Παλαιά Διαθήκη

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 17:38, 13 Φεβρουαρίου 2008 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Εξωτερικοί σύνδεσμοι)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο όρος Παλαιά Διαθήκη δηλώνει την αρχαιότερη από τις δύο συλλογές βιβλίων που αποτελούν την χριστιανική Αγία Γραφή και αναφέρεται στην αποκάλυψη του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, τη συνδιαλλαγή του με το έθνος Ισραήλ, με σκοπό να ευλογηθεί όλη η ανθρωπότητα. Τα βιβλία της, γράφτηκαν από πολλούς συγγραφείς σε διάστημα αρκετών εκατονταετηρίδων.

Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτέλεσαν τις μοναδικές Ιερές Γραφές που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιησού Χριστό, τους αποστόλους και την πρωτοχριστιανική κοινότητα.

Για τους Χριστιανούς, η Αγία Γραφή αποτελείται από δύο μέρη: την Παλαιά Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη, ενώ η Παλαιά Διαθήκη αναγνωρίζεται ότι κατέχει ίσο κύρος με την Καινή Διαθήκη[1]. Σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία, η σύναψη της Καινής Διαθήκης προφητεύεται ήδη μέσα στην Παλαιά Διαθήκη.

Το σύνολο των βιβλίων που θεωρούνται «κανονικά» ποικίλει μεταξύ των χριστιανικών δογμάτων. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία περιλαμβάνει στον κανόνα της 49 βιβλία, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία 46 βιβλία και οι Εκκλησίες της Μεταρρύθμισης 39 βιβλία. Πάντως, όλες οι χριστιανικές εκκλησίες εμπεριέχουν στην Παλαιά Διαθήκη τους τα 39 βιβλία που αναγνωρίζονται από τον Ιουδαϊσμό ως η Βίβλος, η αλλιώς Τανάκ.

Ο εβραϊκός Βιβλικός όρος μπερίθ που αποδίδεται διαθήκη σημαίνει «συνθήκη, συμμαχία, σύμβαση ή συμφωνία». Έτσι, στη Βίβλο ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συμφωνία που συνάπτει ο Θεός είτε με μεμονωμένα άτομα είτε συλλογικά το λαό Ισραήλ και στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Η πρώτη χριστιανική εκκλησία αποκαλούσε αυτό το σύνολο των προγενέστερων βιβλίων «ο Νόμος και οι Προφήτες» ή απλά «οι Γραφές». Περίπου από τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο όρος «Παλαιά Διαθήκη» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα για τις Γραφές που είχαν ολοκληρωθεί πριν τον Χριστό. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε αντιδιαστολή προς τη χρονικά μεταγενέστερη Καινή Διαθήκη, τη συλλογή των βιβλίων που αναφέρονται στην εκπλήρωση των επαγγελιών της παλαιάς και τη σύναψη της νέας διαθήκης δια του Ιησού Χριστού, μιας συμφωνίας μεταξύ Θεού και ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Η αρχαιότερη μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης έγινε στην ελληνική γλώσσα και έχει επικρατήσει να ονομάζεται Μετάφραση των Εβδομήκοντα.

Υποσημειώσεις

  1. «Η Καινή διαθήκη είνε το έτερον ήμισυ της Αγίας Γραφής, του πρώτου όντος της Π. Διαθήκης. [...] Εις την Εκκλησίας την ιδρυθείσαν υπό του Κυρίου Ιησού Χριστού η Π. Διαθήκη αναγνωρίζεται ως ισόκυρος προς την Καινήν και υπό των ιερών συγγραφέων της Καινής και υπό της μετέπειτα γενεάς». (Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Στέργιος Σάκκος, Διδάκτωρ Θεολογίας και καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Β' Έκδοσις, Θεσσαλονίκη, 1984, σελ. 86)

Σχετικά κύρια άρθρα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι