Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Πίστευε και μη ερεύνα"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Το απόφθεγμα '''Πίστευε και μή ερεύνα''', είναι μία έκφραση που αποδίδεται κυρίως με αρνητικό περιεχόμενο, προσπαθώντας να δηλώσει ότι ''"η υπό της θεολογίας εκζητουμένη πίστις...ταυτίζεται προς την ευπιστίαν"''<ref>Τρεμπέλας Ν. Παν., ''Εγκυκλοπαίδεια της θεολογίας'', έκδ. 5η, Ο Σωτήρ, Αθήναι 2000, σελ. 141.</ref>. Με ένα τέτοιο νόημα όμως, δεν μπορεί να αποτελεί ''"αξίωμα ευαγγελικόν"''<ref>ό.π., σελ. 140</ref> και η Ορθόδοξη Θεολογία σαφώς εναντιώνεται σ' αυτό το περιεχόμενο. Όπως σημειώνει ο [[δογματολόγος]] Ν. Ματσούκας:
+
Το απόφθεγμα '''Πίστευε και μή ερεύνα''', είναι μία έκφραση που αποδίδεται κυρίως με αρνητικό περιεχόμενο, προσπαθώντας να δηλώσει ότι ''"η υπό της θεολογίας εκζητουμένη πίστις...ταυτίζεται προς την ευπιστίαν"''<ref>Τρεμπέλας Ν. Παν., ''Εγκυκλοπαίδεια της θεολογίας'', έκδ. 5η, Ο Σωτήρ, Αθήναι 2000, σελ. 141.</ref>.  
 +
 
 +
Σύμφωνα με τον [[Χρήστος Γιανναράς|Χρήστο Γιανναρά]], η έκφραση αυτή αποτελεί ''"ένα σύνθημα άγνωστης προέλευσης"'', το όποιο ''"δεν έχει καμία σχέση με το νόημα που έδωσε στη λέξη'' [πίστη] ''η ιουδαιοχριστιανική τουλάχιστον παράδοση"''<ref>Γιανναράς Χρήστος, ''Αλφαβητάρι της πίστης'', 13η έκδ., Δόμος, Αθήνα 2006, σελ. 25.</ref>. Η ανεξέταστη αποδοχή αρχών και αξιωμάτων δεν αποτελεί ''"αξίωμα ευαγγελικόν"''<ref>Τρεμπέλας, ''Εγκυκλοπαίδεια...'', ό.π., σελ. 140.</ref> και η Ορθόδοξη Θεολογία σαφώς εναντιώνεται στο περιεχόμενο αυτό.
 +
 
 +
==Η πηγή της Εκκλησιαστικής Πίστης==
 +
Όπως σημειώνει ο καθ. ''Νίκος Ματσούκας'', ''"ατυχώς'' [...] ''επιστήμονες ή περί τα πράγματα της πίστης ασχολούμενοι, εξαιτίας ελαττωματικής και ατροφικής γνώσης των χριστιανικών αληθειών, νομίζουν ότι πίστη σημαίνει μια αδύναμη αφέλεια ή ότι η Αγία Γραφή διδάσκει το πίστευε και μη ερεύνα"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Δογματική και Συμβολική θεολογία'', τόμ. Γ΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 154.</ref>.
 +
 
 +
Στην πραγματικότητα η πίστη στον εκκλησιαστικό Θεό δεν είναι ''"ανεξέταστη και αφελής αποδοχή μιας σχετικής διδασκαλίας"''. Αντιθέτως, ''"η αποδοχή αυτής της διδασκαλίας γίνεται με νου, λόγο, καρδιά, βούληση, με τη συνολική υπαρξιακή ενότητα'' [...] ''πρόκειται για μια δυναμική εμπειρία -νοηματικά ο όρος πίστη της χριστιανικής διδασκαλίας μοιάζει με αυτό που λέμε εμπορική πίστη, πίστωση, άνθρωπο πίστης, εμπιστοσύνης!"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Οικουμενική Θεολογία'' (ΦΘΒ #55), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 59.</ref>. Ο άνθρωπος άλλωστε, έχει διαμορφώσει όρους όπως ''"αξιόπιστο, αυτόπιστο, απιστία, πίστωση κ.λπ."'', οι οποίοι περιέχουν τη λέξη ''πίστη'' και συνδέονται ''"με συγκεκριμένες μορφές ζωής"''<ref>Ματσούκας, ''Δογματική...'', Γ΄, ό.π..</ref>.
 +
 
 +
Κατ' αυτό τον τρόπο, η πρώτη εκκλησία, όταν αναφέρεται σε πίστη, όχι μόνο δεν τη συσχετίζει με κάποιο ''"πίστευε και μη ερεύνα"'', αλλά αντιθέτως, μιλά για ζωή και βίωμα, βάση του οποίου ανέπτυξε σταδιακά την ''εμπιστοσύνη'' της στο πρόσωπο του [[Χριστός|Ιησού Χριστού]] και Θεού:
 +
 
