Νικολαΐτες

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 16:32, 13 Φεβρουαρίου 2011 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Ονομασία και ιστορικό)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Νικολαϊτισμός, αποκαλείται η γνωστική αίρεση, σύμφωνα με την οποία η λύτρωση-γνώση για τον άνθρωπο επέρχεται κατά την απαλλαγή της σαρκός[1], μέσα από ακολασία, βρώση ειδωλόθυτων και γενικά καταχρήσεων καταφθοράς της σαρκός[2]. Οι Νικολαΐτες αποτέλεσαν την πλέον αντινομική[3] αίρεση των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού, οι οποίοι με το πρόσχημα της χριστιανικής ελευθερίας, επιθυμούσαν επιστροφή στον ηθικό έκλυτο βίο των εθνικών[4]. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο Καισαρείας η αίρεση διήρκεσε για μικρό χρονικό διάστημα[5].

Ονομασία και ιστορικό

Το όνομα της αιρέσεως αυτής για πρώτη φορά απαντά στην Αποκάλυψη του Ιωάννου (2,6 κ.εξ.), συνάμα με το όνομα Βαλααμίτες (2, 14). Σύμφωνα με την περιγραφή αναφέρεται πως ο Άγγελος της Αποκάλυψης μισεί τα έργα των Νικολαϊτών, ενώ χαρακτηρίζονται και ως "βαθέα του Σατανά" (2,24). Επίσης μία ακόμα αναφορά βρίσκουμε στην επιστολή Ιούδα (κεφ. 11). Για τη διδασκαλία τους όμως δε γνωρίζουμε ιδιαίτερα πράγματα, πλην του ότι το σύστημα της ηθικής των νικολαϊτών, βάση του είχε το "δειν παραχρήσθαι τη σαρκί", το οποίο το απέδιδαν στο Νικόλαο. Στη φράση αυτή έδιναν την έννοια της ακολασίας, ενώ κατά τον Κλήμη Αλεξανδρείας η φράση αυτή είχε το νόημα της εγκράτειας και της καταστολής των παθών[6].

Εν αρχή πρέπει να τονιστεί πως το όνομα Βαλααμίτες τους αποδόθηκε εκ του ονόματος του μεσοποταμίτη μάντη Βαλαάμ, ο οποίος συμβούλεψε τις Μωαβίτιδες να παρασύρουν τους Ισραηλίτες σε ακολασία (Αριθμοί 24, 14. 25, 1 κ.εξ.). Είναι επίσης χαρακτηριστικό πως και οι ακόλουθοι του μάντη έζησαν έκλυτο βίο και έτσι γίνεται εμφανές πως με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας σκοπό κάνει να διαφανεί η ηθική τους συμπεριφορά. Το όνομα Νικολαΐτες, είναι το όνομα με το οποίο αυτοαποκαλούνταν, καθώς σύμφωνα με τον Επιφάνιο, ισχυρίζονταν πως προέρχονταν από έναν εκ των επτά διακόνων, το Νικόλαο. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, ο Νικόλαος έχοντας όμορφη γυναίκα αρχικά επιδόθηκε σε ισχυρή άσκηση, αλλά τελικώς απέτυχε και παρασύρθηκε στη λαγνεία, με αποτέλεσμα να παραδώσει και τη γυναίκα του στις βουλές της κοινότητας. Έτσι διακήρυξε πως η σεξουαλική συμπεριφορά είναι ηθικώς αδιάφορη, μάλλον δε, βοηθά σε επίτευξη υψηλότερου πνευματικού βίου[7]. Η ιστορία αυτή σήμερα γνωρίζουμε πως κατά βάση είναι πλαστή και δημιουργήθηκε με κύριο στόχο να δοθεί κύρος στον τρόπο συμπεριφοράς τους. Υπάρχουν επίσης συγγραφείς οι οποίοι βεβαίωσαν ότι ο Νικόλαος, ουδέποτε παρασύρθηκε από τις σαρκικές ηδονές[8], δεχόμενοι όμως πως ο Νικόλαος πράγματι προσέφερε τη γυναίκα του στους Αποστόλους, οι οποίοι αφενός δεν εδέχθησαν, αφετέρου το έπραξε για να αποκόψει το πάθος της αντιζηλίας που είχε. Γενικά όμως η παράδοση περί Νικολάου διακόνου, θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως μεταγενέστερη και πλαστή[9][10]. Σύμφωνα μάλιστα με το Βασίλειο Στεφανίδη, το όνομα Βαλαάμ, αποδιδόταν στα Ελληνικά με το όνομα Νικόλαος και γι αυτό το λόγο αποκλήθηκαν Νικολαΐτες[11].

Ο Επιφάνιος επίσης τους συνδέει με τους οφίτες, αν και δε χρησιμοποιούσαν τον όφι ως σύμβολο, ενώ υπήρξε ιδιαίτερα επιθετικός στους χαρακτηρισμούς του, χαρακτηρίζοντάς τους ως καταγέλαστους, καθώς εισάγουν το βόρβορο της ακαθαρσίας, θεωρώντας τους δε εκτός κάθε χριστιανικού διδάγματος και παράδοσης. Πρόκειται τελικά για πνεύμα πλάνης ανάλογο με αυτό που εξαπάτησε την Εύα[12].

Υποσημειώσεις

  1. Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, σελ. 168
  2. ΘΗΕ, τ. 9, σελ. 509
  3. Δηλαδή έπραττε τα ακριβώς αντίθετα του μωσαϊκού νόμου
  4. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, σελ. 283
  5. Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλ. Ιστορία 3, 29
  6. Κλήμης ΑΛεξανδρείας, Στρωματείς 2, 20
  7. Επιφάνιος, Πανάριον 25
  8. Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς,2, 118,3 κ.ε.
  9. ΘΗΕ, ο.π., σελ. 509
  10. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 284
  11. Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 62
  12. κατά αιρέσεων 1, 2, 25

Πηγές

  • Κωνσταντίνος Σκουτέρης, "Ιστορία Δογμάτων", τ. Α΄, Αθήνα 1998.
  • λήμμα "Νικολαΐται" ΘΗΕ, τόμος 9, Μαρτίνος, Αθήνα 1962-1968.
  • Βλάσσιος Φειδάς, "Εκκλησιαστική Ιστορία", τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.