Οικουμενικές Σύνοδοι

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι


Με τον τίτλο Οικουμενική Σύνοδος, αποκαλείται «η δια προσταγής Βασιλικής συναχθείσα, η περί πίστεως όρον δογματικόν εκθεμένη, η ευσεβή, και ορθόδοξα, και σύμφωνα ταις αγίαις Γραφαίς, η ταις προλαβούσαις Οικουμενικαίς διορίζουσα, ην η συμφωνία απάντων των της καθολικής Εκκλησίας Πατριαρχών και Αρχιερέων απεδέξατο, είτε δια αυτοπροσώπου παρουσίας, είτε δια τοποτηρητών ή και τούτων απόντων, δια γραμμάτων και υπογραφών αυτών»[1]. Έτσι ως Οικουμενικές Σύνοδοι χαρακτηρίζονται μεγάλες συνελεύσεις επισκόπων της Εκκλησίας απ' όλη τη χριστιανική οικουμένη, με σκοπό την κοινή συνδιάσκεψη και απόφανση επί σοβαρών δογματικών και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων[2], κατά τις οποίες η υποχρεωτική συμμετοχή όλων των επισκόπων δεν κρίνεται σκόπιμη, αφού ανέκαθεν, μια τέτοια συμμετοχή δεν θεωρήθηκε "νομικώς αναγκαία και απαραίτητος"· Αρκούσε μόνο το να εκπροσωπούνται, οπωσδήποτε επαρκώς, "τα Πατριαρχεία και αι διάφοροι εκκλησιαστικαί διοικήσεις" και περιφέρειες[3].

Τα χαρακτηριστικά ιδιώματα των Οικουμενικών Συνόδων είναι τέσσερα κατά τον Δοσίθεο Ιεροσολύμων[4]:

  • Το να συναθροίζονται δια προσταγών Βασιλικών.
  • Το να γίνεται συζήτηση περί πίστεως και ακολούθως να εκτίθεται απόφαση και όρος δογματικός.
  • Το να είναι τα εκτιθέμενα δόγματα και Κανόνες ορθόδοξα και σύμφωνα με τις Γραφές και τις προλαβούσες οικουμενικές Συνόδους.
  • Το να συμφωνήσουν και αποδεχτούν πάντες οι ορθόδοξοι Πατριάρχες και αρχιερείς της Καθολικής Εκκλησίας, είτε δια αυτοπροσώπου παρουσίας των, είτε δια τοποτηρητών, είτε απόντων και δια επιστολών αυτών τις αποφάσεις της εκάστοτε συνόδου.

Για τις Οικουμενικές εκείνες συνόδους, στις οποίες προσκλήθηκαν ή συμμετείχαν μόνο ολιγομελείς αντιπροσωπίες όλων των επαρχιών ή των πατριαρχιακών θρόνων, με πρωτοβουλία της ίδιας της Οικουμενικής συνόδου, ξεκινούσε διαδικασία για την αποδοχή των αποφάσεων από την εκκλησιαστική συνείδηση, με συνοδικές επιστολές που ανακοίνωναν το περιεχόμενο τους σε όλες τις μητροπόλεις, με την προτροπή προς την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό των εκκλησιών αυτών να αποδεχθούν την ομόφωνη διακήρυξη της αλήθειας της πίστεως και τις συνοδικές αποφάσεις. Υπό το πνεύμα αυτό απορρίφθηκε από την εκκλησιαστική συνείδηση η οικουμενικότητα της ληστρικής συνόδου της Εφέσου (449) και της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας (754)[5].

Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η έννοια της καθολικότητας που πρέπει να περιλαμβάνουν οι αποφάσεις μιας Οικουμενικής Συνόδου, προσδιορίζεται σε δύο διαστάσεις[6]:

Καθολικότητα "εν χρόνω" και "εν τόπω" της Οικ. Συνόδου.
α) Καθολικότητα κατά βάθος ή καθέτως ή εν χρόνω: αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εκπροσωπεί όλους τους Χριστιανούς, οι όποιοι έζησαν και έδρασαν κατά τους προηγουμένους αιώνες μέσα στην Εκκλησία, και να τους εκπροσωπεί, όπως αυτοί έχουν εκφρασθεί στις αποφάσεις των προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων. Άρα, κάθε μεταγενέστερη Οικουμενική Σύνοδος είναι υποχρεωμένη νά συμφωνεί μέ τίς προγενέστερες.
β) Καθολικότητα κατά πλάτος ή οριζοντίως ή εν τόπω: αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εκπροσωπεί και το σύγχρονο πλήρωμα της Εκκλησίας, το όποιο ζει σε όλα τα πλάτη της γης και βεβαίως να αναγνωρισθεί ως Οικουμενική και από το πλήρωμα της στρατευόμενης Εκκλησίας, και οι αποφάσεις της να γίνουν, ως αλάθητες, αποδεκτές (έστω σιωπηρώς) από όλη την επί γης ζώσα Εκκλησία.

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν αυτοί που μετά από "αίτησιν εκκλησιαστικήν" συγκαλούσαν τις Οικουμενικές Συνόδους και κατ' αυτόν τον τρόπο "ο Μ. Κωνσταντίνος συνεκάλεσε την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον, ο Μ. Θεοδόσιος την Β', ο Θεοδόσιος ο μικρός την Γ', ο Μαρκιανός και η Πουλχερία την Δ', ο Ιουστινιανός Α' την Ε', ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος την ΣΤ', ο Ιουστινιανός Β' την Πενθέκτην και ο Κωνσταντίνος ΣΤ' μετά της Ειρήνης της Αθηναίας την Ζ'"[7].