 +
:''"Σας γράφουμε για το ζωοποιό Λόγο, που υπήρχε εξαρχής. Εμείς τον έχουμε ακούσει και τον έχουμε δει με τα ίδια μας τα μάτια. Μάλιστα τον είδαμε από κοντά, και τα χέρια μας τον ψηλάφησαν. Όταν η ζωή φανερώθηκε, την είδαμε με τα μάτια μας. Καταθέτουμε, λοιπόν, τη μαρτυρία μας και σας μιλάμε για την αιώνια ζωή που ήταν με τον Πατέρα, φανερώθηκε όμως σ’ εμάς. Αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς, για να συμμετάσχετε κι εσείς μ’ εμάς στην ίδια κοινωνία, που είναι η κοινωνία με τον Πατέρα και με τον Υιό του τον Ιησού Χριστό"''<ref>''A΄ Ιω. 1,1-3''. ''Η Αγία Γραφή'' (Παλαιά και Καινή Διαθήκη), Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα 1997.</ref>.
 +
 
 +
Κατά συνέπεια, το λογικό του ανθρώπου ''"δεν αποτυφλούται"'' ούτε υποδουλώνεται από την πίστη<ref>Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 141.</ref>, ούτε η Εκκλησία προτρέπει σε κάτι τέτοιο. Αντίθετα με το ''"πίστευε και μη ερεύνα"'', η [[Καινή Διαθήκη]] διδάσκει ότι ''"εστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων"''<ref>''Εβρ. 11,1''.</ref>.
 +
 
 +
Ακόμη και ο άνθρωπος που δεν έζησε από κοντά το γεγονός ''Χριστός'', καλείται να ελπίσει και να πιστέψει σε πράγματα που έχουν υπόσταση και μπορούν να ελεγχθούν. Θα μπορούσε π.χ. ο άνθρωπος να ελέγξει την αξιοπιστία των κομιστών του ευαγγελικού μηνύματος<ref>Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 141.</ref> ή να βιώσει το περιεχόμενο της πίστης κοντά στους αγωνιζόμενους -και γι' αυτό χαρισματικούς- μιμητές της ζωής του ''Χριστού''. Θα μπορούσε, διακρίνωντας την αποφασιστικότητα της [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξης Εκκλησίας]] ''"να παραμείνει πιστή στο παρελθόν της, στην αίσθηση μιας ζωντανής συνέχειας με την αρχαία Εκκλησία"''<ref>Ware Κάλλιστος, ''Η Ορθόδοξη Εκκλησία'', 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007, σελ. 310.</ref>, να μετάσχει στο Εκκλησιαστικό σώμα και να βιώσει μέσα στη θεία λατρεία όλο το περιεχόμενο της πίστεως, συνειδητοποιώντας τη σύνδεση της Ορθόδοξης λατρείας με το ίδιο το γεγονός ''Χριστός''.
 +
 
 +
Τελικά, ο άνθρωπος θα κατανοήσει ''"όσα του Θεού μπορούν να γίνουν γνωστά"'', όχι διαλεκτικά ή συλλογιστικά, αλλά με ''"πείρα των συμβάντων και συμβαινόντων"''<ref>Ματσούκας, ''Δογματική...'', Γ΄, ό.π., σελ. 153-154.</ref>, και έτσι το λογικό είναι αυτό που θα προετοιμάσει τον άνθρωπο ώστε να οδηγηθεί στην ''"διά πίστεως αποδοχήν"'' εκείνου του περιεχομένου της [[Θεολογία|Θεολογίας]] που είναι ακατάληπτο<ref>Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 140-141.</ref>. Ακόμη και αυτό το κομμάτι όμως, η Εκκλησιαστική πίστη δεν το δέχεται χωρίς έρευνα, μόνο που η έρευνα αυτή είναι μιας διαφορετικής τάξης που ξεπερνά τις δυνατότητες της φυσικής επιστήμης. Η έρευνα αυτή περιλαμβάνει τρία στάδια: την ''Κάθαρση'', το ''Φωτισμό'', και κατόπιν τη ''Θέωση'', τα οποία που οδηγούν στη Σωτηριολογική γνώση περί Θεού και με την οποία έγιναν κατανοητά όλα τα Μυστήρια περί την Αγία Τριάδα, όπως η σχέση των Θείων Προσώπων, η Ενανθρώπιση και η ένωση των δύο Φύσεων του Χριστού, η διάκριση Ουσίας και Ενέργειας κ.λπ.<ref>Βλ. Ρωμανίδης Σ. Ιωάννης, ''Το προπατορικόν αμάρτημα'', Πουρναράς, ανατύπωση Β΄ έκδ., Θεσσαλονίκη 2010 (c1957), σελ. λγ΄.</ref>.
 +
 
 +
==Οι Πατέρες της Εκκλησίας προτρέπουν στην έρευνα==
 +
Αυτός ο δρόμος για τη ''Θέωση'', που επιγραμματικά θα ονομαζόταν ''μίμηση Χριστού'', έχει διδαχθεί από τον ίδιο τον Χριστό:
 +
 
 +
:''"Εάν υμείς '''μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστε και γνώσεσθε την αλήθειαν''', και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς"''<ref>''Ιω. 8,32''.</ref>.
 +
 
 +
Είναι προφανές πως όταν η ίδια η [[Καινή Διαθήκη]], δηλ. η καταγεγραμμένη σωτηριολογική εμπειρία της πρώτης Εκκλησίας, προτρέπει στην έρευνα με βίωμα, συγκεκριμένο δρόμο και συγκεκριμένο τρόπο, απορρίπτοντας το ''"πίστευε και μη ερεύνα"'', οι βασικοί εγγυητές της αυθεντικότητας της [[Ιερά Παράδοση|Εκκλησιαστικής παράδοσης]], οι Πατέρες της Εκκλησίας, δεν θα μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά. Γράφει ο [[Βασίλειος ο Μέγας|Μ. Βασίλειος]]:
 +
 
 +
:''"Και ποιος θα έχη την ικανότητα και την τόλμην να εισχώρηση εις τα άδυτα; Ή ποίος θα ειμπορέση να ίδη τα απόρρητα; Διότι και το να ίδη κανείς αυτά, είναι ακατόρθωτον, και το να ερμηνεύση διά λόγων, όσα διά της διανοίας συλλαβή, εξόχως δύσκολον. Επειδή όμως και μόνον όταν προτιμήσωμεν να πράξωμεν τα πρέποντα, ο δίκαιος κριτής μας επιφυλάσσει όχι ευκαταφρόνητον ανταμοιβήν, ας μη διστάσωμεν να προχωρήσωμεν εις την εξέτασιν'' [...] ''εάν με την βοήθειαν του Αγίου Πνεύματος δεν απομακρυνθώμεν από το νόημα της Αγίας Γραφής, τότε και ημείς δεν θα κριθώμεν ως τελείως άξιοι απορρίψεως, και εις την Εκκλησίαν του θεού με την βοήθειαν της θείας χάριτος θα παράσχωμεν κάποιαν οικοδομήν και ωφέλειαν"''<ref>Πρωτότυπο στο: Μ. Βασιλείου, ''Εις την Εξαήμερον'', '''''PG''''' 29,28CD. Μετάφραση στο: Μ. Βασίλειος, ''Η Εξαήμερος Δημιουργία'' (μτφρ. Παπουτσόπουλος Χριστόφορος), έκδ. 5η, Ο Σωτήρ, Αθήνα 1998 (c1972), σελ. 35-36.</ref>.
 +
 
 +
Ενώ λοιπόν, κατά τον ''Μ. Βασίλειο'', είναι απόρρητα τα μυστήρια του Θεού και απρόσιτη η θέα αυτών, μας προτρέπει να μην διστάζουμε στην έρευνα με την βοήθεια πάντα του Αγίου Πνεύματος, και μάλιστα υπάρχει Θεία δωρεά για την έρευνα αυτή<ref>Βλ. Ματσούκας Α. Νίκος, ''Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου'', 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 66.</ref>.
 +
 
 +
Επίσης, ο άγ. [[Γρηγόριος ο Παλαμάς]], μας πληροφορεί πως ο Θεός δεν στερεί από τον άνθρωπο τη ''"γνώση των μυστηρίων"'' ή την ''"κατανόηση των κρυπτών"'' τα οποία μπορεί να πετύχει όταν ενωθεί με το Θεό (όχι βέβαια με ένωση ''κατά την ουσία'' αλλά ''κατά την ενέργεια'')<ref>Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ''150 φυσικά, θεολογικά, ηθικά και πρακτικά κεφάλαια'' 75-76 στο: ''Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών'' (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 4ος, εκδ. Γ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 321-322.</ref>.
 +
 
 +
Το ίδιο και ο Όσιος ''Θεόδωρος Εδέσσης'' (7ος αι.), στο έργο του με τίτλο ''Θεωρητικό'' διδάσκει ότι:
 +
:''"Η γνώση είναι κατά φύση και υπέρ φύση'' [...] ''Κατά φύση λέμε τη γνώση που αποκτά η ψυχή περί της κτίσεως από την έρευνα και την αναζήτηση, μεταχειριζόμενη τα φυσικά μέσα και τις δυνάμεις'' [...] ''Υπερφυσική όμως είναι η γνώση που έρχεται στο νου πέρα από τη φυσική του μέθοδο και δύναμη'' [...] ''Αυτή η γνώση δίνεται μόνο από το Θεό, όταν βρει το νου να είναι πολύ καθαρμένος από κάθε υλική προσκόλληση και να κατέχεται από θείο έρωτα"''<ref>''Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών'' (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 2ος, εκδ. Δ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 35.</ref>.
 +
 
 +
Και ο όσιος ''Νικήτας Στηθάτος'' εξίσου μιλάει για έρευνα και εξηγεί τον τρόπο της έρευνας αυτής:
 +
:''"Εκείνος που ακόμη καλύπτεται από την καταχνιά του γήινου φρονήματος, φωνάζει στο Θεό: ‘’Ξεσκέπασε τα μάτια μου για να δω τα θαυμάσια του νόμου Σου’’. Γιατί η άγνοια του χοϊκού νου...σκεπάζει τά μάτια της ψυχής...[από το] να εννοεί τα θεία...όταν ξεσκεπαστούν τα μάτια της [ψυχής] με τη μετάνοια, η ψυχή τα βλέπει καθαρά, τ' ακούει με γνώση και τα νοεί με σύνεση...και γεννά στην καρδιά της υψηλά νοήματα περί αυτών...αποκτά σαφή γνώση• και με λόγο σοφίας Θεού διηγείται σε όλους τα θαυμάσια αγαθά του Θεού...και παρακινεί όλους να γίνουν μέτοχοι τους"''<ref>Όσιος Νικήτας Στηθάτος, ''Δεύτερη εκατοντάδα φυσικών κεφαλαίων περί καθάρσεως του νου'' 87 (πζ΄). Πρωτότυπο στην '''''PG''''' 108,944AB. Μετάφραση στη ''Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών'' (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 4ος, εκδ. Γ', εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 104.</ref>.
  
:''"Aτυχώς...επιστήμονες ή περί τα πράγματα της πίστης ασχολούμενοι, εξαιτίας ελαττωματικής και ατροφικής γνώσης των χριστιανικών αληθειών, νομίζουν ότι πίστη σημαίνει μια αδύναμη αφέλεια ή ότι η Αγία Γραφή διδάσκει το πίστευε και μη ερεύνα"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Δογματική και Συμβολική θεολογία'', τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 154.</ref>.
 
  
Αντιθέτως, για τους Ορθοδόξους, η πίστη είναι κάτι δυναμικό, ένα προϊόν αγώνα ''"συνδεδεμένο με συγκεκριμένες μορφές ζωής"'' όπως ''"δείχνει και η γλωσσική διαμόρφωση...όρων"'' απ' αυτή τη λέξη, όπως ''"αξιόπιστο, αυτόπιστο, απιστία, πίστωση κ.λπ."''<ref>Ματσούκας, ''Δογματική...'', Γ', ό.π..</ref>. Κατά συνέπεια, το λογικό του ανθρώπου ''"δεν αποτυφλούται"'' ούτε υποδουλώνεται από την πίστη<ref>Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 141.</ref>. Οι άνθρωποι, ''"εφόσον μετέχουν στό κοινωνικό σώμα της Εκκλησίας"''<ref>Ματσούκας, ό.π., σελ. 153-154.</ref>, ''"διά της βιώσεως...του περιεχομένου...της πίστεως"''<ref>Τρεμπέλας, ό.π..</ref>, ζουν (πάντα σε μια ιστορική συνέχεια) πράγματα και γεγονότα, και έτσι κατανοούν ''"όσα του Θεού μπορούν να γίνουν γνωστά"''<ref>Ματσούκας, στο ίδιο.</ref>. Δεν τα ανιχνεύουν διαλεκτικά ή συλλογιστικά, αλλά αντιθέτως ''"οι συλλογισμοί ακολουθούν, μετά την πείρα των συμβάντων και συμβαινόντων"''<ref>ό.π..</ref> και έτσι το λογικό είναι αυτό που μπορεί να προετοιμάσει τον άνθρωπο ώστε να οδηγηθεί στην ''"διά πίστεως αποδοχήν"'' εκείνου του περιεχομένου της [[Θεολογία|Θεολογίας]] που είναι ακατάληπτο<ref>Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 140-141.</ref>. Θα μπορούσε π.χ. ο άνθρωπος να ελέγξει την αξιοπιστία των κομιστών του ευαγγελικού μηνύματος<ref>Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 141.</ref> πράγμα σημαντικό αφού με τις θεοφάνειες συντελείται ''"θεογνωσία...μέσω της δράσης της θείας δόξας"'' και αφορά γνώση όχι θεωρητική αλλά ''"άμεση και πείρα ζωής"''<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας'', Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 286.</ref>.
 
  
 
Από μία άλλη όμως πλευρά, το '''Πίστευε και μή ερεύνα''' απαντάται στην ορθόδοξη παράδοση με [[Αποφατική Θεολογία|Αποφατικό]] περιεχόμενο:
 
Από μία άλλη όμως πλευρά, το '''Πίστευε και μή ερεύνα''' απαντάται στην ορθόδοξη παράδοση με [[Αποφατική Θεολογία|Αποφατικό]] περιεχόμενο:

Αναθεώρηση της 12:50, 23 Απριλίου 2010

Το απόφθεγμα Πίστευε και μή ερεύνα, είναι μία έκφραση που αποδίδεται κυρίως με αρνητικό περιεχόμενο, προσπαθώντας να δηλώσει ότι "η υπό της θεολογίας εκζητουμένη πίστις...ταυτίζεται προς την ευπιστίαν"[1].

Σύμφωνα με τον Χρήστο Γιανναρά, η έκφραση αυτή αποτελεί "ένα σύνθημα άγνωστης προέλευσης", το όποιο "δεν έχει καμία σχέση με το νόημα που έδωσε στη λέξη [πίστη] η ιουδαιοχριστιανική τουλάχιστον παράδοση"[2]. Η ανεξέταστη αποδοχή αρχών και αξιωμάτων δεν αποτελεί "αξίωμα ευαγγελικόν"[3] και η Ορθόδοξη Θεολογία σαφώς εναντιώνεται στο περιεχόμενο αυτό.

Η πηγή της Εκκλησιαστικής Πίστης

Όπως σημειώνει ο καθ. Νίκος Ματσούκας, "ατυχώς [...] επιστήμονες ή περί τα πράγματα της πίστης ασχολούμενοι, εξαιτίας ελαττωματικής και ατροφικής γνώσης των χριστιανικών αληθειών, νομίζουν ότι πίστη σημαίνει μια αδύναμη αφέλεια ή ότι η Αγία Γραφή διδάσκει το πίστευε και μη ερεύνα"[4].

Στην πραγματικότητα η πίστη στον εκκλησιαστικό Θεό δεν είναι "ανεξέταστη και αφελής αποδοχή μιας σχετικής διδασκαλίας". Αντιθέτως, "η αποδοχή αυτής της διδασκαλίας γίνεται με νου, λόγο, καρδιά, βούληση, με τη συνολική υπαρξιακή ενότητα [...] πρόκειται για μια δυναμική εμπειρία -νοηματικά ο όρος πίστη της χριστιανικής διδασκαλίας μοιάζει με αυτό που λέμε εμπορική πίστη, πίστωση, άνθρωπο πίστης, εμπιστοσύνης!"[5]. Ο άνθρωπος άλλωστε, έχει διαμορφώσει όρους όπως "αξιόπιστο, αυτόπιστο, απιστία, πίστωση κ.λπ.", οι οποίοι περιέχουν τη λέξη πίστη και συνδέονται "με συγκεκριμένες μορφές ζωής"[6].

Κατ' αυτό τον τρόπο, η πρώτη εκκλησία, όταν αναφέρεται σε πίστη, όχι μόνο δεν τη συσχετίζει με κάποιο "πίστευε και μη ερεύνα", αλλά αντιθέτως, μιλά για ζωή και βίωμα, βάση του οποίου ανέπτυξε σταδιακά την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και Θεού:

"Σας γράφουμε για το ζωοποιό Λόγο, που υπήρχε εξαρχής. Εμείς τον έχουμε ακούσει και τον έχουμε δει με τα ίδια μας τα μάτια. Μάλιστα τον είδαμε από κοντά, και τα χέρια μας τον ψηλάφησαν. Όταν η ζωή φανερώθηκε, την είδαμε με τα μάτια μας. Καταθέτουμε, λοιπόν, τη μαρτυρία μας και σας μιλάμε για την αιώνια ζωή που ήταν με τον Πατέρα, φανερώθηκε όμως σ’ εμάς. Αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς, για να συμμετάσχετε κι εσείς μ’ εμάς στην ίδια κοινωνία, που είναι η κοινωνία με τον Πατέρα και με τον Υιό του τον Ιησού Χριστό"[7].

Κατά συνέπεια, το λογικό του ανθρώπου "δεν αποτυφλούται" ούτε υποδουλώνεται από την πίστη[8], ούτε η Εκκλησία προτρέπει σε κάτι τέτοιο. Αντίθετα με το "πίστευε και μη ερεύνα", η Καινή Διαθήκη διδάσκει ότι "εστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων"[9].

Ακόμη και ο άνθρωπος που δεν έζησε από κοντά το γεγονός Χριστός, καλείται να ελπίσει και να πιστέψει σε πράγματα που έχουν υπόσταση και μπορούν να ελεγχθούν. Θα μπορούσε π.χ. ο άνθρωπος να ελέγξει την αξιοπιστία των κομιστών του ευαγγελικού μηνύματος[10] ή να βιώσει το περιεχόμενο της πίστης κοντά στους αγωνιζόμενους -και γι' αυτό χαρισματικούς- μιμητές της ζωής του Χριστού. Θα μπορούσε, διακρίνωντας την αποφασιστικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας "να παραμείνει πιστή στο παρελθόν της, στην αίσθηση μιας ζωντανής συνέχειας με την αρχαία Εκκλησία"[11], να μετάσχει στο Εκκλησιαστικό σώμα και να βιώσει μέσα στη θεία λατρεία όλο το περιεχόμενο της πίστεως, συνειδητοποιώντας τη σύνδεση της Ορθόδοξης λατρείας με το ίδιο το γεγονός Χριστός.

Τελικά, ο άνθρωπος θα κατανοήσει "όσα του Θεού μπορούν να γίνουν γνωστά", όχι διαλεκτικά ή συλλογιστικά, αλλά με "πείρα των συμβάντων και συμβαινόντων"[12], και έτσι το λογικό είναι αυτό που θα προετοιμάσει τον άνθρωπο ώστε να οδηγηθεί στην "διά πίστεως αποδοχήν" εκείνου του περιεχομένου της Θεολογίας που είναι ακατάληπτο[13]. Ακόμη και αυτό το κομμάτι όμως, η Εκκλησιαστική πίστη δεν το δέχεται χωρίς έρευνα, μόνο που η έρευνα αυτή είναι μιας διαφορετικής τάξης που ξεπερνά τις δυνατότητες της φυσικής επιστήμης. Η έρευνα αυτή περιλαμβάνει τρία στάδια: την Κάθαρση, το Φωτισμό, και κατόπιν τη Θέωση, τα οποία που οδηγούν στη Σωτηριολογική γνώση περί Θεού και με την οποία έγιναν κατανοητά όλα τα Μυστήρια περί την Αγία Τριάδα, όπως η σχέση των Θείων Προσώπων, η Ενανθρώπιση και η ένωση των δύο Φύσεων του Χριστού, η διάκριση Ουσίας και Ενέργειας κ.λπ.[14].

Οι Πατέρες της Εκκλησίας προτρέπουν στην έρευνα

Αυτός ο δρόμος για τη Θέωση, που επιγραμματικά θα ονομαζόταν μίμηση Χριστού, έχει διδαχθεί από τον ίδιο τον Χριστό:

"Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστε και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς"[15].

Είναι προφανές πως όταν η ίδια η Καινή Διαθήκη, δηλ. η καταγεγραμμένη σωτηριολογική εμπειρία της πρώτης Εκκλησίας, προτρέπει στην έρευνα με βίωμα, συγκεκριμένο δρόμο και συγκεκριμένο τρόπο, απορρίπτοντας το "πίστευε και μη ερεύνα", οι βασικοί εγγυητές της αυθεντικότητας της Εκκλησιαστικής παράδοσης, οι Πατέρες της Εκκλησίας, δεν θα μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά. Γράφει ο Μ. Βασίλειος:

"Και ποιος θα έχη την ικανότητα και την τόλμην να εισχώρηση εις τα άδυτα; Ή ποίος θα ειμπορέση να ίδη τα απόρρητα; Διότι και το να ίδη κανείς αυτά, είναι ακατόρθωτον, και το να ερμηνεύση διά λόγων, όσα διά της διανοίας συλλαβή, εξόχως δύσκολον. Επειδή όμως και μόνον όταν προτιμήσωμεν να πράξωμεν τα πρέποντα, ο δίκαιος κριτής μας επιφυλάσσει όχι ευκαταφρόνητον ανταμοιβήν, ας μη διστάσωμεν να προχωρήσωμεν εις την εξέτασιν [...] εάν με την βοήθειαν του Αγίου Πνεύματος δεν απομακρυνθώμεν από το νόημα της Αγίας Γραφής, τότε και ημείς δεν θα κριθώμεν ως τελείως άξιοι απορρίψεως, και εις την Εκκλησίαν του θεού με την βοήθειαν της θείας χάριτος θα παράσχωμεν κάποιαν οικοδομήν και ωφέλειαν"[16].

Ενώ λοιπόν, κατά τον Μ. Βασίλειο, είναι απόρρητα τα μυστήρια του Θεού και απρόσιτη η θέα αυτών, μας προτρέπει να μην διστάζουμε στην έρευνα με την βοήθεια πάντα του Αγίου Πνεύματος, και μάλιστα υπάρχει Θεία δωρεά για την έρευνα αυτή[17].

Επίσης, ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, μας πληροφορεί πως ο Θεός δεν στερεί από τον άνθρωπο τη "γνώση των μυστηρίων" ή την "κατανόηση των κρυπτών" τα οποία μπορεί να πετύχει όταν ενωθεί με το Θεό (όχι βέβαια με ένωση κατά την ουσία αλλά κατά την ενέργεια)[18].

Το ίδιο και ο Όσιος Θεόδωρος Εδέσσης (7ος αι.), στο έργο του με τίτλο Θεωρητικό διδάσκει ότι:

"Η γνώση είναι κατά φύση και υπέρ φύση [...] Κατά φύση λέμε τη γνώση που αποκτά η ψυχή περί της κτίσεως από την έρευνα και την αναζήτηση, μεταχειριζόμενη τα φυσικά μέσα και τις δυνάμεις [...] Υπερφυσική όμως είναι η γνώση που έρχεται στο νου πέρα από τη φυσική του μέθοδο και δύναμη [...] Αυτή η γνώση δίνεται μόνο από το Θεό, όταν βρει το νου να είναι πολύ καθαρμένος από κάθε υλική προσκόλληση και να κατέχεται από θείο έρωτα"[19].

Και ο όσιος Νικήτας Στηθάτος εξίσου μιλάει για έρευνα και εξηγεί τον τρόπο της έρευνας αυτής:

"Εκείνος που ακόμη καλύπτεται από την καταχνιά του γήινου φρονήματος, φωνάζει στο Θεό: ‘’Ξεσκέπασε τα μάτια μου για να δω τα θαυμάσια του νόμου Σου’’. Γιατί η άγνοια του χοϊκού νου...σκεπάζει τά μάτια της ψυχής...[από το] να εννοεί τα θεία...όταν ξεσκεπαστούν τα μάτια της [ψυχής] με τη μετάνοια, η ψυχή τα βλέπει καθαρά, τ' ακούει με γνώση και τα νοεί με σύνεση...και γεννά στην καρδιά της υψηλά νοήματα περί αυτών...αποκτά σαφή γνώση• και με λόγο σοφίας Θεού διηγείται σε όλους τα θαυμάσια αγαθά του Θεού...και παρακινεί όλους να γίνουν μέτοχοι τους"[20].


Από μία άλλη όμως πλευρά, το Πίστευε και μή ερεύνα απαντάται στην ορθόδοξη παράδοση με Αποφατικό περιεχόμενο:

  • Ο Μ. Αθανάσιος Θεολόγος αναφέρει:
"...αλλά πίστευε είς πατέρα, μη ερευνήσεις δε το πράγμα. Προσκύνει τον Υιόν, μη πολυπράγμων την αυτού γέννησιν. Ανυμνεί το πνεύμα το Άγιον, μη εκζητών το της Αγίας Τριάδος μυστήριον"[21].
  • O άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος επίσης:
"Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα παντοκράτορα. Πιστεύω, ουκ ερευνώ...ού διώκω το ακατάληπτον...ού μετρώ το αμέτρητον"[22].
  • Και ο Εφραίμ ο Σύρος, παρομοίως:
"...πίστευε, μή ερευνών...ο Θεός ο Πατήρ έπεμψε τόν μονογενή Υιόν...εσαρκώθη εν μήτρα τής αγίας Παρθένου, καί ετέχθη εξ αυτής εκ Πνεύματος Αγίου, έχε πληροφορίαν εις τήν καρδίαν σου...θεωρών ειλικρινώς εν οφθαλμοίς πίστεως αυτά τά πεπραγμένα καί ίδε τόν Κύριον εν οφθαλμοίς καρδίας..."[23].

Κατά συνέπεια, και μόνο για εκείνο το κομμάτι της Θεολογίας που είναι ακατάληπτο, οι Πατέρες μας παροτρύνουν "ν' αποφύγουμε τους μεταφυσικούς μετεωρισμούς του νου για την αναγωγή στο Θεό, και να στραφούμε στις θεοφάνειες, που συντελούνται στην κτίση και την ιστορία"[24], στη "ζωή της Εκκλησίας, τη διδαχή, τα μυστήρια, την άσκηση και την κατάφαση του κόσμου και της ζωής"[25].

Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέπεται ότι και ο Μέγας Βασίλειος στην Εξαήμερο, παρότι μιλά για το απρόσιτο και δυσερμήνευτο, προτρέπει:

"...ή τις επόψεται τα απόρρητα; Απρόσιτος μεν γαρ αυτών η θέα, δυσερμήνευτος δε παντελώς των νοηθέντων λόγος. Πλην αλλ' επειδή παρά τω δικαίω κριτή και υπέρ μόνου του προέλεσθαι τα δέοντα, ουκ ευκαταφρόνητοι εισίν αφωρισμένοι μισθοί, μη αποκνήσομεν προς έρευναν"[26]

Κατά τον Μ. Βασίλειο δηλ., "από τη μια μεριά είναι 'απόρρητα' τα μυστήρια του Θεού, 'απρόσιτος η θέα αυτών' και 'δυσερμήνευτος ο λόγος των νοηθέντων', και από την άλλη δεν πρέπει κανείς να διστάζει για την έρευνα· υπάρχει μισθός και αμοιβή από τον ίδιο τον Θεό!"[27].

Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε έκφραση με το περιεχόμενο "πίστευε και μη ερεύνα" δεν είναι ποτέ απαγορευτική, αλλά μόνο συμβουλευτική εξαιτίας της οντολογικής αδυναμίας του ανθρώπου να προσεγγίσει το Άκτιστο στην ουσία του. Και πάλι όμως, ο Θεός δεν στερεί από τον άνθρωπο τη "γνώση των μυστηρίων" ή την "κατανόηση των κρυπτών" τα οποία μπορεί να πετύχει όταν ενωθεί με το Θεό, όχι βέβαια "κατά την ουσία" αλλά "κατά την ενέργεια"[28]. Έτσι, η "Θεωρία του Θεού και κοινωνία μετ' αυτού συνιστούν και προσδιορίζουν την επιτυχίαν της πορείας του διψώντος την αλήθειαν ανθρωπου [...] Η 'πράξις', ως ζωή κατά Θεόν, άγει τόσον εις την θεωρίαν ως γνώσιν του Θεού, δηλαδή εις την θεωρητικήν γνώσιν του Θεού"[29].

