Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Οικουμενικές Σύνοδοι"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Οικουμενικές Σύνοδοι και Καισαροπαπισμός)
(Οι αναγνωρισμένες Οικουμενικές Σύνοδοι)
Γραμμή 82: Γραμμή 82:
  
 
Πράγματι, αυτή φαίνεται να είναι και η συνολική εικόνα που υπάρχει σήμερα επί του ζητήματος αυτού. Eπτά θεωρούν τις Οικουμενικές Συνόδους, όχι μόνο θεολόγοι όπως οι:
 
Πράγματι, αυτή φαίνεται να είναι και η συνολική εικόνα που υπάρχει σήμερα επί του ζητήματος αυτού. Eπτά θεωρούν τις Οικουμενικές Συνόδους, όχι μόνο θεολόγοι όπως οι:
 +
 
<div style="font-family: Palatino Linotype;">
 
<div style="font-family: Palatino Linotype;">
 
:*''Αλιβιζάτος Αμίλκας''<ref>''Περί της εννοίας της θέσεως της Οικ. Συνοδού εν τη εκκλησιά κατά το κανονικών δίκαιον της ορθοδόξου εκκλησίας'', ΠΑΑ, τόμ.42, τεύχ.1, σελ.168-184, 1967, σελ. 177.</ref>: ''"Η Ορθόδοξος Εκκλησία...θα ηδύνατο ίσως να συγκαλέσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας την 8ην Οικουμενικήν Σύνοδον..."''.
 
:*''Αλιβιζάτος Αμίλκας''<ref>''Περί της εννοίας της θέσεως της Οικ. Συνοδού εν τη εκκλησιά κατά το κανονικών δίκαιον της ορθοδόξου εκκλησίας'', ΠΑΑ, τόμ.42, τεύχ.1, σελ.168-184, 1967, σελ. 177.</ref>: ''"Η Ορθόδοξος Εκκλησία...θα ηδύνατο ίσως να συγκαλέσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας την 8ην Οικουμενικήν Σύνοδον..."''.
Γραμμή 88: Γραμμή 89:
  
 
Αλλά και άγιοι της Εκκλησίας ή τοπικές σύνοδοι:
 
Αλλά και άγιοι της Εκκλησίας ή τοπικές σύνοδοι:
 +
 
<div style="font-family: Palatino Linotype;">
 
<div style="font-family: Palatino Linotype;">
 
:*''"Απάντηση της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1895 προς τον Πάπαν Λέοντα ΙΓ΄"''<ref>Καρμίρης Ιωάννης, ''Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας'', τόμ. Β', Αθήνα 1953, σελ. 930.</ref>: ''"Η μία λοιπόν αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία των επτά οικουμενικών Συνόδων επίστευε και εδογμάτιζε συνωδά τοις ευαγγελικοίς ρήμασιν..."''<ref>Ό.π., σελ. 936.</ref>.
 
:*''"Απάντηση της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1895 προς τον Πάπαν Λέοντα ΙΓ΄"''<ref>Καρμίρης Ιωάννης, ''Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας'', τόμ. Β', Αθήνα 1953, σελ. 930.</ref>: ''"Η μία λοιπόν αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία των επτά οικουμενικών Συνόδων επίστευε και εδογμάτιζε συνωδά τοις ευαγγελικοίς ρήμασιν..."''<ref>Ό.π., σελ. 936.</ref>.
Γραμμή 97: Γραμμή 99:
 
:*Ο [[Νεκτάριος Αιγίνης|Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης]] σημειώνει<ref>''Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις'', 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 191-192.</ref>: ''"Η έβδομη τέλος εν Νικαία...αναστηλώσασα τας Αγίας είκόνας...Αι επτά Οικουμενικαί ιεραί Σύνοδοι...εισίν οι επτά ακράδαντοι στύλοι της Εκκλησίας...οι επτά υπερύψηλοι πύργοι της αληθείας...οι επτά της πίστεως προμαχώνες...κατά της απιστίας και οι επτά περίβολοι της ορθοδοξίας..."''.
 
:*Ο [[Νεκτάριος Αιγίνης|Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης]] σημειώνει<ref>''Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις'', 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 191-192.</ref>: ''"Η έβδομη τέλος εν Νικαία...αναστηλώσασα τας Αγίας είκόνας...Αι επτά Οικουμενικαί ιεραί Σύνοδοι...εισίν οι επτά ακράδαντοι στύλοι της Εκκλησίας...οι επτά υπερύψηλοι πύργοι της αληθείας...οι επτά της πίστεως προμαχώνες...κατά της απιστίας και οι επτά περίβολοι της ορθοδοξίας..."''.
  
Επίσης, στις [http://www.ec-patr.org/dioceses.php?lang=gr&id=37 ιστοσελίδες του Οικουμενικού Πατριαρχείου], η εν Αγία Σοφία σύνοδος επί Φωτίου αναφέρεται ως ''"Σύνοδος"'': ''"Η...ιστορική μαρτυρία ευρίσκεται εις τα πρακτικά της επί Πατριάρχου Φωτίου του Μεγάλου Συνόδου το 879..."''.</div>
+
:*Επίσης, στις [http://www.ec-patr.org/dioceses.php?lang=gr&id=37 ιστοσελίδες του Οικουμενικού Πατριαρχείου], η εν Αγία Σοφία σύνοδος επί Φωτίου αναφέρεται απλά ως ''"Σύνοδος"'': ''"Η...ιστορική μαρτυρία ευρίσκεται εις τα πρακτικά της επί Πατριάρχου Φωτίου του Μεγάλου Συνόδου το 879..."''.</div>
  
 
Σε άλλες περιπτώσεις, διαπιστώνουμε μια στάση ουδετερότητας ή αναμονής στο θέμα:
 
Σε άλλες περιπτώσεις, διαπιστώνουμε μια στάση ουδετερότητας ή αναμονής στο θέμα:
Γραμμή 107: Γραμμή 109:
 
:*Ενώ ο ιστορικός Βασίλειος Στεφανίδης αναφέρει<ref>''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον'', 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 364.</ref>: ''"Εφ' όσον δεν αναγνωρίζεται επισήμως ως ογδόη οικουμενική σύνοδος, η τυχόν μέλλουσα να συνέλθη οικουμενική σύνοδος πρέπει να ασχοληθή και με το ζήτημα τούτο."''.</div>
 
:*Ενώ ο ιστορικός Βασίλειος Στεφανίδης αναφέρει<ref>''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον'', 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 364.</ref>: ''"Εφ' όσον δεν αναγνωρίζεται επισήμως ως ογδόη οικουμενική σύνοδος, η τυχόν μέλλουσα να συνέλθη οικουμενική σύνοδος πρέπει να ασχοληθή και με το ζήτημα τούτο."''.</div>
  
Σε κανονικά και θεολογικά έργα ή έργα εκκλησιαστικής ιστορίας και συνοδικά κείμενα, συχνά βλέπουμε αναφορές με θετικό τρόπο σε μια Η΄(8η) ή και -σπανιώτερα- σε μία Θ΄(9η) Οικουμενική Σύνοδο:
+
Εντούτοις, σε κανονικά και θεολογικά έργα ή έργα εκκλησιαστικής ιστορίας και συνοδικά κείμενα, συχνά βλέπουμε αναφορές με θετικό τρόπο σε μια Η΄(8η) ή και -σπανιώτερα- σε μία Θ΄(9η) Οικουμενική Σύνοδο:
 +
 
 
<div style="font-family: Palatino Linotype;">
 
<div style="font-family: Palatino Linotype;">
 
:*''"Απάντηση των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής προς τον Πάπα Πίο Θ’ (1848)"''<ref>Καρμίρης, ''Τα δογματικά...'', τόμ. Β', Αθήνα 1953, σελ. 907.</ref>: ''"...κατά την Η΄ οικουμενικήν Σύνοδον, την εν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθείσαν επί ειρήνη των ανατολικών τε και δυτικών Εκκλησιών"''.
 
:*''"Απάντηση των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής προς τον Πάπα Πίο Θ’ (1848)"''<ref>Καρμίρης, ''Τα δογματικά...'', τόμ. Β', Αθήνα 1953, σελ. 907.</ref>: ''"...κατά την Η΄ οικουμενικήν Σύνοδον, την εν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθείσαν επί ειρήνη των ανατολικών τε και δυτικών Εκκλησιών"''.
Γραμμή 128: Γραμμή 131:
  
 
:*Το ίδιο και ο καθηγητής [[Γεώργιος Μεταλληνός]]<ref>''Ουνία-Πρόσωπο και Προσωπείο'', Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1992, σελ. 49.</ref>: ''"Η επί Μ. Φωτίου Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 879 είναι για την Ορθοδοξία η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος...όπως οι Ησυχαστικές Σύνοδοι του 14ου αι. (1341, 1347, 1351) είναι η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Ορθοδοξίας. Δεν μπορεί να υπάρξει Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδοξίας, που δεν θα τις διακηρύξει ως Οικουμενικές."''.</div>
 
:*Το ίδιο και ο καθηγητής [[Γεώργιος Μεταλληνός]]<ref>''Ουνία-Πρόσωπο και Προσωπείο'', Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1992, σελ. 49.</ref>: ''"Η επί Μ. Φωτίου Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 879 είναι για την Ορθοδοξία η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος...όπως οι Ησυχαστικές Σύνοδοι του 14ου αι. (1341, 1347, 1351) είναι η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Ορθοδοξίας. Δεν μπορεί να υπάρξει Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδοξίας, που δεν θα τις διακηρύξει ως Οικουμενικές."''.</div>
 +
 +
Κατά συνέπεια, το θέμα της αναγνώρισης Οικ. Συνόδων πέρα των αρχαίων επτά είναι ένα σημαντικό έργο που αναμένεται να επισημοποιηθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Καθώς φαίνεται, το πιθανότερο να συμβεί είναι πράγματι, η επίσημη αναγνώριση μια 8ης Οικ. Συνόδου (ίσως και μιας 9ης). Τουλάχιστον όσον αφορά την ''"εν Αγία Σοφία"'' σύνοδο επί Φωτίου του 879, οι αποφάσεις της, σιωπηλά, φαίνεται να έχουν αναγνωρισμένο κύρος, χωρίς εντούτοις να δύναται η εν λόγω σύνοδος να ονομαστεί επισήμως Η΄ Οικουμενική Σύνοδος:
 +
 +
<div style="font-family: Palatino Linotype;">
 +
:*Γράφει ο Ιωάννης Καρμίρης<ref>''Τα δογματικά...'', τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 261-262.</ref>: ''"Η παρούσα Σύνοδος'' [του 879] ''κατατάσσεται μεν συνήθως μεταξύ των αρχαίων Τοπικών Συνόδων, ων κατακλείει την σειράν, αλλ' εν τη πραγματικότητι είναι η τελευταία γενική Σύνοδος της ηνωμένης αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας, εκδούσα αποφάσεις δογματικοσυμβολικού και κανονικού περιεχομένου...Αποτελεσθείσα αύτη εκ 383 Πατέρων ανατολικών τε καί δυτικών, εκπροσωπούντων τα πέντε αρχαία Πατριαρχεία, παρουσίασε...τοιούτον επιβλητικόν θέαμα, οίον δεν παρουσιάσθη από των χρονών της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου. Δια τούτο...φέρει η Σύνοδος αύτη εξωτερικώς...και εσωτερικώς...πάντα τα γνωρίσματα Οικουμενικής Συνόδου. Ουδόλως άρα άπορον, ότι ως ογδόην Οικουμενικήν εθεώρουν αυτήν οι Θεόδωρος Βαλσαμών, Νείλος Θεσσαλονίκης, Νείλος Ρόδου, Συμεών Θεσσαλονίκης, Μάρκος Εφέσου, Γεννάδιος Σχολάριος, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Κωνσταντίνος Οικονόμος και άλλοι. Αλλά και η ιδία Σύνοδος, εχαρακτήρισεν εαυτήν ως Οικουμενικήν πολλαχού εν τοις πρακτικοίς αυτής...Παρά ταύτα δ' όμως η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία επισήμως δεν ανεκήρυξεν αυτήν εισέτι ως ογδόην Οίκουμενικήν, θεωρούσα ως θεμέλιον της Ορθοδοξίας τας επτά αρχαίας Οικουμενικάς Συνόδους."''.
 +
 +
:*Και η Δέσποινα Κοντοστεργίου συμφωνεί<ref>''Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι'', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 275, υποσημ. #1.</ref>: ''"Διά την Σύνοδον αυτήν υπάρχουν διάφοροι ονομασίαι: ο μεν Ιω. Καρμίρης, την ονομάζει: «Η εν Κωνσταντινουπόλει γενική Σύνοδος του 879-80, ό.π. σελ. 261 κ.ε., ο δε Ιω. Ρωμανίδης: «Η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει τω 879-80, ό.π. σελ. 166 κ.ε. και Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Α', Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 342 κ.ε. Και ο Β. Σταυρίδης: «Η Σύνοδος του 879-880, Γ' Φωτιανή Σύνοδος, ό.π. σελ. 238 κ.ε. Το γεγονός είναι ότι η Σύνοδος αύτη δεν ανεκηρύχθη επισήμως ως Η΄ Οικουμενική, αν και είχεν όλα τα γνωρίσματα Οικουμενικής Συνόδου"''.
 +
 +
:*Και προσθέτει ο Νικόλαος Ματσούκας<ref>''Δογματική και Συμβολική θεολογία'', τόμ. Β΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 443-444.</ref>: ''"Η σύνοδος...του 879/80, στην Κωνταντινούπολη, είχε τη συνείδηση πως ήταν οικουμενική, αναγνώρισε τη σύνοδο του 787, στη Νίκαια, ως έβδομη οικουμενική, επισήμανε τι ακριβώς είναι τό πρωτείο τιμής του επισκόπου Ρώμης, αποκατέστησε στο θρόνο του τον πατριάρχη Φώτιο, και αναγνώρισε το σεβασμό των κατά τόπους εθών που ακολουθούν οι Εκκλησίες. Η σύνοδος αυτή, που αναγνωρίστηκε ήδη  από πολλούς ως οικουμενική...μπορεί ν' αναγνωριστεί ως οικουμενική και επίσημα από μια άλλη γενική σύνοδο. Ωστόσο η προτεραιότητα ανήκει στο φρόνημα της κοινότητας."''. και αλλού<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Δογματική και Συμβολική θεολογία'', τόμ. Γ΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 296.</ref>: ''"Θα μπορούσε να πει κανείς ότι και η σύνοδος του 879/80, στην Κωνσταντινούπολη, είναι οικουμενική, όχι μόνο γιατί η ίδια είχε τη συνείδηση ότι είναι οικουμενική...αλλά γιατί έγινε αποδεκτή από το πλήρωμα της Εκκλησίας, μια και ο ρόλος της ήταν οικουμενικός...Επομένως θα μπορούσε να καταταγεί στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως Η΄ οικουμενική σύνοδος."''<ref>Ό.π., υποσημ. #74.</ref>.</div>
 +
  
 
===Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος===
 
===Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος===

Αναθεώρηση της 21:11, 10 Αυγούστου 2008

Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι


Με τον τίτλο Οικουμενική Σύνοδος, αποκαλείται «η δια προσταγής Βασιλικής συναχθείσα, η περί πίστεως όρον δογματικόν εκθεμένη, η ευσεβή, και ορθόδοξα, και σύμφωνα ταις αγίαις Γραφαίς, η ταις προλαβούσαις Οικουμενικαίς διορίζουσα, ην η συμφωνία απάντων των της καθολικής Εκκλησίας Πατριαρχών και Αρχιερέων απεδέξατο, είτε δια αυτοπροσώπου παρουσίας, είτε δια τοποτηρητών ή και τούτων απόντων, δια γραμμάτων και υπογραφών αυτών»[1]. Έτσι ως Οικουμενικές Σύνοδοι χαρακτηρίζονται μεγάλες συνελεύσεις επισκόπων της Εκκλησίας απ' όλη τη χριστιανική οικουμένη, με σκοπό την κοινή συνδιάσκεψη και απόφανση επί σοβαρών δογματικών και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων[2], κατά τις οποίες η υποχρεωτική συμμετοχή όλων των επισκόπων δεν κρίνεται σκόπιμη, αφού ανέκαθεν, μια τέτοια συμμετοχή δεν θεωρήθηκε "νομικώς αναγκαία και απαραίτητος"· Αρκούσε μόνο το να εκπροσωπούνται, οπωσδήποτε επαρκώς, "τα Πατριαρχεία και αι διάφοροι εκκλησιαστικαί διοικήσεις" και περιφέρειες[3].

Τα χαρακτηριστικά ιδιώματα των Οικουμενικών Συνόδων είναι τέσσερα κατά τον Δοσίθεο Ιεροσολύμων[4]:

  • Το να συναθροίζονται δια προσταγών Βασιλικών.
  • Το να γίνεται συζήτηση περί πίστεως και ακολούθως να εκτίθεται απόφαση και όρος δογματικός.
  • Το να είναι τα εκτιθέμενα δόγματα και Κανόνες ορθόδοξα και σύμφωνα με τις Γραφές και τις προλαβούσες οικουμενικές Συνόδους.
  • Το να συμφωνήσουν και αποδεχτούν πάντες οι ορθόδοξοι Πατριάρχες και αρχιερείς της Καθολικής Εκκλησίας, είτε δια αυτοπροσώπου παρουσίας των, είτε δια τοποτηρητών, είτε απόντων και δια επιστολών αυτών τις αποφάσεις της εκάστοτε συνόδου.

Για τις Οικουμενικές εκείνες συνόδους, στις οποίες προσκλήθηκαν ή συμμετείχαν μόνο ολιγομελείς αντιπροσωπίες όλων των επαρχιών ή των πατριαρχιακών θρόνων, με πρωτοβουλία της ίδιας της Οικουμενικής συνόδου, ξεκινούσε διαδικασία για την αποδοχή των αποφάσεων από την εκκλησιαστική συνείδηση, με συνοδικές επιστολές που ανακοίνωναν το περιεχόμενο τους σε όλες τις μητροπόλεις, με την προτροπή προς την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό των εκκλησιών αυτών να αποδεχθούν την ομόφωνη διακήρυξη της αλήθειας της πίστεως και τις συνοδικές αποφάσεις. Υπό το πνεύμα αυτό απορρίφθηκε από την εκκλησιαστική συνείδηση η οικουμενικότητα της ληστρικής συνόδου της Εφέσου (449) και της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας (754)[5].

Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η έννοια της καθολικότητας που πρέπει να περιλαμβάνουν οι αποφάσεις μιας Οικουμενικής Συνόδου, προσδιορίζεται σε δύο διαστάσεις[6]:

Καθολικότητα "εν χρόνω" και "εν τόπω" της Οικ. Συνόδου.
α) Καθολικότητα κατά βάθος ή καθέτως ή εν χρόνω: αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εκπροσωπεί όλους τους Χριστιανούς, οι όποιοι έζησαν και έδρασαν κατά τους προηγουμένους αιώνες μέσα στην Εκκλησία, και να τους εκπροσωπεί, όπως αυτοί έχουν εκφρασθεί στις αποφάσεις των προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων. Άρα, κάθε μεταγενέστερη Οικουμενική Σύνοδος είναι υποχρεωμένη νά συμφωνεί μέ τίς προγενέστερες.
β) Καθολικότητα κατά πλάτος ή οριζοντίως ή εν τόπω: αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εκπροσωπεί και το σύγχρονο πλήρωμα της Εκκλησίας, το όποιο ζει σε όλα τα πλάτη της γης και βεβαίως να αναγνωρισθεί ως Οικουμενική και από το πλήρωμα της στρατευόμενης Εκκλησίας, και οι αποφάσεις της να γίνουν, ως αλάθητες, αποδεκτές (έστω σιωπηρώς) από όλη την επί γης ζώσα Εκκλησία.

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν αυτοί που μετά από "αίτησιν εκκλησιαστικήν" συγκαλούσαν τις Οικουμενικές Συνόδους και κατ' αυτόν τον τρόπο "ο Μ. Κωνσταντίνος συνεκάλεσε την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον, ο Μ. Θεοδόσιος την Β', ο Θεοδόσιος ο μικρός την Γ', ο Μαρκιανός και η Πουλχερία την Δ', ο Ιουστινιανός Α' την Ε', ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος την ΣΤ', ο Ιουστινιανός Β' την Πενθέκτην και ο Κωνσταντίνος ΣΤ' μετά της Ειρήνης της Αθηναίας την Ζ'"[7].

Σκοπός των Οικουμενικών Συνόδων ήταν, μετά από εμπεριστατωμένες συζητήσεις να εκδίδουν "σύμβολα ή όρους ή τόμους ή ομολογίας και εκθέσεις, αναφερομένας εις την δογματικήν πίστιν"[8] εφόσον διάφορες αιρέσεις που εμφανίζονταν κατά καιρούς "δια της κακοδιδασκαλίας αυτών εζήτουν να διαστρέψωσι τα της Ευαγγελικής διδασκαλίας νοήματα"[9]. Επίσης, συνέτασσαν Κανόνες "αναφερομένους εις την διοίκησιν, την ευταξίαν, το πολίτευμα και τον καθόλου βίον της Εκκλησίας", οι οποίοι μάλιστα, είχαν αξία "νόμων υποχρεωτικών δια τα μέλη της Εκκλησίας και δια το Κράτος."[10].

Δεδομένου ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κάθε τι που προσκρούει στην Αγία Γραφή "δεν είνε δυνατόν να αποτελέση στοιχείον της ιεράς παραδόσεως και της πράξεως της Εκκλησίας"[11], οι Οικουμενικές Σύνοδοι "αποφαίνονται πάντοτε μόνον ερμηνευτικώς και...ουδέποτε αποκαλύπτουν κάτι νέον"[12], αφού η αλήθεια που αναπτύχθηκε αυθεντικά και κατοχυρώθηκε από αυτές έχει τη βάση της στην Αγία Γραφή[13]. Για τους Ορθοδόξους, η ερμηνεία αυτή των Οικουμενικών Συνόδων, είναι δεκτή ως απολύτως ορθή[14].

Από την Ανατολική Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) αναγνωρίζονται από κοινού επτά Οικουμενικές Σύνοδοι, οι οποίες συγκλήθηκαν από το 325 μ.Χ. μέχρι το 787 μ.Χ. στην Ανατολική Ρωμαϊκή επικράτεια. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, αποτελούν το ιεραρχικά ανώτατο εκκλησιαστικό σώμα, είναι δηλαδή η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και αυθεντία, που ασκεί την ανώτατη διοικητική, δικαστική και νομοθετική εξουσία. Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η παρουσία και η κύρωση των διαταγμάτων της Συνόδου από τον Ποντίφηκα έχει θεμελιώδη σημασία.

Η αρχή των Συνόδων ανάγεται στην πρώτη εκείνη Σύνοδο τη "συγκροτηθείσαν εν Ιεροσολύμοις τω 48 μ.Χ." την ονομαζόμενη Αποστολική Σύνοδο, και επομένως ο συνοδικός θεσμός είναι και αυτός αποστολικός, με αφετηρία και "χαρακτήρα αποστολικόν"[15].

Σήμερα, το αντίστοιχο των Οικουμενικών Συνόδων, είναι οι Πανορθόδοξες Σύνοδοι η σύγκληση των οποίων πρέπει να γίνει κατόπιν συμφωνίας των πατριαρχών και των προκαθημένων των επί μέρους αυτοκέφαλων Εκκλησιών[16].

Ο όρος Σύνοδος, με την έννοια της συναθροίσεως και "προς ανάκρισιν των δογμάτων της ευσέβειας" απαντάται πρώτα στον 37ο Αποστολικό κανόνα[17] ενώ η φράση «Οικουμενική σύνοδος» (Λατ. concilium universale/generale) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον 6ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου το 381 μ.Χ.[18]. Όπως σημειώνει ο Βασ. Σταυρίδης: "Το επίθετον οικουμενικός,-ή, -όν ενωρίς εισήχθη εις την εκκλησιαστικήν γλώσσαν. Συναντώμεν τας οικουμενικάς συνόδους, τα οικουμενικά σύμβολα, τους οικουμενικούς Πατέρας, τον οικουμενικόν πατριάρχην. Βλέπομεν ενταύθα να εξυπονοώνται αι έννοιαι της γεωγραφικής εκτάσεως, της ισότητος και της ενότητος ολοκλήρου της ανθρωπότητος, της καθολικότητος και της εκκλησιαστικής ακριβείας."[19].

Οικουμενικές Σύνοδοι και Καισαροπαπισμός

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με συνολικούς όρους, είτε ως Θεοκρατική, είτε ως Καισαροπαπική, εκτός βέβαια από περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, που μάλιστα, έχουν καταμηνυθεί ως τέτοιες. Κατά κανόνα, οι επικεφαλείς της Εκκλησίας δεν προσπαθούσαν να ασκήσουν εξουσία στα εγκόσμια και οι αυτοκράτορες δεν νομοθετούσαν πάνω σε θρησκευτικά θέματα χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τις αποφάσεις των ποιμένων της Εκκλησίας και τις εντολές του εκκλησιαστικού δικαίου[20].

Επί του ζητήματος αυτού πάντως, διάφοροι ξένοι μελετητές αλλά και ο Έλληνας εκκλησιαστικός Ιστορικός Β. Στεφανίδης, υιοθέτησαν την άποψη ότι επί της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Βυζάντιο επικρατούσε πλήρης Καισαροπαπισμός και ο ρόλος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) αυτοκράτορα ήταν πάντα αρκετά αυξημένος[21], παίζοντας σημαντικό ρόλο ακόμη και στην έκβαση του αγώνα των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών[22]. Στον αντίποδα της άποψης αυτής, "οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλοεξάρτηση μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή εξάρτηση των τελευταίων"[23].

Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, επειδή ανταποκρινόταν στο σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η "εκκλησιοποίηση", δηλαδή εν-Χρίστωση, όλου του κόσμου, συνεπώς και της Πολιτείας, καθιερώθηκε η διοργάνωση των οικουμενικών συνόδων από μέρους των αυτοκρατόρων[24]. Εδώ, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ναι μεν "η προεδρία των Οικουμενικών Συνόδων δινόταν κατά τους πρώτους αιώνες στον αυτοκράτορα ή στους εκπροσώπους του, αλλ' αυτοί μόνο "προς ευκοσμίαν εξήρχον" της συνόδου, δηλαδή απλώς μόνον αναλάμβαναν την ευθύνη της εύρρυθμης λειτουργίας της συνόδου (τιμητική προεδρία). Την πραγματική προεδρία ασκούσε κατά κανόνα ο έχων τα πρεσβεία τιμής πατριάρχης. Κανονικώς δηλαδή η προεδρία τής Οικουμενικής Συνόδου ανήκει στον πρώτο τη τάξει αρχιερέα, ή στον έχοντα τα πρεσβεία τιμής πατριάρχη"[25] ενώ και οι αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επέμβασης στις δογματικές και τις λοιπές συζητήσεις των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων...οίτινες μόνοι απεφαίνοντο εν Αγίω Πνεύματι[26].

Αρκετοί είναι επίσης οι ερευνητές που δε συμμερίζονται τις απόψεις του Β. Στεφανίδη. Ειδικά για την Α' Οικουμ. Σύνοδο, βασικό επιχείρημα του Β. Στεφανίδη, σύμφωνα με τον καθ. Ιω. Φειδά, είναι η περιγραφή του Ευσεβίου και άλλες θέσεις τις οποίες χαρακτηρίζει "εσφαλμένες, γιατί παρανοούν ή και παρερμηνεύουν τις χρησιμοποιούμενες πηγές με υποκειμενικές ταυτίσεις ή και γενικεύσεις..."[27]. Ο καθηγητής Φειδάς θεωρεί πως ο Μ. Κωνσταντίνος "είχε πράγματι πλήρη συνείδηση...ότι η τελική απόφαση ήταν όχι δική του, κατά το υπόδειγμα της διαδικασίας του αυτοκρατορικού εκκλήτου, αλλά της συνόδου των επισκόπων, οι οποίοι θα αποφάσιζαν κατά πλειοψηφία ή και με ομοφωνία των μελών της, όπως και ο ίδιος ομολογεί."[28]. Εκτός των άλλων, ο αυτοκράτορας "είχε τη συνείδηση ότι απλώς ήταν "συμπαρών" ή ότι "παρήν" στις εργασίες της συνόδου" διαφορετικά, η σύνοδος "αντί της απλής δηλώσεως της "παρουσίας" του αυτοκράτορα ("επί παρουσία"), θα έπρεπε να χρησιμοποίηση δηλωτικούς του ρόλου του χαρακτηρισμούς ("προκαθημένου", "προεξάρχοντος", "εξάρχοντος" κ.λπ.)."[29].

Γενικότερα, η άποψη που εξέφρασε "ο Βασίλειος Στεφανίδης δεχόμενος κατ' αρχήν, ότι επεκράτει εν Βυζαντίω ο καισαροπαπισμός..."[30] και απόψεις που αναφέρονται σε αλλοιώσεις του πολιτεύματος "της αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας"[31] παραβλέπουν ότι "θεμελιώδες και αποφασιστικόν στοιχείον εις την ζωήν της Εκκλησίας είναι αι Σύνοδοι και αι αποφάσεις αυτών" εφόσον βέβαια, "αυταί εγένοντο δεκταί υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας...διότι ούτε η σύγκλησις μιας Συνόδου ως Οικουμενικής υπό του αυτοκράτορος...ούτε η τυχόν κύρωσις δια διατάγματος εξησφάλιζε την Οικουμενικότητα μιας Συνόδου (παράδειγμα η εν Εφέσω Σύνοδος του 449 ήτις ωνομάσθη ληστρική)"[32].

Στην πραγματικότητα, το όλο ζήτημα περί Καισαροπαπισμού στο Βυζάντιο, θα έπρεπε να επανεξεταστεί με τη βοήθεια μιας νέας προσέγγισης και οργάνωσης των πηγών ώστε να καθοριστεί σαφέστερα ο βαθμός και το είδος ελέγχου που ασκούσε πραγματικά ο αυτοκράτορας[33], αφού, πρώτον, "δεν υπήρξε τίποτα στη βυζαντινή κατανόηση της χριστιανικής πίστης που θα αναγνώριζε τον αυτοκράτορα...δογματικά αλάθητο"[34] και δεύτερον, "πολλές ιστορικές περιπτώσεις άμεσης αυτοκρατορικής πίεσης στην εκκλησία τελείωσαν στην αποτυχία"[35]:

  • "Ο Κωνσταντίνος...επέβαλε τον αρειανισμό"[36] και ο "Ουάλης, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού, εφάρμοσε με ιδιαίτερη σκληρότητα την πολιτική του Κωνσταντίου εναντίον των οπαδών της Α' Οικουμενικής συνόδου"[37].
  • Καταγράφεται η "απόπειρα του Θεοδόσιου να επιβάλει την παρουσία του αυτοκράτορα στο ιερό του ναού" που "αποκρούστηκε αρχικώς από τον Αμβρόσιο στη Δύση, ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε και στην Κωνταντινούπολη, όπως βεβαιώνει ο Κωνσταντίνος Ζ' και η 'Επαναγωγή' (ή Συναγωγή) του Φωτίου"[38].
  • Ο σφετεριστής "Βασιλίσκος [επέβαλε] τον Μονοφυσιτισμό"[39], "καταδίκασε τη Δ' Σύνοδο και τον Τόμο του Λέοντα Α' της Ρώμης, προσπαθώντας έτσι να ευνοήσει τους Μονοφυσίτες"[40].
  • Ο αυτοκράτορας "Ζήνων...απέφευγε να συναριθμήση τη σύνοδο της Χαλκηδόνας στις προγενέστερες τρεις Οικουμενικές συνόδους"[41] και τελικά "παραμέρισε δια διαταγμάτων την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον"[42] η οποία πλέον δεν μνημονευόταν "ως υποχρεωτική"[43].
  • Ο Ιουστινιανός "δια τεσσάρων διαταγμάτων ώρισε την πίστιν των υπηκόων του, εφαρμόσας ενωτικήν πολιτικήν, εν τη προσπαθεία να ικανοποίηση αμφοτέρας τας πλευράς και τέλος επέβαλε τον Μονοφυσιτισμόν δια του Αφθαρτοδοκητισμού"[44] με διάταγμα του 564 μ.Χ.[45] και "όσοι αρνήθηκαν να το επικυρώσουν, όπως ο Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, εκθρονίσθηκαν"[46].
  • Ο Ηράκλειος "επέβαλε τον Μονοθελητισμόν"[47] με την "Έκθεση" του, δηλ. διάταγμα που εξέδωσε το 638 μ.Χ.[48].
  • Ο "Λέων Γ', ο Κωνσταντίνος ο Ε' και άλλοι [επέβαλαν] την εικονομαχίαν"[49].
  • H "προσπάθεια του Νικηφόρου Φωκά να σεβασθή ως μάρτυρας όλους τους στρατιώτας που έπεσαν κατά την διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους...βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχας και τους Επισκόπους και ως εκ τούτου ο Αυτοκράτωρ αναγκάσθηκε να εγκατάλειψη το σχέδιο του"[50].
  • Η αυτοκρατορική πολιτική "εν τω ζητήματι του σχίσματος και εν ταις αποπείραις προς ένωσιν μαρτυρεί τάσεις προς καισαροπαπισμόν, ο οποίος όμως απέτυχεν"[51] όπως στην περίπτωση του Μιχαήλ του Η', που "στη σύνοδο του 1277...αρνήθηκαν να επικυρώσουν τα σχέδια του...για την ένωση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία"[52].

Φαίνεται τελικά ότι η "πεποίθηση, σ' ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον Καισαροπαπισμό" δεν φαίνεται ικανή "να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη...ο αυτοκράτορας, ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Αυτό το γεγονός προϋποθέτει τον απόλυτο χωρισμό, τη σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι ή πλατειά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει τον βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές."[53].

Όπως διαπιστώνει ο δογματολόγος Νικ. Ματσούκας:

"Η αυτοκρατορική εξουσία και η εκκλησιαστική διακονία, δηλαδή η βασιλεία και η ιερωσύνη, στο Βυζάντιο συνεργάστηκαν και άλλοτε συγκρούστηκαν απηνώς. Η συνεργασία και η σύγκρουση καθεαυτές πείθουν ότι οι δυό εξουσίες είχαν κατά το μάλλον και ήττον ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση. Μονάχα αυτοδιοικούμενες και ανεξάρτητες κοινότητες μπορούν να συνεργαστούν και να συγκρουστούν. Υποταγμένη εξουσία, λόγου χάρη, δεν μπορεί να συγκρουστεί προς το αφεντικό της. Μικροσκοπικά αν εξετάσουμε τη βυζαντινή ιστορία, εντοπίζουμε καισαροπαπισμό· Όμως μακροσκοπικά αν θεωρήσουμε τα πράγματα, διαπιστώνουμε ότι σε άκρως ζωτικά θέματα, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και καθαρώς αυτοκρατορικά, η αυτοκρατορική εξουσία δεν κατάφερε να υπαγορεύσει τα σχέδια της στην Εκκλησία: 1) οι αυτοκράτορες δεν πέτυχαν να συμβιβάσουν ορθοδόξους και Αρειανούς, 2) ο Βασιλίσκος, ο Ζήνων, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β' δεν μπόρεσαν με τα αυτοκρατορικά τους διατάγματα να προσεταιριστούν τους μονοφυσίτες, 3) οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, υστέρα από αιμάτινους αγώνες, έχασαν οριστικά το παιχνίδι, και 4) η ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας δεν έγινε ποτέ, μολονότι με νύχια και δόντια επιχειρήθηκε αυτό το σχέδιο. Ερώτημα αμείλικτο: που είναι ο καισαροπαπισμός;"[54].

Σύμφωνα με τις παραπάνω απόψεις, "ένεκα της μη τελικής επικρατήσεως της καισαροπαπικής πολιτικής...[και] των εκάστοτε τεθέντων υπ' αυτής σκοπών, δεν απέθεσεν ο καισαροπαπισμός την σφραγίδα του επί του ιστορικού βίου της Εκκλησίας"[55] και ακόμη περισσότερο, η αυτοκρατορική εξουσία συνάντησε πολύ σοβαρές αντιστάσεις ώστε να μην κατορθώσει ποτέ "να διαπεράσει επιτυχώς τον εσωτερικό της πυρήνα, δηλ. το δόγμα και τα μυστήρια"[56].

Κατά συνέπεια, ο όρος Καισαροπαπισμός "έχει απορριφθεί από τους περισσότερους μελετητές ως παραπλανητική και ανακριβής ερμηνεία της Βυζαντινής πολιτικής πραγματικότητας"[57].

Οι αναγνωρισμένες Οικουμενικές Σύνοδοι

Επτά είναι οι αναγνωρισμένες Οικουμενικές Σύνοδοι, όπως αναφέρονται και περιγράφονται στα εγχειρίδια κανονικού δικαίου[58] ή στις αναγνωρισμένες συλλογές Ιερών Κανόνων[59].

Παρ όλ' αυτά, θέμα αναγνώρισης και άλλων, πέρα των επτά Οικουμενικών Συνόδων, υπάρχει και συζητείται εδώ και αιώνες στους κόλπους της ορθόδοξης Εκκλησίας. Επάνω στο ζήτημα αυτό, ο καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας, έχει κάνει μια σύντομη, συνολική τοποθέτηση:

«Σύνοδοι οικουμενικαί αναγνωρίζονται υπό της καθ' ημάς Εκκλησίας επτά. Εσημειώθησαν εν τούτοις και επί μέρους γνώμαι, καθ' ας και εις άλλας συνόδους δέον να αποδοθή το κύρος της οικουμενικής. Ούτως ως ογδόην Οικουμενικήν Σύνοδον εθεώρησαν την αποκληθείσαν Πρωτοδευτέραν Σύνοδον, την εν έτει 861 υπό του Φωτίου συγκληθείσαν, αυτός δε ο Φώτιος παρετήρησεν, ότι η Εκκλησία τους κανόνας αυτής «τοις τών αδελφών συνόδων κανόσι συνέταξε». (Pitra, Juris ecclesiast. Graecorum historia et monumenta τομ. II σελ. 449), καθώς και ο Βαλσαμών (εις τον πρώτον κανόνα της εν Κων)λει συνόδου, Migne 137, 1004) και ο Βλάσταρις (εν Συντάγματι αλφαβητική Migne 144, 992) και άλλοι τινές. Αλλά και η υπό του Φωτίου εν έτει 879-880 συγκληθείσα εις τας οικουμενικάς συνόδους εντάσσεται υπό του Βαλσαμώνος, Νείλου Καβάσιλα, Νείλου μητροπολίτου Ρόδου. Μακαρίου του Αγκύρας, Συμεών του Θεσσαλονίκης, Ιωσήφ του Βρυεννίου, Μάρκου του Έφεσίου, Γεωργίου του Σχολαρίου, Νεκταρίου του Ιεροσολυμίτου (πρβλ. Jugie μν. έργ. Ι σελ. 664-665). Περί ταύτης Αθανάσιος ο Πάριος εν τη Επίτομη αυτού (σελ. 48) γράφει, ότι κοινή μεν οι Χριστιανοί πάντες επτά Οικουμενικάς Συνόδους εγνώρισαν, υπάρχει όμως και ογδόη τις Οικουμενική Σύνοδος, «αλλά μόνοις τοις λογίοις γνωστή». Και εν τη κατά το έτος 1848 εκδοθείση εγκυκλίω επιστολή των τεσσάρων Πατριαρχών προς πάντας τους Ορθοδόξους (Mansi XL στήλ. 383), καθώς και εις Κατηχήσεις τινάς (Νεκταρίου Κεφάλα, Ορθόδοξος ιερά Κατήχησις, Αθήναι 1899 σελ. 181 και Βερναρδάκη Ιερά Κατήχησις, Κων)λις 1872 σελ. 41) ως ογδόη Οικουμ. Σύνοδος χαρακτηρίζεται αύτη. Ο Γεώργιος Σχολάριος κύρος οικουμενικής συνόδου αποδίδει και εις την εν Κων)λει επί Ανδρονίκου του Β' κατά του λατινόφρονος Βέκκου συγκροτηθείσαν εν έτει 1283 «αγίαν και μεγάλην σύνοδον», (Παρά Jugie μν. έργ. Ι σελ. 665). Ο δε Νείλος Μητροπολίτης Ρόδου ως ενάτην οικουμ. σύνοδον αριθμεί την επί «της βασιλείας του μακαρίτου και αοιδίμου βασιλέως κυρίου Ανδρονίκου» συγκροτηθείσαν εν έτει 1341 εξ αφορμής των Ησυχαστικών ερίδων. Οικουμενικήν εκάλεσε και την επί Μιχαήλ του Κηρουλαρίου αναθεματίσασαν τους Λατίνους εν έτει 1054 σύνοδον ο Ιώβ ο Ιασίτης (Jugie αυτόθ. σελ. 666). Εν δε τω Συντάγματι των Ι. Κανόνων Ράλλη και Ποτλή (τόμ. V σελ. 143) ονομάζεται οικουμενική σύνοδος και η εν Κων)λει εν έτει 1484 συγκληθείσα υπό τον Οικουμ. Πατριάρχην Συμεών σύνοδος, η ανατρέψασα πρώτη την εν Φλωρεντία σύνοδον. Προδήλως όμως αι γνώμαι αύται είναι όλως ατομικαί.».

Πράγματι, αυτή φαίνεται να είναι και η συνολική εικόνα που υπάρχει σήμερα επί του ζητήματος αυτού. Eπτά θεωρούν τις Οικουμενικές Συνόδους, όχι μόνο θεολόγοι όπως οι:

  • Αλιβιζάτος Αμίλκας[60]: "Η Ορθόδοξος Εκκλησία...θα ηδύνατο ίσως να συγκαλέσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας την 8ην Οικουμενικήν Σύνοδον...".
  • Ανδρέας Θεοδώρου[61]: "Όπως είναι γνωστό, στήν Εκκλησία αυτή συγκλήθηκαν συνολικά επτά οικουμενικές σύνοδοι. Η τελευταία συγκλήθηκε στη Νίκαια τό 787 για το ζήτημα των ιερών εικόνων. Υπάρχει η άποψη ότι όγδοη οικουμενική σύνοδος δεν μπορεί να συγκληθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία...η γνώμη όμως αύτη είναι δογματικά λανθασμένη...".

Αλλά και άγιοι της Εκκλησίας ή τοπικές σύνοδοι:

  • "Απάντηση της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1895 προς τον Πάπαν Λέοντα ΙΓ΄"[62]: "Η μία λοιπόν αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία των επτά οικουμενικών Συνόδων επίστευε και εδογμάτιζε συνωδά τοις ευαγγελικοίς ρήμασιν..."[63].
  • Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην "Ομολογία της ορθοδόξου πίστεως"[64], δεν εντάσσει την Σύνοδο του 879 στις Οικουμενικές Συνόδους, αφού ξεκινά με την Α΄ και τελειώνει στην Ζ΄ οικ. Σύνοδο[65]: "Δεχόμεθα δε και ασπαζόμεθα τας αγίας και Οικουμενικάς Συνόδους, την εν Νικαία των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων κατά του θεομάχου Αρείου...και την εν Νικαία πάλιν των επτά και εξήκοντα και τριακοσίων Πατέρων κατά των Εικονομάχων". Από εκεί και πέρα διαφοροποιείται και κατατάσσει τις υπόλοιπες συόδους στις "κατά καιρόν ή τόπον...αγίας Συνόδους". Επίσης, δεν εντάσσει στις Οικουμενικές Συνόδους την σύνοδο "κατά του Καλαβρού Βαρλαάμ, και του μετ' εκείνον τα εκείνου φρονούντος και δόλω σπεύδοντας επεκδικείν Ακινδύνου" που για μερικούς θεωρείται η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος.
  • Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στον πίνακα των Συνόδων που παραθέτει[66], την Σύνοδο του 879 επί Φωτίου την κατατάσσει στις "Τοπικές Συνόδους".
  • Ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης σημειώνει[67]: "Η έβδομη τέλος εν Νικαία...αναστηλώσασα τας Αγίας είκόνας...Αι επτά Οικουμενικαί ιεραί Σύνοδοι...εισίν οι επτά ακράδαντοι στύλοι της Εκκλησίας...οι επτά υπερύψηλοι πύργοι της αληθείας...οι επτά της πίστεως προμαχώνες...κατά της απιστίας και οι επτά περίβολοι της ορθοδοξίας...".
  • Επίσης, στις ιστοσελίδες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η εν Αγία Σοφία σύνοδος επί Φωτίου αναφέρεται απλά ως "Σύνοδος": "Η...ιστορική μαρτυρία ευρίσκεται εις τα πρακτικά της επί Πατριάρχου Φωτίου του Μεγάλου Συνόδου το 879...".

Σε άλλες περιπτώσεις, διαπιστώνουμε μια στάση ουδετερότητας ή αναμονής στο θέμα:

  • Ο Νικόλαος Τωμαδάκης γράφει[68]: "Τούτο εγένετο δια της καλούμενης ογδόης οικουμενικής συνόδου (879-880), η οποία συνελθούσα εν Κωνσταντινουπόλει ανεγνώρισεν ως κανονικήν την πρώτην εκλογήν του Φωτίου".
  • Και ο Μητρ. Δράμας, Διονύσιος[69]: "...δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην λεγομένη ογδόη οικουμενική σύνοδο, την συγκληθείσα δηλαδή επί Φωτίου με τη συμμετοχή και αντιπροσώπων του πάπα.".
  • Ενώ ο ιστορικός Βασίλειος Στεφανίδης αναφέρει[70]: "Εφ' όσον δεν αναγνωρίζεται επισήμως ως ογδόη οικουμενική σύνοδος, η τυχόν μέλλουσα να συνέλθη οικουμενική σύνοδος πρέπει να ασχοληθή και με το ζήτημα τούτο.".

Εντούτοις, σε κανονικά και θεολογικά έργα ή έργα εκκλησιαστικής ιστορίας και συνοδικά κείμενα, συχνά βλέπουμε αναφορές με θετικό τρόπο σε μια Η΄(8η) ή και -σπανιώτερα- σε μία Θ΄(9η) Οικουμενική Σύνοδο:

  • "Απάντηση των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής προς τον Πάπα Πίο Θ’ (1848)"[71]: "...κατά την Η΄ οικουμενικήν Σύνοδον, την εν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθείσαν επί ειρήνη των ανατολικών τε και δυτικών Εκκλησιών".
  • Ο Άγιος Μάρκος ο Εφέσου[72]: "Αποδέχομαι και ασπάζομαι προς ταις ειρημέναις επτά Συνόδοις, και την μετ' αυτάς αθροισθείσαν επί...του αγιωτάτου Πατριάρχου Φωτίου, την και Οικουμενικήν ογδόην ονομασθείσαν".
  • Ο Νείλος, Μητροπολίτης Ρόδου[73]: "Η αγία και οικουμενική αύτη όγδοη σύνοδος...κατά το από Χριστού 879 έτος..."[74]. Επίσης αναφέρεται και σε 9η Οικ. Σύνοδο[75]: "Η αγία και οικουμενική αύτη εννάτη σύνοδος γέγονεν επί της βασιλείας του μακαρίτου και αοιδίμου βασιλέως, κυρίου Ανδρονίκου του Παλαιολόγου...". Σημ.: Ο Ιωάννης Καρμίρης σχολιάζει την αναφορά σε 9η Οικ. Σύνοδο, του Νείλου Ρόδου, ως εξής: "Η παρούσα Σύνοδος εχαρακτηρίσθη υπό του Νείλου Ρόδου ως Θ' Οικουμενική (!)"[76].
  • Ο Θεόδωρος Βαλσαμών, στην ερμηνεία του στους "Κανόνες εκτεθέντες παρά της αγίας συνόδου της εν των περιωνύμω ναώ της του Θεού Λόγου Σοφίας συστάσης..."[77] αναφέρει[78]: "...εκ τούτου σκάνδαλα μέσον των δύο εκκλησιών ανεφύοντο, ελαλήθησαν τα περί τούτου κατά τον καιρόν της οικουμενικής ταύτης συνοδού."
  • Ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, Ηλίας Τανταλίδης:[79]: "...ο Φώτιος δια ταύτην...την γενναίαν πάλην...και δια την συγκρότησιν της Η΄ ταύτης Οικουμενικής Συνόδου...".
  • Ο Διομήδης-Κυριακός Αναστάσιος[80]: "Η αληθής όγδοη οικουμενική σύνοδος (879)".
  • Δεληκωστόπουλος Αθανάσιος, Ορθοδοξία, η σύγχρονη πρόκληση, 3η έκδ., εκδ. Άλφα-Δέλτα, Αθήνα 1990, σελ. 117:"...δεν κατέστη δυνατή, για την Ορθόδοξο Ανατολική Εκκλησία, η σύγκλιση μιας ένατης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία και θα επεκύρωνε τα πρακτικά και τα αποφασισθέντα από την Όγδοη Οικουμενική Σύνοδο του έτους 879.".
  • Ο Σ. Κελαρτζής[81]: "Περί της ογδόης οικουμενικής συνόδου, της εν Κωνσταντινουπόλει".
  • Ο Ιωάννης Ρωμανίδης[82]: "Η επί Μεγάλου Φωτίου Η΄ Οικουμενική Σύνοδος του 879 κατεδίκασε το Φραγκικόν FILIOQUE...". Και αναφέρεται επιπλέον σε 9η Οικουμενική Σύνοδο[83]: "Αυτήν την αίρεσιν του Βαρλαάμ κατεδίκασε η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 1341".
  • Το ίδιο και ο καθηγητής Γεώργιος Μεταλληνός[84]: "Η επί Μ. Φωτίου Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 879 είναι για την Ορθοδοξία η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος...όπως οι Ησυχαστικές Σύνοδοι του 14ου αι. (1341, 1347, 1351) είναι η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Ορθοδοξίας. Δεν μπορεί να υπάρξει Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδοξίας, που δεν θα τις διακηρύξει ως Οικουμενικές.".

Κατά συνέπεια, το θέμα της αναγνώρισης Οικ. Συνόδων πέρα των αρχαίων επτά είναι ένα σημαντικό έργο που αναμένεται να επισημοποιηθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Καθώς φαίνεται, το πιθανότερο να συμβεί είναι πράγματι, η επίσημη αναγνώριση μια 8ης Οικ. Συνόδου (ίσως και μιας 9ης). Τουλάχιστον όσον αφορά την "εν Αγία Σοφία" σύνοδο επί Φωτίου του 879, οι αποφάσεις της, σιωπηλά, φαίνεται να έχουν αναγνωρισμένο κύρος, χωρίς εντούτοις να δύναται η εν λόγω σύνοδος να ονομαστεί επισήμως Η΄ Οικουμενική Σύνοδος:

  • Γράφει ο Ιωάννης Καρμίρης[85]: "Η παρούσα Σύνοδος [του 879] κατατάσσεται μεν συνήθως μεταξύ των αρχαίων Τοπικών Συνόδων, ων κατακλείει την σειράν, αλλ' εν τη πραγματικότητι είναι η τελευταία γενική Σύνοδος της ηνωμένης αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας, εκδούσα αποφάσεις δογματικοσυμβολικού και κανονικού περιεχομένου...Αποτελεσθείσα αύτη εκ 383 Πατέρων ανατολικών τε καί δυτικών, εκπροσωπούντων τα πέντε αρχαία Πατριαρχεία, παρουσίασε...τοιούτον επιβλητικόν θέαμα, οίον δεν παρουσιάσθη από των χρονών της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου. Δια τούτο...φέρει η Σύνοδος αύτη εξωτερικώς...και εσωτερικώς...πάντα τα γνωρίσματα Οικουμενικής Συνόδου. Ουδόλως άρα άπορον, ότι ως ογδόην Οικουμενικήν εθεώρουν αυτήν οι Θεόδωρος Βαλσαμών, Νείλος Θεσσαλονίκης, Νείλος Ρόδου, Συμεών Θεσσαλονίκης, Μάρκος Εφέσου, Γεννάδιος Σχολάριος, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Κωνσταντίνος Οικονόμος και άλλοι. Αλλά και η ιδία Σύνοδος, εχαρακτήρισεν εαυτήν ως Οικουμενικήν πολλαχού εν τοις πρακτικοίς αυτής...Παρά ταύτα δ' όμως η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία επισήμως δεν ανεκήρυξεν αυτήν εισέτι ως ογδόην Οίκουμενικήν, θεωρούσα ως θεμέλιον της Ορθοδοξίας τας επτά αρχαίας Οικουμενικάς Συνόδους.".
  • Και η Δέσποινα Κοντοστεργίου συμφωνεί[86]: "Διά την Σύνοδον αυτήν υπάρχουν διάφοροι ονομασίαι: ο μεν Ιω. Καρμίρης, την ονομάζει: «Η εν Κωνσταντινουπόλει γενική Σύνοδος του 879-80, ό.π. σελ. 261 κ.ε., ο δε Ιω. Ρωμανίδης: «Η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει τω 879-80, ό.π. σελ. 166 κ.ε. και Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Α', Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 342 κ.ε. Και ο Β. Σταυρίδης: «Η Σύνοδος του 879-880, Γ' Φωτιανή Σύνοδος, ό.π. σελ. 238 κ.ε. Το γεγονός είναι ότι η Σύνοδος αύτη δεν ανεκηρύχθη επισήμως ως Η΄ Οικουμενική, αν και είχεν όλα τα γνωρίσματα Οικουμενικής Συνόδου".
  • Και προσθέτει ο Νικόλαος Ματσούκας[87]: "Η σύνοδος...του 879/80, στην Κωνταντινούπολη, είχε τη συνείδηση πως ήταν οικουμενική, αναγνώρισε τη σύνοδο του 787, στη Νίκαια, ως έβδομη οικουμενική, επισήμανε τι ακριβώς είναι τό πρωτείο τιμής του επισκόπου Ρώμης, αποκατέστησε στο θρόνο του τον πατριάρχη Φώτιο, και αναγνώρισε το σεβασμό των κατά τόπους εθών που ακολουθούν οι Εκκλησίες. Η σύνοδος αυτή, που αναγνωρίστηκε ήδη από πολλούς ως οικουμενική...μπορεί ν' αναγνωριστεί ως οικουμενική και επίσημα από μια άλλη γενική σύνοδο. Ωστόσο η προτεραιότητα ανήκει στο φρόνημα της κοινότητας.". και αλλού[88]: "Θα μπορούσε να πει κανείς ότι και η σύνοδος του 879/80, στην Κωνσταντινούπολη, είναι οικουμενική, όχι μόνο γιατί η ίδια είχε τη συνείδηση ότι είναι οικουμενική...αλλά γιατί έγινε αποδεκτή από το πλήρωμα της Εκκλησίας, μια και ο ρόλος της ήταν οικουμενικός...Επομένως θα μπορούσε να καταταγεί στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως Η΄ οικουμενική σύνοδος."[89].


Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος

Βλέπε κύριο άρθρο Α΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος διήρκεσε δύο μήνες και δώδεκα ημέρες και πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο στις 20 Μαΐου του 325 και σε αυτή έλαβαν μέρος τριακόσιοι δεκαοχτώ επίσκοποι. Εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του Συμβόλου της Νικαίας (α’ μέρος του Συμβόλου της Πίστεως) και κανόνισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Κύριος λόγος σύγκλησής της υπήρξε η διδασκαλία του Αρείου ενάντια στη θεότητα του Ιησού Χριστού. Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου και διεκήρυξε την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα.

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος

Βλέπε κύριο άρθρο Β΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ το Μέγα στην Κωνσταντινούπολη το 381 και συμμετείχαν εκατόν πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι και τριάντα έξι Μακεδονιανοί. Καταδίκασε τους οπαδούς του Μακεδόνιου, που αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος ("πνευματομάχοι") και, για ακόμα μια φορά, τον Άρειο και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως (Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως).

Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Βλέπε κύριο άρθρο Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην Έφεσο, εντός της βασιλικής της Παναγίας, το 431 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’. Συμμετείχαν διακόσιοι επίσκοποι ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ως προεδρεύων. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας λέγοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι το Θεό. Διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο Θεοτόκος.

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Βλέπε κύριο άρθρο Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό και τη σύζυγό του, Αυγούστα Πουλχερία το 451 στη Χαλκηδόνα. Αποτελούνταν από 650 επισκόπους και καταπολέμησε τη διδασκαλία του Αρχιμανδρίτη Ευτυχούς για την πλήρη απορρόφηση της θείας φύσης του Ιησού από την ανθρώπινη, το Μονοφυσιτισμό.

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553 στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή 165 επισκόπων, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευτυχίου. Τη συγκάλεσαν ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ και η σύζυγός του, Αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδας και του Ιησού Χριστού και καταδίκασε πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και ορισμένους συγγραφείς τους (Ευάγριο, Δίδυμο, Ωριγένη κ.α.).

Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη το 680 από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ΄ Πωγωνάτο και παραβρέθηκαν από 150 έως 289 επίσκοποι. Επιβεβαίωσε την πλήρη και αληθή ενανθρώπιση του Ιησού έναντι της αντίθετης διδασκαλίας των Μονοθελητών. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει Θεία και Ανθρώπινη θέληση, η οποία υποτάσσεται στη Θεία.

Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος

Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ το 691 στο ανακτορικό δωμάτιο του Τρούλλου, από όπου έλκει και την ονομασία "Εν Τρούλλω Σύνοδος". Συμμετείχαν 211 επίσκοποι και το έργο της ήταν συμπληρωματικό αυτού των Ε’ και ΣΤ΄ Συνόδων. Συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων και γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε "Πενθέκτη", ως τμήμα εκείνων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος.

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία στη Νίκαια της Βιθυνίας, στο Ναό της Αγίας Σοφίας, το 787 κατόπιν αίτησης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Αποφάσισε την αναστύλωση των εικόνων καταδικάζοντας την Εικονομαχία και την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδας. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογράφησης του Χριστού και των Αγίων ως κάτι ορατό.

Σύνοδοι με οικουμενικό κύρος για την Ορθόδοξη Εκκλησία

Η "Εν Αγία Σοφία" Σύνοδος (ως Η΄ Οικουμενική)

Συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ Μακεδόνα το 879 στην Κωνσταντινούπολη. Προήδρευσαν οι εκπρόσωποι του Πάπα Ιωάννη Η΄ (872 - 882) και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος ο Μέγας (858 - 867, 877 - 886). Aναγνώρισε τη σύνοδο του 787, στη Νίκαια, ως έβδομη οικουμενική, επισήμανε τι ακριβώς είναι τo πρωτείο τιμής του επισκόπου Ρώμης, αποκατέστησε στο θρόνο του τον πατριάρχη Φώτιο, και αναγνώρισε το σεβασμό των κατά τόπους εθών που ακολουθούν οι Εκκλησίες. Επίσης, καταδίκασε τις Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Άαχεν (809).

Οι Σύνοδοι των ετών 1341-1351 (ως Θ΄ Οικουμενική)

Σειρά συνόδων (1341, 1349, 1351) που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη με αιτία τις Ησυχαστικές Έριδες και που οι αποφάσεις τους στρέφονται "εμμέσως...και κατά της Λατινικής Εκκλησίας"[90]. Καταρχάς, οι λατινίζοντες Βαρλαάμ Καλαβρός και Ακίνδυνος, έχοντας στρεβλή εικόνα για το πνευματικό κίνημα του Ησυχασμού, κατηγόρησαν τους ησυχαστές ως αιρετικούς, των οποίων την υπεράσπιση είχε αναλάβει ο Γρηγόριος Παλαμάς. Η Σύνοδος του 1341 στην Κωνσταντινούπολη καταδίκασε τον Βαρλαάμ, εκείνος ζήτησε συγγνώμη, και απογοητευμένος εγκατέλειψε τον Ελλαδικό χώρο[91]. Οι επιθέσεις όμως κατά των ησυχαστών συνεχίστηκαν και έτσι συγκλήθηκαν οι επόμενες σύνοδοι, από τις οποίες, εκείνη του 1351, "δύναται να λεχθή ότι...ανύψωσε την διδασκαλίαν του Γρηγορίου Παλαμά και του Ησυχασμού καθόλου εις δόγμα"[92].

Υποσημειώσεις

  1. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», σελίς 119.
  2. Καρμίρης Ιωάννης,Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 105.
  3. Καρμίρης, ό.π., σελ. 109
  4. Δωδεκάβιβλος, σελίς 1018
  5. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 867
  6. Η έννοια αυτή περιγράφεται στο: Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 176-178.
  7. "Οικουμενικαί Σύνοδοι", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), Τόμ. 09, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 689
  8. ΘΗΕ, ό.π.
  9. Αγίου Νεκταρίου, 'Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις', 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 189
  10. ΘΗΕ, στο ίδιο
  11. Στέργιος Σάκκος, Εισαγωγή..., ό.π.
  12. στο ίδιο
  13. ΘΗΕ, τόμ. 02, 1963, στ. 520
  14. πρβλ. Στ. Σάκκος, περιοδικό Απολύτρωσις, Αύγουστος 1982, σελ. 103: "το Ευαγγέλιο σαν βιβλίο...τρόπο ζωής...και πίστεως, σαν νόημα και θεία αποκάλυψι το διαβάζουν σωστά μόνο οι ορθόδοξοι."
  15. Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία..., στο ίδιο, σελ. 106
  16. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, 'Κανονικόν Δίκαιον', έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 183.
  17. ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 687.
  18. Bernard Flusin, Τι γνωρίζω; Ο βυζαντινός πολιστισμός, Presses Universitaires de France/ΔΟΛ, 2007, σ. 14.
  19. ΘΗΕ, τόμ. 09, στ. 694
  20. Πλακίδας Deseille, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εν μέσω των Εθνών" στο Ορθοδοξία - Ελληνισμός, Πορεία στην τρίτη χιλιετία, τόμ. Β', έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 2η έκδ., Άγιον Όρος 2002, σελ. 185-186.
  21. βλ. Diehl Charles, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Καρδαμίτσας, Αθήνα 2007 (c1919), σελ. 25: "H Ανατολική Εκκλησία μεταβαλλόταν σε κρατική Εκκλησία υποταγμένη στη θέληση του μονάρχη".
  22. (Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6η εκδ., 1959, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149-152, 175, 177, 181
  23. "caesaropapism." Encyclopedia Britannica Online. 19 Feb. 2008 (http://www.britannica.com/eb/article-9018527).
  24. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση, Αρμός, Αθήνα 2000, σελ. 24
  25. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 182
  26. ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 689
  27. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία..., στο ίδιο, σελ. 428
  28. στο ίδιο, σελ. 430
  29. στο ίδιο, σελ. 431
  30. Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, τόμ. 04, 1964, στ. 1.
  31. ό.π., στ. 2.
  32. ό.π..
  33. Deno J. Geanakoplos (Professor of History, University of Illinois), Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism, Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), σελ. 381.
  34. "caesaropapism", Britannica, ό.π..
  35. Στο ίδιο.
  36. Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, τόμ. 04, 1964, στ. 4.
  37. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 341.
  38. Καραμπελιάς Γιώργος, 1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού, Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 55.
  39. λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, ό.π..
  40. Σαββίδης Αλέξης, Τα Χρόνια Σχηματοποίησης του Βυζαντίου, 284-518 μ.Χ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1983, σελ. 117.
  41. Φειδάς, στο ίδιο, σελ. 664.
  42. ΘΗΕ, ό.π..
  43. Ματσούκας Α. Νίκος, Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ', Ε', ΣΤ' αιώνα, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 118.
  44. ΘΗΕ, στο ίδιο. βλ. και
  45. Στεφανίδης Βασ. (Αρχιμ.), Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον, 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 779Β.
  46. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', Βυζαντινός ελληνισμός - πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ., Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 418Β.
  47. ΘΗΕ, ό.π..
  48. Καρμίρης Ιωάννης,'Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 202.
  49. ΘΗΕ, στο ίδιο.
  50. Vasiliev Α.Α., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμ. Α', Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 418.
  51. ΘΗΕ, ό.π..
  52. Κουτσούρης Γ. Δημήτριος, Η Λειτουργία του Συνοδικού Συστήματος κατά την περίοδο των Ησυχαστικών Ερίδων, Αθήνα 1995.
  53. Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, 'Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας', Ψυχογιός, Αθήνα 1988, σελ. 149-150.
  54. Ματσούκας Α. Νίκος, 'Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 297-298.
  55. λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, στ. 5.
  56. Deno J. Geanakoplos, ό.π., σελ. 397.
  57. Στο πρωτότυπο: "The term has been rejected by most scholars as a misleading and inaccurate interpretation of Byz. political reality." (Aristeides Papadakis-Alexander Kazhdan, "Caesaropapism", The Oxford Dictionary of Byzantium, Ed. Alexander P. Kazhdan, Oxford University Press, 1991).
  58. Βλ. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 37-39.
  59. Βλ. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και Ιερών κανόνων, τόμ. Β', Αθήνησιν 1852, σελ. 113.165.192.216.292.293.295.555 / Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον (ακριβής ανατύπωσις της γ' εκδόσεως του 1864), εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 763.
  60. Περί της εννοίας της θέσεως της Οικ. Συνοδού εν τη εκκλησιά κατά το κανονικών δίκαιον της ορθοδόξου εκκλησίας, ΠΑΑ, τόμ.42, τεύχ.1, σελ.168-184, 1967, σελ. 177.
  61. Η Ουσία της Ορθοδοξίας, 2η έκδ. βελτιωμένη, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1998, σελ. 43-44.
  62. Καρμίρης Ιωάννης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', Αθήνα 1953, σελ. 930.
  63. Ό.π., σελ. 936.
  64. Καρμίρης, Τα δογματικά..., ό.π., σελ. 407.
  65. Ό.π., σελ. 409-410.
  66. Πηδάλιον (ακριβής ανατύπωσις της γ' εκδόσεως του 1864), εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 763.
  67. Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις, 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 191-192.
  68. "Φώτιος ο Α΄", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 12, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1968, στ. 26.
  69. Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης και η Δύση (διδακτ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 60.
  70. Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον, 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 364.
  71. Καρμίρης, Τα δογματικά..., τόμ. Β', Αθήνα 1953, σελ. 907.
  72. Πηδάλιον, ό.π., σελ. 361, υποσημ. #1.
  73. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και Ιερών κανόνων, τόμ. Α', Αθήνησιν 1852, σελ. 392.
  74. Ό.π., υποσημ. #2.
  75. Ό.π., σελ. 394.
  76. Καρμίρης, Τα δογματικά..., ό.π., σελ. 351.
  77. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και Ιερών κανόνων, τόμ. Β', Αθήνησιν 1852, σελ. 705
  78. Ό.π., σελ. 706
  79. Παπιστικών ελέγχων (Κατά Λατίνων στηλιτευτική επιστολή), τόμ. Β', εν Κωνσταντινουπόλει 1850, σελ. 256.
  80. Εκκλησιαστική ιστορία από της ιδρύσεως της εκκλησίας μέχρι των καθ' ημάς χρόνων, τόμ. Β', εν Αθήναις 1881, σελ. 19
  81. Ιστορία Εκκλησιαστική, Κωνσταντινούπολις 1847, σελ. 89.
  82. Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1973), σελ. 73.
  83. Ό.π., σελ. 43.
  84. Ουνία-Πρόσωπο και Προσωπείο, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1992, σελ. 49.
  85. Τα δογματικά..., τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 261-262.
  86. Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 275, υποσημ. #1.
  87. Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Β΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 443-444.
  88. Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Γ΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 296.
  89. Ό.π., υποσημ. #74.
  90. Καρμίρης Ιωάννης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 348.
  91. "Βαρλαάμ Καλαβρός", λήμμα στο Ζαχαρόπουλος Νίκος, Επίτομο Ιστορικό-Θεολογικό Λεξικό, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 91.
  92. Καρμίρης, Τα δογματικά..., ό.π., σελ. 352.