Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Όσιος Νεῖλος ὁ Νέος[1] ή Νείλος, ο εκ Καλαβρίας (910 - περ. 1003) αποτελεί Άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπου έζησε, έδρασε και μαρτύρησε τους 10ο-11o αιώνες, στην περιοχή τῆς Κάτω Ἰταλίας. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 26 Σεπτεμβρίου.

O βίος του

Όσιος Νεῖλος ὁ Νέος ἐγεννήθηκε στό Ροσσάνο τῆς Κάτω Ἰταλίας τό ἔτος 910 μ.Χ. καί ἐθεωρήθηκε «θεῖο δῶρο» ἀπό τούς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι τόν ἀφιέρωσαν στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὡς παιδί μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου, ζητώντας ἀπό τούς γονεῖς του νά τοῦ ἐξηγήσουν τό νόημα τῶν δύσκολων ἐδαφίων. Ἦταν ἀκόμα νεαρό παιδὶ, ὅταν ἀπεβίωσαν καί οἱ δύο γονεῖς του, καί τήν ἀνατροφή του τήν ἀνέλαβε ἡ εὐσεβής ἀδελφή του, ἡ ὁποία ἐμερίμνησε γιά τή μόρφωσή του καί τόν καθοδήγησε μέ τό σωστό τρόπο. Ὅμως ὁ Νεῖλος, ὡς ἕνας εὐπαρουσίαστος, εὐφυής καί εὔγλωττος νέος, εἶναι περιζήτητος ἀπό τίς νεαρές κοπέλλες τῆς πόλεως, καί σύμφωνα μέ τή διήγηση τοῦ Βίου , μία ἀπό αὐτές τόν κατακτᾶ. Ἑνώνεται μαζί της καί ἀποκτοῦν ἕνα παιδί. Ὁ Νεῖλος ὅμως δέν παραμένει κοντά τους γιά πολύ. Σέ μία κρίση ὑψηλοῦ πυρετοῦ, ὁ Νεῖλος βλέπει ἕνα ὅραμα θανάτου καί αἰώνιας καταδίκης, τό ὁποῖο εἶναι τόσο ζωηρό, πού τόν ἔκανε νά τρέμει σύγκορμος. Ἔτσι μία ἡμέρα, χωρίς νά ὁμιλήσει σέ κανένα, φεύγει γιά τίς μονές τοῦ Μερκουρείου. Οἱ μοναχοί ἐκεῖ φοβοῦνται ὅμως νά τόν δεχθοῦν στά μοναστήρια τους, καθ' ὅτι ὁ κυβερνήτης τῆς περιοχῆς εἶχε ἀποστείλει ἐπιστολές σέ ὅλα τά μοναστήρια, ἀπειλώντας τούς μοναχούς καί τή μονή πού θά δεχθεῖ τόν Ὅσιο Νεῖλο. Ἔτσι, ἔστειλαν τόν Ὅσιο σέ μοναστήρι πού εὑρισκόταν σέ ξένη, Λομβαρδικὴ ἐπαρχία.

Καθ' ὁδόν πρός τό μοναστήρι, ὁ Νεῖλος ἐμποδίσθηκε δύο φορές, τή μία ἀπό Σαρακηνό καί τή δεύτερη ἀπό ἱππότη. Καί οἱ δύο τοῦ ὑπέδειξαν νά γυρίσει πίσω. Παρά ταῦτα, ὁ Νεῖλος πῆγε στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ναζαρίου, ὅπου παρέμεινε γιά λίγο μόνο καιρό. Ἐνδύθηκε τό μοναχικό σχῆμα, μέ τόν ὅρο νά τοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἐπιστροφή στό Μερκούρειο μετά ἀπό σαράντα ἡμέρες. Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς ἤθελε νά κάνει τόν Νεῖλο ἡγούμενο σέ μία κοντινή μονή, ἀλλά ἐκεῖνος ὁρκίσθηκε πώς δέν πρόκειται ποτέ στή ζωή του νά δεχθεῖ ὁποιεσδήποτε τιμές ἤ ὑψηλές θέσεις.

Κατόπιν αὐτοῦ, ἕνας ἀπό τούς πρώην ὑπηρέτες τόν ἐπισκέπτεται, γιά νά τόν ἐνθαρρύνει στή νέα του ζωή. Ὁ Νεῖλος ζητᾶ ἀπό τόν ὑπηρέτη του νά μείνει μαζί του καί τοῦ δίδει τά ροῦχα καί τό χιτώνα του, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος δέν εἶχε τήν οἰκονομική εὐχέρεια νά ἀγοράσει τό ἔνδυμα πού φοροῦν οἱ μοναχοί. Στήν συνέχεια, ὁ Νεῖλος ζητᾶ νά τοῦ δώσουν ἕνα δέρμα προβάτου, γιά νά τό φορᾶ ὡς μανδύα. Συγχρόνως, ἀναγγέλει τήν πρώτη του προφητεία, προβλέποντας τό θάνατο ἑνός κακοῦ εὐγενοῦς, ὁ ὁποῖος διέμενε κοντά στή μονή. Ἀμέσως μετά, ἀναχωρεῖ γιά τό Μερκούρειο.

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος τρέφει μεγάλο σεβασμό πρός τόν Ἅγιο Φαντίνο († 30 Αὐγούστου) καί ἀναπτύσσεται ἕνας πολύ στενός πνευματικός δεσμός μεταξύ τῶν δύο Ἁγίων. Τούς περιστοιχίζουν μοναχοί, γιά νά παρακολουθοῦν τά ἀναγνώσματα τῶν Γραφῶν καθώς καί τίς συζητήσεις τους. Ὅταν κάποιοι μοναχοί πῆγαν σέ ἕνα γέροντα πού τόν ἔλεγαν Ἰωάννη καί ὕμνησαν τήν ἀρετή τοῦ Ὁσίου Νείλου, ὁ Ἰωάννης ἐπεθύμησε νά τόν ὑποβάλλει σέ δοκιμασία. Ὅταν ἔτυχε νά συναντήσει ὁ Ἰωάννης τόν Νεῖλο, τοῦ προσέφερε ἕνα πολύ μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί, κάτι πού ὁ Ὅσιος δέν ἔπινε ποτέ. Ὅμως πῆρε τό ποτήρι, ἐζήτησε τήν εὐλογία τοῦ Ἰωάννου καί ἄδειασε ὁλόκληρο τό ποτήρι. Τό ἔκανε αὐτό σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ καί ὑπακοῆς πρός τό γέροντα.

Μετά ἀπό λίγο καιρό, ἐδέχθηκε δριμύτατη ἐπίπληξη ἀπό τόν Ἰωάννη, ὅταν προσπάθησε νά διορθώσει τήν ἑρμηνεία πού ἔδωσε ὁ Ἰωάννης σέ ἕνα ἐδάφιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ὁ Νεῖλος ἐδέχθηκε τήν ἐπίπληξη μέ σεβασμό, ἀλλά ἐβασανιζόταν ἀπό τή σκέψη μήπως ὁ Ἰωάννης σκέπτεται αἱρετικά. Στό σημεῖο αὐτό, ἐμφανίζεται ὁ σατανᾶς στόν Ὅσιο Νεῖλο, μέ τή μορφή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, προκειμένου νά τόν πειράξει. Τοῦ δίδουν μία ἑρμηνεία τοῦ ἐδαφίου καί ἐξαφανίζονται. Ἀργότερα τήν ἴδια ἡμέρα, ἀντιλαμβανόμενος πώς ἡ ἑρμηνεία αὐτή ἦταν αἱρετική, σπεύδει ὁ Ὅσιος Νεῖλος στόν Ἰωάννη καί τοῦ λέγει ὅσα ἔγιναν. Ὁ Ἰωάννης τόν ἀναπαύει καί τόν ἐνθαρρύνει.

Μιά ἔντονη ἐπιθυμία γιγαντώνεται μέσα στήν καρδιά τοῦ Ὁσίου γιά ἡσυχία, καί μέ τήν εὐλογία τῶν ἐκεῖ Πατέρων πηγαίνει νά μείνει μέσα σέ μιά σπηλιά πού εὑρίσκεται κοντά στή μονή.

Ἕνας ἀπό τούς συνεχεῖς πειρασμοὺς τοῦ Ὁσίου Νείλου εἶναι ἡ σκέψη πώς μπορεῖ νά δεῖ ἕνα Ἄγγελο, ἤ μία φλόγα ἤ φωτιά, ἤ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα ποή ἦταν ἀφιερωμένη στόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, μέσα στή σπηλιά του. Πολεμᾶ αὐτόν τόν πειρασμό καλύπτοντας τούς ὀφθαλμούς του μέ ποταμοὺς δακρύων καί κάνοντας πολλές μετάνοιες. Πρέπει ὅμως νά πολεμήσει καί σαρκικούς πειρασμούς. Γιά νά τούς πολεμήσει, ρίχνει τόν ἑαυτό του ἐπάνω σέ ἀγκάθια καί μέσα ἀπό τόν πόνο κατασβέννει τήν ἐπιθυμία αὐτή.

Κάποτε πού ἦταν στή Ρώμη, παρατήρησε μία ψηλὴ καί ἐπιβλητική γυναίκα μέσα στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Πέτρου καί ἐντυπωσιάσθηκε τόσο πολύ ἀπό τή μορφή της, πού ὅτι καί ἄν ἔκανε, δέν μποροῦσε νά τή βγάλει ἀπό τή σκέψη του. Βλέποντας πώς χάνει τή μάχη μέ αὐτή τήν ἀδυναμία, στρέφεται πρός τόν Κύριο μέ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἀπό τόν Ἐσταυρωμένο πού ἔχει ἀπέναντί του, βλέπει τή μορφή τοῦ Χριστοῦ νά ὑψώνει τό δεξί Του χέρι καί νά τόν εὐλογεῖ τρεῖς φορές. Ἀπό τή στιγμή αὐτή καί στό ἑξῆς, ὅπως ἀναφέρεται στό Βίο , παύει κάθε πόλεμος καί ἀκάθαρτο ἐρέθισμα στή ζωή του, ὥστε αὐτό πού δέν κατόρθωσε νά ἐπιτύχει μέ τίς πολλές νηστεῖες καί ἀγρυπνίες του, τό ἀπέκτησε διά τῆς ὁμολογίας τῆς ἰδικῆς του ἀδυναμίας.

Κάποτε ἐπλησίασε τόν Ὅσιο ἕνας μοναχός, ζητώντας νά γίνει μαθητής του. Μετά ἀπό λίγο καιρό ὁ μοναχός ἐκουράσθηκε ἀπό τόν τρόπο ζωῆς τοῦ Ὁσίου καί ἄρχισε νά φιλονικεῖ μαζί του. Ὁ Ὅσιος ἀπεφάσισε νά τόν διώξει, ἀλλά ὁ ἐκεῖνος του ὑπενθύμισε πώς πρέπει νά τοῦ δοθοῦν πίσω τά τρία νομίσματα πού τοῦ εἶχε δώσει ὅταν πρωτοπῆγε, τά ὁποῖα ἦταν νά δοθοῦν στούς πτωχούς. Ἄν καί ὁ Ὅσιος δέν εἶχε πλέον τά χρήματα αὐτά, πῆγε σέ ἕνα κοντινό μοναστήρι καί ἐζήτησε νά τοῦ τά δανείσουν, τά ὁποῖα καί ἐξόφλησε στό μοναστήρι φιλοτεχνώντας τρία ἀντίγραφα τοῦ Ψαλτηρίου.

Ὁ Ὅσιος ἀρχίζει νά παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα ὄγκου στό λαιμό του, πράγμα πού καθιστᾶ ἀδύνατη τήν ὁμιλία καί ἐπίπονη τήν κατάποση. Ὁ Ὅσιος Φαντίνος τοῦ ζητᾶ νά ἐπιστρέψει στό μοναστήρι, προκειμένου νά τόν περιποιηθοῦν. Στό μοναστήρι, ὁ Νεῖλος βασανίζεται ἀπό τή σκέψη πώς ἄν φάει ψάρια ἴσως θεραπευθεῖ, ἀλλά ἡ ἐπιθυμία νά φάει ψάρι ἴσως νά προέρχεται ἀπό τό διάβολο. Ἕνας ἄνθρωπος τοῦ ἔφερε λίγα ψάρια, ἀλλά ὁ Ὅσιος ἀρνήθηκε νά τά φάει. Ὁ Κύριος ἀνταμείβει τήν ὑπομονή καί τή γενναιοψυχία τοῦ Ὁσίου καί τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τόν ὄγκο διαλύοντάς τον μέσα στό λάρυγγά του. Μετά ἀπό αὐτό, ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στό σπήλαιό του.

Ὁ διάβολος ἐμφανίζεται στόν Ὅσιο, μέ τή μορφή Αἰθίοπος, ὁ ὁποῖος τόν κτυπᾶ στό κεφάλι μέ ἕνα μεγάλο ρόπαλο. Ὁ Νεῖλος μένει ἀναίσθητος στή γῆ καί ὅταν ἀνασηκώνεται, ἀντιλαμβάνεται πώς τό πρόσωπό του εἶναι πολύ πρησμένο καί μέ πολύ κόπο μπορεῖ νά χρησιμοποιήσει τό βραχίονά του. Μένει στήν κατάσταση αὐτή ἐπὶ σχεδόν ἕνα χρὀνο, πεπεισμένος πώς καμμία ἀνθρώπινη βοήθεια δέν μπορεῖ νά γιατρέψει πληγές πού ἔχουν προξενηθεῖ ἀπό δαίμονα. Θεραπεύεται, ὅταν ἐπιστρέφοντας στό μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, τοῦ ἐζητήθηκε νά ἀναγνώσει τό Ἐγκώμιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ πρός τιμήν τῶν δύο Ἀποστόλων. Καθώς προχωροῦσε ἡ ἀνάγνωση, ὁ Ὅσιος προοδευτικά ἐθεραπευόταν.

Μετά ἀπό λίγο καιρό, ὁ Ὅσιος Φαντίνος βλέπει ἕνα ἐκστατικό ὅραμα, τό ὁποῖο προμηνύει τήν καταστροφή τοῦ Μερκουρείου ἀπό τούς Σαρακηνούς. Περιφέρεται πενθώντας, λέγοντας πώς οἱ ἐκκλησίες, τά μοναστήρια καί τά βιβλία τους πρόκειται ὅλα νά καταστραφοῦν. Ἀρνεῖται νά μείνει μέσα στό μοναστήρι καί ἀντ' αὐτοῦ περιφέρεται στούς γύρω λόφους τρεφόμενος μόνο μέ ἄγρια βότανα. Στή συνέχεια ἀποφασίζει νά ἐγκαταλείψει τό Μερκούρειο. Οἱ μοναχοί τῆς μονῆς του ἔρχονται στόν Ὅσιο Νεῖλο, παρακαλώντας τον νά τούς ἀναλάβει καί νά τούς ὁρίσει κάποιον ἡγούμενο. Γνωρίζουν ποιόν προτιμοῦν γιά ἡγούμενο, ἀλλά ἀφήνουν τήν ἐκλογή στόν Ὅσιο Νεῖλο. Ὁ Ὅσιος ἐπιστρέφει μαζί τους στή μονή καί ἐκεῖ ἐπιλέγει ὡς ἡγούμενο τόν ἀδελφό τοῦ Ὁσίου Φαντίνου, τόν Λουκᾶ. Ὁ Λουκᾶς ἀρνεῖται τήν τιμή, ἀλλά ὁ Νεῖλος τόν ἀναγκάζει νά τή δεχθεῖ.

Μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Γέροντος Φαντίνου, ὁ πρῶτος πραγματικός μαθητής του, ὁ μακάριος Στέφανος, ἔρχεται κοντά του. Ὁ Στέφανος εἶναι νεαρός, περίπου εἴκοσι ἐτῶν, ἀγρότης ἀπό πτωχὴ οἰκογένεια, πού φροντίζει τή μητέρα καί τήν ἀδελφή του μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του. Εἶναι γνωστός γιά τήν ἀθωότητα καί τήν ἁπλότητά του. Πηγαίνει στόν Ὅσιο Νεῖλο, κάθεται δίπλα του, καί περιμένει νά τοῦ πεῖ ὁ Ὅσιος τί ἐπιθυμεῖ. Ὅταν ἐρωτᾶται, ἀπαντᾶ πώς ἐπιθυμεῖ νά γίνει μοναχός. Ὁ Νεῖλος προσφέρεται νά τοῦ δείξει τό δρόμο πρός τά μοναστήρια, ὅμως ὁ Στέφανος τοῦ ἀπαντᾶ πώς τά γνωρίζει καί δέν τόν ἀναπαύουν ἐσωτερικά. Προτιμᾶ νά μείνει μέ τόν Ὅσιο Νεῖλο καί ἐπιμένει νά μαθητεύσει κοντά του. Ὁ Ὅσιος τελικά δέχεται νά τόν κρατήσει κοντά του ὡς ὑποτακτικό καί ἀρχίζει νά τόν δοκιμάζει, καθὼς διαπιστώνει πώς ὁ Στέφανος ἀπό τή φύση του εἶναι μᾶλλον τεμπέλης. Ὁ Ὅσιος προσπαθεῖ ἀρχικά νά τόν διορθώσει καί νά τόν κάνει πιό εὐγενή καί ἀνδρεῖο. Μετά ἀπὸ τριετῆ προσπάθεια νά τό ἐπιτύχει αὐτό διά τῆς ὑπομονῆς καί λογικῆς, ὁ Ὅσιος στή συνέχεια ἀποφασίζει νά παιδαγωγήσει πολύ πιό σκληρά τόν Στέφανο. Μερικές φορές τόν κτυπᾶ στήν προσπάθειά του νά τόν ἀναγκάσει νά ἀποστηθίσει τίς ἁπλές προσευχές καί τό Ψαλτήρι. Ὁ Στέφανος ὑπομένει ὅλη αὐτή τή σκληρή συμπεριφορά μέ καρτερία καί προσπαθεῖ νά ὑπακούσει. Μέχρι πού λέγει στόν Ὅσιο πώς δέν ἐνοχλεῖται ἀπό προσβολές τοῦ διαβόλου, ἀλλά πώς τό μοναδικό του βάσανο εἶναι οἱ συνεχεῖς προσβολές τῆς ἀσυγκράτητης ἐπιθυμίας γιά ὕπνο. Ὁ Ὅσιος Νεῖλος τοῦ κατασκευάζει ἕνα σκαμνί μέ ἕνα μόνο πόδι, ὥστε κάθε φορά πού θά τόν παίρνει ὁ ὕπνος νά πέφτει κάτω. Ὁ Στέφανος πέφτει κάτω ἄπειρες φορές τραυματίζοντας ἀκόμα τά χέρια καί τό πρόσωπό του.

Ὁ Ὅσιος φέρεται πολύ αὐστηρά στόν Στέφανο. Ἕνα καλό παράδειγμα αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς εἶναι ἡ τιμωρία πού ἐπέβαλε ὁ Ὅσιος, ὅταν ὁ Στέφανος ἔσπασε ἕνα πήλινο δοχεῖο. Ὁ Στέφανος πηγαίνει στόν Ὅσιο καί τοῦ δείχνει τά κομμάτια. Ὁ Ὅσιος τότε δένει ὅλα τά κομμάτια μεταξύ τους καί τά κρεμάει γύρω ἀπό τό λαιμό τοῦ Στεφάνου, κάνοντας τόν Στέφανο νά στέκεται ὄρθιος μέσα στήν τραπεζαρία ἐνῶ οἱ ἄλλοι μοναχοί ἔτρωγαν, προκειμένου νά τούς ἐπιδεικνύει τό σφάλμα του.

Ὅμως, ὁ Ὅσιος ἐπιδεικνύει μεγάλη ἐλεημοσύνη στόν εὐλογημένο Στέφανο. Ἐρωτᾶ γιά τήν κατάσταση τῆς οἰκογένειας τοῦ Στεφάνου στέλνοντας τήν ἡγουμένη Θεοδώρα, μιά σεβαστή μοναχή πού ἐζοῦσε ἀσκητικά σέ ἕνα κοντινό μοναστήρι μέ μοναχές, νά τούς ἐπισκεφθεῖ. Ὁ Ὅσιος μάλιστα τῆς ζητᾶ νά φιλοξενήσει τή μητέρα καί τήν ἀδελφή τοῦ εὐλογημένου Στεφάνου. Ἡ Θεοδώρα ἔδωσε τή συγκατάθεσή της στήν πρόταση αὐτή, ἔτσι ἡ μητέρα καί ἡ ἀδελφή τοῦ Στεφάνου ἔζησαν τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ζωῆς τους ὑπηρετώντας πιστά καί εἰλικρινά τόν Θεό μέσα στό μοναστήρι αὐτό.

Ἦλθε κάποτε μία περίοδος μέ πολλές εἰσβολές Σαρακηνῶν. Ὅταν οἱ Σαρακηνοί ἐπλησίασαν τήν περιοχή τοῦ Μερκουρείου, οἱ μοναχοὶ ἀνεζήτησαν καταφύγιο στά γύρω ὀχυρά. Ὁ μακάριος Στέφανος, ὁ ὁποῖος εὑρισκόταν τήν ἐποχή ἐκείνη στή μονή τοῦ Ἁγίου Φαντίνου, κατέφυγε σέ ἕνα ὀχυρό, χωρίς νά ἐπιστρέψει στό σπήλαιο ὅπου εὑρισκόταν ὁ Ὅσιος Νεῖλος. Ὁ Ὅσιος ἀρχίζει νά ἀνησυχεῖ γιά τό μαθητή του Στέφανο. Ὅταν, πηγαίνοντας στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Φαντίνου τό εὑρίσκει λεηλατημένο καί ἐγκαταλελειμμένο, νομίζει πώς ὁ Στέφανος εἶναι αἰχμάλωτος τῶν Σαρακηνῶν καί ἀρχίζει νά λέγει στόν ἑαυτό του πώς ἐάν ὁ Στέφανος ἦταν αἰχμάλωτος, τότε καί ὁ ἴδιος θέλει νά μοιρασθεῖ τήν αἰχμαλωσία του. Ἄν καί φοβᾶται τή σκληρότητα τῶν Σαρακηνῶν, νοιώθει τήν ὑποχρέωση ὡς Χριστιανὸς νά δώσει τή ζωή του γιά τό φίλο του. Ἔτσι, ἀναχωρεῖ πρός ἀναζήτηση τῶν Σαρακηνῶν. Μόλις ὅμως κατάλαβε πώς τούς εὑρῆκε, ὅλοι τους φαίνεται νά τόν ἀνεγνώρισαν καί πέφτουν στά γόνατα μπροστά του, βγάζοντας ἀπό τά κεφάλια τους τά τουρμπάνια τους. Ὁ Ὅσιος τότε ἀναγνωρίζει πώς εἶναι ἄνδρες τοῦ ὀχυροῦ πού ἔχουν μεταμφιεσθεῖ σέ Σαρακηνούς, προκειμένου νά προφυλάξουν τήν περιοχή. Ἀπό αὐτούς μαθαίνει πώς ὅλοι εἶναι ἀσφαλεῖς, ἀκόμα καί ὁ Στέφανος.

Ὅσο ἔμενε ὁ Στέφανος στό μοναστήρι, γιά νά βοηθήσει στή συγκομιδή, ἐδιδάχθηκε ἀπό ἕνα γέροντα πώς νά φτιάχνει καλάθια. Πηγαίνει ἕνα τέτοιο καλάθι στόν Ὅσιο Νεῖλο στό σπήλαιό του, πιστεύοντας πώς αὐτό θά τόν εὐχαριστοῦσε. Ὅμως ὁ Ὅσιος τοῦ δίδει ἐντολή νά τό καταστρέψει ἀμέσως, ἐπειδή τό ἔφτιαξε χωρίς τήν εὐλογία του. Ὁ ἴδιος γέροντας πηγαίνει ἀργότερα στόν Ὅσιο Νεῖλο καί τόν ἐρωτᾶ ἐάν ὁ Στέφανος μπορεῖ νά τόν βοηθήσει νά μαζέψει ἄχυρο. Ὁ Ὅσιος δίδει τή συγκατάθεσή του. Ὅταν ἐπιστρέφουν, ὁ γέροντας τοῦ λέγει μὲ ἔντονο παράπονο πώς ἔχασε τὸ Ψαλτήρι του. Ὁ Νεῖλος ἐπιπλήττει τόν Στέφανο πού ἐπέτρεψε νά συμβεῖ αὐτό, καθὼς καί γιά τήν ἀπροσεξία του νά μήν ἔχει παρατηρήσει πού εἶχε ἀφεθεῖ τὸ Ψαλτήρι. Τότε τοῦ λέγει πώς ὀφείλει νά δώσει στόν ἡλικιωμένο μοναχό τό ἰδικό του Ψαλτήρι.

Ὅταν κάποτε ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἔστειλε τόν Στέφανο στό Ροσσάνο, γιά νά ἀγοράσει μία περγαμηνή, αὐτός ἐπέστρεψε συνοδευόμενος ἀπό ἕνα ἡλικιωμένο ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπό τούς μεγάλους ἄνδρες τῆς πόλεως. Τὸ ὄνομά του ἦταν Γεώργιος.

Αὐτός εἶπε στόν Ὅσιο πώς ἐπιθυμεῖ νά γίνει μοναχός ἐξ αἰτίας ἑνὸς ὁράματος πού εἶχε δεῖ, ὅπου ὁ Κύριος τοῦ ὑπέδειξε νά πάει στόν Ὅσιο Νεῖλο νά τόν κείρει μοναχό. Ὁ Ὅσιος εἶπε στόν ἄνθρωπο νά πάει σέ κοινόβιο, ὅπου θά βρεῖ ἀνάπαυση ψυχῆς καί σώματος. Τήν ἑπόμενη Κυριακή μάλιστα τόν ὁδήγησε στό κοινοβιακό μοναστήρι τοῦ Καστελάνου, γιά νά τόν ἀφήσει ἐκεῖ, μά ὁ Γεώργιος δέν ἀποδέχθηκε αὐτό τό γεγονός, λέγοντας στόν Ὅσιο πώς δέν εἶναι σωστό αὐτό πού κάνει, καθ' ὅτι ἐκεῖ πού πηγαίνει ὁ δάσκαλος, ἐκεῖ πρέπει νά πηγαίνει καί ὁ μαθητής του. Ἔτσι ἐπέστρεψαν μαζί στό σπήλαιο. Ἐκεῖ, ὁ Γεώργιος ἀφηγήθηκε ὁλόκληρη τή ζωή του, ἀναφέροντας στόν Ὅσιο πώς ἔχει γνωρίσει ἐξ ἴσου τήν ἀφθονία καί τήν ὑστέρηση καί πώς οὔτε ἡ νηστεία οὔτε ἡ ἐργασία τόν τρομάζουν, καθ' ὅτι τά ἔχει γνωρίσει καί τά δυό, κατά τή διάρκεια τῶν πολλῶν ταξιδίων του ἀνά τόν κόσμο. Ἀνάμεσά τους ἀναπτύσσεται μία βαθειά πνευματική σχέση, καί ὁ Γεώργιος προοδευτικά ἀποδέχεται τήν τραχειά καί ἀσκητική ζωή πού διάγει ὁ Ὅσιος Νεῖλος.

Ἀκολουθεῖ ὁ θάνατος τοῦ Γεωργίου καί ὁ Βίος , ἀφοῦ σημειώνει πώς ἐξελίχθηκε σέ τέλειο μοναχό, τόν ὑμνεῖ γιά τήν ὑπακοή, τή νέκρωση, τόν ἀσκητισμό καί τήν καταφρόνηση τοῦ ἰδίου θελήματος, πού ὅλα συνιστοῦν πραγματικά μαρτυρική ζωή.