Τελικά η λειτουργικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης "εκφράζεται σε μια ενιαία διάσταση βατής και υπερβατής πραγματικότητας" και "το συντονιστικό κέντρο αυτής της λειτουργικότητας είναι η θεία χάρη"[30]. Έτσι ο άνθρωπος που το επιθυμεί, μπορεί να ξεπεράσει τα όρια της γνώσης που προσφέρουν τα φυσικά μέσα και αυτό γίνεται με τη Θέωση, δηλ. με τη θεία ένωση που μπορεί να επιτύχει ο άνθρωπος μέσω της αρετής και της μίμησης του Θεού η οποία τελεσιουργείται, ακριβώς, με την θεία χάρη[31].

Αυτό εξηγεί ο Όσιος Θεόδωρος Εδέσσης (7ος αι.) στο έργο του με τίτλο "Θεωρητικό":

"Ή γνώση είναι κατά φύση και υπέρ φύση [...] Κατά φύση λέμε τη γνώση που αποκτά η ψυχή περί της κτίσεως από την έρευνα και την αναζήτηση, μεταχειριζόμενη τα φυσικά μέσα και τις δυνάμεις [...] Υπερφυσική όμως είναι η γνώση που έρχεται στο νου πέρα από τη φυσική του μέθοδο και δύναμη [...] Αυτή η γνώση δίνεται μόνο από το Θεό, όταν βρει το νου να είναι πολύ καθαρμένος από κάθε υλική προσκόλληση και να κατέχεται από θείο έρωτα[32].

Υποσημειώσεις

  1. Τρεμπέλας Ν. Παν., Εγκυκλοπαίδεια της θεολογίας, έκδ. 5η, Ο Σωτήρ, Αθήναι 2000, σελ. 141.
  2. Γιανναράς Χρήστος, Αλφαβητάρι της πίστης, 13η έκδ., Δόμος, Αθήνα 2006, σελ. 25.
  3. Τρεμπέλας, Εγκυκλοπαίδεια..., ό.π., σελ. 140.
  4. Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Γ΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 154.
  5. Ματσούκας Α. Νίκος, Οικουμενική Θεολογία (ΦΘΒ #55), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 59.
  6. Ματσούκας, Δογματική..., Γ΄, ό.π..
  7. A΄ Ιω. 1,1-3. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη), Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα 1997.
  8. Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 141.
  9. Εβρ. 11,1.
  10. Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 141.
  11. Ware Κάλλιστος, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007, σελ. 310.
  12. Ματσούκας, Δογματική..., Γ΄, ό.π., σελ. 153-154.
  13. Τρεμπέλας, ό.π., σελ. 140-141.
  14. Βλ. Ρωμανίδης Σ. Ιωάννης, Το προπατορικόν αμάρτημα, Πουρναράς, ανατύπωση Β΄ έκδ., Θεσσαλονίκη 2010 (c1957), σελ. λγ΄.
  15. Ιω. 8,32.
  16. Πρωτότυπο στο: Μ. Βασιλείου, Εις την Εξαήμερον, PG 29,28CD. Μετάφραση στο: Μ. Βασίλειος, Η Εξαήμερος Δημιουργία (μτφρ. Παπουτσόπουλος Χριστόφορος), έκδ. 5η, Ο Σωτήρ, Αθήνα 1998 (c1972), σελ. 35-36.
  17. Βλ. Ματσούκας Α. Νίκος, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 66.
  18. Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, 150 φυσικά, θεολογικά, ηθικά και πρακτικά κεφάλαια 75-76 στο: Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 4ος, εκδ. Γ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 321-322.
  19. Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 2ος, εκδ. Δ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 35.
  20. Όσιος Νικήτας Στηθάτος, Δεύτερη εκατοντάδα φυσικών κεφαλαίων περί καθάρσεως του νου 87 (πζ΄). Πρωτότυπο στην PG 108,944AB. Μετάφραση στη Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 4ος, εκδ. Γ', εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 104.
  21. M. Αθανασίου, "Προς Αντίοχον άρχοντα", PG 28,600.
  22. Ι. Χρυσοστόμου, "Εις την παραβολήν περί συκής", PG 59,584.
  23. Εφραίμ Σύρου, "Περί τούς καταζητούντας του Υιού την φύσιν", 205.
  24. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 290.
  25. ό.π., σελ. 289.
  26. Μ. Βασιλείου, "Εις την Εξαήμερον", PG 29, 28 CD
  27. Ματσούκας Α. Νίκος, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, (Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη #10), 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 66.
  28. Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, 150 φυσικά, θεολογικά, ηθικά και πρακτικά κεφάλαια, 75-76 στο: Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 4ος, εκδ. Γ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 321-322.
  29. Ξεξάκης Γ. Νικόλαος, Προλεγόμενα εις την Ορθόδοξον Δογματικήν, Αθήνα 2000, σελ. 32.
  30. Ματσούκας, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία..., ό.π.
  31. Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Αγιορείτικος τόμος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 75-76 στο: Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 4ος, εκδ. Γ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 354.
  32. Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 2ος, εκδ. Δ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 35.