. Έτσι, Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας είναι ο φορέας της Παραδόσεως και του ήθους της Εκκλησίας, που με αφορμή μία μεγάλη θεολογική κρίση φωτίζεται και εκφράζει θεολογικά μια ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας, με αποτέλεσμα να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση μιας κρίσεως, που αφορά στη σωτηρία.
Τα πολυάριθμα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων και πατέρων που αναφέρονται σε θέματα όπως κατήχηση, κήρυγμα, δοξολογία, διήγηση θείων εμπειριών και θεοπτικών καταστάσεων, απαιτούν πολλά προσόντα, μεγάλη θεολογική κατάρτιση, βίωση και γνώση της Παραδόσεως της Εκκλησίας, ικανότητα και άσκηση στην ερμηνεία της Γραφής, ευρεία γνώση του πνευματικού και φιλοσοφικού κόσμου της εποχής τους. Όλα αυτά τα έργα προέρχονται από αξιόλογους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς της Εκκλησίας που όμως δεν είναι Πατέρες-Διδάσκαλοι καθώς δεν παρουσιάζεται στο έργο τους αυτή η ιδιαιτερότητα διασάφησης της αληθείας με τρόπο ευρύτερο και βαθύτερο απ' όσο είχαν επιτύχει μέχρι τότε τα ιερά πρόσωπα της Παραδόσεως, που προηγούνταν αυτών, για τους οποίους η Εκκλησία έχει εκφράσει συνοδικά τη βεβαιότητά της για τη θεία φώτισή τους επάνω στο θεολογικό τους έργο, βεβαιότητα που δεν αντιπροσωπεύεται από προσωπικές γνώμες, αλλά από κυρωμένο φρόνημα της Εκκλησίας.
Αντιμετώπιση του σφάλματος στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Δύο διαπιστώσεις μπορούν εύκολα να γίνουν αντιληπτές μέσα από την μελέτη της εκκλησιαστικής ιστορίας:
- Οι Πατέρες, θεολόγησαν με το φωτισμό του Πνεύματος και τα επιστημονικά τους εφόδια
- Οι Πατέρες έσφαλαν σε ωρισμένες περιπτώσεις.
Οι διδασκαλίες που υιοθετήθηκαν, επειδή θεωρήθηκαν σύμφωνες και ομόλογες προς τη Γραφή, δείχνουν την πεποίθηση της εκκλησίας για μια γνήσια φανέρωση της θείας αλήθειας. Οι διδασκαλίες αυτές κυρώθηκαν από οικουμενικές Συνόδους κι έγιναν Παράδοση της Εκκλησίας. Αντίθετα, το γεγονός του σφάλματος των Πατέρων φαίνεται από το ότι διδασκαλίες τους δεν υιοθετήθηκαν από την Εκκλησία, λησμονήθηκαν, παραμερίσθηκαν, απορρίφθηκαν. Παράδειγμα αποτελούν οι απόψεις περί της των πάντων αποκαταστάσεως που είπε ο Γρηγόριος Νύσσης ή περί κοινών και ακοινωνήτων του Ιερού Αυγουστίνου. Από το σφάλμα του Πατρός δεν ξενίζεται η Εκκλησία και δεν περιφρονεί αυτόν που πλανήθηκε, διότι γνωρίζει καλά πως κάποια πλάνη του, δεν μειώνει την μεγάλη προσφορά του. Όπως επισημαίνει ο ιερός Φώτιος, δεν υπήρξε ποτέ πλάνη επάνω σε προβλήματα καίρια μιας εποχής, που προκαλούσαν κρίση και οι πιστοί των χρόνων εκείνων συνέδεαν τις απαντήσεις με τη σωτηρία τους. Αντίθετα, η πλάνη παρουσιάστηκε σε περιόδους όπου δεν ζητήθηκε η γνώμη των πατέρων επάνω σε κάποιο σημαντικό για την πορεία της εκκλησίας και την σωτηρία, ζήτημα[1].
Υποσημειώσεις
- ↑ Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Πατρολογία, τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 44-45.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Η Patrologia Graeca του Migne στο διαδίκτυο από το Google
- Η Patrologia Graeca του Migne στο διαδίκτυο από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου
- www.patristique.org
- Η αρχική μορφή του λήμματος βασίστηκε στην έκδοση 11:37, 23 Αυγούστου 2007 του αντίστοιχου της ελληνικής Βικιπαίδειας υπό την άδεια GFDL. Βλ. σχετ. ιστορικό.