Παλαιά Διαθήκη

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

Ο όρος Παλαιά Διαθήκη δηλώνει την αρχαιότερη από τις δύο συλλογές βιβλίων που αποτελούν την χριστιανική Αγία Γραφή και αναφέρεται στην αποκάλυψη του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, τη συνδιαλλαγή του με το έθνος Ισραήλ, με σκοπό να ευλογηθεί όλη η ανθρωπότητα. Τα βιβλία της, γράφτηκαν από πολλούς συγγραφείς σε διάστημα αρκετών εκατονταετηρίδων.

Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτέλεσαν τις μοναδικές Ιερές Γραφές που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιησού Χριστό, τους αποστόλους και την πρωτοχριστιανική κοινότητα.

Για τους Χριστιανούς, η Αγία Γραφή αποτελείται από δύο μέρη: την Παλαιά Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη, ενώ η Παλαιά Διαθήκη αναγνωρίζεται ότι κατέχει ίσο κύρος με την Καινή Διαθήκη[1]. Σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία, η σύναψη της Καινής Διαθήκης προφητεύεται ήδη μέσα στην Παλαιά Διαθήκη.

Ο εβραϊκός Βιβλικός όρος μπερίθ που αποδίδεται διαθήκη σημαίνει «συνθήκη, συμμαχία, σύμβαση ή συμφωνία». Έτσι, στη Βίβλο ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συμφωνία που συνάπτει ο Θεός είτε με μεμονωμένα άτομα είτε συλλογικά το λαό Ισραήλ και στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Η πρώτη χριστιανική εκκλησία αποκαλούσε αυτό το σύνολο των προγενέστερων βιβλίων «ο Νόμος και οι Προφήτες» ή απλά «οι Γραφές». Περίπου από τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο όρος «Παλαιά Διαθήκη» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα για τις Γραφές που είχαν ολοκληρωθεί πριν τον Χριστό. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε αντιδιαστολή προς τη χρονικά μεταγενέστερη Καινή Διαθήκη, τη συλλογή των βιβλίων που αναφέρονται στην εκπλήρωση των επαγγελιών της παλαιάς και τη σύναψη της νέας διαθήκης δια του Ιησού Χριστού, μιας συμφωνίας μεταξύ Θεού και ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Η αρχαιότερη μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης έγινε στην ελληνική γλώσσα και έχει επικρατήσει να ονομάζεται Μετάφραση των Εβδομήκοντα.

