Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Νικολαΐτες"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ
(Ιστορικό)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
 
'''Νικολαϊτισμός''' ή και ''βαλααμισμός'', αποκαλείται η [[Γνωστικισμός|γνωστική]] [[Αίρεση|αίρεση]], σύμφωνα με την οποία η λύτρωση-γνώση για τον άνθρωπο επέρχεται μετά από ακολασία, βρώση ειδωλόθυτων και γενικά καταχρήσεων καταφθοράς της σαρκός<ref>ΘΗΕ, τ. 9, σελ. 509</ref>. Οι Νικολαΐτες αποτέλεσαν την πλέον αντινομική<ref>Δηλαδή έπραττε τα ακριβώς αντίθετα του μωσαϊκού νόμου</ref> αίρεση των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού, οι οποίοι με το πρόσχημα της χριστιανικής ελευθερίας, επιθυμούσαν επιστροφή στον ηθικό έκλυτο βίο των εθνικών<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, σελ. 283</ref>
 
'''Νικολαϊτισμός''' ή και ''βαλααμισμός'', αποκαλείται η [[Γνωστικισμός|γνωστική]] [[Αίρεση|αίρεση]], σύμφωνα με την οποία η λύτρωση-γνώση για τον άνθρωπο επέρχεται μετά από ακολασία, βρώση ειδωλόθυτων και γενικά καταχρήσεων καταφθοράς της σαρκός<ref>ΘΗΕ, τ. 9, σελ. 509</ref>. Οι Νικολαΐτες αποτέλεσαν την πλέον αντινομική<ref>Δηλαδή έπραττε τα ακριβώς αντίθετα του μωσαϊκού νόμου</ref> αίρεση των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού, οι οποίοι με το πρόσχημα της χριστιανικής ελευθερίας, επιθυμούσαν επιστροφή στον ηθικό έκλυτο βίο των εθνικών<ref>Κ. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, σελ. 283</ref>
  
==Ιστορικό==
+
==Ονομασία και ιστορικό==
 +
 
 +
Το όνομα της αιρέσεως αυτής για πρώτη φορά απαντά στην [[Αποκάλυψη του Ιωάννη|Αποκάλυψη του Ιωάννου]] (''2,6 κ.εξ.''), συνάμα με το όνομα Βαλααμίτες (''2, 14''). Σύμφωνα με την περιγραφή αναφέρεται πως ο Άγγελος της Αποκάλυψης μισεί τα έργα των Νικολαϊτών, ενώ χαρακτηρίζεται και ως ''"βαθέα του Σατανά"'' (''2,24''). Επίσης μία ακόμα αναφορά βρίσκουμε στην [[επιστολή Ιούδα]] (κεφ. 11).
 +
 
 +
Εν αρχή πρέπει να τονιστεί πως το όνομα Βαλααμίτες τους αποδόθηκε προφανώς εκ του ονόματος του μεσοποταμίτη μάντη Βαλαάμ, ο οποίος συμβούλεψε τις  Μωαβίτιδες να παρασύρουν τους Ισραηλίτες σε ακολασία (''[[Αριθμοί]] 24, 14. 25, 1 κ.εξ.''). Είναι επίσης χαρακτηριστικό πως και οι ακόλουθοι του μάντη έζησαν έκλυτο βίο και με τρόπο αυτό ο συγγραφέας σκοπό κάνει να διαφανεί η ηθική τους συμπεριφορά. Το όνομα Νικολαΐτες, είναι το όνομα με το οποίο αυτοαποκαλούνταν, καθώς σύμφωνα με τον [[Επιφάνιος Σαλαμίνας|Επιφάνιο]], ισχυρίζονταν πως προέρχονταν από έναν εκ των επτά [[Διάκονος|διακόνων]], το Νικόλαο. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, ο Νικόλαος έχοντας όμορφη γυναίκα αρχικά επιδόθηκε σε ισχυρή άσκηση, αλλά τελικώς απέτυχε και παρασύρθηκε στη λαγνεία, με αποτέλεσμα να παραδώσει και τη γυναίκα του στις βουλές της κοινότητας. Έτσι διακήρυξε πως η σεξουαλική συμπεριφορά είναι ηθικώς αδιάφορη, μάλλον δε, βοηθά σε επίτευξη υψηλότερου πνευματικού βίου<ref>Επιφάνιος, Πανάριον 25</ref>. Η ιστορία αυτή σήμερα γνωρίζουμε πως κατά βάση είναι πλαστή και δημιουργήθηκε με κύριο στόχο να δοθεί κύρος στον τρόπο συμπεριφοράς τους. Υπάρχουν επίσης συγγραφείς οι οποίοι βεβαίωσαν ότι ο Νικόλαος, ουδέποτε παρασύρθηκε από τις σαρκικές ηδονές<ref>Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς,2, 118,3 κ.ε.</ref>, δεχόμενες όμως πως ο Νικόλαος πράγματι προσέφερε τη γυναίκα του στους Αποστόλους, οι οποίοι αφενός δεν εδέχθησαν, αφετέρου το έπραξε για να αποκόψει το πάθος της αντιζηλίας που είχε. Γενικά όμως η παραδόση περί Νικολάου διακόνου, θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως μεταγενέστερη<ref>ΘΗΕ, ο.π., σελ. 509</ref><ref>Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 284</ref>.
 +
 
 +
Επίσης πρέπει να τονιστεί πως ο Επιφάνιος τους συνδέει με τους οφίτες, αν και δε χρησιμοποιούσαν τον όφι, ως σύμβολο.
  
 
==Διδασκαλία==
 
==Διδασκαλία==

Αναθεώρηση της 15:47, 13 Φεβρουαρίου 2011

Νικολαϊτισμός ή και βαλααμισμός, αποκαλείται η γνωστική αίρεση, σύμφωνα με την οποία η λύτρωση-γνώση για τον άνθρωπο επέρχεται μετά από ακολασία, βρώση ειδωλόθυτων και γενικά καταχρήσεων καταφθοράς της σαρκός[1]. Οι Νικολαΐτες αποτέλεσαν την πλέον αντινομική[2] αίρεση των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού, οι οποίοι με το πρόσχημα της χριστιανικής ελευθερίας, επιθυμούσαν επιστροφή στον ηθικό έκλυτο βίο των εθνικών[3]

Ονομασία και ιστορικό

Το όνομα της αιρέσεως αυτής για πρώτη φορά απαντά στην Αποκάλυψη του Ιωάννου (2,6 κ.εξ.), συνάμα με το όνομα Βαλααμίτες (2, 14). Σύμφωνα με την περιγραφή αναφέρεται πως ο Άγγελος της Αποκάλυψης μισεί τα έργα των Νικολαϊτών, ενώ χαρακτηρίζεται και ως "βαθέα του Σατανά" (2,24). Επίσης μία ακόμα αναφορά βρίσκουμε στην επιστολή Ιούδα (κεφ. 11).

Εν αρχή πρέπει να τονιστεί πως το όνομα Βαλααμίτες τους αποδόθηκε προφανώς εκ του ονόματος του μεσοποταμίτη μάντη Βαλαάμ, ο οποίος συμβούλεψε τις Μωαβίτιδες να παρασύρουν τους Ισραηλίτες σε ακολασία (Αριθμοί 24, 14. 25, 1 κ.εξ.). Είναι επίσης χαρακτηριστικό πως και οι ακόλουθοι του μάντη έζησαν έκλυτο βίο και με τρόπο αυτό ο συγγραφέας σκοπό κάνει να διαφανεί η ηθική τους συμπεριφορά. Το όνομα Νικολαΐτες, είναι το όνομα με το οποίο αυτοαποκαλούνταν, καθώς σύμφωνα με τον Επιφάνιο, ισχυρίζονταν πως προέρχονταν από έναν εκ των επτά διακόνων, το Νικόλαο. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, ο Νικόλαος έχοντας όμορφη γυναίκα αρχικά επιδόθηκε σε ισχυρή άσκηση, αλλά τελικώς απέτυχε και παρασύρθηκε στη λαγνεία, με αποτέλεσμα να παραδώσει και τη γυναίκα του στις βουλές της κοινότητας. Έτσι διακήρυξε πως η σεξουαλική συμπεριφορά είναι ηθικώς αδιάφορη, μάλλον δε, βοηθά σε επίτευξη υψηλότερου πνευματικού βίου[4]. Η ιστορία αυτή σήμερα γνωρίζουμε πως κατά βάση είναι πλαστή και δημιουργήθηκε με κύριο στόχο να δοθεί κύρος στον τρόπο συμπεριφοράς τους. Υπάρχουν επίσης συγγραφείς οι οποίοι βεβαίωσαν ότι ο Νικόλαος, ουδέποτε παρασύρθηκε από τις σαρκικές ηδονές[5], δεχόμενες όμως πως ο Νικόλαος πράγματι προσέφερε τη γυναίκα του στους Αποστόλους, οι οποίοι αφενός δεν εδέχθησαν, αφετέρου το έπραξε για να αποκόψει το πάθος της αντιζηλίας που είχε. Γενικά όμως η παραδόση περί Νικολάου διακόνου, θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως μεταγενέστερη[6][7].

Επίσης πρέπει να τονιστεί πως ο Επιφάνιος τους συνδέει με τους οφίτες, αν και δε χρησιμοποιούσαν τον όφι, ως σύμβολο.

Διδασκαλία

Υποσημειώσεις

  1. ΘΗΕ, τ. 9, σελ. 509
  2. Δηλαδή έπραττε τα ακριβώς αντίθετα του μωσαϊκού νόμου
  3. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, σελ. 283
  4. Επιφάνιος, Πανάριον 25
  5. Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς,2, 118,3 κ.ε.
  6. ΘΗΕ, ο.π., σελ. 509
  7. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 284

Πηγές

  • Κωνσταντίνος Σκουτέρης, "Ιστορία Δογμάτων", τ. Α΄, Αθήνα 1998.