Τό μοναστήρι συνεχῶς ἐμεγάλωνε, ὅμως ὁ Ὅσιος Νεῖλος, λόγῳ τῆς βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης του, πάντα παραχωροῦσε τόν τίτλο τοῦ ἡγούμενου σέ ἄλλον. Ὁ πρῶτος πού ἔλαβε τόν τίτλο αὐτό ἦταν ὁ μοναχός Πρόκλος, ἕνας ἄνδρας εὐρείας μορφώσεως, πού πρίν ἀκόμα γίνει μοναχός, ἐνήστευε στά νιάτα του, ἐμελετοῦσε τό Ψαλτήρι καθημερινά καί ἔκανε πολλές μετάνοιες ἡμερησίως. Ὡς μοναχός, ἐζοῦσε αὐστηρά ἀσκητικό βίο, ὅμως ἔπρεπε νά μάχεται ἐναντίον πολλῶν ἀσθενειῶν.

Τήν ἐποχή ἑνός τρομεροῦ σεισμοῦ, τόν ὁποῖο ἀκολούθησε μεγάλη βροχόπτωση, ὁ Ὅσιος Νεῖλος πῆγε στό Ροσσάνο. Τό μόνο κτήριο πού ἔμεινε ὄρθιο ἦταν ὁ καθεδρικός ναός, πού ἦταν ἀφιερωμένος στήν Ἁγία Εἰρήνη. Τό μεγαλύτερο θαῦμα ὅμως ἦταν πώς δέν εἶχε πάθει κακό κανένας ἄνθρωπος ἤ ζῶο. Ὅταν ἔμαθε γι' αὐτό ὁ Ὅσιος Νεῖλος, κατευθύνθηκε πρός τήν πόλη. Ἐκεῖ, εὑρῆκε στό δρόμο ἕνα παλαιό δέρμα λύκου, τό ὁποῖο ἐφόρεσε, γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσει κανείς. Τά παιδιά τῆς πόλεως ἔτρεχαν πίσω του πετώντας πέτρες καί φωνάζοντας «Ἐσύ, Βούλγαρε!» , ἐνῶ ἄλλοι τόν ἀποκαλοῦσαν «Φράγκο» ἤ «Ἀρμένιο» . Ὁ Ὅσιος Νεῖλος προχώρησε σιωπηλά πρός τόν καθεδρικό ναό, ὅπου ἔβγαλε τό δέρμα τοῦ λύκου καί εἰσῆλθε μέσα στό ναό, γιά νά κλάψει μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἦταν ὁδηγὸς καί προστάτιδά του. Ἐκεῖ, ὁ φύλακας τοῦ ναοῦ, ὀνόματι Κανίσκας, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πρώην διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου Νείλου, μαζί μέ μερικούς ἄλλους ἱερεῖς ἐκπλήσσονται μέ τήν ἐπίσκεψή του στό Ροσσάνο. Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἀπηύθηνε κάποιο λόγο στούς παριστάμενους καί, ἀφοῦ τούς εἶπε νά ἀποχωρήσουν, ἔμεινε μέ τόν Κανίσκα καί προσπάθησε νά τόν πείσει νά ἐγκαταλείψει τήν ἀπληστία του. Ὅμως ὁ Κανίσκας συνεχῶς προέβαλε δικαιολογίες γιά τίς ἁμαρτίες του. Τελικά, ὁ Ὅσιος Νεῖλος τοῦ εἶπε πώς κάποτε θά ἐπιθυμήσει νά μετανοιώσει, ἀλλά θά εἶναι πολύ ἀργά νά τό κάνει. Σύντομα μετά, καθώς προσευχόταν, ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἀσθένησε καί ἔπρεπε νά μείνει στό κρεβάτι του. Τότε ἔλαβε ἐπιστολή ἀπό τόν Κανίσκα, ὁ ὁποῖος τόν ἐκλιπαροῦσε νά πάει κοντά του καί νά τοῦ ἀφαιρέσει τά πλούτη του, πρίν τόν κρατήσει δέσμιο ὁ διάβολος τή στιγμή τοῦ θανάτου. Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἀμέσως ἐθεραπεύθηκε ἀπό τήν ἀσθένειά του καί ἡ μόνη ἀντίδρασή του ἦταν νά ὑμνήσει τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος στήν ἄμετρή Του πρόνοια δέν ἐπέτρεψε νά κάνει αὐτό πού τό θεῖο θέλημα δέν ἐπιθυμοῦσε.

Μετά ἀπό αὐτό τό γεγονός, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐφώτισε τόν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος ἀμέσως πῆγε κοντά στούς μοναχούς του, καθ' ὅτι ὁ διάβολος τριγυρνοῦσε ἀνάμεσά τους ἀναζητώντας νά καταβροχθίσει κάποιον. Ὁ Ὅσιος Νεῖλος περπατοῦσε ἀνάμεσα στούς ἀδελφούς του ἀκατάπαυστα ὁλόκληρη τήν ἡμέρα προτρέποντάς τους νά ἐπικαλοῦνται τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά διώξουν μακριά τό διάβολο. Τελικά, τή δεκάτη ὥρα, ὁ διάβολος ἔριξε στό ἔδαφος ἕνα μεγάλο δένδρο σκοτώνοντας ἕνα σκυλί. Ὁ Βίος σχολιάζει πώς ὁ διάβολος στήν πραγματικότητα εἶχε σκοπό νά τό κάνει αὐτό σέ ἕναν ἀπό τούς μοναχούς, ἀλλά ἐμποδίσθηκε ἀπό τόν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος ἦταν ὡς Ἄγγελος Κυρίου πού τειχίζει αὐτούς πού ἔχουν φόβο Θεοῦ καί τούς λυτρώνει.

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος δυσφοροῦσε καθώς διαπίστωνε πώς οἱ μοναχοί δέν προέκοπταν στήν ἀρετή. Ἔτσι ἀπεφάσισε νά δοκιμάσει τήν ὑπακοή τῶν μοναχῶν του, γιά νά διαπιστώσει ἐάν πρέπει νά συνεχίσει νά ζεῖ μαζί τους ἤ ὄχι. Γι' αὐτό τό σκοπό πρόσταξε τούς μοναχούς νά κόψουν τά πλεονάζοντα κλήματα τῆς μονῆς, ἀφήνοντας μόνο ὅσα χρειάζονται. Οἱ μοναχοί δέν ἀπάντησαν, μόνο βγῆκαν ἔξω καί προχώρησαν νά κάνουν αὐτό πού τούς πρόσταξε ὁ Ὅσιος Νεῖλος. Ὅταν ὁ Ὅσιος εἶδε τήν ὑπακοή τους, ἔδωσε ὑπόσχεση στόν Θεό πώς δέν θά προτιμήσει τίποτε ἐπάνω ἀπό αὐτούς.

Κοντά στό Ροσσάνο ὑπῆρχε ἕνα παρεκκλήσι ἀφιερωμένο στήν Ἁγία Ἀναστασία, τό ὁποῖο εἶχε οἰκοδομηθεῖ ἀπό τόν Εὐπράξιο, ἕνα Βυζαντινό ἀξιωματικό, ὁ ὁποῖος ἐκεῖνο τόν καιρό εὑρικσόταν στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ φροντίδα τοῦ παρεκκλησίου εἶχε ἀνατεθεῖ στό μοναχό Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος, πρίν τό θάνατό του, τό παρέδωσε στόν Ὅσιο Νεῖλο. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος οἰκοδόμησε μοναστήρι, γιά τίς μοναχές πού ἐζοῦσαν στά διάφορα μέρη τῆς περιοχῆς εκείνης.

Ὁ Μητροπολίτης Καλαβρίας Θεοφύλακτος, ὁ δομέστικος Λέων, μαζί μέ τούς ἡγέτες τοῦ Ροσσάνο καί πολλοί ἐκ τοῦ κλήρου καί τῶν λαϊκῶν ἐπῆγαν κάποτε στόν Ὅσιο. Εἶχαν συζητήσει καθ' ὁδόν τίς ἐρωτήσεις πού θά ἔπρεπε νά θέσουν στόν Ὅσιο Νεῖλο, γιά νά τόν δοκιμάσουν. Ὅταν τούς ἀντιλήφθηκε ὁ Ὅσιος, προσευχήθηκε στόν Χριστό, λέγοντας πώς γνωρίζει ὅτι ἔρχονται γιά μάταιους λόγους νά τόν ἐπισκεφθοῦν, καί συνεπῶς χρειάζεται θεία βοήθεια νά πεῖ αὐτά πού εἶναι ἀπαραίτητα, ἀλλά καί σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὅσιος τελικά προχώρησε σέ μία μακροσκελῆ ὁμιλία περί τῆς ἀνάγκης γιά ἀρετή καύ τήν ἐγκατάλειψη πονηρῶν ἀτραπῶν. Ἡ ὁμιλία αὐτή ἐβοήθησε τούς ἀνθρώπους νέ ζητήσουν μεγαλόφωνα τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μετά ἀπό αὐτό, ἔθεσαν πολλά ἐρωτήματα στόν Ὅσιο, ἀλλά ἐκεῖνος ἐχειριζόταν τά ἐρωτήματά τους μέ τρόπο ὥστε οἱ ἐρωτοῦντες νά ἀναγκάζονται νά ἐξετάσουν τίς δικές τους ζωές.

Κάποτε μερικοί ἀπό τό Ροσσάνο πῆγαν στήν Κωνσταντινούπολη καί κατέθεσαν ψευδεῖς κατηγορίες σέ βάρος τοῦ Ὁσίου Νείλου ἐνώπιον τοῦ αὐτοκρατορικοῦ δικαστοῦ Εὐπραξίου, λέγοντας πώς ὁ Ὅσιος εἶχε πάρει τιμαλφῆ ἀπό τό μοναστήρι του, μαζὶ μέ ὅλα τά ἀντικείμενα τοῦ μοναχοῦ Ἀντωνίου. Ὁ Εὐπράξιος ἦλθε στό Ροσσάνο μετά ἀπό τό διορισμὸ του ὡς αὐτοκρατορικοῦ δικαστοῦ γιά τήν Ἰταλία καί τήν Καλαβρία. Ὅλοι οἱ ἡγούμενοι τῆς περιοχῆς ἦλθαν νά τόν ὑποδεχθοῦν κατά τήν ἄφιξή του, ὅμως ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἔμεινε σέ ἀπόσταση, ἐπιθυμώντας νά μήν παγιδευθεῖ σέ ὅλη τήν πομπώδη αὐτή ἐπίδειξη κολακείας. Παρέμενινε μέσα στό μοναστήρι του, προσευχόμενος γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου καί τήν ψυχή ἐκείνου τοῦ ἀξιωματικοῦ. Νοιώθοντας περιφρονημένος ἀπό αὐτή τή σκόπιμη ἀπουσία τοῦ Ὁσίου Νείλου, ὁ δικαστής ἄρχισε νά σκέπτεται πώς θά τόν τιμωρήσει. Ὅμως γρήγορα ἀρρώστησε ἀπό γάγγραινα. Παρέμεινε ἄρρωστος ἐπί τρία χρόνια. Ὁ Ὅσιος Νεῖλος τόν ἐπισκέφθηκε καί ὁ δικαστής ἐφίλησε τά πόδια Ὁσίου καί τοῦ ἐζήτησε νά τόν κείρει μοναχό. Ἀφοῦ ἔγινε μοναχός, ἐμοίρασε ὅλα τά ὑπάρχοντά του στούς πτωχούς καί παρέδωσε τό πνεῦμα.

Ὁ στρατηγὸς τοῦ Θέματος τῆς Καλαβρίας Βασίλειος προσέφερε στόν Ὅσιο Νεῖλο ἕνα μεγάλο χρηματικό ποσόν, τό ὁποῖο ἀπέκτησε ὅταν τά στρατεύματά του κατέκτησαν τήν Κρήτη. Ὁ Ὅσιος ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ τὸ παραμικρό μέρος αὐτοῦ τοῦ ποσοῦ καί συμβούλευσε τό στρατηγό νά δώσει τά χρήματα στόν καθεδρικό ναό τῆς πόλεως. Ὁ Βασίλειος ἐρώτησε τόν Ὅσιο ἐάν μπορεῖ τουλάχιστον νά κτίσει ἕνα παρεκκλήσι γιά τό μοναστήρι, τό ὁποῖο διέθετε μόνο ἕνα μικρό ναό φτιαγμένο ἀπό λάσπη. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ὁσίου Νείλου ὅμως τούς ξαφνιάζει, καθ' ὅτι τούς λέγει πώς δέν χρειάζεται νά κτίσουν τίποτε, ἐφ' ὅσον ἡ Καλαβρία σύντομα θά πέσει ὁλόκληρη στά χέρια τῶν Σαρακηνῶν. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἀποφασίζει νά φύγει ἀπό τήν Καλαβρία καί πηγαίνει στήν Κάπουα. Ἀργότερα φθάνει στή Ρώμη καί μετά ἀπό πολλές περιπέτειες ὁδηγεῖται ἀπό τόν Θεό στόν τόπο πού πρόκειται νά ἐνταφιασθεῖ. Φθάνει στήν πόλη τοῦ Τούσκουλου, περίπου δώδεκα μίλια μακριά ἀπό τή Ρώμη, καί πηγαίνει στή μονή τῆς Ἁγίας Ἀγάθης, ὅπου ὑπάρχουν μερικοί Ἕλληνες μοναχοί. Ὁ πρίγκηπας τοῦ Τούσκουλου Γρηγόριος, γνωστὸς γιά τήν τυραννικότητα καί τήν ἀδικία του, ἔρχεται στόν Ὅσιο καί, βάζοντας ἐδαφιαία μετάνοια στά πόδια τοῦ Ὁσίου, τοῦ λέγει πὼς δὲν εἶναι ἄξιος, λόγῳ τῶν πολλῶν του ἁμαρτιῶν, νά δεχθεῖ τόν Ὅσιο κάτω ἀπό τήν στέγη του, ἀλλά διαπιστώνει πώς ὁ Ὅσιος, ὅπως ὁ Κύριος, προτιμᾶ τούς ἁμαρτωλούς ἀπό τούς δικαίους. Ὁ πρίγκηπας τότε προσφέρει τό σπίτι του, ὅλες τίς ἐκτάσεις του καί τό ὀχυρό του. Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὅμως τοῦ δηλώνει πώς χρειάζεται μόνο ἕνα μικρό μέρος τῆς ἐκτάσεως, ὅπου μπορεῖ νά ζήσει σέ ἡσυχία καί ὅπου οἱ μοναχοί του μποροῦν νά ἐξιλεωθοῦν ἐνώπιον Θεοῦ γιά τίς ἁμαρτίες τους καί νά προσεύχονται γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου.

Ἐνῶ ἡ πλειοψηφία τῶν μοναχῶν παρέμεινε σέ ἀπόσταση ἀπό τόν τόπο τῆς ἀσκήσεως τοῦ Ὁσίου Νείλου, ὁ Ὅσιος συγκέντρωσε γύρω του λίγους μοναχούς, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν καί ὁ μοναχός Παῦλος. Ὁ Ὅσιος τοῦ παρέδωσε τά μοναδικά του ἐπίγεια ὑπάρχοντα, πού ἦταν λίγα κουρέλια, καί ἐζήτησε νά μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ. Μετά ἀπό αὐτό, ὁ Ὅσιος Νεῖλος τούς εὐλόγησε καί οἱ μοναχοί τόν μετέφεραν μέσα στό ναό, ὅπου ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Λίγο πρίν παραδώσει τήν ἁγία του ψυχή στόν Θεό, τό ἔτος 1003, ἕνας ἀπό τούς μοναχούς τόν ἄκουσε νά προφέρει τά ἑξῆς λόγια: «Δέν θά ντροπιαστῶ, ἐπειδή ἐτήρησα, Κύριε, ὅλες τίς ἐντολές Σου».

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος συνέθεσε ὕμνους στὸν Ὅσιο Βενέδικτο, τούς ὁποίους ἔμελψε μετὰ μελωδικῆς ψαλμωδίας σέ παννυχίδα καὶ μετὰ ἐξηκονταμελοῦς χοροῦ. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 26 Σεπτεμβρίου.

Υποσημειώσεις

  1. Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Νείλου ἐντοπίζεται μέσα στά ἀκόλουθα χειρόγραφα:
    • Crypt. gr. B. β. II, ff. 12-155.
    • Ἐθνική Βιβλιοθήκη Παρισίων, Supplem. gr. 106, ff. 1-118.
    • Vatic. gr. 1205, ff. 1-56v.
    • Vatic. gr. 6151, ff. 277-360v.
    Γιά τό βίο βλ., ἐπίσης, τό ἔργο τοῦ:
    • David Paul Fester. Monasticism and Spirituality of the Italo-Greeks. Ἀνάλεκτα Βλατάδων 55, σελ. 200-221.

Πηγές