Η αναγκαιότητα της Παλαιάς Διαθήκης

Για τους χριστιανούς, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη αποτελούν μέρη ενός ενιαίου οργανικού συνόλου με κοινό θεολογικό ενδιαφέρον το οποίο εστιάζεται στον Χριστό, καθώς η σχετική θεία υπόσχεση για τον ερχομό Του, την οποία συναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη, εκπληρώνεται στην Καινή[2]. Ήδη από την πρώτη περίοδο του χριστιανισμού, όταν αισθάνονται οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς την ανάγκη να υπερασπιστούν τα πιστεύω τους, επιμένουν ότι δεν πρόκειται για κάτι που εμφανίζεται "για πρώτη φορά, ξεκάρφωτο ή ουρανοκατέβατο"[3], αλλά αντιθέτως, αφορά πίστη "μη νέαν και ξένην"[4], η οποία έχει βαθιές ιστορικές αλλά και θεολογικές ρίζες, αφού στηρίζεται στην αρχαιότητα της και στα αρχαία δόγματα της διδασκαλίας της[5]. Η Π.Δ. ξεκινά με την κλήση από τον Θεό ενός περιπλανώμενου βοσκού, του Αβραάμ, ο οποίος ζούσε στην πόλη Ουρ της αρχαίας βαβυλώνας την εποχή του Χαμμουραμπί (18ος αι. π.Χ.). Η βιβλική ιστορία στο σύνολό της, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ενεργεί ο Θεός στον κόσμο, συνεργαζόμενος μετά από συμφωνία, με μια ομάδα ανθρώπων, αλλά με σαφή αναφορά στο σύνολο της ανθρωπότητας[6] και όχι σε έναν λαό μόνο[7]. Κατόπιν, και η ιστορία της χριστιανικής εκκλησίας αναφέρεται επίσης σε όλη την ανθρωπότητα ως μια συνέχεια της λεγόμενης Θείας Οικονομίας[8] η οποία συντελείται μέσα στην ιστορία και μπαίνει σε μια "αποφασιστική φάση" της, με την παρουσία του Χριστού[9]. Η Παλαιά Διαθήκη για τους χριστιανούς, δεν σχετίζεται με το περιεχόμενο της εβραϊκής βίβλου, υπό τη θεώρηση των ιουδαίων. Οι χριστιανοί θεωρούν ότι έχει φυσική συνέχεια με την Κ.Δ. και ότι είναι ακατανόητη χωρίς την παρουσία του Χριστού και όσων διαδραματίσθηκαν στην επίγεια ζωή του[10]. Ο ίδιος ο Χριστός άλλωστε, είδε στην Π.Δ. "να προεικονίζονται η ζωή και η δράση του και να προδιαγράφονται ο θάνατος και η ανάσταση του"[11]. Σε αντιδιαστολή με τους ιουδαίους, οι χριστιανοί κατανοούν χριστολογικά την Π.Δ., θεωρούν ότι εκπληρώνεται στην Κ.Δ. και ότι οι δύο Διαθήκες λειτουργούν σε αδιάσπαστη θεολογική ενότητα, με την διαφορά ότι η Π.Δ. προπαιδεύει τον άνθρωπο "εις Χριστόν" ενώ η Κ.Δ. τον οδηγεί σε τελείωση "εν Χριστώ"[12].

Τα εκφραστικά μέσα της Παλαιάς Διαθήκης

Κατά την ανάγνωση των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, συχνά γεννιούνται ερωτήματα και απορίες: πως είναι δυνατόν "να αποτελεί χριστιανική Αγία Γραφή" ένα έργο που περιέχει εκφράσεις ή περιγράφει πράξεις και συνήθειες "που σήμερα μας φαίνονται άγριες και απολίτιστες"[13].

Ο βασικότερος λόγος για τον οποίο υφίστανται τα ζητήματα αυτά, εντοπίζεται κυρίως στην "άγνοια" που υπάρχει "σε πολλούς ως προς το που βρίσκεται ο αποκαλυπτικός και βιβλικός χαρακτήρας του μέρους της Αγίας Γραφής που ονομάζεται Παλαιά Διαθήκη"[14].

Τα βιβλία που αποτελούν την Παλαιά Διαθήκη διαπνέονται από αυτό που στη θεολογική γλώσσα ονομάζεται ιστορία της θείας οικονομίας, δηλ. μια συνεχιζόμενη ιστορία διαδοχικών επεμβάσεων του Θεού, ιστορικών σωτηριωδών γεγονότων και κατευθύνσεων των προσδοκιών των ανθρώπων προς μία μεσσιανική εποχή[15]. Κάθε τι που βρίσκεται έξω από αυτήν την ιστορία της θείας οικονομίας, η οποία αποκορυφώνεται στο γεγονός του Χριστού, μπορεί να σχετίζεται:

  1. με πολιτιστικά στοιχεία της εποχής εκείνης, τα οποία διαφέρουν από αυτά της σημερινής και είναι φυσικό να προκαλούν αντίδραση (θα πρέπει η τοποθέτηση και η ερμηνεία τους να γίνεται στα πλαίσια των αντιλήψεων της δικής τους εποχής).
  2. με ιστορικά γεγονότα (π.χ. πολέμους) και κοινωνικές συνθήκες της κατά κόσμον ιστορίας, μέσα στην οποία βέβαια εκτυλίσσεται και η ιστορία της θείας οικονομίας.
  3. με διάφορα άλλα πολιτιστικά ή κοινωνικά φαινόμενα της εποχής[16] (το ίδιο άλλωστε συναντάμε και στην Καινή Διαθήκη: εποχιακά φαινόμενα, όπως η κόμμωση γυναικών, καλύπτρα επί της κεφαλής κ.ά., "είναι συνηρτημένα με τις κοινωνικές απόψεις της εποχής"[17]).

Παρόμοιο πρόβλημα ερμηνείας εμφανίζεται και στις περιπτώσεις ανθρωποπαθών εκφράσεων που συναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη, κάποιες από τις οποίες έχουν υποστεί κριτική κατά καιρούς. Θα πρέπει επ' αυτού να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογική και ερμηνευτική πραγματικότητα, τα όποια συμπεράσματα από τη μελέτη των ιερών κειμένων δεν προκύπτουν αυθαίρετα, αλλά μόνο όταν η ανάγνωση τους βασιστεί στην ερμηνεία που η Ορθόδοξη Ιερά Παράδοση αποδέχεται γι' αυτά.

Έτσι, κάθε φορά που γίνεται η διαπίστωση ότι η Π.Δ. αντιλαμβάνεται το Θεό ως τιμωρό ή όταν ο ίδιος ο Θεός παρουσιάζεται να λέει "διά του Ιεζεκιήλ" "εγώ ειμί Κύριος ο τύπτων" (7,6)[18], θα πρέπει κατά την ερμηνεία να λαμβάνεται υπόψη, πως οι Πατέρες ουδέποτε δίδαξαν ότι το κακό μπορεί να προέρχεται από τον Θεό (όπως π.χ. ο τιμωρητικός θάνατος του αμαρτωλού)[19].

Όπως σημειώνει ο καθ. Στέργιος Σάκκος, επειδή "στην ιστορία αυτή συνδιαλέγεται ο Θεός με τους άνθρώπους και οι άνθρωποι με τον Θεό, και συνυφαίνεται η ιστορία των ανθρώπων με την ιστορία του Θεού, οι συγγράφεις, προκειμένου να γίνουν κατανοητοί, χρησιμοποιούν ανθρωπομορφικές ή ανθρωποπαθείς εκφράσεις και παραστάσεις. Όπως, δηλαδή, για να συνεννοηθούμε με κάποιον, του οποίου δεν γνωρίζουμε τη γλώσσα, χρησιμοποιούμε νεύματα, έτσι, για να συνεννοηθή ο Θεός μαζί μας, παρουσιάζεται σαν να έχη χέρια, πόδια, μάτια κ.λπ., σαν να ζηλότυπη, να οργίζεται κ.ά.· 'θεοπρεπώς' να εννοούνται αυτά, συμβουλεύουν οι άγιοι πατέρες, κι όχι 'ανθρωποπαθώς'. Εξ άλλου, είνε ολοφάνερο κι από μία μόνο ανάγνωσι της Γραφής ότι εκείνο που σφοδρότατα καταπολεμά, είνε η ειδωλολατρία και η μυθολογία. Πως είνε δυνατόν να μάχεται με συμμάχους τους εχθρούς της; [...] Αν ωρισμένα γεγονότα της Γραφής φαίνωνται υπερβολικά και έξω από τη γνωστή φυσική τάξι, αυτό αποτελεί θέμα σωστής ερμηνείας, φωτισμένου νου και ταπεινής καρδιάς. Αγνοούμε τις συνθήκες και τις περιστάσεις του χρόνου και του τόπου, στον οποίο διεξήχθησαν τα παρωχημένα γεγονότα, και αδυνατούμε να σταθμίσουμε το θείο παράγοντα, που καθορίζει ουσιαστικά την εξέλιξι της ιστορίας"[20].

Κατά συνέπεια, για όλες τις παρόμοιες εκφράσεις ισχύουν τα εξής: "πίσω από ανθρωποπαθείς, εικονικές, μεταφορικές, παραβολικές ή αινιγματικές λέξεις, φράσεις ή διηγήσεις...συμβολικές ονομασίες προσώπων ή ζωικών οργανισμών...κ.ά." οι Πατέρες ερμηνεύουν "διά μέσου του γράμματος" το "υποκείμενο πράγμα"[21]. Και έχει ιδιαίτερη σημασία ότι, όσοι ερμηνευτές "επιμένουν πεισματικά στην κατά γράμμα ερμηνεία ακόμα και εικονικών, παραβολικών...ή άνθρωποπαθών διηγήσεων της Γραφής...στιγματίζονται συλλήβδην από τους ορθοδόξους Πατέρες ως «σαρκικοί» ή «ιουδαίζοντες τη γνώμη»"[22]. Όπως σημειώνει με έμφαση ο Μέγας Αθανάσιος:

"Το γράμμα αποκτείνει, το δε Πνεύμα ζωοποιεί. Πολλά γαρ των θείων Γραφών εάν κατά το γράμμα νοήσωμεν, εις αθέσμους βλασφημίας περιπεσούμεθα."[23].

Έτσι, η ορθή ερμηνευτική μέθοδος θα πρέπει να βρίσκεται σε οργανική σύνδεση Αγίας Γραφής και Ιησού Χριστού και "από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι όλες οι εκφράσεις και οι εικόνες της Αγίας Γραφής...περί Θεού φοβερού και τιμωρού είναι σωστές, όχι επειδή όντως ο Θεός οργίζεται και τιμωρεί, αλλά γιατί ο ένοχος και αμαρτωλός άνθρωπος βλέπει το Θεό ως τιμωρό. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Εις την επιγραφήν των Ψαλμών, PG 44, 557D"[24]. Άλλωστε, νομικές διατάξεις του Δευτερονομίου αναφέρονται στην προστασία της ανθρώπινης ζωής και στη συμπεριφορά προς τους ξένους (Δευτ. 10,18. 14,29. 16,14) και η αρχαία παράδοση στο βιβλίο της Εξόδου διακηρύσσει την ελευθερία και την ισότητα και συνδέει τον Θεό με αντιλήψεις συμπαράστασης προς τους αδυνάτους αφού προβλέπει διατάξεις που καθορίζουν τη βοήθεια ακόμα και του εχθρού όταν αυτός βρίσκεται σε δύσκολη θέση (Έξ. 23,4.9). Επίσης, στη λεγόμενη ιερατική παράδοση η εντολή "αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν" (Λευιτ. 19,18) περιλαμβάνει στην έννοια του πλησίον και τους ξένους (Λευιτ. 19,34)[25].

Ύστερα από αυτά, γίνεται κατανοητό ότι η Εκκλησία ενσωμάτωσε στην Αγία Γραφή της την Παλαιά Διαθήκη "όχι βέβαια για τους πολέμους που εκθέτει αναπόφευκτα στα πλαίσια [...] της κατά κόσμον ιστορίας, ούτε για τις διάφορες πολιτιστικές και κοινωνικές εκδηλώσεις του λαού [...] και που είναι ξένες προς τα σημερινά ήθη [...] ούτε βέβαια γιατί παρέχει οικολογικές συμβουλές χρήσιμες και για την εποχή μας, όπως π.χ. να μην κόβουν οι Ισραηλίτες οπωροφόρα δέντρα όταν κυριεύουν κάποια περιοχή (Δευτ. 20,19), ή να σκεπάζουν τις ακαθαρσίες τους στην έρημο με ραβδάκι που πρέπει να φέρουν πάντα μαζί τους (Δευτ. 23,14), αλλά γιατί περιέχει την ιστορία της θείας οικονομίας, την προετοιμασία της λύτρωσης, τη συνεχή σχέση του Θεού με τον άνθρωπο και τον κόσμο, την επαγγελία για έναν καλύτερο κόσμο, με έναν λόγο γιατί προτυπώνει και προαναγγέλλει τον Ιησού Χριστό"[26].

Κατά συνέπεια, οι θεολογικές, ηθικές κ.λπ. διδασκαλίες της Παλαιάς Διαθήκης προσεγγίζονται και κατανοούνται μόνο υπό το φως της χριστοκεντρικής αποκάλυψης και η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί, παρά μόνο σε συνάφεια με την Καινή, η οποία κατέχει την πληρότητα της θείας Αποκαλύψεως[27]. Για το λόγο αυτό, δεν επιτρέπονται "οι παραπομπές αδιακρίτως σε παλαιοδιαθηκικά χωρία, που άπτονται κυρίως ζητημάτων πίστεως και ηθικής...αν αυτά δε σχετίζονται με τα παράλληλα τους καινοδιαθηκικά...διότι αυτό παραβλάπτει το γνήσιο πνεύμα της χριστιανικής διδασκαλίας"[28].

Οι κανόνες

Βλέπε και άρθρο Βιβλικός κανόνας

Το σύνολο των βιβλίων που θεωρείται ότι είναι θεόπνευστα και περιέχουν την θεία αποκάλυψη, αποτελούν τον Κανόνα της Παλιάς Διαθήκης, και τα βιβλία αποκαλούνται κανονικά, όμως ο αριθμός τους ποικίλει μεταξύ των χριστιανικών δογμάτων.

Ορθόδοξη Εκκλησία

Η Ορθόδοξη Εκκλησία περιλαμβάνει στον κανόνα της 49 βιβλία. Εκτός από τα 39 βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου, έτσι όμως όπως έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και τιτλοφορηθεί στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, αποδέχεται και 10 βιβλία ακόμη, ισόκυρα με τα 39, τα λεγόμενα "αναγινωσκόμενα" ή "δευτεροκανονικά" (όλα μαζί αποτελούν τον λεγόμενο αλεξανδρινό κανόνα των 49 βιβλίων):

  • Α' Έσδρας
  • Τωβίτ
  • Ιουδίθ
  • Α' Μακκαβαίων
  • Β' Μακκαβαίων
  • Γ' Μακκαβαίων
  • Σοφία Σολομώντος
  • Σοφία Σειράχ
  • Βαρούχ
  • Επιστολή Ιερεμίου

Πέρα από τα 10 επιπλέον βιβλία, αποδέχεται τις εξής 4 προσθήκες, που ονομάζονται δευτεροκανονικά τεμάχια:

  • μία προσθήκη στην Εσθήρ, στα ελληνικά
  • τρεις προσθήκες στον Δανιήλ, στα ελληνικά

Στον κανόνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν συμπεριλαμβάνεται και γι αυτό ονομάζεται "απόκρυφο", το βιβλίο Δ' Μακκαβαίων.

Ρωμαιοκαθολικοί

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία περιλαμβάνει στον κανόνα της 46 βιβλία. Εκτός από τα 39 βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου, έτσι όμως όπως έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και τιτλοφορηθεί στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, αποδέχεται και 7 βιβλία ακόμη, που ονομάζονται "δευτεροκανονικά", είναι όμως ισόκυρα με τα υπόλοιπα:

  • Τωβίτ
  • Ιουδίθ
  • Α' Μακκαβαίων
  • Β' Μακκαβαίων
  • Σοφία Σολομώντος
  • Σοφία Σειράχ
  • Βαρούχ και Επιστολή Ιερεμίου (ως ένα βιβλίο)

Πέρα από τα 7 δευτεροκανονικά βιβλία, αποδέχεται και τα δευτεροκανονικά τεμάχια:

  • μία προσθήκη στην Εσθήρ, στα ελληνικά
  • τρεις προσθήκες στον Δανιήλ, στα ελληνικά

Στον κανόνα των Ρωμαιοκαθολικών, δεν συμπεριλαμβάνονται και γι αυτό ονομάζονται "απόκρυφα", τα βιβλία Α' Έσδρας, Γ' Μακκαβαίων και Δ' Μακκαβαίων.

Προτεστάντες

Οι Προτεστάντες δέχονται στον κανόνα τους 39 βιβλία, δηλ. τα ίδια ακριβώς που περιέχει και η ιουδαϊκή Βίβλος, γραμμένα όμως όχι στα ελληνικά της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, αλλά στο λεγόμενο εβραϊκό κείμενο των Μασοριτών. Τα επιπλέον βιβλία που περιλαμβάνονται στον κανόνα της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τα ονομάζουν γενικά "απόκρυφα".

Υποσημειώσεις

  1. «Η Καινή διαθήκη είνε το έτερον ήμισυ της Αγίας Γραφής, του πρώτου όντος της Π. Διαθήκης. [...] Εις την Εκκλησίας την ιδρυθείσαν υπό του Κυρίου Ιησού Χριστού η Π. Διαθήκη αναγνωρίζεται ως ισόκυρος προς την Καινήν και υπό των ιερών συγγραφέων της Καινής και υπό της μετέπειτα γενεάς». (Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Στέργιος Σάκκος, Διδάκτωρ Θεολογίας και καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Β' Έκδοσις, Θεσσαλονίκη, 1984, σελ. 86)
  2. Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 21-22.
  3. Ματσούκας Α. Νίκος, Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ αιώνα, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 58.
  4. Ευσεβ., Εκκλ. Ιστ., PG 20,80C.
  5. Ματσούκας, ό.π., σελ. 60.
  6. Για την παγκοσμιότητα της Π.Δ. βλ. Γεν 12,3. 18,18. 22,18. 26,4. Δευτ. 32,21. Ψαλμ. 2,8. 22,27–31. 46,4-10. 65,2-5. 66,4. 68,31-32. 72,1-20. 86,9. 102,15-22. 145,10-11. Ησ. 2,2–4. 9,2-7. 11,6–10. 18,7. 24,16. 35,1-10. 40,4-11. 42,1-12. 49,6. 54,1–3. 55,5. Ιερ. 3,17. 4,2. 16,19–21. 47,3–5. Δαν. 2,35-45. 7,13-14. Ωσ. 2,23. Ιωήλ 2,28–32. Αμώς 9,11-12. Μιχ. 4,3-4. Αγγ. 2,7. Ζαχ. 2,10-11. 6,15. 8,20–23. 9,9–17. 14,8-21. Μαλ. 1,11.
  7. Κωνσταντίνου Μιλτιάδης, Η Παλαιά Διαθήκη Μυθολογία των Εβραίων ή Βίβλος της Εκκλησίας;, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003, σελ. 19.
  8. Κωνσταντίνου, ό.π.
  9. Ματσούκας, Ορθοδοξία..., ό.π., σελ. 280.
  10. Καλαντζάκης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 71.
  11. Καλαντζάκης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 75.
  12. Καλαντζάκης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 73.74.
  13. Συλλογικό έργο, Ιστορία της Ορθοδοξίας, τόμ. 1. 'Οι απαρχές του Χριστιανισμού', έκδ. ROAD, Αθήνα 2008, σελ. 242.
  14. Ιστορία της Ορθοδοξίας, ό.π.
  15. Ιστορία της Ορθοδοξίας, ό.π., σελ. 243.
  16. Ιστορία της Ορθοδοξίας, ό.π., σελ. 243-244.
  17. Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, "Η Παλαιά Διαθήκη ως Αγία Γραφή της Εκλησίας", στο περιοδ. Σύναξη, τεύχ. 84 (2002), Αθήνα, σελ. 7.