Σκοπός των Οικουμενικών Συνόδων ήταν, μετά από εμπεριστατωμένες συζητήσεις να εκδίδουν "σύμβολα ή όρους ή τόμους ή ομολογίας και εκθέσεις, αναφερομένας εις την δογματικήν πίστιν"[8] εφόσον διάφορες αιρέσεις που εμφανίζονταν κατά καιρούς "δια της κακοδιδασκαλίας αυτών εζήτουν να διαστρέψωσι τα της Ευαγγελικής διδασκαλίας νοήματα"[9]. Επίσης, συνέτασσαν Κανόνες "αναφερομένους εις την διοίκησιν, την ευταξίαν, το πολίτευμα και τον καθόλου βίον της Εκκλησίας", οι οποίοι μάλιστα, είχαν αξία "νόμων υποχρεωτικών δια τα μέλη της Εκκλησίας και δια το Κράτος."[10].

Δεδομένου ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κάθε τι που προσκρούει στην Αγία Γραφή "δεν είνε δυνατόν να αποτελέση στοιχείον της ιεράς παραδόσεως και της πράξεως της Εκκλησίας"[11], οι Οικουμενικές Σύνοδοι "αποφαίνονται πάντοτε μόνον ερμηνευτικώς και...ουδέποτε αποκαλύπτουν κάτι νέον"[12], αφού η αλήθεια που αναπτύχθηκε αυθεντικά και κατοχυρώθηκε από αυτές έχει τη βάση της στην Αγία Γραφή[13]. Για τους Ορθοδόξους, η ερμηνεία αυτή των Οικουμενικών Συνόδων, είναι δεκτή ως απολύτως ορθή[14].

Από την Ανατολική Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) αναγνωρίζονται από κοινού επτά Οικουμενικές Σύνοδοι, οι οποίες συγκλήθηκαν από το 325 μ.Χ. μέχρι το 787 μ.Χ. στην Ανατολική Ρωμαϊκή επικράτεια. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, αποτελούν το ιεραρχικά ανώτατο εκκλησιαστικό σώμα, είναι δηλαδή η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και αυθεντία, που ασκεί την ανώτατη διοικητική, δικαστική και νομοθετική εξουσία. Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η παρουσία και η κύρωση των διαταγμάτων της Συνόδου από τον Ποντίφηκα έχει θεμελιώδη σημασία.

Η αρχή των Συνόδων ανάγεται στην πρώτη εκείνη Σύνοδο τη "συγκροτηθείσαν εν Ιεροσολύμοις τω 48 μ.Χ." την ονομαζόμενη Αποστολική Σύνοδο, και επομένως ο συνοδικός θεσμός είναι και αυτός αποστολικός, με αφετηρία και "χαρακτήρα αποστολικόν"[15].

Σήμερα, το αντίστοιχο των Οικουμενικών Συνόδων, είναι οι Πανορθόδοξες Σύνοδοι η σύγκληση των οποίων πρέπει να γίνει κατόπιν συμφωνίας των πατριαρχών και των προκαθημένων των επί μέρους αυτοκέφαλων Εκκλησιών[16].

Ο όρος Σύνοδος, με την έννοια της συναθροίσεως και "προς ανάκρισιν των δογμάτων της ευσέβειας" απαντάται πρώτα στον 37ο Αποστολικό κανόνα[17] ενώ η φράση «Οικουμενική σύνοδος» (Λατ. concilium universale/generale) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον 6ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου το 381 μ.Χ.[18]. Όπως σημειώνει ο Βασ. Σταυρίδης: "Το επίθετον οικουμενικός,-ή, -όν ενωρίς εισήχθη εις την εκκλησιαστικήν γλώσσαν. Συναντώμεν τας οικουμενικάς συνόδους, τα οικουμενικά σύμβολα, τους οικουμενικούς Πατέρας, τον οικουμενικόν πατριάρχην. Βλέπομεν ενταύθα να εξυπονοώνται αι έννοιαι της γεωγραφικής εκτάσεως, της ισότητος και της ενότητος ολοκλήρου της ανθρωπότητος, της καθολικότητος και της εκκλησιαστικής ακριβείας."[19].

Οικουμενικές Σύνοδοι και Καισαροπαπισμός

  1. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», σελίς 119.
  2. Καρμίρης Ιωάννης,Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 105.
  3. Καρμίρης, ό.π., σελ. 109
  4. Δωδεκάβιβλος, σελίς 1018
  5. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 867
  6. Η έννοια αυτή περιγράφεται στο: Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 176-178.
  7. "Οικουμενικαί Σύνοδοι", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), Τόμ. 09, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 689
  8. ΘΗΕ, ό.π.
  9. Αγίου Νεκταρίου, 'Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις', 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 189
  10. ΘΗΕ, στο ίδιο
  11. Στέργιος Σάκκος, Εισαγωγή..., ό.π.
  12. στο ίδιο
  13. ΘΗΕ, τόμ. 02, 1963, στ. 520
  14. πρβλ. Στ. Σάκκος, περιοδικό Απολύτρωσις, Αύγουστος 1982, σελ. 103: "το Ευαγγέλιο σαν βιβλίο...τρόπο ζωής...και πίστεως, σαν νόημα και θεία αποκάλυψι το διαβάζουν σωστά μόνο οι ορθόδοξοι."
  15. Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία..., στο ίδιο, σελ. 106
  16. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, 'Κανονικόν Δίκαιον', έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 183.
  17. ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 687.
  18. Bernard Flusin, Τι γνωρίζω; Ο βυζαντινός πολιστισμός, Presses Universitaires de France/ΔΟΛ, 2007, σ. 14.
  19. ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 694