Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Οικουμενικές Σύνοδοι"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Οικουμενικές Σύνοδοι και Καισαροπαπισμός)
μ (Υποσημειώσεις: en, ro)
Γραμμή 114: Γραμμή 114:
 
==Υποσημειώσεις==
 
==Υποσημειώσεις==
 
<div style="font-size:85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references /></div>
 
<div style="font-size:85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references /></div>
 +
  
 
{{Οικουμενικές Σύνοδοι}}
 
{{Οικουμενικές Σύνοδοι}}
  
 
[[Κατηγορία:Σύνοδοι]]
 
[[Κατηγορία:Σύνοδοι]]
 +
 +
[[en:Ecumenical Councils]]
 +
[[ro:Sinoade Ecumenice]]

Αναθεώρηση της 14:58, 2 Ιουνίου 2008

Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι


Οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποκαλούνται «η δια προσταγής Βασιλικής συναχθείσα περί πίστεως όρον δογματικόν εκθέμενη, η ευσεβή, και ορθόδοξα, και σύμφωνα ταις αγίαις Γραφαίς, η ταις προλαβούσαις Οικουμενικαίς διορίζουσα, ην η συμφωνία απάντων των της Καθολικής Εκκλησίας Πατριαρχών και Αρχιερέων απεδέξατο, είτε δια αυτοπροσώπου παρουσίας, είτε δια τοποτηρητών ή και τούτων απόντων, δια γραμμάτων και υπογραφών αυτών»[1]. Έτσι ως Οικουμενικές Σύνοδοι χαρακτηρίζονται "μεγάλαι συνελεύσεις" επισκόπων της Εκκλησίας "εξ απάσης της χριστιανικής οικουμένης" με σκοπό την κοινή συνδιάσκεψη και απόφανση επί σοβαρών δογματικών και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων[2], κατά τις οποίες η υποχρεωτική συμμετοχή όλων των επισκόπων δεν κρίνετο σκόπιμος, αφού "η τοιαύτη συμμετοχή δεν ελογίσθη ως νομικώς αναγκαία και απαραίτητος· ήρκει μόνον να εκπροσωπώνται οπωσδήποτε αποχρώντως τα Πατριαρχεία και αι διάφοροι εκκλησιαστικαί διοικήσεις" και περιφέρειες[3].

Τα χαρακτηριστικά ιδιώματα των Οικουμενικών Συνόδων είναι τέσσερα κατά τον Δοσίθεο Ιεροσολύμων[4], ήτις:

  • Το να συναθροίζονται δια προσταγών Βασιλικών
  • Το να γίνεται συζήτηση περί πίστεως και ακολούθως να εκτίθεται απόφαση και όρος δογματικός
  • Το να είναι τα εκτιθέμενα δόγματα και Κανόνες ορθόδοξα και σύμφωνα με τις Γραφές και τις προλαβούσες οικουμενικές Συνόδους.
  • Το να συμφωνήσουν και αποδεχτούν πάντες οι ορθόδοξοι Πατριάρχες και αρχιερείς της Καθολικής Εκκλησίας, είτε δια αυτοπροσώπου παρουσίας των, είτε δια τοποτηρητών, είτε απόντων και δια επιστολών αυτών τις αποφάσεις της εκάστοτε συνόδου

Για τις Οικουμενικές εκείνες συνόδους, στις οποίες προσκλήθηκαν ή συμμετείχαν μόνο ολιγομελείς αντιπροσωπίες όλων των επαρχιών ή των πατριαρχιακών θρόνων, με πρωτοβουλία της ίδιας της Οικουμενικής συνόδου, ξεκινούσε διαδικασία για την αποδοχή των αποφάσεων από την εκκλησιαστική συνείδηση, με συνοδικές επιστολές που ανακοίνωναν το περιεχόμενο τους σε όλες τις μητροπόλεις, με την προτροπή προς την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό των εκκλησιών αυτών να αποδεχθούν την ομόφωνη διακήρυξη της αλήθειας της πίστεως και τις συνοδικές αποφάσεις. Υπό το πνεύμα αυτό απορρίφθηκε από την εκκλησιαστική συνείδηση η οικουμενικότητα της ληστρικής συνόδου της Εφέσου (449) και της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας (754)[5].