  18. Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Καρδία Καινή και Πνεύμα Καινόν - Οι Θεολογικές Ιδέες του Προφήτη Ιεζεκιήλ, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 64-65.
  19. "Το κακόν ου παρά Θεού, ουδέ εν Θεώ ούτε εξ αρχής γέγονεν, ούτε ουσία τις έστιν" (Μ. Αθανάσιος, ΡG 25,13Α // "Ου μην ουδέ παρά Θεού το κακόν την γένεσιν έχειν ευσεβές έστι λέγειν, δια το μηδέν των εναντίων παρά του εναντίου γίγνεσθαι. Ούτε γαρ ζωή θάνατον γεννά, ούτε το σκότος φωτός έστιν αρχή, ούτε νόσος υγιείας δημιουργός" (Μ. Βασίλειος, Ομιλία 2 εις την Εξαήμερο // "Η μεν αρετή εκ του Θεού εδόθη τη φύσει και αυτός έστι παντός αγαθού αρχή και αιτία" (Ι.Δαμασκηνός, PG 94, 973Α.
  20. Σάκκος Στέργιος, Ο Θεός στη γη μας, έκδ. 2η, εκδ. Ο.Χ.Α. Απολύτρωσις, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 57-58.
  21. Παναγόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 446.
  22. Παναγόπουλος, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 446-447.
  23. Μ. Αθανασίου, Τεμάχια εκ των εις το κατά Ματθαίον, PG 27,1384B.
  24. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 271, υποσημ. #4.
  25. Κωνσταντίνου Μιλτιάδης, Παλαιά Διαθήκη. Αποκρυπτογραφώντας την πανανθρώπινη κληρονομιά, Αρμός, Αθήνα 2008, σελ. 80,υποσημ. #67.
  26. Ιστορία της Ορθοδοξίας, ό.π., σελ. 247.
  27. Καλαντζάκης, Εισαγωγή..., ό.π., σελ. 84.
  28. Καλαντζάκης, Εισαγωγή..., στο ίδιο.
Παλαιά Διαθήκη (49 βιβλία)
Ιστορικά (Πεντάτευχος) 01.Γένεσις | 02.Έξοδος | 03.Λευιτικόν | 04.Αριθμοί | 05.Δευτερονόμιον
Ιστορικά (λοιπά) 06.Ιησούς του Ναυή | 07.Κριταί | 08.Ρουθ | 09.Α' Βασιλειών | 10.Β' Βασιλειών | 11.Γ' Βασιλειών | 12.Δ' Βασιλειών | 13.Α' Παραλειπομένων | 14.Β' Παραλειπομένων | 15.Α' Έσδρας | 16.Β' Έσδρας | 17.Νεεμίας | 18.Τωβίτ | 19.Ιουδίθ | 20.Εσθήρ | 21.Α' Μακκαβαίων | 22.Β' Μακκαβαίων | 23.Γ' Μακκαβαίων
Ποιητικά ή Διδακτικά 24.Ψαλμοί | 25.Ιώβ | 26.Παροιμίαι | 27.Εκκλησιαστής | 28.Άσμα Ασμάτων | 29.Σοφία Σολομώντος | 30.Σοφία Σειράχ
Προφητικά (ελάσσονες προφήτες) 31.Ωσηέ | 32.Αμώς | 33.Μιχαίας | 34.Ιωήλ | 35.Οβδιού | 36.Ιωνάς | 37.Ναούμ | 38.Αββακούμ | 39.Σοφονίας | 40.Αγγαίος | 41.Ζαχαρίας | 42.Μαλαχίας
Προφητικά (μείζονες προφήτες) 43.Ησαΐας | 44.Ιερεμίας | 45.Βαρούχ | 46.Θρήνοι | 47.Επιστολή Ιερεμίου | 48.Ιεζεκιήλ | 49.Δανιήλ


Σχετικά κύρια άρθρα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι