Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Οράριο"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Υφασμάτινη λεπτή και μακριά λουρίδα, η οποία κρέμεται στον αριστερό ώμο του Διακόνου. Αποτελεί το ιδιαίτερο άμφιο του Διακόνου. Συμβολίζει τα φτερά των Αγγέλων και γι' αυτό πάνω της κεντούσαν τα αγγελικά λόγια (Ησαϊας 6,3): "Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ..." Η μπροστινή πλευρά του Οραρίου, την οποία κρατάει  ο Διάκονος με το δεξί του χέρι, όταν δέεται προς τον Ύψιστο, συμβολίζει την Καινή Διαθήκη, ενώ η άλλη πλευρά του συμβολίζει την Παλαιά Διαθήκη.  Στο "Πάτερ ημών" ο Διάκονος τυλίγει τις άκρες του στις πλάτες του, για να έχει ευχέρεια κινήσεων κατά τη Θεία Κοινωνία, που ακολουθεί. Το Οράριο είναι το πιο αναγκαίο άμφιο του Διακόνου. Γι' αυτό σε τελετές εκτός ναού βλέπουμε τους Διακόνους να φορούν μόνο το Οράριο.
+
Το '''Οράριο''' είναι το λειτουργικό άμφιο του [[Διάκονος|διακόνου]] που ομοιάζει με μια υφασμάτινη λεπτή και μακριά λουρίδα, η οποία κρέμεται στον αριστερό ώμο του Διακόνου. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό orare το οποίο αποδίδει τη λέξη προσεύχομα.
 +
 
 +
Ως ιερατικό άμφιο, αποτελεί το ιδιαίτερο άμφιο του Διακόνου το οποίο συμβολίζει τα φτερά των Αγγέλων και γι' αυτό πάνω του κεντούν τις αγγελικές ρήσεις (Ησαϊας 6,3) «'''Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ...''». Η μπροστινή πλευρά του Οραρίου, την οποία κρατάει  ο Διάκονος με το δεξί του χέρι, όταν δέεται προς τον Ύψιστο, συμβολίζει την [[Καινή Διαθήκη]], ενώ η οπίσθια πλευρά του συμβολίζει την [[Παλαιά Διαθήκη]]Κατά την ανάγνωση της Κυριακής Προσευχής ο Διάκονος τυλίγει τις άκρες του στις πλάτες του, για να έχει ευχέρεια κινήσεων κατά την προετοιμασία και τέλεση της Θείας Κοινωνίας που ακολουθεί.
 +
 
 +
Το Οράριο είναι το σαφώς διακριτικό και απαραίτητο άμφιο που πρέπει να φορά ο διάκονος και γι' αυτό σε τελετές εκτός ναού παρατηρούμε τους Διακόνους να φορούν μόνο το Οράριο.
 +
 
 +
{{επέκταση}}
  
  
 
[[Κατηγορία:Ιερατικά άμφια|Οράριο]]
 
[[Κατηγορία:Ιερατικά άμφια|Οράριο]]

Αναθεώρηση της 14:20, 23 Φεβρουαρίου 2008

Το Οράριο είναι το λειτουργικό άμφιο του διακόνου που ομοιάζει με μια υφασμάτινη λεπτή και μακριά λουρίδα, η οποία κρέμεται στον αριστερό ώμο του Διακόνου. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό orare το οποίο αποδίδει τη λέξη προσεύχομα.

Ως ιερατικό άμφιο, αποτελεί το ιδιαίτερο άμφιο του Διακόνου το οποίο συμβολίζει τα φτερά των Αγγέλων και γι' αυτό πάνω του κεντούν τις αγγελικές ρήσεις (Ησαϊας 6,3) «'Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ...». Η μπροστινή πλευρά του Οραρίου, την οποία κρατάει ο Διάκονος με το δεξί του χέρι, όταν δέεται προς τον Ύψιστο, συμβολίζει την Καινή Διαθήκη, ενώ η οπίσθια πλευρά του συμβολίζει την Παλαιά Διαθήκη. Κατά την ανάγνωση της Κυριακής Προσευχής ο Διάκονος τυλίγει τις άκρες του στις πλάτες του, για να έχει ευχέρεια κινήσεων κατά την προετοιμασία και τέλεση της Θείας Κοινωνίας που ακολουθεί.

Το Οράριο είναι το σαφώς διακριτικό και απαραίτητο άμφιο που πρέπει να φορά ο διάκονος και γι' αυτό σε τελετές εκτός ναού παρατηρούμε τους Διακόνους να φορούν μόνο το Οράριο.


Το παρόν λήμμα ή τμήμα του χρήζει επέκτασης (δηλ., περισσότερες πληροφορίες). Μπορείτε να βοηθήσετε το OrthodoxWiki επεκτείνοντάς το.