Μυστήριο της Μετανοίας

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 13:30, 3 Μαρτίου 2009 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Η καταβολή του μυστηρίου)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Μυστήριο της μετανοίας ή εξομολόγηση ή δεύτερο βάπτισμα αποκαλείται το θεοσύστατο μυστήριο της εκκλησίας κατά το οποίο παρέχεται στα μέλη της εκκλησίας θεραπεία δια της αφέσεως των αμαρτιών. Στόχος του μυστηρίου είναι η συνεχής θεραπεία των ασθενειών (πνευματικών και σωματικών)[1] που αποκτούν τα μέλη της εκκλησίας, από την αυτεξούσια κίνησή τους προς το κακό. Είναι μυστήριο επαναλαμβανόμενο και αποτελεί ένα "από τα ιαματικότερα και δραστικότερα (μυστήρια) ως προς τη διόρθωση αρρωστημένων μελών"[2].

Θεολογία

Το μυστήριο της Μετανοίας είναι αφενός το μυστήριο κατά το οποίο το πιστό μέλος της εκκλησίας μεταστρέφεται προσωπικά από πράξεις αντίθετες προς το θείο θέλημα και την παρά φύση ζωή[3] και αφετέρου η εξουσία που έχει το ίδιο το σώμα της εκκλησίας "ως κοινότητα ή δια μέσου χαρισματικού φορέα, που είναι ο επίσκοπος και μετά όλοι οι άλλοι πρεσβύτεροι, να δίνει άφεση αμαρτιών ύστερα από την εξομολόγησή τους"[4]. Γι αυτό το λόγο η εξομολόγηση θα πρέπει να κατανοείται ως μέσο θεραπευτικό μακριά από κάθε νομική σημασία. Η άφεση "απορρέει από την ίδια τη ζωή του σώματος, από τον ίδιο το λαό, γι αυτό και τα πρώτα χρόνια η εξομολόγηση γινόταν δημόσια και παρουσία όλου του πληρώματος. Το μυστήριο σήμαινε σύναξη του σώματος, όπως συμβαίνει σε κάθε μυστήριο"[5][6]. Το ότι σήμερα βέβαια δε συμβαίνει το μυστήριο κατ αυτόν τρόπο δε σημαίνει πως το πλήρωμα της εκκλησίας δε μετέχει. Σήμερα είναι επίσκοπος που εκπροσωπεί ως χαρισματικός φορέας το πλήρωμα αυτό[7].

Η μετάνοια και η εξομολόγηση είναι μυστήριο επαναλαμβανόμενο, διότι σκοπός είναι η συνεχής θεραπεία των ασθενειών των μελών της εκκλησίας. Ουσιαστικά πρόκειται για συνεχή μνήμη του Θεού, για πένθος που προξενείται από την αίσθηση απώλειας του Θεού. Τελικά αποβαίνει η προσπάθεια εύρεσης της φιλίας του Θεού, η οποία διακόπηκε από το διαχωρισμό του ανθρωπίνου θελήματος από το θείο, σαν ένα μεταπατορικό αμάρτημα και μία φυσική διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος αποφάσισε να μη δέχεται τη δωρεά της θείας χάριτος. Γι αυτό και πάνω σε αυτό το μυστήριο θεμελιώνεται ο ασκητικός και μοναχικός βίος της εκκλησίας.

Ιστορία του μυστηρίου

Η καταβολή του μυστηρίου

Την εξουσία να αφέονται αμαρτίες την έχει μόνο ο Θεός. Είναι πρόδηλο δε, κατά την παρουσία του στον κόσμο, ότι ο Κύριος συγχωρούσε τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ο Κύριος λοιπόν μετά την εκδημία του, παραχώρησε το χάρισμα της αφέσεως των αμαρτιών στους αποστόλους και μέσω αυτών στην εκκλησία Του[8]. Αυτή μάλιστα τη δυνατότητα, περί συγχωρήσεως των αμαρτιών, είναι χαρακτηριστικό πως σήμερα την αμφισβητούν τόσο οι Μεταρρυθμιστές, δηλαδή οι προτεσταντικές ομάδες, αλλά και κατά το παρελθόν κάποια αιρετικά και αποσχιστικά κινήματα όπως οι Νοβατιανοί και Μοντανιστές. Μία τέτοια διδασκαλία όμως δε θα μπορούσε να σταθεί στην εκκλησία, γιατί αποτελεί βλασφημία κατά του Αγίου Πνευματος[9], αλλά και διότι μέσω της Αγία Γραφής παρέχονται αρκετές αποδείξεις περί του μυστηρίου αυτού.

Η πρακτική του μυστηρίου

Στην αρχαία εκκλησία το μυστήριο της εξομολογήσεως τελείτο ενώπιον ολόκληρης της κοινότητος. Από τον Ωριγένη όμως μαθαίνουμε πως γινόταν και μυστική εξομολόγηση, για ορισμένα αμαρτήματα[10]. Από τον 4ο αιώνα πλέον το μυστήριο της εξομολογήσεως περνά οριστικά στο στάδιο της προσωπικής εξομολογήσεως[11]. Οι λόγοι που οδήγησαν σε μία τέτοια πράξη ήταν πως ορισμένα αμαρτήματα τιμωρούνταν με σοβαρές ποινές από την πολιτεία, μέχρι και θάνατο[12], αλλά και διότι με το πέρασμα του καιρού οι αρχικές ενθουσιαστικές τάσεις στο εσωτερικό των κοινοτήτων δεν ευδοκιμούσαν πλέον.

Η εξομολόγηση ήδη από τα αποστολικά έτη προηγείτο κατά κανόνα της Θείας Ευχαριστίας[13]. Χαρακτηριστικό άλλωστε είναι και το απόσπασμα της Διδαχής των Αποστόλων, όπου εν μέσω άλλων αναφέρεται "Κατά την Κυριακήν δε Κυρίου συναχθέντες κλάσατε άρτον και ευχαριστήσατε, προεξομολογησάμενοι τα παραπτώματα ημών"[14], στηριζόμενη πραφανώς και στην προτροπή του Ιακώβου του αδελφοθέου "Εξομολογείσθαι ουν αλλήλοις τας αμαρτίας και προσεύχεσθε υπέρ αλλήλων, όπως ιαθείται"[15].

Το ζήτημα της μετανοίας

Στην πρώτη εκκλησία οι βαρέως αμαρτάνοντες αποκόπτονταν από το σώμα της εκκλησίας[16]. Με την πάροδο του χρόνου όμως, τη χαλάρωση των ενθουσιαστικών τάσεων καθώς και την εισροή πλήθους πιστών στις τάξεις τις εκκλησίας περιορίστηκε ο αριθμός των βαρέων αμαρτημάτων στο φόνο, την ακολασία και την έκπτωση από το χριστιανισμό. Οι βαρέως αμαρτάνοντες καλούνταν πλέον σε δια βίου μετάνοια, ενώ οι υπόλοιποι πιστοί μετά από κάποιο διάστημα μετάνοιας γίνονταν δεκτοί σε κοινωνία. Χαρακτηριστικό στάδιο της σταδιακής επιείκειας, ήδη διαφαίνεται στον Ποιμένα του Ερμά, όπου ο συγγραφέας αναφέρει περί αποδεκτής μίας συγνώμης σε αντίστοιχες περιστάσεις.

Η έννοια λοιπόν της μετάνοιας συνδέθηκε άρρηκτα με το μυστήριο της εξομολόγησης, αφού η μεν εξομολόγηση ήταν κίνητρο για μετάνοια, η δε μετάνοια κίνητρο για το μυστήριο[17]. Κατά τον 2ο αιώνα μάλιστα θα δημιουργηθούν σημαντικές έριδες στο εσωτερικό της εκκλησίας και μάλιστα αρκετές αποσχιστικές ομάδες, οι οποίες θεωρούσαν έκπτωση την οποιαδήποτε αποδοχή συγνώμης και μη δια βίου μετανοίας σε περιπτώσεις θανάσιμων αμαρτημάτων. Έτσι κατά το δεύτερο αιώνα το μεγάλο πρόβλημα των εκκλησιών ήταν το ζήτημα της δεύτερης μετάνοιας. Ο Μοντανισμός, με τις αυστηρές ασκητικές και ενθουσιαστικές τάσεις τελικά οδήγησε το ζήτημα αυτό από ένα ζήτημα πνευματικής μορφής, σε ένα ζήτημα καθαρά εκκλησιολογικό, το οποίο δίχασε το εσωτερικό της εκκλησίας μέχρι και τον 4ο αιώνα[18]. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια διαλεκτική ανάμεσα σε μια πιο επιεική γραμμή ή την αυστηρότητα[19]. Το πρόβλημα μάλιστα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, διότι "αν λ.χ. επικρατούσαν οι περί εκκλησίας και μετανοίας αντιλήψεις των μοντανιστών, τότε εξατμιζόταν το όλο μυστήριο της εκκλησίας στις εσχατολογικές προσδοκίες της καθόδου της πνευματικής Ιερουσαλήμ ή και τις χιλιετούς μεσοβασιλείας του Θεού"[20]. Τελικά στις τάξεις της εκκλησίας επικράτησε η πιο επιεικής γραμμή, που σύναδε με την οικουμενικότητα του μηνύματός της, διαβαίνοντας το μονοπάτι ανάμεσα στις αυστηρές ασκητικές τάσεις, που εμπεριείχαν και πρότυπα ηθικισμού και διαρχίας, όπως του γνωστικισμού και μοντανισμού, καθώς της πλήρους επιείκιας όπως αυτή εμφανίστηκε σε μερικά αποσχιστικά συστήματα του 2ου αιώνα.

Η τέλεση του μυστηρίου

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία το μυστήριο λαμβάνει μία μορφή συζητήσεως μεταξύ του πιστού και του ιερέα, εξού και ο ιερέας απαγορεύεται πάντοτε αυστηρά να αποκαλύψει σε οποιοδήποτε το περιεχόμενο της εξομολογήσεως[21]. Εν αντιθέσει με την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, το μυστήριο δε λαμβάνει χώρα σε ειδικό χώρο ως εξομολογητήριο, αλλά σε οποιοδήποτε χώρο δύναται να υπάρχει ησυχία. Συνήθως το μυστήριο τελείται μέσα στο ναό, έμπροσθεν εικονοστασίου ή σε κάποιο ιδιαίτερο χώρο, όπως κάποιο δωματιάκι. Εν αντιθέσει πάλι με τη Δύση, που ο ιερέας κάθεται και ο εξομολογούμενος γονατίζει, ο πιστός στην Ορθόδοξη εκκλησία κάθεται, όπως και ο ιερέας. Στη Ρωσική μάλιστα εκκλησία, ο πιστός συνήθως κάθεται σε ένα τραπεζάκι στραμμένος προς μία εικόνα, ένα ευαγγέλιο ή τον εσταυρωμένο, με μία μικρή κλίση προς τον ιερέα[22]. Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου ο ιερέας δίδει κάποιες συμβουλές στον πιστό και όταν τελειώσει το στάδιο αυτό, ο εξομολογούμενος γονατίζει. Ο ιερέας τοποθετεί το επιτραχήλιο στο κεφάλι του πιστού καθώς και το χέρι του ανάμεσα στο κεφάλι και το επιτραχήλιο και διαβάζει τη συγχωρητική ευχή[23].

Ο ιερέας, εφόσον θωρεί αναγκαίο, μπορεί να επιβάλει κάποιο επιτίμιο, δηλαδή κάποια άσκηση στον κατηχούμενο για να καταπολεμήσει το πάθος και την αμαρτιτική επιθυμία[24]. Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως στην Ορθόδοξη Εκκλησία η έννοια του πνευματικού καθοδηγητή και του εξομολόγου δεν ταυτίζονται απαραίτητα[25], ενώ δεν υπάρχει κάποιος αυστηρός κανόνας για το πότε κάθε πιστός πρέπει να εξομολογείται. Στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι σύνηθες κάποιος πιστός να μεταλαμβάνει 5 με 6 φορές το χρόνο, συνήθως και τις αντίστοιχες φορές προηγείται το μυστήριο. Σε περιπτώσεις συχνότερης Θείας Μεταλήψεως, ο πιστός δεν πρέπει να προσέρχεται απαραίτητα στο μυστήριο[26], εφόσον δε συντρέχει σοβαρός πνευματικός λόγος.

Υποσημειώσεις

  1. Στην Ορθόδοξη θεολογία, ουδέποτε νοείται διάσπαση σώματος και ψυχής. Μια τέτοια αυτονομία αποτελεί πηγή αμαρτιών
  2. Νίκος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελ. 494
  3. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 493
  4. ο.π.
  5. Ν.Ματσούκας, ενθ.αν., 493
  6. Και σήμερα διατηρούνται παρόμοιες παραστάσεις, όταν οι πνευματικοί καλούν τον πιστό, πρώτα να ζητήσει συγχώρεση από το πλησίον που έβλαψε και εν συνεχεία να προσέλθουν με άκρα ταπείνωση στο μυστήριο της εξομολόγησης
  7. ο.π.
  8. Παν. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 243
  9. Παν. Τρεμπέλας, Διγματική Γ΄, σελ. 243
  10. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 493
  11. ο.π.
  12. 34ος Κανόνας του μεγάλου Βασιλείου φερ'ειπείν για το ζήτημα της μοιχείας
  13. Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, σελ. 56
  14. Διδαχή ΧΙV, 1
  15. Ιακώβου 5, 16
  16. Βλ. Φειδάς, ενθ.αν., 290
  17. Βλ. Φειδάς, ενθ.αν., σελ. 291
  18. Βλ. Φειδάς, ενθ.αν., 292
  19. ο.π.
  20. ο.π.
  21. Κάλλιστος Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, σελ. 456
  22. Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 456
  23. Συγχωρητική ευχή: «Όσα εξείπες τη εμή ελαχιστη ταπεινότητι, και όσα ουκ έφθασαν ειπείν η κατ άγνοιαν ή κατά λήθην οιαδήποτε, ο Θεός συγχωρήσοι σοι εν τω νυν αιώνι και εν το μέλλοντι...περί δε των εξαγορευθέντων εγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα έχων, πορεύου εις ειρήνην»
  24. Επιτίμια φερ ειπείν είναι η προσευχή, η ελεημοσύνη, η ανάγνωση ψυχοφελών βιβλίων
  25. Κάλλιστος Ware, ανθ.αν., 458
  26. Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 458

Βιβλιογραφία

  • Νικόλαος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
  • Παναγιώτης Τρεμπέλας, "Δογματική", Τόμος Γ΄, Σωτήρ, Αθήνα 2003.
  • Κάλλιστος Ware, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία", Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 2007.
  • Ανδρέας Θεοδώρου, "Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε Ερωτήματα Συμβολικά", Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006.
  • Βλάσιος Φειδάς, "Εκκλησιαστική Ιστορία", Τόμος Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.