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν αυτοί που μετά από "αίτησιν εκκλησιαστικήν" συγκαλούσαν τις Οικουμενικές Συνόδους και κατ' αυτόν τον τρόπο "ο Μ. Κωνσταντίνος συνεκάλεσε την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον, ο Μ. Θεοδόσιος την Β', ο Θεοδόσιος ο μικρός την Γ', ο Μαρκιανός και η Πουλχερία την Δ', ο Ιουστινιανός Α' την Ε', ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος την ΣΤ', ο Ιουστινιανός Β' την Πενθέκτην και ο Κωνσταντίνος ΣΤ' μετά της Ειρήνης της Αθηναίας την Ζ'"[6].

Σκοπός των Οικουμενικών Συνόδων ήταν, μετά από εμπεριστατωμένες συζητήσεις να εκδίδουν "πρώτον μεν σύμβολα ή όρους ή τόμους ή ομολογίας και εκθέσεις, αναφερομένας εις την δογματικήν πίστιν"[7] καθώς "αι διάφοροι αιρέσεις αι κατά καιρούς εμφανισθείσαι, αίτινες δια της κακοδιδασκαλίας αυτών εζήτουν να διαστρέψωσι τα της Ευαγγελικής διδασκαλίας νοήματα"[8] αλλά και "κανόνας, αναφερομένους εις την διοίκησιν, την ευταξίαν, το πολίτευμα και τον καθόλου βίον της Εκκλησίας, και επέχοντας θέσιν νόμων υποχρεωτικών δια τα μέλη τής Εκκλησίας καί δια τό Κράτος."[9].

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κάθε τι που προσκρούει στην Αγία Γραφή "δεν είνε δυνατόν να αποτελέση στοιχείον της ιεράς παραδόσεως και της πράξεως της Εκκλησίας."[10]. Κατ' αυτό τον τρόπο "και αύται δε αι οικουμενικαί Σύνοδοι αποφαίνονται πάντοτε μόνον ερμηνευτικώς και ουδέποτε εισηγητικώς, πάντοτε δηλαδή ερμηνεύουν, ουδέποτε αποκαλύπτουν κάτι νέον"[11] αφού "εκ της Γραφής βάσις της αληθείας ταύτης ανεπτύχθη αυθεντικώς και κατωχυρώθη υπό Οικουμενικών Συνόδων"[12] των οποίων την ορθή ερμηνεία αποδέχονται οι Ορθόδοξοι[13].

Από την Ανατολική Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) αναγνωρίζονται από κοινού επτά Οικουμενικές Σύνοδοι, οι οποίες συγκλήθηκαν από το 325 μ.Χ. μέχρι το 787 μ.Χ. στην Ανατολική Ρωμαϊκή επικράτεια. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, αποτελούν το ιεραρχικά ανώτατο εκκλησιαστικό σώμα, είναι δηλαδή η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και αυθεντία, που ασκεί την ανώτατη διοικητική, δικαστική και νομοθετική εξουσία. Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η παρουσία και η κύρωση των διαταγμάτων της Συνόδου από τον Ποντίφηκα έχει θεμελιώδη σημασία.

Η αρχή των Συνόδων "ανάγεται εις την το πρώτον συγκροτηθείσαν εν Ιεροσολύμοις τω 48 μ.Χ. 'Αποστολικήν Σύνοδον', και επομένως ο συνοδικός θεσμός είναι αποστολικός, ούτως ώστε αι Σύνοδοι της Εκκλησίας έχουσιν αναντιλέκτως αρχήν και χαρακτήρα αποστολικόν."[14].

Ο όρος Σύνοδος, με την έννοια της συναθροίσεως και "προς ανάκρισιν των δογμάτων της ευσέβειας" απαντάται πρώτα στον 37ο Αποστολικό κανόνα[15] ενώ η φράση «Οικουμενική σύνοδος» (Λατ. concilium universale/generale) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον 6ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου το 381 μ.Χ.[16]. Όπως σημειώνει ο Βασ. Σταυρίδης: "Το επίθετον οικουμενικός,-ή, -όν ενωρίς εισήχθη εις την εκκλησιαστικήν γλώσσαν. Συναντώμεν τας οικουμενικάς συνόδους, τα οικουμενικά σύμβολα, τους οικουμενικούς Πατέρας, τον οικουμενικόν πατριάρχην. Βλέπομεν ενταύθα να εξυπονοώνται αι έννοιαι της γεωγραφικής εκτάσεως, της ισότητος και της ενότητος ολοκλήρου της ανθρωπότητος, της καθολικότητος και της εκκλησιαστικής ακριβείας."[17].

Οικουμενικές Σύνοδοι και Καισαροπαπισμός

Διάφοροι ξένοι μελετητές αλλά και ο Έλληνας εκκλησιαστικός Ιστορικός Β. Στεφανίδης, υιοθέτησαν την άποψη ότι επί της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Βυζάντιο επικρατούσε πλήρης Καισαροπαπισμός και ο ρόλος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) αυτοκράτορα ήταν πάντα αρκετά αυξημένος[18], παίζοντας σημαντικό ρόλο ακόμη και στην έκβαση του αγώνα των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών[19].

Πάντως "οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλοεξάρτηση μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή εξάρτηση των τελευταίων. Οι ιστορικοί θεωρούν επίσης ότι δεν υπήρξε τίποτα στη βυζαντινή κατανόηση της χριστιανικής πίστης που θα αναγνώριζε τον αυτοκράτορα...δογματικά αλάθητο...Πολλές ιστορικές περιπτώσεις άμεσης αυτοκρατορικής πίεσης στην εκκλησία τελείωσαν στην αποτυχία"[20]. Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, επειδή ανταποκρινόταν στο σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η "εκκλησιοποίηση", δηλαδή εν-Χρίστωση, όλου του κόσμου, συνεπώς και της Πολιτείας[21], καθιερώθηκε η διοργάνωση των οικουμενικών συνόδων από μέρους των αυτοκρατόρων. Επιπροσθέτως, "η προεδρία των Οικουμενικών Συνόδων δινόταν κατά τους πρώτους αιώνες στον αυτοκράτορα ή στους εκπροσώπους του, αλλ' αυτοί μόνο "προς ευκοσμίαν εξήρχον" της συνόδου, δηλαδή απλώς μόνον αναλάμβαναν την ευθύνη της εύρρυθμης λειτουργίας της συνόδου (τιμητική προεδρία). Την πραγματική προεδρία ασκούσε κατά κανόνα ο έχων τα πρεσβεία τιμής πατριάρχης. Κανονικώς δηλαδή η προεδρία τής Οικουμενικής Συνόδου ανήκει στον πρώτο τη τάξει αρχιερέα, ή στον έχοντα τα πρεσβεία τιμής πατριάρχη"[22] ενώ και οι αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επέμβασης στις δογματικές και τις λοιπές συζητήσεις των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων...οίτινες μόνοι απεφαίνοντο εν Αγίω Πνεύματι[23].

Αρκετοί είναι επίσης οι ερευνητές που δε συμμερίζονται τις απόψεις του Β. Στεφανίδη. Ειδικά για την Α' Οικουμ. Σύνοδο, βασικό επιχείρημα του Β. Στεφανίδη, σύμφωνα με τον καθ. Ιω. Φειδά, είναι η περιγραφή του Ευσεβίου και άλλες θέσεις τις οποίες χαρακτηρίζει "εσφαλμένες, γιατί παρανοούν ή και παρερμηνεύουν τις χρησιμοποιούμενες πηγές με υποκειμενικές ταυτίσεις ή και γενικεύσεις..."[24]. Ο καθηγητής Φειδάς θεωρεί πως ο Μ. Κωνσταντίνος "είχε πράγματι πλήρη συνείδηση...ότι η τελική απόφαση ήταν όχι δική του, κατά το υπόδειγμα της διαδικασίας του αυτοκρατορικού εκκλήτου, αλλά της συνόδου των επισκόπων, οι οποίοι θα αποφάσιζαν κατά πλειοψηφία ή και με ομοφωνία των μελών της, όπως και ο ίδιος ομολογεί."[25]. Εκτός των άλλων, ο αυτοκράτορας "είχε τη συνείδηση ότι απλώς ήταν "συμπαρών" ή ότι "παρήν" στις εργασίες της συνόδου" διαφορετικά, η σύνοδος "αντί της απλής δηλώσεως της "παρουσίας" του αυτοκράτορα ("επί παρουσία"), θα έπρεπε να χρησιμοποίηση δηλωτικούς του ρόλου του χαρακτηρισμούς ("προκαθημένου", "προεξάρχοντος", "εξάρχοντος" κ.λπ.)."[26].

Γενικότερα, η άποψη που εξέφρασε "ο Βασίλειος Στεφανίδης δεχόμενος κατ' αρχήν, ότι επεκράτει εν Βυζαντίω ο καισαροπαπισμός..."[27] και απόψεις που αναφέρονται σε αλλοιώσεις του πολιτεύματος "της αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας"[28] παραβλέπουν ότι "θεμελιώδες και αποφασιστικόν στοιχείον εις την ζωήν της Εκκλησίας είναι αι Σύνοδοι και αι αποφάσεις αυτών...εφ' όσον αυταί εγένοντο δεκταί υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας...διότι ούτε η σύγκλησις μιας Συνόδου ως Οικουμενικής υπό του αυτοκράτορος...ούτε η τυχόν κύρωσις δια διατάγματος εξησφάλιζε την Οικουμενικότητα μιας Συνόδου (παράδειγμα η εν Εφέσω Σύνοδος του 449 ήτις ωνομάσθη ληστρική)"[29]. Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να επανεξεταστεί το όλο ζήτημα με τη βοήθεια μιας νέας προσέγγισης και οργάνωσης των πηγών ώστε να καθοριστεί σαφέστερα ο βαθμός και το είδος ελέγχου που ασκούσε πραγματικά ο αυτοκράτορας[30], στον οποίο σε δογματικό επίπεδο, δεν αναγνωριζόταν κάτι περισσότερο από το να εκφράζει το δόγμα που όλοι οι Ορθόδοξοι πίστευαν[31]. Εκτός αυτού, με μια συνοπτική θεώρηση της εκκλησιαστικής ιστορίας βλέπουμε ότι επανειλημμένα η αυτοκρατορική εξουσία προσπάθησε να επιβάλλει τις απόψεις της στην Εκκλησία σε σοβαρά ζητήματα χωρίς τελικά να το καταφέρει:

  • "Ο Κωνσταντίνος...επέβαλε τον αρειανισμό"[32] και ο "Ουάλης, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού, εφάρμοσε με ιδιαίτερη σκληρότητα την πολιτική του Κωνσταντίου εναντίον των οπαδών της Α' Οικουμενικής συνόδου"[33].
  • Καταγράφεται η "απόπειρα του Θεοδόσιου να επιβάλει την παρουσία του αυτοκράτορα στο ιερό του ναού" που "αποκρούστηκε αρχικώς από τον Αμβρόσιο στη Δύση, ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε και στην Κωνταντινούπολη, όπως βεβαιώνει ο Κωνσταντίνος Ζ' και η 'Επαναγωγή' (ή Συναγωγή) του Φωτίου"[34].
  • Ο σφετεριστής "Βασιλίσκος [επέβαλε] τον Μονοφυσιτισμό"[35], "καταδίκασε τη Δ' Σύνοδο και τον Τόμο του Λέοντα Α' της Ρώμης, προσπαθώντας έτσι να ευνοήσει τους Μονοφυσίτες"[36].
  • Ο αυτοκράτορας "Ζήνων...απέφευγε να συναριθμήση τη σύνοδο της Χαλκηδόνας στις προγενέστερες τρεις Οικουμενικές συνόδους"[37] και τελικά "παραμέρισε δια διαταγμάτων την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον"[38] η οποία πλέον δεν μνημονευόταν "ως υποχρεωτική"[39].
  • Ο Ιουστινιανός "δια τεσσάρων διαταγμάτων ώρισε την πίστιν των υπηκόων του, εφαρμόσας ενωτικήν πολιτικήν, εν τη προσπαθεία να ικανοποίηση αμφοτέρας τας πλευράς και τέλος επέβαλε τον Μονοφυσιτισμόν δια του Αφθαρτοδοκητισμού"[40] με διάταγμα του 564 μ.Χ.[41] και "όσοι αρνήθηκαν να το επικυρώσουν, όπως ο Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, εκθρονίσθηκαν"[42].
  • Ο Ηράκλειος "επέβαλε τον Μονοθελητισμόν"[43] με την "Έκθεση" του, δηλ. διάταγμα που εξέδωσε το 638 μ.Χ.[44].
  • Ο "Λέων Γ', ο Κωνσταντίνος ο Ε' και άλλοι [επέβαλαν] την εικονομαχίαν"[45].
  • H "προσπάθεια του Νικηφόρου Φωκά να σεβασθή ως μάρτυρας όλους τους στρατιώτας που έπεσαν κατά την διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους...βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχας και τους Επισκόπους και ως εκ τούτου ο Αυτοκράτωρ αναγκάσθηκε να εγκατάλειψη το σχέδιο του"[46].
  • Η αυτοκρατορική πολιτική "εν τω ζητήματι του σχίσματος και εν ταις αποπείραις προς ένωσιν μαρτυρεί τάσεις προς καισαροπαπισμόν, ο οποίος όμως απέτυχεν"[47] όπως στην περίπτωση του Μιχαήλ του Η', που "στη σύνοδο του 1277...αρνήθηκαν να επικυρώσουν τα σχέδια του...για την ένωση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία"[48].

Φαίνεται τελικά ότι η "πεποίθηση, σ' ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον Καισαροπαπισμό" δεν φαίνεται ικανή "να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη...ο αυτοκράτορας, ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Αυτό το γεγονός προϋποθέτει τον απόλυτο χωρισμό, τη σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι ή πλατειά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει τον βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές."[49].

Όπως διαπιστώνει ο δογματολόγος Νικ. Ματσούκας:

"Η αυτοκρατορική εξουσία και η εκκλησιαστική διακονία, δηλαδή η βασιλεία και η ιερωσύνη, στο Βυζάντιο συνεργάστηκαν και άλλοτε συγκρούστηκαν απηνώς. Η συνεργασία και η σύγκρουση καθεαυτές πείθουν ότι οι δυό εξουσίες είχαν κατά το μάλλον και ήττον ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση. Μονάχα αυτοδιοικούμενες και ανεξάρτητες κοινότητες μπορούν να συνεργαστούν και να συγκρουστούν. Υποταγμένη εξουσία, λόγου χάρη, δεν μπορεί να συγκρουστεί προς το αφεντικό της. Μικροσκοπικά αν εξετάσουμε τη βυζαντινή ιστορία, εντοπίζουμε καισαροπαπισμό· Όμως μακροσκοπικά αν θεωρήσουμε τα πράγματα, διαπιστώνουμε ότι σε άκρως ζωτικά θέματα, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και καθαρώς αυτοκρατορικά, η αυτοκρατορική εξουσία δεν κατάφερε να υπαγορεύσει τα σχέδια της στην Εκκλησία: 1) οι αυτοκράτορες δεν πέτυχαν να συμβιβάσουν ορθοδόξους και Αρειανούς, 2) ο Βασιλίσκος, ο Ζήνων, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β' δεν μπόρεσαν με τα αυτοκρατορικά τους διατάγματα να προσεταιριστούν τους μονοφυσίτες, 3) οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, υστέρα από αιμάτινους αγώνες, έχασαν οριστικά το παιχνίδι, και 4) η ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας δεν έγινε ποτέ, μολονότι με νύχια και δόντια επιχειρήθηκε αυτό το σχέδιο. Ερώτημα αμείλικτο: που είναι ο καισαροπαπισμός;"[50].

Σύμφωνα με τις παραπάνω απόψεις, "ένεκα της μη τελικής επικρατήσεως της καισαροπαπικής πολιτικής, ακριβέστερον των εκάστοτε τεθέντων υπ' αυτής σκοπών, δεν απέθεσεν ο καισαροπαπισμός την σφραγίδα του επί του ιστορικού βίου της Εκκλησίας"[51] και ακόμη περισσότερο, η αυτοκρατορική εξουσία συνάντησε πολύ σοβαρές αντιστάσεις ώστε να μην κατορθώσει ποτέ "να διαπεράσει επιτυχώς τον εσωτερικό της πυρήνα, δηλ. το δόγμα και τα μυστήρια"[52].

Κατά συνέπεια, ο όρος Καισαροπαπισμός "έχει απορριφθεί από τους περισσότερους μελετητές ως παραπλανητική και ανακριβής ερμηνεία της Βυζαντινής πολιτικής πραγματικότητας"[53].

Οι Εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι

Οι κατωτέρω εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι, δημοσιεύτηκαν ως ρωμαϊκοί νόμοι υπογεγραμμένοι από τον Αυτοκράτορα αφού προηγουμένως τα πρακτικά τους υπογράφτηκαν από τους πέντε ρωμαίους Πατριάρχες, τους Μητροπολίτες και επισκόπους τους. Ο Αυτοκράτορας συγκαλούσε αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους σε συνεργασία με τα Πέντε Ρωμαϊκά Πατριαρχεία της α) Πρεσβυτέρας Ρώμης, β) Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, γ) Αλεξανδρείας, δ) Αντιοχείας, στα οποία προστέθηκε το 451 ε) των Ιεροσολύμων. Εξαιρείται η Ένατη Οικουμενική Σύνοδος του 1341 που τα πρακτικά της προσυπέγραψαν μόνο τέσσερις ρωμαίοι Πατριάρχες και επικύρωσε ο ρωμαίος αυτοκράτορας. Απουσίαζε τώρα το Πατριαρχείο της Πρεσβυτέρας Ρώμης που εν τω μεταξύ είχε καταληφθεί βίαια από τους Φράγκους, Λογγοβάρδους, και Γερμανούς με τη βοήθεια των Νορμανδών. Μία σφοδρή επίθεση που ξεκίνησε το 983 και ολοκληρώθηκε το 1009 - 1046. Μετά το 1045 οι Πάπες της Ρώμης εκτός του Βενέδικτου του 10ου (1058-9), δεν ήσαν πλέον Ρωμαίοι αλλά μέλη της φραγκολατινικής αριστοκρατίας που είχε υποδουλώσει τον ρωμαϊκό πληθυσμό.

Μετά τη πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του αυτοκράτορα, το 1453 τα τέσσερα ρωμαϊκά Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων συνέχισαν να συγκαλούν Συνόδους με τις οποίες συνέχισαν τη παράδοση των Οικουμενικών Συνόδων. Ο μόνος λόγος που αυτές οι Σύνοδοι δεν ονομάστηκαν "Οικουμενικές" είναι απλά γιατί ο τίτλος αυτός σημαίνει "Αυτοκρατορικές" επειδή οι αποφάσεις αυτών των Συνόδων γίνονταν τμήμα του Ρωμαϊκού Δικαίου. Με άλλα λόγια οι αποφάσεις των ρωμαϊκών Συνόδων μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, αλλά όχι πλέον του αυτοκρατορικού Δικαίου. Δεν υπήρχε πλέον Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ρωμαίος αυτοκράτορας να εκδίδει ρωμαϊκούς Νόμους. Έτσι αυτές οι Εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν ταυτόχρονα και εκκλησιαστικοί Νόμοι και ρωμαϊκοί Νόμοι. Οι Σύνοδοι που συνήλθαν μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου με όχι μικρότερο κύρος από τις Οικουμενικές Συνόδους.

Σήμερα που δεν υπάρχει πλέον η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το αντίστοιχο των Οικουμενικών Συνόδων, είναι οι Πανορθόδοξες Σύνοδοι.

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος

Βλέπε κύριο άρθρο Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας.

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος διήρκεσε δύο μήνες και δώδεκα ημέρες και πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο στις 20 Μαΐου του 325 και σε αυτή έλαβαν μέρος τριακόσιοι δεκαοχτώ επίσκοποι. Εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του Συμβόλου της Νικαίας (α’ μέρος του Συμβόλου της Πίστεως) και κανόνισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Κύριος λόγος σύγκλησής της υπήρξε η διδασκαλία του Αρείου ενάντια στη θεότητα του Ιησού Χριστού. Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου και διεκήρυξε την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα.

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ το Μέγα στην Κωνσταντινούπολη το 381 και συμμετείχαν εκατόν πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι και τριάντα έξι Μακεδονιανοί. Καταδίκασε τους οπαδούς του Μακεδόνιου, που αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος ("πνευματομάχοι") και, για ακόμα μια φορά, τον Άρειο και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως (Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως).

Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην Έφεσο, εντός της βασιλικής της Παναγίας, το 431 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’. Συμμετείχαν διακόσιοι επίσκοποι ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ως προεδρεύων. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας λέγοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι το Θεό. Διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο Θεοτόκος.

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, Αυγούστα Πουλχερία το 451 στη Χαλκηδόνα. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Αρχιμανδρίτη Ευτυχούς για την πλήρη απορρόφηση της θείας φύσης του Ιησού από την ανθρώπινη, το Μονοφυσιτισμό.

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553 στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή 165 επισκόπων, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευτυχίου. Τη συγκάλεσαν ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ και η σύζυγός του, Αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδας και του Ιησού Χριστού και καταδίκασε πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και ορισμένους συγγραφείς τους (Ευάγριο, Δίδυμο, Ωριγένη κ.α.).

Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη το 680 από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο και παραβρέθηκαν από 150 έως 289 επίσκοποι. Επιβεβαίωσε την πλήρη και αληθή ενανθρώπιση του Ιησού έναντι της αντίθετης διδασκαλίας των Μονοθελητών. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει Θεία και Ανθρώπινη θέληση, η οποία υποτάσσεται στη Θεία.

Η Πρωτοδευτέρα ή Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος

Η Πρωτοδευτέρα ή Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ το 691 στο ανακτορικό δωμάτιο του Τρούλλου, από όπου έλκει και την ονομασία "Εν Τρούλλω Σύνοδος". Συμμετείχαν 211 επίσκοποι και το έργο της ήταν συμπληρωματικό αυτού των Ε’ και ΣΤ΄ Συνόδων. Συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων και γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε "Πενθέκτη", ως τμήμα εκείνων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος.

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία στη Νίκαια της Βιθυνίας, στο Ναό της Αγίας Σοφίας, το 787 κατόπιν αίτησης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Αποφάσισε την αναστύλωση των εικόνων καταδικάζοντας την Εικονομαχία και την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδας. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογράφησης του Χριστού και των Αγίων ως κάτι ορατό.

Η "Εν Αγία Σοφία" Η΄ Οικουμενική Σύνοδος

Συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ Μακεδόνα το 879 στην Κωνσταντινούπολη. Προήδρευσαν οι εκπρόσωποι του Πάπα Ιωάννη Η΄ (872 - 882) και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος ο Μέγας (858 - 867, 877 - 886). Επεκύρωσε τις αποφάσεις της Z΄ Οικουμενικής Συνόδου. Kαταδίκασε τις Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Άαχεν (809).

Η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος των ετών 1341 - 1351

Σειρά συνόδων (1341,1349,1351) που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη με αιτία τις Ησυχαστικές Έριδες. Η Σύνοδος του 1341 δογμάτισε για την άκτιστη Ουσία και την άκτιστη Ενέργεια του Θεού, καθώς επίσης και για τον Ησυχασμό, καταδικάζοντας τον Βαρλαάμ Καλαβρό. Η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με θεολογικά ζητήματα, συγκλήθηκε από Αυτοκράτορα, (Συνοδικός Τόμος του 1341) συμμετείχε Θεούμενος (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς), και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από ολόκληρη την Εκκλησία. Συνεπώς και η Σύνοδος αυτή έχει αξία Οικουμενικής Συνόδου για τους Ορθοδόξους. Επισης καταδίκασε τον πλατωνικό μυστικισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού, ο οποίος είχε πηγή έμπνευσης τη δυτική σχολαστική θεολογία.

Υποσημειώσεις

  1. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», σελίς 119
  2. Καρμίρης Ιωάννης,Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 105.
  3. Καρμίρης, ό.π., σελ. 109
  4. Δωδεκάβιβλος, σελίς 1018
  5. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 867
  6. "Οικουμενικαί Σύνοδοι", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), Τόμ. 09, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 690
  7. ΘΗΕ, ό.π.
  8. Αγίου Νεκταρίου, 'Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις', 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 189
  9. ΘΗΕ, στο ίδιο
  10. Στέργιος Σάκκος, Εισαγωγή..., ό.π.
  11. στο ίδιο
  12. ΘΗΕ, τόμ. 02, 1963, στ. 520
  13. πρβλ. Στ. Σάκκος, περιοδικό Απολύτρωσις, Αύγουστος 1982, σελ. 103: "το Ευαγγέλιο σαν βιβλίο...τρόπο ζωής...και πίστεως, σαν νόημα και θεία αποκάλυψι το διαβάζουν σωστά μόνο οι ορθόδοξοι."
  14. Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία..., στο ίδιο, σελ. 106
  15. ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 687.
  16. Bernard Flusin, Τι γνωρίζω; Ο βυζαντινός πολιστισμός, Presses Universitaires de France/ΔΟΛ, 2007, σ. 14.
  17. ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 694
  18. βλ. Diehl Charles, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Καρδαμίτσας, Αθήνα 2007 (c1919), σελ. 25
  19. (Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6η εκδ., 1959, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149-152, 175, 177, 181
  20. "caesaropapism." Encyclopedia Britannica Online. 19 Feb. 2008 (http://www.britannica.com/eb/article-9018527).
  21. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση, Αρμός, Αθήνα 2000, σελ. 24
  22. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 182
  23. ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 689
  24. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία..., στο ίδιο, σελ. 428
  25. στο ίδιο, σελ. 430
  26. στο ίδιο, σελ. 431
  27. Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, τόμ. 04, 1964, στ. 1.
  28. ό.π., στ. 2.
  29. ό.π..
  30. Deno J. Geanakoplos (Professor of History, University of Illinois), Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism, Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), σελ. 381.
  31. David Knowles, Church and State in Christian History, Journal of Contemporary History, Vol. 2, No. 4, Church and Politics. (Oct., 1967), σελ. 8.
  32. Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, τόμ. 04, 1964, στ. 4.
  33. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 341.
  34. Καραμπελιάς Γιώργος, 1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού, Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 55.
  35. λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, ό.π..
  36. Σαββίδης Αλέξης, Τα Χρόνια Σχηματοποίησης του Βυζαντίου, 284-518 μ.Χ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1983, σελ. 117.
  37. Φειδάς, στο ίδιο, σελ. 664.
  38. ΘΗΕ, ό.π..
  39. Ματσούκας Α. Νίκος, Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ', Ε', ΣΤ' αιώνα, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 118.
  40. ΘΗΕ, στο ίδιο. βλ. και
  41. Στεφανίδης Βασ. (Αρχιμ.), Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον, 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 779Β.
  42. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', Βυζαντινός ελληνισμός - πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ., Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 418Β.
  43. ΘΗΕ, ό.π..
  44. Καρμίρης Ιωάννης,'Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 202.
  45. ΘΗΕ, στο ίδιο.
  46. Vasiliev Α.Α., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμ. Α', Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 418.
  47. ΘΗΕ, ό.π..
  48. Κουτσούρης Γ. Δημήτριος, Η Λειτουργία του Συνοδικού Συστήματος κατά την περίοδο των Ησυχαστικών Ερίδων, Αθήνα 1995.
  49. Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, 'Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας', Ψυχογιός, Αθήνα 1988, σελ. 149-150.
  50. Ματσούκας Α. Νίκος, 'Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 297-298.
  51. λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, στ. 5.
  52. Deno J. Geanakoplos (Professor of History, University of Illinois), Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism, Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), 397.
  53. Στο πρωτότυπο: "The term has been rejected by most scholars as a misleading and inaccurate interpretation of Byz. political reality." (Aristeides Papadakis-Alexander Kazhdan, "Caesaropapism", The Oxford Dictionary of Byzantium, Ed. Alexander P. Kazhdan, Oxford University Press, 1991).